1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και για Άλλα Συναφή Θέματα Νόμος του 2017.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετικά-
«ανήλικος» σημαίνει πρόσωπο ηλικίας κάτω των δεκαοχτώ (18) ετών.
«Γενικός Έφορος» σημαίνει το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ο οποίος δυνάμει του παρόντος Νόμου είναι αρμόδιος για την παρακολούθηση της εφαρμογής των διατάξεων του εν λόγω Νόμου και του συντονισμού των Εφόρων, με στόχο την ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή του∙
«Δικαστήριο» σημαίνει το αρμόδιο επαρχιακό δικαστήριο εντός του ορίου της τοπικής αρμοδιότητας του οποίου βρίσκεται, ανάλογα με την περίπτωση, η εγγεγραμμένη έδρα σωματείου ή ιδρύματος ή ομοσπονδίας ή/και ένωσης∙
«Έφορος» σημαίνει τον Έπαρχο της οικείας Επαρχίας, ο οποίος δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου είναι υπεύθυνος για την εγγραφή και λειτουργία σωματείων, ιδρυμάτων και ομοσπονδιών ή/και ενώσεων που έχουν την έδρα τους στην Επαρχία του∙
«ίδρυμα» σημαίνει το σύνολο της περιουσίας που προορίζεται για την εξυπηρέτηση ορισμένου μη κερδοσκοπικού σκοπού και για τη σύστασή του η αφιερούμενη περιουσία δεν δύναται να είναι αξίας μικρότερης των χιλίων ευρώ (€1.000)∙
«μη κερδοσκοπικό», σε σχέση με σωματείο ή ίδρυμα, σημαίνει σωματείο ή ίδρυμα το οποίο δεν διανέμει οποιαδήποτε κέρδη, τα οποία δυνατόν να προκύψουν από τις δραστηριότητές του, στα μέλη, στους ιδρυτές, στη διοίκηση ή στους αξιωματούχους του, αλλά τα επενδύει ή τα χρησιμοποιεί για τη συνέχιση και επίτευξη των σκοπών του.
«Μητρώο» σημαίνει το βιβλίο το οποίο τηρείται από τον Έφορο και στο οποίο εγγράφονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου τα σωματεία, τα ιδρύματα και οι ομοσπονδίες ή/και ενώσεις, ανάλογα με την περίπτωση:
«ομοσπονδία ή/και ένωση» σημαίνει το πλαίσιο συνεργασίας τριών ή περισσότερων σωματείων, ιδρυμάτων, μη κερδοσκοπικών εταιρειών ή άλλων παρεμφερών μη κερδοσκοπικών νομικών οντοτήτων, με κοινούς σκοπούς.
«πρόσωπο» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο∙
«σωματείο» σημαίνει οργανωμένη ένωση αποτελούμενη από τουλάχιστον είκοσι πρόσωπα, με σκοπό την επίτευξη μη κερδοσκοπικού σκοπού και δεν περιλαμβάνει πολιτικά κόμματα ή συνδικαλιστικές οργανώσεις.
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών.
3. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και ειδικότερα των διατάξεων του άρθρου 4 αυτού, έκαστος έχει το δικαίωμα ίδρυσης σωματείου ή ιδρύματος ή ομοσπονδίας ή/και ένωσης και συμμετοχής του σε αυτά.
4.-(1) Σωματείο ή ίδρυμα ή ομοσπονδία ή/και ένωση που είναι παράνομοι σύνδεσμοι κατά την έννοια του άρθρου 63 του Ποινικού Κώδικα ή των οποίων ο σκοπός ή η λειτουργία στοχεύουν ή τείνουν να υπονομεύσουν τη Δημοκρατία, τους δημοκρατικούς θεσμούς, την ασφάλεια της Δημοκρατίας, τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια υγεία, τα δημόσια ήθη, τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες του ατόμου ή τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες, δεν έχουν καμιά νομική υπόσταση και δεν δύναται να εγγραφούν ή, αν είναι ήδη εγγεγραμμένα, δύναται να διαλυθούν κατόπιν διατάγματος του Δικαστηρίου που κηρύσσει το σωματείο ή το ίδρυμα ή την ομοσπονδία ή/και ένωση, ανάλογα με την περίπτωση, παράνομα.
(2) Πρόσωπο, το οποίο λαμβάνει μέρος στη διοίκηση σωματείου ή ιδρύματος ή ομοσπονδίας ή/και ένωσης που κηρύσσονται παράνομα σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
5.-(1) Σωματείο ή ίδρυμα ή ομοσπονδία ή/και ένωση αποκτούν νομική προσωπικότητα από την ημερομηνία καταχώρισής τους στο Μητρώο και έκδοσης σχετικού πιστοποιητικού εγγραφής από τον Έφορο σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Η ικανότητα σωματείου ή ιδρύματος ή ομοσπονδίας ή/και ένωσης που έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα δεν επεκτείνεται σε έννομες σχέσεις οι οποίες προϋποθέτουν την ιδιότητα φυσικού προσώπου και η νομική προσωπικότητα χάνεται με τη διάλυσή τους.
6.-(1) Ο Έφορος δύναται να αρνηθεί να εγγράψει σωματείο ή ίδρυμα ή ομοσπονδία ή/και ένωση όταν διαπιστώνεται ότι ο σκοπός ή η λειτουργία τους είναι παράνομα με βάση τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 4 ή/και όταν ιδρυτικά μέλη ή προτεινόμενα μέλη της διοίκησης έχουν καταδικαστεί για αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα:
(1Α) Οποιοδήποτε πρόσωπο προβαίνει σε υπεύθυνη δήλωση δυνάμει της δεύτερης επιφύλαξης του εδαφίου (1), της οποίας το περιεχόμενο ή μέρος αυτού δεν είναι αληθές, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), ο Έφορος δύναται να αρνηθεί να εγγράψει οποιοδήποτε σωματείο ή ίδρυμα ή ομοσπονδία ή/και ένωση που, κατά τη γνώμη του, η επωνυμία του είναι αντίθετη με τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια υγεία ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών που εγγυώνται το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και οι σχετικές Συμβάσεις τις οποίες έχει συνομολογήσει και κυρώσει η Κυπριακή Δημοκρατία ή τα δημόσια ήθη, λαμβάνοντας υπόψη την επικρατούσα κοινωνική αντίληψη:
(3) Στην περίπτωση κατά την οποία η προτεινόμενη επωνυμία των υπό εγγραφή σωματείων ή ιδρυμάτων ή ομοσπονδιών ή/και ενώσεων είναι πανομοιότυπη με την επωνυμία σωματείου, ιδρύματος, ομοσπονδίας ή/και ένωσης ή εταιρείας που έχουν ήδη εγγραφεί ή και άλλου υφιστάμενου οργανισμού ή ιατρικής ή άλλης ειδικότητας, που, κατά τη γνώμη του Εφόρου, προσομοιάζει τόσο πολύ με την επωνυμία αυτή, ώστε να είναι δυνατό να εξαπατήσει ή να παραπλανήσει το κοινό ή τα μέλη οποιουδήποτε σωματείου ή ιδρύματος ή οποιασδήποτε ομοσπονδίας ή/και ένωσης ή εταιρείας, ανάλογα με την περίπτωση, ο Έφορος δύναται να ζητήσει από τα πρόσωπα που υπέβαλαν αίτηση για εγγραφή όπως, το αργότερο εντός ενός (1) μηνός, αλλάξουν την επωνυμία που αναγράφεται στην αίτηση και να αρνηθεί την εγγραφή μέχρις ότου γίνει η αλλαγή αυτή.
(4) Σε περίπτωση που άλλος νόμος προβλέπει την υποχρέωση εγγραφής σωματείου ή ιδρύματος ή ομοσπονδίας ή/και ένωσης και σε άλλο μητρώο, ο Έφορος εγγράφει το σωματείο ή το ίδρυμα ή την ομοσπονδία ή/και ένωση, ανάλογα με την περίπτωση, αναγράφοντας στο πιστοποιητικό εγγραφής ότι η λειτουργία του τελεί υπό την αίρεση της συμπερίληψής τους και στο άλλο μητρώο.
6Α. Η εγγραφή στο Μητρώο σωματείου, ιδρύματος ή ομοσπονδίας ή/και ένωσης των οποίων οι δραστηριότητες και ενέργειες αφορούν ανηλίκους επιτρέπεται μόνο υπό την αίρεση της υποβολής προηγουμένως από τους αιτητές στον Έφορο σχετικού πιστοποιητικού για κάθε προτεινόμενο μέλος της διοίκησης του σωματείου ή του ιδρύματος ή της ομοσπονδίας ή/και ένωσης, το οποίο να έχει εκδοθεί κατά τους τελευταίους τρεις (3) μήνες πριν από την υποβολή της αίτησης, σύμφωνα με το οποίο το προτεινόμενο μέλος δεν περιλαμβάνεται στο Αρχείο που τηρείται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 22 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου.
7.-(1) Για το σκοπό εγγραφής σωματείου, ο Έφορος τηρεί, κατά τον καθορισμένο τύπο, Μητρώο Σωματείων, στο οποίο καταχωρίζει τα στοιχεία που προβλέπονται στο εδάφιο (2) και το οποίο τηρείται ενημερωμένο και μπορεί να επιθεωρείται από κάθε ενδιαφερόμενο· η δε επιθεώρηση γίνεται στην παρουσία αρμόδιου λειτουργού και χωρίς την καταβολή οποιουδήποτε τέλους. παράλληλα, επικαιροποιημένος κατάλογος των λειτουργούντων σωματείων, με τις διευθύνσεις τους, αναρτάται σε σχετική ιστοσελίδα, όπως καθορίζεται με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Για την εγγραφή σωματείου στο Μητρώο υποβάλλεται γραπτή αίτηση στον Έφορο από τους ιδρυτές ή το διοικητικό συμβούλιο του σωματείου, η οποία συνοδεύεται από τη συστατική πράξη, τα ονόματα και τις διευθύνσεις των μελών της διοίκησης, καθώς και τα στοιχεία επικοινωνίας τους, το καταστατικό υπογεγραμμένο από τα ιδρυτικά μέλη, με αναφερόμενη τη σχετική χρονολογία, τυχόν έμβλημα του σωματείου και περιγραφή της κινητής ή της ακίνητης ιδιοκτησίας ή και των δύο τα οποία θα τελούν υπό την κατοχή ή την κυριότητα ή/και θα μεταβιβαστούν στο σωματείο μετά την εγγραφή του.
(3) Στην αίτηση εγγραφής σωματείου πρέπει απαραίτητα να δηλώνεται η ακριβής ταχυδρομική διεύθυνση του σωματείου, έστω και αν αυτή είναι προσωρινή.
(4) O Έφορος προχωρεί το ταχύτερο δυνατό στην εξέταση της αίτησης και, αφού ικανοποιηθεί ότι πληρούνται οι καθορισμένοι από τον παρόντα Νόμο και τους Κανονισμούς όροι και προϋποθέσεις, εγκρίνει την αίτηση, εγγράφει το σωματείο στο Μητρώο ύστερα από την καταβολή του καθορισμένου τέλους και εκδίδει το σχετικό πιστοποιητικό εγγραφής κατά τον καθορισμένο τύπο:
(5) Πιστοποιητικό εγγραφής το οποίο εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και αποτελεί πλήρη απόδειξη της ημερομηνίας εγγραφής του σωματείου και της τήρησης όλων των νόμιμων προϋποθέσεων. το καταστατικό του σωματείου, το οποίο βεβαιώνεται από τον Έφορο, τηρείται στα αρχεία αυτού:
(6) O Έφορος δύναται να διενεργεί ελέγχους, κατόπιν καταγγελίας ή αυτεπαγγέλτως για διαπίστωση κατά πόσο πληρούνται οι όροι που καθορίζονται στον παρόντα Νόμο, ειδικά αναφορικά με τις διατάξεις του άρθρου 10, και οι διοικήσεις των σωματείων παρέχουν τη συνδρομή τους προς τούτο.
(7) Σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος για την έκδοση πιστοποιητικού εγγραφής, ο Έφορος καταγράφει τους λόγους απόρριψής του και ενημερώνει τον αιτητή για τα μέσα έννομης προστασίας που έχει στη διάθεσή του.
8. Το καταστατικό σωματείου θεωρείται έγκυρο και αποδεκτό για καταχώριση, εφόσον προσδιορίζει ή περιλαμβάνει-
(α) Tο σκοπό, την επωνυμία και την έδρα του σωματείου σε δήμο ή κοινότητα που βρίσκεται στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές∙
(β) τους όρους εισδοχής, αποχώρησης και αποβολής των μελών του, καθώς επίσης και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτών∙
(γ) τους οικονομικούς πόρους του σωματείου∙
(δ) τον τρόπο ή/και το φορέα της δικαστικής και εξώδικης αντιπροσώπευσης του σωματείου∙
(ε) τα όργανα της διοίκησης του σωματείου, τη διαδικασία εκλογής των αιρετών μελών του διοικητικού συμβουλίου αυτού, όπου αυτό προβλέπεται από το καταστατικό, τη διάρκεια της θητείας τους, τους όρους καταρτισμού, λειτουργίας, συχνότητας σύγκλησης και παύσης των οργάνων της διοίκησης∙
(στ) τους όρους σύμφωνα με τους οποίους συγκαλείται, συνεδριάζει και αποφασίζει η συνέλευση των μελών, μεταξύ των οποίων και όρο ότι αυτή συγκαλείται και συνέρχεται τουλάχιστον μία (1) φορά κάθε έτος∙
(ζ) τους όρους τροποποίησης του καταστατικού.
(η) τον τρόπο ελέγχου των λογαριασμών του σωματείου, τηρουμένης της αρχής της διαφάνειας·
(θ) τους όρους διάλυσης του σωματείου ή της συγχώνευσής του με άλλο σωματείο και της τύχης της περιουσίας του σωματείου σε περίπτωση διάλυσής του, η οποία σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να διανεμηθεί μεταξύ των μελών.
9.-(1) Κάθε τροποποίηση καταστατικού εγγεγραμμένου σωματείου λαμβάνει ισχύ μόνο από την ημερομηνία καταχώρισής της στο Μητρώο, κατόπιν σχετικής αίτησης υποβαλλόμενης σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2).
(2) Το διοικητικό συμβούλιο κάθε σωματείου έχει υποχρέωση, μετά την ψήφιση οποιασδήποτε τροποποίησης του καταστατικού, να υποβάλει στον Έφορο, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και οπωσδήποτε όχι αργότερα από τριάντα (30) ημέρες από την ημερομηνία ψήφισης της τροποποίησης, γραπτή αίτηση καταχώρισης της τροποποίησης στο Μητρώο.
(3) Ο Έφορος μπορεί να αρνηθεί να καταχωρίσει οποιαδήποτε τροποποίηση καταστατικού, εάν κρίνει ότι αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου:
10.-(1) Εντός της πρώτης τριμηνίας έκαστου έτους, το διοικητικό συμβούλιο ή ο γραμματέας εγγεγραμμένου σωματείου έχουν υποχρέωση να γνωστοποιούν γραπτώς στον Έφορο-
(α) Aριθμητικά, τυχόν διαγραφές μελών και εγγραφές νέων μελών οι οποίες έγιναν κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους·
(β) σε περίπτωση που επήλθαν αλλαγές, τα εν ενεργεία μέλη της διοίκησης του σωματείου, με τα αντίστοιχα αξιώματά τους και τα στοιχεία επικοινωνίας τους· και
(γ)κατά πόσο κατά το προηγούμενο έτος πραγματοποιήθηκε ο ελάχιστος αριθμός ετήσιων γενικών συνελεύσεων που ορίζει το καταστατικό.
(2) Σε περίπτωση αλλαγής της διεύθυνσης του υποστατικού ή/και των στοιχείων επικοινωνίας του σωματείου, το διοικητικό συμβούλιο ή ο γραμματέας αυτού, γνωστοποιούν τη νέα διεύθυνση ή/και τα νέα στοιχεία επικοινωνίας αμέσως μόλις επέλθει η αλλαγή.
(3) Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τη δυνάμει του εδαφίου (1) υποχρέωση, ο Έφορος καλεί το διοικητικό συμβούλιο ή το γραμματέα του σωματείου, με συστημένη επιστολή, όπως πράξουν τούτο μέσα σε τριάντα (30) μέρες, με δυνατότητα παράτασης της προθεσμίας αυτής κατά ένα μήνα, εφόσον αυτό ζητηθεί. σε περίπτωση δε μη ανταπόκρισης αυτών προς την πρόσκληση του Εφόρου, αυτός δύναται να αποταθεί στο Δικαστήριο, αιτούμενος τη διάλυση του σωματείου με βάση τις διατάξεις της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 24 και παράλληλα προβαίνει σε σχετική δημοσίευση του δικαστικού διαβήματός του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
11.-(1) Η καθ’ οιονδήποτε τρόπο διάλυση σωματείου, καθώς και τα ονόματα των εκκαθαριστών αυτού, σημειώνονται στο Μητρώο παραπλεύρως της εγγραφής.
(2) Η σημείωση της διάλυσης καταχωρίζεται, κατόπιν γραπτής αναφοράς προς τον Έφορο, από το διοικητικό συμβούλιο του σωματείου ή το πρόσωπο ή την αρχή που προκάλεσε τη διάλυση, ανάλογα με την περίπτωση, και υποβάλλεται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και οπωσδήποτε όχι αργότερα από τριάντα (30) ημέρες από την ημερομηνία του συγκεκριμένου γεγονότος της διάλυσης του σωματείου.
12.-(1) Εφόσον το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά, η εισδοχή νέων μελών είναι πάντοτε επιτρεπτή.
(2) Τα μέλη δικαιούνται να αποχωρήσουν από το σωματείο οποιαδήποτε στιγμή.
(3) Αποβολή μέλους επιτρέπεται στις περιπτώσεις που προβλέπει το καταστατικό, καθώς και στην περίπτωση κατά την οποία το μέλος, με την όλη του συμπεριφορά, τις πράξεις ή τις παραλείψεις του, επιφέρει ή προκαλεί εξευτελισμό ή μείωση της αξιοπιστίας ή του κύρους του σωματείου ή άλλη βλάβη στα συμφέροντα αυτού.
13. Εφόσον το καταστατικό του σωματείου δεν ορίζει διαφορετικά, τα μέλη του σωματείου έχουν ίσα δικαιώματα.
14. Μέλος σωματείου που αποχωρεί δεν έχει κανένα δικαίωμα επί της περιουσίας του σωματείου και οφείλει να καταβάλει τις συνδρομές του μέχρι το τέλος του οικονομικού έτους, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από το καταστατικό:
15. Η ιδιότητα μέλους είναι ανεπίδεκτη αντιπροσώπευσης και δεν μεταβιβάζεται ούτε κληρονομείται.
16.-(1) Τα σωματεία διοικούνται από διοικητικό συμβούλιο αποτελούμενο από πέντε (5) ή περισσότερα πρόσωπα, τα οποία, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο καταστατικό, είναι μέλη του σωματείου. οι αποφάσεις λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο καταστατικό.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία μέλος της διοίκησης του σωματείου καταδικάζεται για ποινικό αδίκημα το οποίο ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα, ο Έφορος, έπειτα από αίτημα οποιουδήποτε μέλους ή αυτεπάγγελτα, καλεί το αρμόδιο όργανο να προβεί στις απαραίτητες διαδικασίες για την αντικατάσταση του συγκεκριμένου μέλους της διοίκησης σύμφωνα με τις πρόνοιες του καταστατικού του σωματείου.
17.-(1) Μέλος του διοικητικού συμβουλίου δεν δικαιούται να συμμετέχει στη συζήτηση ή στην ψηφοφορία, εάν η απόφαση που θα ληφθεί αφορά τη διενέργεια δικαιοπραξίας ή την έγερση ή την κατάργηση δίκης μεταξύ του σωματείου και του μέλους αυτού ή του συζύγου του μέλους αυτού ή συγγενή αυτού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τρίτου βαθμού ή αφορά τη διενέργεια δικαιοπραξίας μεταξύ του σωματείου και εταιρείας, προσωπικής ή κεφαλαιουχικής, στην οποία ή στη διοίκηση της οποίας συμμετέχει το μέλος αυτό ή σύζυγος ή συγγενής αυτού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τρίτου βαθμού.
(2) Χωρίς επηρεασμό του δικαιώματος αγωγής του σωματείου κατά του υπαιτίου μέλους για τυχόν αποζημίωση, λόγω παράβασης νομικού καθήκοντος, κάθε απόφαση που λαμβάνεται κατά παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (1) είναι ακυρώσιμη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23.
18.-(1) Το ασκούν τη διοίκηση του σωματείου όργανο οφείλει να χειρίζεται επιμελώς τις υποθέσεις του σωματείου, συμμορφούμενο με τους νόμους της Δημοκρατίας, και να αντιπροσωπεύει το σωματείο δικαστικώς και εξωδίκως, εκτός εάν η συστατική πράξη ή το καταστατικό ορίζει διαφορετικά.
(2) Η έκταση της εξουσίας του ασκούντος τη διοίκηση του σωματείου οργάνου προσδιορίζεται από το καταστατικό και ο προσδιορισμός αυτός ισχύει και έναντι τρίτων. με το καταστατικό δύναται να ανατεθούν πρόσθετες αρμοδιότητες στο ίδιο όργανο και η εξουσία αυτού, σε περίπτωση αμφιβολίας, επεκτείνεται και σε κάθε συναφή πράξη.
(3) Δικαιοπραξίες οι οποίες διενεργούνται από το ασκούν τη διοίκηση του σωματείου όργανο, εντός των ορίων της εξουσίας του, δεσμεύουν το σωματείο.
(4) Το σωματείο ευθύνεται έναντι τρίτων από τυχόν παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων ή υπαλλήλων που το αντιπροσωπεύουν και συνεπάγονται υποχρέωση αποζημίωσης, νοουμένου ότι η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί:
(5) Το διοικητικό συμβούλιο του σωματείου υποχρεούται να τηρεί πλήρως ενημερωμένο μητρώο των μελών του, το οποίο επικαιροποιείται τουλάχιστον άπαξ κατ’ έτος και είναι διαθέσιμο προς επιθεώρηση από τον Έφορο και προς οποιοδήποτε τρίτο έχει έννομο συμφέρον.
18Α. Καμιά αμοιβή, οποιουδήποτε είδους, δεν καταβάλλεται για παρεχόμενες υπηρεσίες σε οποιοδήποτε μέλος ή αξιωματούχο της διοίκησης σωματείου, εκτός εάν το καταστατικό ορίζει διαφορετικά.
19.-(1) Η συνέλευση των μελών του σωματείου αποτελεί το ανώτατο όργανο του σωματείου και αποφασίζει για κάθε υπόθεση του σωματείου η οποία δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα άλλου οργάνου.
(2) Η συνέλευση, εκτός εάν το καταστατικό ορίζει διαφορετικά, εκλέγει η ίδια τα μέλη της διοίκησης, ορίζει τους ελεγκτές των λογαριασμών του σωματείου, αποφασίζει για την είσοδο ή αποβολή μέλους, για την έγκριση του ισολογισμού, για τη μεταβολή του σκοπού του σωματείου, για την τροποποίηση του καταστατικού και για τη διάλυση του σωματείου.
(3) Η συνέλευση των μελών του σωματείου έχει την αρμοδιότητα της εποπτείας και του ελέγχου των μελών του διοικητικού συμβουλίου και δικαιούται να παύει τα μέλη αυτά σύμφωνα με τις πρόνοιες του καταστατικού.
20.-(1) Η συνέλευση των μελών συγκαλείται από το διοικητικό συμβούλιο στις περιπτώσεις που ορίζει το καταστατικό ή όταν το συμφέρον του σωματείου το επιβάλλει.
(2) Η συνέλευση συγκαλείται εάν το ζητήσει ο ελάχιστος αριθμός μελών που ορίζει το καταστατικό και, σε περίπτωση που το ζήτημα αυτό δεν ρυθμίζεται στο καταστατικό, τότε μπορεί να ζητήσει τη σύγκληση συνέλευσης το ένα πέμπτο των μελών, με έγγραφη αίτηση στην οποία αναγράφονται τα προς συζήτηση θέματα.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία το πιο πάνω αίτημα δεν γίνει αποδεκτό, ο Έφορος δύναται, κατόπιν γραπτού αιτήματος των ενδιαφερόμενων μελών, να εξουσιοδοτήσει αυτούς να συγκαλέσουν συνέλευση των μελών του σωματείου. ο ίδιος δε ρυθμίζει με οδηγίες του τα της προεδρίας της συνέλευσης αυτής.
21.-(1) Οι αποφάσεις της συνέλευσης των μελών του σωματείου λαμβάνονται κατά πλειοψηφία των παρόντων μελών, λαμβανομένων υπόψη και συμμετεχόντων μέσω τηλεδιάσκεψης, σε περίπτωση που περιλαμβάνονται σχετικές πρόνοιες στο καταστατικό οι οποίες το επιτρέπουν· απόφαση συνέλευσης για θέμα το οποίο δεν είχε αναγραφεί στην πρόσκληση είναι άκυρη, εκτός εάν το καταστατικό ορίζει διαφορετικά.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 22, απόφαση δύναται να ληφθεί και χωρίς τη συνέλευση των μελών εάν τουλάχιστον τα δύο τρίτα των μελών δηλώσουν εγγράφως τη συναίνεσή τους για συγκεκριμένη πρόταση.
(3) Μέλος δεν δικαιούται να συμμετέχει ούτε στη συζήτηση ούτε στην ψηφοφορία, εάν η απόφαση που θα ληφθεί αφορά τη διενέργεια δικαιοπραξίας ή την έγερση ή κατάργηση δίκης μεταξύ του σωματείου και του εν λόγω μέλους ή του συζύγου αυτού ή συγγενή αυτού εξ’ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τρίτου βαθμού συγγένειας ή την επιχείρηση δικαιοπραξίας μεταξύ του σωματείου και εταιρείας, προσωπικής ή κεφαλαιουχικής, στην οποία ή στη διοίκηση της οποίας συμμετέχει το μέλος αυτό ή σύζυγος ή συγγενής αυτού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τρίτου βαθμού συγγένειας.
22. Εκτός εάν το καταστατικό ορίζει διαφορετικά, για τη λήψη απόφασης για την τροποποίηση του καταστατικού ή τη διάλυσή ή τη μεταβολή του σκοπού του σωματείου απαιτείται η συναίνεση των τριών τετάρτων του συνόλου των μελών του σωματείου:
Νοείται ότι, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες καθίσταται εκ των πραγμάτων δυσχερής η παρουσία των τριών τετάρτων των μελών, ο Έφορος δύναται να παρέχει τη συγκατάθεσή του για την υποβολή αίτησης στο Δικαστήριο για την έκδοση διατάγματος το οποίο να παρέχει τη δυνατότητα στο αιτούν σωματείο να προωθήσει τη διαδικασία λήψης απόφασης στην παρουσία τουλάχιστον μέχρι και των δύο πέμπτων του συνόλου των μελών του.
23.-(1) Απόφαση της συνέλευσης ή του διοικητικού συμβουλίου του σωματείου, η οποία είναι αντίθετη προς το νόμο ή το καταστατικό είναι ακυρώσιμη και η ακυρότητα κηρύσσεται από το Δικαστήριο, κατόπιν αγωγής οποιουδήποτε μέλους ή οποιουδήποτε προσώπου το οποίο έχει έννομο συμφέρον, η οποία καταχωρίζεται το αργότερο εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία λήψης της απόφασης:
(2) Το Δικαστήριο, στο πλαίσιο εκδίκασης αγωγής δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), δύναται, κατόπιν αίτησης οποιουδήποτε διαδίκου, να αναστείλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης με τέτοιους όρους και τέτοιες προϋποθέσεις που το Δικαστήριο ήθελε κρίνει πρέπον να επιβάλει.
24.-(1) Το σωματείο διαλύεται-
(α) Oποτεδήποτε, με απόφαση της συνέλευσης των μελών του που λαμβάνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου·
(β) όταν τα μέλη του μειωθούν σε λιγότερα από είκοσι (20):
(γ) με απόφαση του Δικαστηρίου, ύστερα από αίτηση του διοικητικού συμβουλίου του σωματείου ή των δύο πέμπτων των μελών ή του Εφόρου, εάν-
(i) λόγω διαφόρων αιτιών, η ανάδειξη διοικητικού συμβουλίου αποβαίνει αδύνατη ή εν γένει καθίσταται αδύνατη η συνέχιση της λειτουργίας του σωματείου σύμφωνα με τις πρόνοιες του καταστατικού ή λόγω παράβασης των υποχρεώσεων που καθορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 10. ή/και
(ii) εκπληρώθηκε ο σκοπός του σωματείου ή ο σκοπός που επιδιώκει είναι κερδοσκοπικός ή είναι πλέον διαφορετικός από αυτόν που καθορίζεται στο καταστατικό. ή/και
(iii) ο σκοπός ή η λειτουργία του σωματείου έχουν αποβεί παράνομα, όπως προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 4∙
(δ) με απόφαση του Δικαστηρίου, ύστερα από αίτηση του Εφόρου, εάν λόγω αδράνειας, για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα δύο (2) έτη, περιλαμβανομένης της μη σύγκλησης ή της μη πραγματοποίησης των απαιτούμενων από το καταστατικό συνελεύσεων των μελών ή/και της μη υποβολής ελεγμένων ετήσιων λογαριασμών, συνάγεται εγκατάλειψη του σκοπού του σωματείου, υπό τον όρο ότι δίδεται προηγουμένως από τον Έφορο γραπτή προειδοποίηση προς το ασκούν τη διοίκηση του σωματείου όργανο, στην οποία καταγράφονται οι λόγοι που ενεργοποιούν τις παρούσες διατάξεις, καθώς και προθεσμία τριών (3) μηνών για την αποκατάσταση της λειτουργίας του σωματείου.
(2) Η διάλυση σωματείου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου δημοσιεύεται από τον Έφορο σε δύο ημερήσιες εφημερίδες οι οποίες κυκλοφορούν στη Δημοκρατία.
25.-(1) Το σωματείο με τη διάλυσή του διατελεί αυτοδικαίως σε εκκαθάριση και, μέχρι το τέλος της εκκαθάρισης και για τις ανάγκες αυτής, θεωρείται υφιστάμενο.
(2) Η εκκαθάριση, εκτός εάν νόμος ή το καταστατικό ορίζει διαφορετικά ή εκτός εάν ο Έφορος αποφάσισε διαφορετικά, γίνεται από τους υπεύθυνους της διοίκησης του σωματείου και, σε περίπτωση κατά την οποία αυτοί δεν υπάρχουν, διορίζονται ένας ή περισσότεροι εκκαθαριστές από το Δικαστήριο.
(3) Ο εκκαθαριστής υπέχει θέση διοικούντος του σωματείου και η εξουσία του περιορίζεται στις ανάγκες της εκκαθάρισης.
(4) Κατά την εκκαθάριση, τα περιουσιακά στοιχεία του σωματείου τα οποία περιλαμβάνονται στο ενεργητικό του μεταβιβάζονται σε άλλο φορέα του οποίου οι σκοποί συνάδουν με τους σκοπούς του υπό εκκαθάριση σωματείου και καθορίζεται στο καταστατικό αυτού, ενώ, τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου σχετικού με θέματα απονομής της δικαιοσύνης, σε περίπτωση που η διάλυση δεν είναι εκούσια, ο Έφορος έχει δικαίωμα παρέμβασης στη σχετική διαδικασία για σκοπούς καλύτερης διανομής των περιουσιακών στοιχείων του σωματείου προς δημόσιο όφελος.
(5) Ο εκκαθαριστής ευθύνεται και καταβάλει αποζημίωση για κάθε παράβαση των υποχρεώσεών του λόγω δικής του υπαιτιότητας και, σε περίπτωση περισσότερων του ενός εκκαθαριστών, ο κάθε ένας από αυτούς ευθύνεται εις ολόκληρον.
26.-(1) Η σύσταση ιδρύματος γίνεται με την εγγραφή του στο Μητρώο Ιδρυμάτων το οποίο τηρείται από τον Έφορο και με την έκδοση από τον Έφορο του αναφερόμενου στο εδάφιο (2) πιστοποιητικού εγγραφής του ιδρύματος.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 27, η εγγραφή ιδρύματος διενεργείται κατόπιν γραπτής αίτησης από τους ιδρυτές ή τους επιτρόπους εμπιστεύματος ή τους εκτελεστές διαθήκης, η οποία υποβάλλεται στον καθορισμένο τύπο και συνοδεύεται από την ιδρυτική αυτού πράξη, καθώς και από το αντίστοιχο καταστατικό, στο οποίο καταγράφονται λεπτομερώς ο τρόπος λειτουργίας του ιδρύματος, τα ονόματα και οι διευθύνσεις των μελών του διοικητικού του συμβουλίου, ο τρόπος διαδοχής τους, καθώς και πρόνοια σύμφωνα με την οποία καμιά αμοιβή, οποιουδήποτε είδους, δεν καταβάλλεται για παρεχόμενες υπηρεσίες σε οποιοδήποτε ιδρυτικό μέλος ή αξιωματούχο του διοικητικού συμβουλίου αυτού. ο Έφορος εξετάζει την αίτηση με κάθε δυνατή ταχύτητα και, εάν ικανοποιηθεί ότι ο σκοπός ή η λειτουργία του ιδρύματος δεν είναι παράνομα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4, διενεργεί την εγγραφή στο Μητρώο και εκδίδει πιστοποιητικό εγγραφής, στον καθορισμένο τύπο, το οποίο φέρει την υπογραφή του:
(3) Ίδρυμα δύναται να εγγραφεί εάν έχει ως βασικό του στόχο την επίτευξη ενός ή περισσοτέρων εκ των ακόλουθων σκοπών:
(α) Την αποτροπή ή ανακούφιση της φτώχειας.
(β) την προώθηση της εκπαίδευσης.
(γ) την προώθηση της υγείας ή τη σωτηρία της ζωής.
(δ) την προώθηση της ανάπτυξης του πολίτη και της κοινότητας.
(ε) την προώθηση των τεχνών, του πολιτισμού, της πολιτιστικής κληρονομίας ή της επιστήμης.
(στ) την προώθηση των ερασιτεχνικών αθλοπαιδιών.
(ζ) την προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της επιλύσεως διαφορών ή της συμφιλίωσης ή την προώθηση της θρησκευτικής ή εθνικής αρμονίας ή ισότητας και ιδιαιτερότητας.
(η) την προώθηση της προστασίας ή της βελτιώσεως του περιβάλλοντος.
(θ) την ανακούφιση των αναγκών που προκύπτουν λόγω του νεαρού ή του προχωρημένου της ηλικίας, προβλημάτων υγείας, αναπηρίας, οικονομικών δυσχερειών ή άλλου μειονεκτήματος.
(ι) την προώθηση της ευημερίας και προστασίας των ζώων.
(ια) για οποιοδήποτε άλλο λόγο, προς όφελος του κοινού γενικά ή ο οποίος θεωρείται συναφής με τους σκοπούς των πιο πάνω παραγράφων (α) μέχρι (ι):
(4) Οι διατυπώσεις χορήγησης έγκρισης της αίτησης με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου εξετάζονται χωρίς καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από το χρόνο της παραλαβής όλων των απαιτούμενων και ορθά συμπληρωμένων εγγράφων και για κάθε αίτηση χορηγείται βεβαίωση παραλαβής της:
(5) Το πιστοποιητικό που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και αποτελεί πλήρη απόδειξη για την ημερομηνία εγγραφής και για την τήρηση των απαιτούμενων από τον παρόντα Νόμο προϋποθέσεων.
(6) Σε περίπτωση που απορριφθεί το αίτημα για την έκδοση πιστοποιητικού εγγραφής, ο Έφορος καταγράφει τους λόγους άρνησης και ενημερώνει για τα μέσα έννομης προστασίας που έχει στη διάθεσή του ο αιτητής.
27.-(1) Η ιδρυτική πράξη ιδρύματος γίνεται είτε με δικαιοπραξία κατά τη διάρκεια ζωής είτε με διάταξη τελευταίας βούλησης:
(2) Στην ιδρυτική πράξη πρέπει να προσδιορίζεται η επωνυμία και ο σκοπός του ιδρύματος, η έδρα του, τυχόν έμβλημά του, η αφιερούμενη περιουσία, τα ονόματα, οι διευθύνσεις και τα στοιχεία επικοινωνίας των μελών του διοικητικού συμβουλίου, καθώς και ο τρόπος διαδοχής τους και το καταστατικό του ιδρύματος:
28. Το καταστατικό ιδρύματος δύναται να καθοριστεί ή να συμπληρωθεί ή να τροποποιηθεί με απόφαση του Δικαστηρίου, τηρουμένης της θέλησης του ιδρυτή και τυχόν συμπλήρωση ή τροποποίηση του καταστατικού δύναται να γίνει σύμφωνα με τους ίδιους όρους και με μεταγενέστερη απόφαση του Δικαστηρίου, στο οποίο μπορεί να προσφύγει το διοικητικό συμβούλιο του ιδρύματος ή ο Έφορος.
29.-(1) Ύστερα από αίτηση του ιδρυτή, το Δικαστήριο δύναται να επιτρέψει την ανάκληση ιδρυτικής πράξης λόγω απορίας του ιδρυτή, η οποία έχει επέλθει μετά την ίδρυση ή ένεκα σπουδαίων λόγων που δικαιολογούν την ανάκληση.
(2) Μετά την εγγραφή του ιδρύματος δεν χωρεί αίτηση ανάκλησης.
30. Ο ιδρυτής οφείλει από τη σύσταση του ιδρύματος να μεταβιβάσει σε αυτό την περιουσία που έχει ταχθεί σε αυτό και δικαιώματα τα οποία μεταβιβάζονται με απλή εκχώρηση, εάν δεν υπάρχει αντίθετη βούληση του ιδρυτή, μεταβιβάζονται αυτοδικαίως με τη σύσταση του ιδρύματος.
31. Μετά τη σύσταση οποιουδήποτε ιδρύματος σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, κάθε προσφορά, δωρεά και διάθεση περιουσίας κινητής ή ακίνητης που έγινε μέχρι τότε προς ή προς όφελος του προτεινόμενου ιδρύματος ή των μελών της διοίκησής του ή διαφορετικά για τους σκοπούς αυτού, ισχύει ωσάν αυτή να έγινε προς ή για όφελος του ιδρύματος που συστάθηκε.
32.-(1) Τα εγγεγραμμένα ιδρύματα διοικούνται από τρία (3) ή περισσότερα πρόσωπα και, εκτός εάν η ιδρυτική πράξη ορίζει διαφορετικά, οι αποφάσεις αυτών λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των παρόντων μελών και, σε περίπτωση ισοψηφίας, επικρατεί η ψήφος του προέδρου:
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ιδρύματος καταδικάζεται για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα το οποίο ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα, ο Γενικός Έφορος προβαίνει τάχιστα στη λήψη των απαραίτητων δικαστικών μέτρων για την άμεση απομάκρυνση του εν λόγω μέλους από τα καθήκοντά του και την αντικατάστασή του προς το σκοπό συμπλήρωσης του προβλεπόμενου αριθμού μελών του διοικητικού συμβουλίου του ιδρύματος:
33.-(1) Μέλος του διοικητικού συμβουλίου δεν δικαιούται να συμμετέχει ούτε στη συζήτηση ούτε στην ψηφοφορία, εάν η απόφαση που θα ληφθεί αφορά την επιχείρηση ή σύναψη δικαιοπραξίας ή έγερση ή κατάργηση δίκης μεταξύ του ιδρύματος και του μέλους ή του συζύγου του ή συγγενή του εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τρίτου βαθμού συγγένειας ή την επιχείρηση δικαιοπραξίας μεταξύ του ιδρύματος και εταιρείας, προσωπικής ή κεφαλαιουχικής, στην οποία ή στη διοίκηση της οποίας συμμετέχει το μέλος ή σύζυγος ή συγγενής αυτού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τρίτου βαθμού συγγένειας.
(2) Χωρίς επηρεασμό του δικαιώματος αγωγής του ιδρύματος κατά του υπαιτίου μέλους για τυχόν αποζημίωση, λόγω παράβασης νομικού καθήκοντος, απόφαση που λαμβάνεται κατά παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (1) είναι ακυρώσιμη και τυχόν ακυρότητα αυτής συμπαρασύρει και τη δυνάμει αυτής επιχειρούμενη πράξη.
34.-(1) Το διοικητικό συμβούλιο του ιδρύματος οφείλει να χειρίζεται επιμελώς τις υποθέσεις του ιδρύματος και να το αντιπροσωπεύει δικαστικώς και εξωδίκως, εκτός εάν η ιδρυτική πράξη ορίζει διαφορετικά.
(2) Η έκταση της εξουσίας του διοικητικού συμβουλίου του ιδρύματος προσδιορίζεται από την ιδρυτική πράξη και ο προσδιορισμός αυτός ισχύει και έναντι τρίτων∙ με την ιδρυτική πράξη δύναται να ανατεθούν ορισμένες αρμοδιότητες στο ίδιο άτομο και η εξουσία αυτού, σε περίπτωση αμφιβολίας, επεκτείνεται και σε κάθε συναφή πράξη.
35. Οι διατάξεις του περί Επιτρόπων Εμπιστευμάτων Νόμου εφαρμόζονται σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το διοικητικό συμβούλιο του ιδρύματος διαχειρίζεται εμπίστευμα συναρτώμενο με την περιουσία του ιδρύματος ή που συνιστά την περιουσία του ιδρύματος.
36.-(1) Δικαιοπραξίες οι οποίες επιχειρούνται ή συνομολογούνται από το διοικητικό συμβούλιο του ιδρύματος και βρίσκονται εντός των ορίων της εξουσίας του, δεσμεύουν το ίδρυμα.
(2) Το ίδρυμα ευθύνεται έναντι τρίτων από τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων ή υπαλλήλων του που το αντιπροσωπεύουν και συνεπάγονται υποχρέωση αποζημίωσης, εφόσον η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση των εξουσιών ή καθηκόντων τους:
37. Σε περίπτωση απουσίας οποιουδήποτε από τα απαρτίζοντα το διοικητικό συμβούλιο του ιδρύματος πρόσωπα ή σύγκρουσης των συμφερόντων αυτού με αυτά του ιδρύματος, το Δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του Γενικού Εφόρου ή οποιουδήποτε προσώπου έχει έννομο συμφέρον, διορίζει προσωρινό διοικητικό συμβούλιο, μέχρις ότου αρθεί το σχετικό κώλυμα.
38. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας έχει εξουσία-
(α) Nα λαμβάνει δικαστικά μέτρα που απαιτούνται για την εκτέλεση οποιουδήποτε καταπιστεύματος που συστάθηκε προς όφελος οποιουδήποτε ιδρύματος είτε μέσω δικαιοπραξίας εν ζωή είτε μέσω διατάξεως τελευταίας επιθυμίας.
(β) να εγκρίνει την πώληση ή καθ’ οποιοδήποτε τρόπο απαλλοτρίωση οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας που ανήκει στο ίδρυμα, αφού πειστεί ότι η πώληση ή απαλλοτρίωση είναι προς το συμφέρον του ιδρύματος.
39. Το καταστατικό δύναται να μεταβληθεί με απόφαση του Δικαστηρίου και ενάντια στη θέληση του ιδρυτή, ύστερα από αίτηση του διοικητικού συμβουλίου του ιδρύματος, εάν η μεταβολή αυτή επιβάλλεται για σκοπούς συντήρησης της περιουσίας του ιδρύματος ή για εκπλήρωση του σκοπού του.
40.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία ο σκοπός του ιδρύματος κατέστη ανέφικτος, ύστερα από αίτηση του διοικητικού συμβουλίου του ιδρύματος ή του Γενικού Εφόρου, το Δικαστήριο δύναται να αποδώσει στο ίδρυμα άλλο παρεμφερή σκοπό σύμφωνα με την πιθανότερη θέληση του ιδρυτή.
(2) Απαγορεύεται η μεταβολή του περιεχομένου ή των όρων της ιδρυτικής πράξης ενάντια στις διατάξεις που είναι προς όφελος δημόσιου ή κοινωφελούς σκοπού:
41.-(1) Το ίδρυμα παύει να υπάρχει στις περιπτώσεις που ορίζει η ιδρυτική αυτού πράξη ή το καταστατικό του.
(2) Το ίδρυμα διαλύεται με απόφαση του Δικαστηρίου, ύστερα από αίτηση του διοικητικού συμβουλίου του ιδρύματος ή του Γενικού Εφόρου, εάν-
(α) Ο σκοπός του εκπληρώθηκε ή απέβη ανέφικτος∙
(β) λόγω αδράνειας, για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα δύο (2) έτη, περιλαμβανομένης της μη σύγκλησης ή μη πραγματοποίησης των απαιτούμενων από το καταστατικό συνεδριών του διοικητικού συμβουλίου ή/και της μη υποβολής ελεγμένων ετήσιων λογαριασμών, συνάγεται εγκατάλειψη του σκοπού αυτού∙
(γ) έχει παρεκκλίνει από το σκοπό του ή εάν ο σκοπός ή η λειτουργία του έχουν αποβεί παράνομα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4.
42.-(1) Όταν κατά τις διατάξεις του άρθρου 41 το ίδρυμα παύσει να υπάρχει ή διαλυθεί, διατελεί αυτοδικαίως σε εκκαθάριση και, μέχρι την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης και για τις ανάγκες αυτής, θεωρείται υφιστάμενο.
(2) Η εκκαθάριση, εφόσον νόμος ή η ιδρυτική πράξη δεν ορίζει διαφορετικά ή εφόσον ο Έφορος δεν αποφασίσει διαφορετικά, γίνεται από το διοικητικό συμβούλιο του ιδρύματος και, σε περίπτωση που αυτό δεν υπάρχει, διορίζονται από το Δικαστήριο ένας ή περισσότεροι εκκαθαριστές.
(3) Ο εκκαθαριστής υπέχει θέση υπεύθυνου διοίκησης του ιδρύματος και η εξουσία του περιορίζεται στις ανάγκες της εκκαθάρισης.
(4) Ο εκκαθαριστής ευθύνεται έναντι του ιδρύματος ή των διαδόχων αυτού και καταβάλει αποζημίωση για κάθε παράβαση των υποχρεώσεών του και περισσότεροι του ενός εκκαθαριστές ευθύνονται εξ ολοκλήρου ή/και κεχωρισμένα.
43. Η περιουσία ιδρύματος που έχει διαλυθεί, εκτός εάν η ιδρυτική πράξη ορίζει διαφορετικά ή εκτός εάν ο Έφορος αποφασίσει διαφορετικά, περιέρχεται στη Δημοκρατία, η οποία, με την περιουσία αυτή, οφείλει να εξυπηρετήσει το σκοπό του ιδρύματος ή άλλο συναφή σκοπό.
44.-(1) Πέντε (5) ή περισσότερα σωματεία, ιδρύματα, μη κερδοσκοπικές εταιρείες ή άλλες παρεμφερείς μη κερδοσκοπικές νομικές οντότητες, είτε αλλοδαπές είτε ημεδαπές, οι οποίες συμμερίζονται κοινούς σκοπούς, τηρουμένων των διατάξεων της νομοθεσίας που τα διέπει, δύναται να συστήνουν ομοσπονδίες ή/και ενώσεις και να εγγράφονται ως τέτοιες σε τηρούμενο από τον Έφορο Μητρώο, υπό τον όρο ότι στο καταστατικό τους καθορίζεται ότι το εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει τη δράση τους είναι το δίκαιο που εφαρμόζεται στη Δημοκρατία:
(2) Για την εγγραφή ομοσπονδίας ή/και ένωσης στο Μητρώο υποβάλλεται γραπτή αίτηση στον Έφορο από τους ιδρυτές ή εκπροσώπους των ενδιαφερομένων οργανώσεων που συνιστούν την ομοσπονδία ή/και ένωση, στην οποία επισυνάπτονται-
(α)Το καταστατικό της ομοσπονδίας ή/και ένωσης, υπογραμμένο από τα ιδρυτικά μέλη και με αναφερόμενη τη χρονολογία ίδρυσής της.
(β)τα καταστατικά των ενδιαφερόμενων οργανώσεων.
(γ)η συστατική πράξη.
(δ)τα ονόματα και οι διευθύνσεις των μελών της διοίκησης της ομοσπονδίας ή/και ένωσης, καθώς και τα στοιχεία επικοινωνίας τους.
(ε)τυχόν έμβλημα της ομοσπονδίας ή/και ένωσης. και
(στ)περιγραφή της κινητής ή της ακίνητης ιδιοκτησίας ή και των δύο που τελούν υπό την κατοχή ή την κυριότητα ή/και θα μεταβιβαστούν στην ομοσπονδία ή/και ένωση μετά την εγγραφή της.
(3) Για να θεωρείται έγκυρο και αποδεκτό για καταχώριση το καταστατικό της ομοσπονδίας ή/και ένωσης, όπως προβλέπεται στις διατάξεις του εδαφίου (2), πρέπει να προσδιορίζει ή να περιλαμβάνει-
(α)Το σκοπό της ομοσπονδίας ή/και ένωσης.
(β)την επωνυμία της ομοσπονδίας ή/και ένωσης.
(γ)την έδρα της ομοσπονδίας ή/και ένωσης, περιλαμβανομένης της διεύθυνσης αλληλογραφίας ή/και επικοινωνίας, σε δήμο ή κοινότητα που βρίσκεται στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές∙
(δ)τους όρους εισδοχής, αποχώρησης και αποβολής των μελών, καθώς και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτών.
(ε)τον τρόπο ή/και τον φορέα της δικαστικής και εξώδικης αντιπροσώπευσης της ομοσπονδίας ή/και ένωσης.
(στ)τους οικονομικούς πόρους της ομοσπονδίας ή/και ένωσης.
(ζ)τα όργανα της διοίκησης της ομοσπονδίας ή/και ένωσης, καθώς και τους όρους καταρτισμού, λειτουργίας, συχνότητας σύγκλησης και παύσης των οργάνων της διοίκησης, καθώς και πρόνοια ότι καμιά αμοιβή, οποιουδήποτε είδους, δεν καταβάλλεται για παρεχόμενες υπηρεσίες σε οποιοδήποτε μέλος ή αξιωματούχο της διοίκησης αυτής:
Νοείται ότι, δύναται να καθορίζεται ότι τα μέλη, περιλαμβανομένων των μελών της διοίκησης ή των ιδρυτών, μπορούν να ανακτήσουν ή/και να διεκδικήσουν τυχόν λογικά έξοδα κατέβαλαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, περιλαμβανομένης και αμοιβής τους που αντιστοιχεί σε ερευνητικά ή άλλα χρηματοδοτούμενα ή συγχρηματοδοτούμενα από τρίτους φορείς προγράμματα, αφού προσκομίσουν τα αναγκαία έγγραφα, νοουμένου ότι το καταστατικό της ομοσπονδίας ή/και ένωσης δεν ορίζει διαφορετικά.
(η)τους όρους σύμφωνα με τους οποίους συγκαλείται, συνεδριάζει και αποφασίζει η συνέλευση των μελών, μεταξύ των οποίων και όρο ότι αυτή συγκαλείται και συνέρχεται τουλάχιστον μία (1) φορά κάθε έτος.
(θ)τους όρους τροποποίησης του καταστατικού.
(ι)τον τρόπο ελέγχου των λογαριασμών της ομοσπονδίας ή/και ένωσης, τηρουμένης της αρχής της διαφάνειας. και
(ια)τους όρους διάλυσης της ομοσπονδίας ή/και ένωσης και της τύχης της περιουσίας της σε περίπτωση διάλυσής της:
(4) Κάθε ομοσπονδία ή/και ένωση, που συστήνεται και εγγράφεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), αποκτά με την έκδοση του σχετικού πιστοποιητικού εγγραφής τη δική της νομική προσωπικότητα και τα δικά της όργανα διοίκησης, τα οποία είναι διαφορετικά από αυτά των συνιστώντων αυτήν οντοτήτων.
(5) Για την τροποποίηση καταστατικού εγγεγραμμένης ομοσπονδίας ή/και ένωσης ισχύουν κατ’ αναλογία οι διατάξεις του άρθρου 9, που αναφέρονται στην τροποποίηση καταστατικού σωματείου.
(6) Οι διατάξεις των άρθρων 10 έως 25, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στην περίπτωση ομοσπονδιών ή/και ενώσεων, με τη διαφορά ότι η διοίκηση ομοσπονδίας ή/και ένωσης αποτελείται από τουλάχιστον τρία (3) μέλη και ότι κατά την εκκαθάριση ομοσπονδίας ή/και ένωσης είναι δυνατή η διανομή των περιουσιακών στοιχείων στα μέλη.
45.-(1) Εγγεγραμμένο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου σωματείο ή ίδρυμα, καλούμενο «μητρική οντότητα» για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, έχει τη δυνατότητα λειτουργίας θυγατρικών οντοτήτων ή παραρτημάτων, νοουμένου ότι σχετική πρόνοια αναφορικά με τον τρόπο λειτουργίας τους διαλαμβάνεται στο καταστατικό του:
(2) Ειδικότερες ρυθμίσεις αναφορικά με την εγγραφή, διοίκηση, οργάνωση και λειτουργία των θυγατρικών οντοτήτων ή παραρτημάτων καθορίζονται με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
46.-(1) Σωματείο, ίδρυμα, ομοσπονδία ή/και ένωση ή μη κυβερνητική οργάνωση, με νομική προσωπικότητα σε κράτος που έχει συνομολογήσει και κυρώσει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Αναγνώριση της Νομικής Προσωπικότητας των Διεθνών Μη-Κυβερνητικών Οργανισμών, που στη Δημοκρατία ισχύει από τις 21.3.2003 δυνάμει των διατάξεων του περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Αναγνώριση της Νομικής Προσωπικότητας των Διεθνών Μη-Κυβερνητικών Οργανισμών (Κυρωτικού) Νόμου του 2003, δύναται να αιτηθεί αναγνώρισης του δικαιώματος νόμιμης δράσης στη Δημοκρατία, εφόσον προσκομίσει όλα τα έγγραφα που θεμελιώνουν το σύννομο της δράσης του, συνοδευόμενα από βεβαίωση της αρμόδιας κρατικής αρχής του οικείου κράτους:
(2) Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου δύναται να ρυθμίζουν ειδικότερα τα της σύστασης, εγγραφής, διοίκησης, οργάνωσης και λειτουργίας των περιπτώσεων που αναφέρονται στο εδάφιο (1).
47.-(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο δύναται να υποβάλει εγγράφως ιεραρχική προσφυγή εναντίον οποιασδήποτε απόφασης του Εφόρου ή του Γενικού Εφόρου η οποία το αφορά ή το επηρεάζει άμεσα, στο Γενικό Έφορο ή στον Υπουργό, αντίστοιχα, ανάλογα με την περίπτωση, ή/και να προσφύγει κατά της εν λόγω απόφασης στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
(2) Η κατά το εδάφιο (1) ιεραρχική προσφυγή ασκείται εγγράφως, το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την ημερομηνία της κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης στο επηρεαζόμενο πρόσωπο, καταβάλλοντας τέλος ύψους εκατόν ευρώ (€100).
(3) Ο Γενικός Έφορος ή ο Υπουργός, ανάλογα με την περίπτωση, εξετάζει την ιεραρχική προσφυγή και, αφού ακούσει τον προσφεύγοντα ή δώσει σ’ αυτόν την ευκαιρία να υποστηρίξει γραπτώς τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η προσφυγή, αποφασίζει, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4), το αργότερο εντός προθεσμίας ενενήντα (90) ημερών από την ημερομηνία υποβολής της και διαβιβάζει την απόφασή του στον προσφεύγοντα.
(4) Ο Γενικός Έφορος ή ο Υπουργός, ανάλογα με την περίπτωση, δύναται να εκδώσει μία από τις ακόλουθες αποφάσεις:
(α) Να επικυρώσει την προσβληθείσα απόφαση,
(β) να ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση,
(γ) να τροποποιήσει την προσβληθείσα απόφαση,
(δ) να προβεί σε έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβληθείσας:
Νοείται ότι, οποιαδήποτε απόφαση για αποδοχή ή απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής δεν μπορεί να ληφθεί κατά παράβαση των κριτηρίων, προϋποθέσεων ή όρων που καθορίζονται στον παρόντα Νόμο για την εγγραφή, λειτουργία ή διαγραφή σωματείου, ιδρύματος ή ομοσπονδίας ή/και ένωσης.
(5) Η αναφερόμενη στο εδάφιο (1) απόφαση καθίσταται εκτελεστή όταν περάσει άπρακτη η προθεσμία προς άσκηση ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον του Γενικού Εφόρου ή του Υπουργού, ανάλογα με την περίπτωση, και, σε περίπτωση άσκησης ιεραρχικής προσφυγής, από την κοινοποίηση της επί της ιεραρχικής προσφυγής απόφασης του Γενικού Εφόρου ή του Υπουργού, ανάλογα με την περίπτωση.
48. Οποτεδήποτε απαιτείται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου η επίδοση ή η υποβολή οποιασδήποτε αίτησης, γνωστοποίησης, κοινοποίησης, αναφοράς ή άλλης ενημέρωσης προς τον Έφορο, εντός ορισμένης προθεσμίας, εκπρόθεσμη επίδοση ή υποβολή ή παράλειψη τέτοιας επίδοσης ή υποβολής, εκτός από τις συνέπειες που ρητά προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, συνιστά παράβαση νομικού καθήκοντος και ο Έφορος δύναται να επιβάλει στο πρόσωπο το οποίο δεν συμμορφώθηκε με τις σχετικές απαιτήσεις διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα εκατόν ευρώ (€100).
49.-(1) Τα μέλη της διοίκησης σωματείου, ιδρύματος και ομοσπονδίας ή/και ένωσης έχουν την υποχρέωση να τηρούν λογιστικά βιβλία, στα οποία καταχωρίζονται όλες οι πράξεις όλων των δοσοληψιών του σωματείου, του ιδρύματος ή της ομοσπονδίας ή/και ένωσης, ανάλογα με την περίπτωση, και να καταρτίζουν στο τέλος κάθε οικονομικού έτους τους ακόλουθους λογαριασμούς:
(α) Λογαριασμό του ακαθάριστου εισοδήματος του σωματείου ή του ιδρύματος ή της ομοσπονδίας ή/και ένωσης, ανάλογα με την περίπτωση, κατά τη διάρκεια του οικονομικούς έτους·
(β) λογαριασμό του πιστωτικού του υπολοίπου κατά την έναρξη του οικονομικού έτους και όλων των χρημάτων που έχουν εισπραχθεί για λογαριασμό τους κατά τη διάρκεια αυτού·
(γ) λογαριασμό όλων των χρηματικών ποσών που οφείλονται από αυτά ή που τους οφείλονται και των πληρωμών που διενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια του ίδιου οικονομικού έτους.
(2) Οι λογαριασμοί των σωματείων, ιδρυμάτων ή ομοσπονδιών ή/και ενώσεων ελέγχονται από εγκεκριμένο ελεγκτή, με δικά τους έξοδα:
(3) Τα μέλη της διοίκησης σωματείου, ιδρύματος και ομοσπονδίας ή/και ένωσης έχουν την υποχρέωση να διαβιβάζουν στον Έφορο, το αργότερο εντός εφτά (7) μηνών από τη λήξη του οικονομικού έτους, τους λογαριασμούς και σχετική έκθεση του εγκεκριμένου ελεγκτή, όπως προβλέπεται στα εδάφια (1) και (2), αντίστοιχα.
50.-(1) Ο Έφορος ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο μπορεί να θεμελιώσει έννομο συμφέρον δύναται να αποταθεί στο Δικαστήριο με αίτημα την έκδοση διατάγματος για τον έλεγχο των λογαριασμών σωματείου, ιδρύματος ή ομοσπονδίας ή/και ένωσης, που είναι εγγεγραμμένα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Ο έλεγχος που προβλέπεται στο εδάφιο (1) διενεργείται από το Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας ή από άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα τα οποία καθορίζονται ή/και είναι εξουσιοδοτημένα από το Δικαστήριο για το σκοπό αυτό:
51. Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν εφαρμόζονται ή δεν επηρεάζουν με οποιοδήποτε τρόπο σωματεία, ιδρύματα συνδέσμους, οργανώσεις, ενώσεις προσώπων ή ομοσπονδίες τα οποία ρυθμίζονται ειδικά από άλλο ειδικότερο νόμο, οι διατάξεις του οποίου θα συνεχίσουν να εφαρμόζονται ως προς αυτά.
52. Τα διοικητικά όργανα σωματείων, ιδρυμάτων και ομοσπονδιών ή/και ενώσεων οφείλουν να συμμορφώνονται και να εφαρμόζουν τις διατάξεις του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007, όπως έχει τροποποιηθεί.
53.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς για τον καθορισμό ή τη ρύθμιση κάθε θέματος που σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο απαιτείται να καθοριστεί ή είναι δεκτικό καθορισμού και γενικότερα για την καλύτερη εφαρμογή αυτού.
(2) Ειδικότερα και χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των διατάξεων του εδαφίου (1), οι Κανονισμοί αυτοί δύναται να-
(α) Ρυθμίζουν κάθε θέμα το οποίο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου πρέπει ή δύναται να καθοριστεί·
(β) προνοούν για την εγγραφή σωματείων, ιδρυμάτων ή ομοσπονδιών ή/και ενώσεων, για την τροποποίηση του καταστατικού τους, καθώς και για τη διάλυση ή εκκαθάρισή τους·
(γ) προνοούν για τον καθορισμό τελών εγγραφής και ανανέωσης εγγραφής σωματείου, ιδρύματος ή ομοσπονδίας ή/και ένωσης∙
(δ) καθορίζουν τα ειδικότερα στοιχεία που πρέπει να τηρούνται στα σχετικά μητρώα, καθώς και τον τρόπο ανάρτησής τους στο διαδίκτυο∙
(ε) καθορίζουν ειδικότερα τη σύσταση ομοσπονδιών ή/και ενώσεων.
(στ) προβλέπουν ποινές, οι οποίες να μην υπερβαίνουν το ένα (1) έτος φυλάκισης ή τα δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000) ή και τις δύο αυτές ποινές, για οποιαδήποτε παράβαση των προνοιών των εκδιδόμενων δυνάμει του παρόντος άρθρου Κανονισμών.
(3) Το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να εκδίδει Διαδικαστικούς Κανονισμούς για τη ρύθμιση της πρακτικής και της διαδικασίας που θα τηρείται από το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση υποθέσεων που ανακύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
54.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου και των διατάξεων των άρθρων 55 και 56, με την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, ο περί Σωματείων και Ιδρυμάτων Νόμος του 1972 και ο περί Εγγραφής Λεσχών Νόμος, όπως έχουν τροποποιηθεί, καταργούνται:
(2) Παρά την κατάργηση των αναφερόμενων στο εδάφιο (1) Νόμων-
(α) Οι εκδοθέντες Κανονισμοί δυνάμει των καταργηθέντων με τον παρόντα Νόμο Νόμων οι οποίοι ίσχυαν αμέσως πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, θεωρείται ότι εκδόθηκαν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και θα εξακολουθήσουν να ισχύουν και να εφαρμόζονται, στην έκταση που δεν αντιβαίνουν στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, μέχρις ότου τροποποιηθούν ή αντικατασταθούν με νέους Κανονισμούς εκδιδόμενους δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου∙
(β) κάθε σωματείο και κάθε ίδρυμα, μαζί με τα καταστατικά τους και τυχόν τροποποιήσεις αυτών, τα οποία έχουν εγγραφεί και καταχωρισθεί στα οικεία μητρώα δυνάμει των διατάξεων των καταργηθέντων με τον παρόντα Νόμο Νόμων, θεωρείται ότι έχει εγγραφεί και καταχωρισθεί στα Μητρώα που προβλέπεται να τηρούνται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, χωρίς την καταβολή οποιουδήποτε τέλους∙
(γ) κάθε μητρώο το οποίο τηρείτο δυνάμει των καταργηθέντων με τον παρόντα Νόμο Νόμων, περιλαμβανομένου του μητρώου λεσχών μέχρι την εκπνοή των σχετικών με τις λέσχες μεταβατικών διατάξεων του παρόντος Νόμου, θεωρείται ότι αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του αντίστοιχου μητρώου που προβλέπεται να τηρείται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου∙
(δ) κάθε έντυπο, μαζί με τις λεπτομέρειες για τη συμπλήρωσή του, που χρησιμοποιείτο για τους σκοπούς οποιουδήποτε από τους καταργηθέντες με τον παρόντα Νόμο Νόμους, θα συνεχίσει να χρησιμοποιείται ωσάν να είχε καθοριστεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, μέχρις ότου καθορισθούν νέα έντυπα.
(ε) οποιαδήποτε ωφελήματα αποκτήθηκαν για φορολογικούς σκοπούς από τα δυνάμει του καταργηθέντος με τον παρόντα Νόμο περί Σωματείων και Ιδρυμάτων Νόμου του 1972, όπως έχει τροποποιηθεί, συσταθέντα σωματεία ή ιδρύματα ως φιλανθρωπικά ιδρύματα, δεν επηρεάζονται, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 55 και των διατάξεων του άρθρου 56:
55.-(1) Αιτήσεις και διαδικασίες εγγραφής σωματείων, ιδρυμάτων ή λεσχών, οι οποίες είχαν αρχίσει με βάση τις διατάξεις των καταργηθέντων με τον παρόντα Νόμο Νόμους και δεν έχουν συμπληρωθεί κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, διεκπεραιώνονται και συμπληρώνονται σύμφωνα με τις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Προθεσμίες για τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης ή για την επίδοση ή την υποβολή οποιασδήποτε γνωστοποίησης ή αναφοράς, οι οποίες άρχισαν να τρέχουν σύμφωνα με τους καταργηθέντες με τον παρόντα Νόμο Νόμους, συνεχίζουν να τρέχουν και συμπληρώνονται με βάση τις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος Νόμου, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν θα συμπληρώνονται σε διάστημα μικρότερο των δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου.
(3) Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου απαιτείται για σκοπούς συμμόρφωσης όπως υφιστάμενα σωματεία, ιδρύματα ή λέσχες υποβάλουν οποιεσδήποτε τροποποιήσεις του καταστατικού τους ή προβούν σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια, παρέχεται προς τούτο προθεσμία μέχρι την 31ή Δεκεμβτίου 2019.
56.-(1) Σωματεία, ιδρύματα και λέσχες που ιδρύθηκαν και ενεγράφησαν με βάση τους καταργηθέντες με τον παρόντα Νόμο Νόμους, θεωρείται ότι εγκρίθηκαν με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, νοουμένου ότι θα προβούν στις αναγκαίες αναπροσαρμογές και τροποποιήσεις του καταστατικού τους στην προβλεπόμενη στο εδάφιο (3) του άρθρου 55 προθεσμία:
(2) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (1) και (3), λέσχες που ενεγράφησαν με βάση τον καταργηθέντα με τον παρόντα Νόμο περί Λεσχών Νόμο, όπως έχει τροποποιηθεί, δύναται να διατηρήσουν στην επωνυμία τους τη λέξη «Λέσχη» και μετά τη λήξη της περιόδου που καθορίζεται στο εδάφιο (1).
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1) και μετά τη δημοσίευση της δεύτερης γνωστοποίησης η οποία καθορίζεται στις διατάξεις αυτού, ο Έφορος διαγράφει αυτοδικαίως από το Μητρώο τα σωματεία, τα ιδρύματα και τις λέσχες που καθορίζονται στην εν λόγω γνωστοποίηση και μεριμνά για τη συνέχιση και ολοκλήρωση της διαδικασίας διάλυσης ενώπιον δικαστηρίου:
57. Οποιαδήποτε εγγραφή λέσχης διενεργήθηκε δυνάμει των διατάξεων του καταργηθέντος περί Εγγραφής Λεσχών Νόμου για περίοδο που εκπνέει την 30ή Ιουνίου 2018 λογίζεται ότι εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ μέχρι την 31ή Δεκεμβρίου 2019 ή μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία επέρχεται συμμόρφωση της λέσχης με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, εφόσον αυτή προέβη στις αναγκαίες αναπροσαρμογές και τροποποιήσεις του καταστατικού της σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 55 και 56, οποιαδήποτε από τις δύο ημερομηνίες είναι η προγενέστερη.