7.-(1) Για το σκοπό εγγραφής σωματείου, ο Έφορος τηρεί, κατά τον καθορισμένο τύπο, Μητρώο Σωματείων, στο οποίο καταχωρίζει τα στοιχεία που προβλέπονται στο εδάφιο (2) και το οποίο τηρείται ενημερωμένο και μπορεί να επιθεωρείται από κάθε ενδιαφερόμενο· η δε επιθεώρηση γίνεται στην παρουσία αρμόδιου λειτουργού και χωρίς την καταβολή οποιουδήποτε τέλους. παράλληλα, επικαιροποιημένος κατάλογος των λειτουργούντων σωματείων, με τις διευθύνσεις τους, αναρτάται σε σχετική ιστοσελίδα, όπως καθορίζεται με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Για την εγγραφή σωματείου στο Μητρώο υποβάλλεται γραπτή αίτηση στον Έφορο από τους ιδρυτές ή το διοικητικό συμβούλιο του σωματείου, η οποία συνοδεύεται από τη συστατική πράξη, τα ονόματα και τις διευθύνσεις των μελών της διοίκησης, καθώς και τα στοιχεία επικοινωνίας τους, το καταστατικό υπογεγραμμένο από τα ιδρυτικά μέλη, με αναφερόμενη τη σχετική χρονολογία, τυχόν έμβλημα του σωματείου και περιγραφή της κινητής ή της ακίνητης ιδιοκτησίας ή και των δύο τα οποία θα τελούν υπό την κατοχή ή την κυριότητα ή/και θα μεταβιβαστούν στο σωματείο μετά την εγγραφή του.
(3) Στην αίτηση εγγραφής σωματείου πρέπει απαραίτητα να δηλώνεται η ακριβής ταχυδρομική διεύθυνση του σωματείου, έστω και αν αυτή είναι προσωρινή.
(4) O Έφορος προχωρεί το ταχύτερο δυνατό στην εξέταση της αίτησης και, αφού ικανοποιηθεί ότι πληρούνται οι καθορισμένοι από τον παρόντα Νόμο και τους Κανονισμούς όροι και προϋποθέσεις, εγκρίνει την αίτηση, εγγράφει το σωματείο στο Μητρώο ύστερα από την καταβολή του καθορισμένου τέλους και εκδίδει το σχετικό πιστοποιητικό εγγραφής κατά τον καθορισμένο τύπο:
(5) Πιστοποιητικό εγγραφής το οποίο εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και αποτελεί πλήρη απόδειξη της ημερομηνίας εγγραφής του σωματείου και της τήρησης όλων των νόμιμων προϋποθέσεων. το καταστατικό του σωματείου, το οποίο βεβαιώνεται από τον Έφορο, τηρείται στα αρχεία αυτού:
(6) O Έφορος δύναται να διενεργεί ελέγχους, κατόπιν καταγγελίας ή αυτεπαγγέλτως για διαπίστωση κατά πόσο πληρούνται οι όροι που καθορίζονται στον παρόντα Νόμο, ειδικά αναφορικά με τις διατάξεις του άρθρου 10, και οι διοικήσεις των σωματείων παρέχουν τη συνδρομή τους προς τούτο.
(7) Σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος για την έκδοση πιστοποιητικού εγγραφής, ο Έφορος καταγράφει τους λόγους απόρριψής του και ενημερώνει τον αιτητή για τα μέσα έννομης προστασίας που έχει στη διάθεσή του.
8. Το καταστατικό σωματείου θεωρείται έγκυρο και αποδεκτό για καταχώριση, εφόσον προσδιορίζει ή περιλαμβάνει-
(α) Tο σκοπό, την επωνυμία και την έδρα του σωματείου σε δήμο ή κοινότητα που βρίσκεται στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές∙
(β) τους όρους εισδοχής, αποχώρησης και αποβολής των μελών του, καθώς επίσης και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτών∙
(γ) τους οικονομικούς πόρους του σωματείου∙
(δ) τον τρόπο ή/και το φορέα της δικαστικής και εξώδικης αντιπροσώπευσης του σωματείου∙
(ε) τα όργανα της διοίκησης του σωματείου, τη διαδικασία εκλογής των αιρετών μελών του διοικητικού συμβουλίου αυτού, όπου αυτό προβλέπεται από το καταστατικό, τη διάρκεια της θητείας τους, τους όρους καταρτισμού, λειτουργίας, συχνότητας σύγκλησης και παύσης των οργάνων της διοίκησης∙
(στ) τους όρους σύμφωνα με τους οποίους συγκαλείται, συνεδριάζει και αποφασίζει η συνέλευση των μελών, μεταξύ των οποίων και όρο ότι αυτή συγκαλείται και συνέρχεται τουλάχιστον μία (1) φορά κάθε έτος∙
(ζ) τους όρους τροποποίησης του καταστατικού.
(η) τον τρόπο ελέγχου των λογαριασμών του σωματείου, τηρουμένης της αρχής της διαφάνειας·
(θ) τους όρους διάλυσης του σωματείου ή της συγχώνευσής του με άλλο σωματείο και της τύχης της περιουσίας του σωματείου σε περίπτωση διάλυσής του, η οποία σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να διανεμηθεί μεταξύ των μελών.
9.-(1) Κάθε τροποποίηση καταστατικού εγγεγραμμένου σωματείου λαμβάνει ισχύ μόνο από την ημερομηνία καταχώρισής της στο Μητρώο, κατόπιν σχετικής αίτησης υποβαλλόμενης σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2).
(2) Το διοικητικό συμβούλιο κάθε σωματείου έχει υποχρέωση, μετά την ψήφιση οποιασδήποτε τροποποίησης του καταστατικού, να υποβάλει στον Έφορο, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και οπωσδήποτε όχι αργότερα από τριάντα (30) ημέρες από την ημερομηνία ψήφισης της τροποποίησης, γραπτή αίτηση καταχώρισης της τροποποίησης στο Μητρώο.
(3) Ο Έφορος μπορεί να αρνηθεί να καταχωρίσει οποιαδήποτε τροποποίηση καταστατικού, εάν κρίνει ότι αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου:
10.-(1) Εντός της πρώτης τριμηνίας έκαστου έτους, το διοικητικό συμβούλιο ή ο γραμματέας εγγεγραμμένου σωματείου έχουν υποχρέωση να γνωστοποιούν γραπτώς στον Έφορο-
(α) Aριθμητικά, τυχόν διαγραφές μελών και εγγραφές νέων μελών οι οποίες έγιναν κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους·
(β) σε περίπτωση που επήλθαν αλλαγές, τα εν ενεργεία μέλη της διοίκησης του σωματείου, με τα αντίστοιχα αξιώματά τους και τα στοιχεία επικοινωνίας τους· και
(γ)κατά πόσο κατά το προηγούμενο έτος πραγματοποιήθηκε ο ελάχιστος αριθμός ετήσιων γενικών συνελεύσεων που ορίζει το καταστατικό.
(2) Σε περίπτωση αλλαγής της διεύθυνσης του υποστατικού ή/και των στοιχείων επικοινωνίας του σωματείου, το διοικητικό συμβούλιο ή ο γραμματέας αυτού, γνωστοποιούν τη νέα διεύθυνση ή/και τα νέα στοιχεία επικοινωνίας αμέσως μόλις επέλθει η αλλαγή.
(3) Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τη δυνάμει του εδαφίου (1) υποχρέωση, ο Έφορος καλεί το διοικητικό συμβούλιο ή το γραμματέα του σωματείου, με συστημένη επιστολή, όπως πράξουν τούτο μέσα σε τριάντα (30) μέρες, με δυνατότητα παράτασης της προθεσμίας αυτής κατά ένα μήνα, εφόσον αυτό ζητηθεί. σε περίπτωση δε μη ανταπόκρισης αυτών προς την πρόσκληση του Εφόρου, αυτός δύναται να αποταθεί στο Δικαστήριο, αιτούμενος τη διάλυση του σωματείου με βάση τις διατάξεις της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 24 και παράλληλα προβαίνει σε σχετική δημοσίευση του δικαστικού διαβήματός του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
11.-(1) Η καθ’ οιονδήποτε τρόπο διάλυση σωματείου, καθώς και τα ονόματα των εκκαθαριστών αυτού, σημειώνονται στο Μητρώο παραπλεύρως της εγγραφής.
(2) Η σημείωση της διάλυσης καταχωρίζεται, κατόπιν γραπτής αναφοράς προς τον Έφορο, από το διοικητικό συμβούλιο του σωματείου ή το πρόσωπο ή την αρχή που προκάλεσε τη διάλυση, ανάλογα με την περίπτωση, και υποβάλλεται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και οπωσδήποτε όχι αργότερα από τριάντα (30) ημέρες από την ημερομηνία του συγκεκριμένου γεγονότος της διάλυσης του σωματείου.
12.-(1) Εφόσον το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά, η εισδοχή νέων μελών είναι πάντοτε επιτρεπτή.
(2) Τα μέλη δικαιούνται να αποχωρήσουν από το σωματείο οποιαδήποτε στιγμή.
(3) Αποβολή μέλους επιτρέπεται στις περιπτώσεις που προβλέπει το καταστατικό, καθώς και στην περίπτωση κατά την οποία το μέλος, με την όλη του συμπεριφορά, τις πράξεις ή τις παραλείψεις του, επιφέρει ή προκαλεί εξευτελισμό ή μείωση της αξιοπιστίας ή του κύρους του σωματείου ή άλλη βλάβη στα συμφέροντα αυτού.
13. Εφόσον το καταστατικό του σωματείου δεν ορίζει διαφορετικά, τα μέλη του σωματείου έχουν ίσα δικαιώματα.
14. Μέλος σωματείου που αποχωρεί δεν έχει κανένα δικαίωμα επί της περιουσίας του σωματείου και οφείλει να καταβάλει τις συνδρομές του μέχρι το τέλος του οικονομικού έτους, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από το καταστατικό:
15. Η ιδιότητα μέλους είναι ανεπίδεκτη αντιπροσώπευσης και δεν μεταβιβάζεται ούτε κληρονομείται.
16.-(1) Τα σωματεία διοικούνται από διοικητικό συμβούλιο αποτελούμενο από πέντε (5) ή περισσότερα πρόσωπα, τα οποία, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο καταστατικό, είναι μέλη του σωματείου. οι αποφάσεις λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο καταστατικό.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία μέλος της διοίκησης του σωματείου καταδικάζεται για ποινικό αδίκημα το οποίο ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα, ο Έφορος, έπειτα από αίτημα οποιουδήποτε μέλους ή αυτεπάγγελτα, καλεί το αρμόδιο όργανο να προβεί στις απαραίτητες διαδικασίες για την αντικατάσταση του συγκεκριμένου μέλους της διοίκησης σύμφωνα με τις πρόνοιες του καταστατικού του σωματείου.
17.-(1) Μέλος του διοικητικού συμβουλίου δεν δικαιούται να συμμετέχει στη συζήτηση ή στην ψηφοφορία, εάν η απόφαση που θα ληφθεί αφορά τη διενέργεια δικαιοπραξίας ή την έγερση ή την κατάργηση δίκης μεταξύ του σωματείου και του μέλους αυτού ή του συζύγου του μέλους αυτού ή συγγενή αυτού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τρίτου βαθμού ή αφορά τη διενέργεια δικαιοπραξίας μεταξύ του σωματείου και εταιρείας, προσωπικής ή κεφαλαιουχικής, στην οποία ή στη διοίκηση της οποίας συμμετέχει το μέλος αυτό ή σύζυγος ή συγγενής αυτού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τρίτου βαθμού.
(2) Χωρίς επηρεασμό του δικαιώματος αγωγής του σωματείου κατά του υπαιτίου μέλους για τυχόν αποζημίωση, λόγω παράβασης νομικού καθήκοντος, κάθε απόφαση που λαμβάνεται κατά παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (1) είναι ακυρώσιμη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23.
18.-(1) Το ασκούν τη διοίκηση του σωματείου όργανο οφείλει να χειρίζεται επιμελώς τις υποθέσεις του σωματείου, συμμορφούμενο με τους νόμους της Δημοκρατίας, και να αντιπροσωπεύει το σωματείο δικαστικώς και εξωδίκως, εκτός εάν η συστατική πράξη ή το καταστατικό ορίζει διαφορετικά.
(2) Η έκταση της εξουσίας του ασκούντος τη διοίκηση του σωματείου οργάνου προσδιορίζεται από το καταστατικό και ο προσδιορισμός αυτός ισχύει και έναντι τρίτων. με το καταστατικό δύναται να ανατεθούν πρόσθετες αρμοδιότητες στο ίδιο όργανο και η εξουσία αυτού, σε περίπτωση αμφιβολίας, επεκτείνεται και σε κάθε συναφή πράξη.
(3) Δικαιοπραξίες οι οποίες διενεργούνται από το ασκούν τη διοίκηση του σωματείου όργανο, εντός των ορίων της εξουσίας του, δεσμεύουν το σωματείο.
(4) Το σωματείο ευθύνεται έναντι τρίτων από τυχόν παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων ή υπαλλήλων που το αντιπροσωπεύουν και συνεπάγονται υποχρέωση αποζημίωσης, νοουμένου ότι η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί:
(5) Το διοικητικό συμβούλιο του σωματείου υποχρεούται να τηρεί πλήρως ενημερωμένο μητρώο των μελών του, το οποίο επικαιροποιείται τουλάχιστον άπαξ κατ’ έτος και είναι διαθέσιμο προς επιθεώρηση από τον Έφορο και προς οποιοδήποτε τρίτο έχει έννομο συμφέρον.
18Α. Καμιά αμοιβή, οποιουδήποτε είδους, δεν καταβάλλεται για παρεχόμενες υπηρεσίες σε οποιοδήποτε μέλος ή αξιωματούχο της διοίκησης σωματείου, εκτός εάν το καταστατικό ορίζει διαφορετικά.
19.-(1) Η συνέλευση των μελών του σωματείου αποτελεί το ανώτατο όργανο του σωματείου και αποφασίζει για κάθε υπόθεση του σωματείου η οποία δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα άλλου οργάνου.
(2) Η συνέλευση, εκτός εάν το καταστατικό ορίζει διαφορετικά, εκλέγει η ίδια τα μέλη της διοίκησης, ορίζει τους ελεγκτές των λογαριασμών του σωματείου, αποφασίζει για την είσοδο ή αποβολή μέλους, για την έγκριση του ισολογισμού, για τη μεταβολή του σκοπού του σωματείου, για την τροποποίηση του καταστατικού και για τη διάλυση του σωματείου.
(3) Η συνέλευση των μελών του σωματείου έχει την αρμοδιότητα της εποπτείας και του ελέγχου των μελών του διοικητικού συμβουλίου και δικαιούται να παύει τα μέλη αυτά σύμφωνα με τις πρόνοιες του καταστατικού.
20.-(1) Η συνέλευση των μελών συγκαλείται από το διοικητικό συμβούλιο στις περιπτώσεις που ορίζει το καταστατικό ή όταν το συμφέρον του σωματείου το επιβάλλει.
(2) Η συνέλευση συγκαλείται εάν το ζητήσει ο ελάχιστος αριθμός μελών που ορίζει το καταστατικό και, σε περίπτωση που το ζήτημα αυτό δεν ρυθμίζεται στο καταστατικό, τότε μπορεί να ζητήσει τη σύγκληση συνέλευσης το ένα πέμπτο των μελών, με έγγραφη αίτηση στην οποία αναγράφονται τα προς συζήτηση θέματα.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία το πιο πάνω αίτημα δεν γίνει αποδεκτό, ο Έφορος δύναται, κατόπιν γραπτού αιτήματος των ενδιαφερόμενων μελών, να εξουσιοδοτήσει αυτούς να συγκαλέσουν συνέλευση των μελών του σωματείου. ο ίδιος δε ρυθμίζει με οδηγίες του τα της προεδρίας της συνέλευσης αυτής.
21.-(1) Οι αποφάσεις της συνέλευσης των μελών του σωματείου λαμβάνονται κατά πλειοψηφία των παρόντων μελών, λαμβανομένων υπόψη και συμμετεχόντων μέσω τηλεδιάσκεψης, σε περίπτωση που περιλαμβάνονται σχετικές πρόνοιες στο καταστατικό οι οποίες το επιτρέπουν· απόφαση συνέλευσης για θέμα το οποίο δεν είχε αναγραφεί στην πρόσκληση είναι άκυρη, εκτός εάν το καταστατικό ορίζει διαφορετικά.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 22, απόφαση δύναται να ληφθεί και χωρίς τη συνέλευση των μελών εάν τουλάχιστον τα δύο τρίτα των μελών δηλώσουν εγγράφως τη συναίνεσή τους για συγκεκριμένη πρόταση.
(3) Μέλος δεν δικαιούται να συμμετέχει ούτε στη συζήτηση ούτε στην ψηφοφορία, εάν η απόφαση που θα ληφθεί αφορά τη διενέργεια δικαιοπραξίας ή την έγερση ή κατάργηση δίκης μεταξύ του σωματείου και του εν λόγω μέλους ή του συζύγου αυτού ή συγγενή αυτού εξ’ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τρίτου βαθμού συγγένειας ή την επιχείρηση δικαιοπραξίας μεταξύ του σωματείου και εταιρείας, προσωπικής ή κεφαλαιουχικής, στην οποία ή στη διοίκηση της οποίας συμμετέχει το μέλος αυτό ή σύζυγος ή συγγενής αυτού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τρίτου βαθμού συγγένειας.
22. Εκτός εάν το καταστατικό ορίζει διαφορετικά, για τη λήψη απόφασης για την τροποποίηση του καταστατικού ή τη διάλυσή ή τη μεταβολή του σκοπού του σωματείου απαιτείται η συναίνεση των τριών τετάρτων του συνόλου των μελών του σωματείου:
Νοείται ότι, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες καθίσταται εκ των πραγμάτων δυσχερής η παρουσία των τριών τετάρτων των μελών, ο Έφορος δύναται να παρέχει τη συγκατάθεσή του για την υποβολή αίτησης στο Δικαστήριο για την έκδοση διατάγματος το οποίο να παρέχει τη δυνατότητα στο αιτούν σωματείο να προωθήσει τη διαδικασία λήψης απόφασης στην παρουσία τουλάχιστον μέχρι και των δύο πέμπτων του συνόλου των μελών του.
23.-(1) Απόφαση της συνέλευσης ή του διοικητικού συμβουλίου του σωματείου, η οποία είναι αντίθετη προς το νόμο ή το καταστατικό είναι ακυρώσιμη και η ακυρότητα κηρύσσεται από το Δικαστήριο, κατόπιν αγωγής οποιουδήποτε μέλους ή οποιουδήποτε προσώπου το οποίο έχει έννομο συμφέρον, η οποία καταχωρίζεται το αργότερο εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία λήψης της απόφασης:
(2) Το Δικαστήριο, στο πλαίσιο εκδίκασης αγωγής δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), δύναται, κατόπιν αίτησης οποιουδήποτε διαδίκου, να αναστείλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης με τέτοιους όρους και τέτοιες προϋποθέσεις που το Δικαστήριο ήθελε κρίνει πρέπον να επιβάλει.
24.-(1) Το σωματείο διαλύεται-
(α) Oποτεδήποτε, με απόφαση της συνέλευσης των μελών του που λαμβάνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου·
(β) όταν τα μέλη του μειωθούν σε λιγότερα από είκοσι (20):
(γ) με απόφαση του Δικαστηρίου, ύστερα από αίτηση του διοικητικού συμβουλίου του σωματείου ή των δύο πέμπτων των μελών ή του Εφόρου, εάν-
(i) λόγω διαφόρων αιτιών, η ανάδειξη διοικητικού συμβουλίου αποβαίνει αδύνατη ή εν γένει καθίσταται αδύνατη η συνέχιση της λειτουργίας του σωματείου σύμφωνα με τις πρόνοιες του καταστατικού ή λόγω παράβασης των υποχρεώσεων που καθορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 10. ή/και
(ii) εκπληρώθηκε ο σκοπός του σωματείου ή ο σκοπός που επιδιώκει είναι κερδοσκοπικός ή είναι πλέον διαφορετικός από αυτόν που καθορίζεται στο καταστατικό. ή/και
(iii) ο σκοπός ή η λειτουργία του σωματείου έχουν αποβεί παράνομα, όπως προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 4∙
(δ) με απόφαση του Δικαστηρίου, ύστερα από αίτηση του Εφόρου, εάν λόγω αδράνειας, για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα δύο (2) έτη, περιλαμβανομένης της μη σύγκλησης ή της μη πραγματοποίησης των απαιτούμενων από το καταστατικό συνελεύσεων των μελών ή/και της μη υποβολής ελεγμένων ετήσιων λογαριασμών, συνάγεται εγκατάλειψη του σκοπού του σωματείου, υπό τον όρο ότι δίδεται προηγουμένως από τον Έφορο γραπτή προειδοποίηση προς το ασκούν τη διοίκηση του σωματείου όργανο, στην οποία καταγράφονται οι λόγοι που ενεργοποιούν τις παρούσες διατάξεις, καθώς και προθεσμία τριών (3) μηνών για την αποκατάσταση της λειτουργίας του σωματείου.
(2) Η διάλυση σωματείου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου δημοσιεύεται από τον Έφορο σε δύο ημερήσιες εφημερίδες οι οποίες κυκλοφορούν στη Δημοκρατία.
25.-(1) Το σωματείο με τη διάλυσή του διατελεί αυτοδικαίως σε εκκαθάριση και, μέχρι το τέλος της εκκαθάρισης και για τις ανάγκες αυτής, θεωρείται υφιστάμενο.
(2) Η εκκαθάριση, εκτός εάν νόμος ή το καταστατικό ορίζει διαφορετικά ή εκτός εάν ο Έφορος αποφάσισε διαφορετικά, γίνεται από τους υπεύθυνους της διοίκησης του σωματείου και, σε περίπτωση κατά την οποία αυτοί δεν υπάρχουν, διορίζονται ένας ή περισσότεροι εκκαθαριστές από το Δικαστήριο.
(3) Ο εκκαθαριστής υπέχει θέση διοικούντος του σωματείου και η εξουσία του περιορίζεται στις ανάγκες της εκκαθάρισης.
(4) Κατά την εκκαθάριση, τα περιουσιακά στοιχεία του σωματείου τα οποία περιλαμβάνονται στο ενεργητικό του μεταβιβάζονται σε άλλο φορέα του οποίου οι σκοποί συνάδουν με τους σκοπούς του υπό εκκαθάριση σωματείου και καθορίζεται στο καταστατικό αυτού, ενώ, τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου σχετικού με θέματα απονομής της δικαιοσύνης, σε περίπτωση που η διάλυση δεν είναι εκούσια, ο Έφορος έχει δικαίωμα παρέμβασης στη σχετική διαδικασία για σκοπούς καλύτερης διανομής των περιουσιακών στοιχείων του σωματείου προς δημόσιο όφελος.
(5) Ο εκκαθαριστής ευθύνεται και καταβάλει αποζημίωση για κάθε παράβαση των υποχρεώσεών του λόγω δικής του υπαιτιότητας και, σε περίπτωση περισσότερων του ενός εκκαθαριστών, ο κάθε ένας από αυτούς ευθύνεται εις ολόκληρον.