ΚΕΦΑΛΑΙΟ III - Δικαιώματα των ΕΠΕΥ και των πιστωτικών ιδρυμάτων
Ελευθερία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και άσκησης δραστηριοτήτων

35.-(1) Κάθε ΕΠΕΥ ή πιστωτικό ίδρυμα, που έχει λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται από αρμόδια αρχή κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία σύμφωνα με την Οδηγία 2014/65/ΕΕ ή, προκειμένου περί πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ, δύναται να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή/και να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες καθώς και να παρέχει παρεπόμενες υπηρεσίες ελεύθερα στη Δημοκρατία, υπό τον όρο ότι αυτές οι υπηρεσίες ή/και δραστηριότητες καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας της. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή/και επενδυτική δραστηριότητα.

(2)(α) Κάθε ΚΕΠΕΥ που επιθυμεί να παράσχει επενδυτικές υπηρεσίες ή/και να ασκήσει επενδυτικές δραστηριότητες σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία για πρώτη φορά ή να τροποποιήσει το φάσμα των υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που ήδη παρέχει με τον τρόπο αυτό, διαβιβάζει τις ακόλουθες πληροφορίες στην Επιτροπή:

(i) Το κράτος μέλος στο οποίο προτίθεται να δραστηριοποιηθεί·

(ii) πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο δηλώνονται ειδικότερα οι επενδυτικές υπηρεσίες ή/και δραστηριότητες, καθώς και οι παρεπόμενες υπηρεσίες, που προτίθεται να παρέχει/ασκήσει στο εν λόγω κράτος μέλος και κατά πόσον προτίθεται να το πράξει μέσω της χρήσης συνδεδεμένων αντιπροσώπων, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στη Δημοκρατία∙ εάν η ΚΕΠΕΥ προτίθεται να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους, διαβιβάζει στην Επιτροπή την ταυτότητα των εν λόγω συνδεδεμένων αντιπροσώπων.

(β) Όταν μια ΚΕΠΕΥ προτίθεται να χρησιμοποιήσει, σε άλλο κράτος μέλος στο οποίο προτίθεται να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή/και να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες, συνδεδεμένους αντιπροσώπους οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στη Δημοκρατία, η Επιτροπή διαβιβάζει, εντός μηνός από την παραλαβή όλων των πληροφοριών, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με το Άρθρο 79, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που η ΚΕΠΕΥ σκοπεύει να χρησιμοποιήσει για επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες στο εν λόγω κράτος μέλος.

(γ) Όταν μια ΕΠΕΥ προτίθεται να χρησιμοποιήσει στη Δημοκρατία, στην οποία προτίθεται να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή/και να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες, συνδεδεμένους αντιπροσώπους, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος καταγωγής της, η Επιτροπή δημοσιεύει την ταυτότητα των εν λόγω συνδεδεμένων αντιπροσώπων, κατόπιν διαβίβασής της εν λόγω ταυτότητας στην Επιτροπή από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της ΕΠΕΥ.

(3)(α) Η Επιτροπή, εντός μηνός από τη λήψη των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2), τις διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με το Άρθρο 79, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(β) Η ΕΠΕΥ που αναφέρεται στο εδάφιο (1) δύναται να αρχίσει να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή/και να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες στη Δημοκρατία, όταν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της διαβιβάσει στην Επιτροπή τις σχετικές με την ΕΠΕΥ πληροφορίες που αναφέρονται στο Άρθρο 34, παράγραφος 2, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(4) Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που διαβιβάστηκαν σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2), η ΚΕΠΕΥ γνωστοποιεί γραπτώς τη μεταβολή στην Επιτροπή, ένα μήνα τουλάχιστον πριν επιφέρει τη μεταβολή αυτή. Η Επιτροπή ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για την εν λόγω μεταβολή.

(5)(α) Κάθε αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να παρέχει, μέσω συνδεδεμένων αντιπροσώπων, επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες, καθώς επίσης και να παρέχει παρεπόμενες υπηρεσίες, σύμφωνα με το Άρθρο 34, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, διαβιβάζει στην Κεντρική Τράπεζα την ταυτότητα των εν λόγω αντιπροσώπων.

(β) Όταν ένα αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα προτίθεται να χρησιμοποιήσει, σε άλλο κράτος μέλος στο οποίο προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες, συνδεδεμένους αντιπροσώπους οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στη Δημοκρατία, η Κεντρική Τράπεζα διαβιβάζει, εντός μηνός από την παραλαβή όλων των πληροφοριών, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει ορισθεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με το Άρθρο 79, παράγραφος 1 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που το πιστωτικό ίδρυμα προτίθεται να χρησιμοποιήσει για την παροχή υπηρεσιών στο εν λόγω κράτος μέλος.

(γ) Όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα προτίθεται να χρησιμοποιήσει, στη Δημοκρατία στην οποία προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες, συνδεδεμένους αντιπροσώπους οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος καταγωγής του, η Κεντρική Τράπεζα δημοσιεύει την ταυτότητα των εν λόγω συνδεδεμένων αντιπροσώπων, κατόπιν διαβίβασής της εν λόγω ταυτότητας στην Κεντρική Τράπεζα από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του πιστωτικού ιδρύματος.

(6) ΕΠΕΥ ή διαχειριστής αγοράς κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία, που διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, δύναται να παρέχει στη Δημοκρατία κατάλληλους μηχανισμούς για να διευκολύνει την πρόσβαση και τη διαπραγμάτευση στις αγορές αυτές από εξ αποστάσεως χρήστες, μέλη ή συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στη Δημοκρατία.

(7) Η ΚΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ ανακοινώνει στην Επιτροπή το άλλο κράτος μέλος στο οποίο προτίθεται να παρέχει μηχανισμούς που αναφέρονται στο εδάφιο (6). H Επιτροπή διαβιβάζει, εντός μηνός, την πληροφορία αυτή στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου ο ΠΜΔ ή ο ΜΟΔ προτίθεται να παρέχει τέτοιους μηχανισμούς. Η Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του ΠΜΔ, γνωστοποιεί χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής του ΠΜΔ, την ταυτότητα των εξ αποστάσεως μελών ή συμμετεχόντων στον ΠΜΔ που είναι εγκατεστημένοι στο εν λόγω κράτος μέλος.

Εγκατάσταση υποκαταστήματος

36.-(1) ΕΠΕΥ ή πιστωτικό ίδρυμα δύναται να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή/και επενδυτικές δραστηριότητες καθώς και παρεπόμενες υπηρεσίες στη Δημοκρατία, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και τους περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμους του 1997 έως 2016 ως διορθώθηκαν, μέσω της άσκησης του δικαιώματος εγκατάστασης, είτε με την εγκατάσταση υποκαταστήματος είτε με τη χρήση συνδεδεμένου αντιπροσώπου εγκατεστημένου στη Δημοκρατία, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω υπηρεσίες και δραστηριότητες καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας που χορηγήθηκε στην ΕΠΕΥ ή στο πιστωτικό ίδρυμα, στο άλλο κράτος μέλος καταγωγής της/του. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή/και επενδυτική δραστηριότητα.

(2)(α) Κάθε ΚΕΠΕΥ που επιθυμεί να εγκαταστήσει υποκατάστημα σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία ή να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους εγκατεστημένους σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία, στο οποίο δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα, οφείλει πρώτα να το γνωστοποιήσει στην Επιτροπή και να της παράσχει τις ακόλουθες πληροφορίες:

(i) Τα άλλα κράτη μέλη στα οποία προτίθεται να εγκαταστήσει υποκατάστημα ή στα οποία δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα αλλά σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι σε αυτά·

(ii) πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναφέρονται μεταξύ άλλων οι επενδυτικές υπηρεσίες ή/και επενδυτικές δραστηριότητες καθώς και οι παρεπόμενες υπηρεσίες που θα προσφέρονται·

(iii) στην περίπτωση υποκαταστήματος, την οργανωτική δομή του υποκαταστήματος, καθώς και κατά πόσο το υποκατάστημα προτίθεται να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους και την ταυτότητα των εν λόγω συνδεδεμένων αντιπροσώπων·

(iv) στην περίπτωση χρησιμοποίησης συνδεδεμένων αντιπροσώπων σε ένα κράτος μέλος στο οποίο η ΚΕΠΕΥ δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα, περιγραφή της προτιθέμενης χρήσης των συνδεδεμένων αντιπροσώπων και την οργανωτική δομή, περιλαμβανομένων των διαδικασιών αναφοράς, προσδιορίζοντας τον τρόπο με τον οποίο οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι εντάσσονται στην εταιρική δομή της ΚΕΠΕΥ·

(v) τη διεύθυνση, στο κράτος μέλος υποδοχής, από την οποία είναι δυνατόν να παραλαμβάνονται έγγραφα·

(vi) τα ονόματα των υπευθύνων για τη διοίκηση του υποκαταστήματος ή του συνδεδεμένου αντιπροσώπου.

(β) Όταν μια ΕΠΕΥ χρησιμοποιεί συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο στη Δημοκρατία ως κράτος μέλος υποδοχής της ΕΠΕΥ, ο εν λόγω συνδεδεμένος αντιπρόσωπος εξομοιώνεται με υποκατάστημα, σε περίπτωση που έχει εγκατασταθεί υποκατάστημα, και υπόκειται, σε κάθε περίπτωση στις περί υποκαταστημάτων διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(3) Εκτός εάν η Επιτροπή έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής δομής ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης της ΚΕΠΕΥ, λαμβανομένων υπόψη των δραστηριοτήτων που προτίθενται να ασκηθούν, διαβιβάζει, εντός τριών μηνών από τη λήψη τους, όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2), στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας, σύμφωνα με το Άρθρο 79, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, και ενημερώνει σχετικά την ΚΕΠΕΥ.

(4) Επιπρόσθετα από τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2), η Επιτροπή διαβιβάζει επίσης στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής στοιχεία σχετικά με το εγκεκριμένο σύστημα αποζημίωσης του οποίου η ΚΕΠΕΥ είναι μέλος, σύμφωνα με την Οδηγία 1997/9/ΕΚ. Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου των πληροφοριών αυτών, η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής.

(5) Εάν η Επιτροπή αρνηθεί να διαβιβάσει τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στην ενδιαφερόμενη ΚΕΠΕΥ εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών.

(6) Με τη λήψη από την Επιτροπή ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής σύμφωνα με το Άρθρο 35, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή ελλείψει τέτοιας λήψης, το αργότερο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης της ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής στην Επιτροπή, το υποκατάστημα δύναται να εγκατασταθεί και να αρχίσει τις δραστηριότητές του στη Δημοκρατία.

(7)(α) Κάθε αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή/και την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων, καθώς και την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, το γνωστοποιεί στην Κεντρική Τράπεζα και της παρέχει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2).

(β) Εκτός εάν η Κεντρική Τράπεζα έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής δομής ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης του αδειοδοτημένου πιστωτικού ιδρύματος, διαβιβάζει, εντός τριών μηνών από τη λήψη τους, όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2), στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας, σύμφωνα με το Άρθρο 79, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, και ενημερώνει σχετικά το αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα.

(γ) Εάν η Κεντρική Τράπεζα αρνηθεί να διαβιβάσει τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στο ενδιαφερόμενο αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών.

(δ) Με τη λήψη από την Επιτροπή ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής σύμφωνα με το Άρθρο 35, παράγραφος 7, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή ελλείψει τέτοιας λήψης, το αργότερο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης της ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής στην Επιτροπή, ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος δύναται να αρχίσει τις δραστηριότητές του στη Δημοκρατία. Ο εν λόγω συνδεδεμένος αντιπρόσωπος υπόκειται στις περί υποκαταστημάτων διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(8)(α) Η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι οι υπηρεσίες που παρέχει στη Δημοκρατία το υποκατάστημα μιας ΕΠΕΥ ή ενός πιστωτικού ιδρύματος άλλου κράτους μέλους, αντιστοίχως, συνάδουν με τις υποχρεώσεις τις οποίες επιβάλλουν τα άρθρα 25, 26, 28 και 29 του παρόντος Νόμου και τα Άρθρα 14 έως 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και με οποιεσδήποτε πρόσθετες απαιτήσεις επιβληθούν από την Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα, με οδηγίες της, δυνάμει του άρθρου 25(12) του παρόντος Νόμου.

(β) Η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα έχει το δικαίωμα να εξετάζει τις ρυθμίσεις του υποκαταστήματος μιας ΕΠΕΥ ή ενός πιστωτικού ιδρύματος άλλου κράτους μέλους, αντιστοίχως, και να ζητεί όποιες αλλαγές είναι απολύτως απαραίτητες ώστε να της δοθεί η δυνατότητα να επιβάλλει την τήρηση των υποχρεώσεων τις οποίες επιβάλλουν τα άρθρα 25, 26, 28 και 29 του παρόντος Νόμου και τα Άρθρα 14 έως 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και των μέτρων που έχουν θεσπιστεί κατ’ εφαρμογή τους, όσον αφορά τις υπηρεσίες ή/και δραστηριότητες που παρέχει στη Δημοκρατία το υποκατάστημα.

(9) Σε περίπτωση ΕΠΕΥ με εγκατάσταση υποκαταστήματος στη Δημοκρατία, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της εν λόγω ΕΠΕΥ δύναται, κατά την άσκηση των καθηκόντων της, και, αφού ενημερώσει την Επιτροπή, να προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους στο υποκατάστημα της ΕΠΕΥ στη Δημοκρατία.

(10) Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που γνωστοποιήθηκαν σύμφωνα με το εδάφιο (2), η ΚΕΠΕΥ ενημερώνει γραπτώς την Επιτροπή για τη μεταβολή αυτή, ένα μήνα τουλάχιστον πριν επιφέρει τη μεταβολή. Η Επιτροπή ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για τη σχετική μεταβολή.

Πρόσβαση σε ρυθμιζόμενες αγορές της Δημοκρατίας

37. ΕΠΕΥ, κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία, που έχει λάβει άδεια λειτουργίας για να εκτελεί εντολές πελατών ή να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό δύναται να γίνει μέλος ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας ή να έχει πρόσβαση σε αυτήν, με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

(α) Άμεσα, με την εγκατάσταση υποκαταστήματος στη Δημοκρατία·

(β) αποκτώντας την ιδιότητα του εξ’ αποστάσεως μέλους ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας ή το δικαίωμα εξ αποστάσεως πρόσβασης στη ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας, χωρίς υποχρέωση εγκατάστασης της ΕΠΕΥ στη Δημοκρατία, όταν οι διαδικασίες και τα συστήματα διαπραγμάτευσης της εν λόγω αγοράς δεν απαιτούν φυσική παρουσία για τη διενέργεια συναλλαγών στην αγορά.

Πρόσβαση στα συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού και δικαίωμα επιλογής του συστήματος διακανονισμού

38.-(1)(α) Με την επιφύλαξη των τίτλων III, IV ή V του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, οι ΕΠΕΥ έχουν δικαίωμα άμεσης ή έμμεσης πρόσβασης σε συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού στη Δημοκρατία για την οριστικοποίηση ή την τακτοποίηση της οριστικοποίησης συναλλαγών σε χρηματοοικονομικά μέσα.

(β) Η άμεση ή έμμεση πρόσβαση των ΕΠΕΥ στα αναφερόμενα στην παράγραφο (α) συστήματα υπόκειται στα ίδια, χωρίς διακρίσεις, διαφανή και αντικειμενικά κριτήρια, όπως αυτά που εφαρμόζονται στα τοπικά μέλη ή τους συμμετέχοντές τους. Η χρήση των εν λόγω συστημάτων ουδόλως περιορίζεται στην εκκαθάριση και το διακανονισμό των συναλλαγών σε χρηματοοικονομικά μέσα που διενεργούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης στη Δημοκρατία.

(2) Ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας οφείλει να προσφέρει σε όλα τα μέλη και τους συμμετέχοντές της το δικαίωμα να επιλέγουν το σύστημα διακανονισμού των συναλλαγών σε χρηματοοικονομικά μέσα οι οποίες διενεργούνται στην εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Υπάρχουν τόσοι σύνδεσμοι και ρυθμίσεις, μεταξύ του επιλεγόμενου συστήματος διακανονισμού και κάθε άλλου συστήματος ή υποδομής, όσοι απαιτούνται για την εξασφάλιση αποδοτικού και οικονομικού διακανονισμού της συγκεκριμένης συναλλαγής·

(β) η Επιτροπή συμφωνεί ότι οι τεχνικές προϋποθέσεις, για το διακανονισμό των συναλλαγών που διενεργούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας μέσω συστήματος διακανονισμού άλλου από εκείνο που επιλέγει η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας, είναι τέτοιες που να επιτρέπουν την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών:

Νοείται ότι η εν λόγω εκτίμηση της Επιτροπής δεν θίγει τις αρμοδιότητες των εθνικών κεντρικών τραπεζών ως εποπτών των συστημάτων διακανονισμού ή άλλων εποπτικών αρχών που έχουν αρμοδιότητα για αυτά τα συστήματα, και ότι η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την εποπτεία που ήδη ασκούν αυτοί οι φορείς, ώστε να μην υπάρχει αλληλοεπικάλυψη της εποπτείας.

Διατάξεις για τα συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού ως προς τους ΠΜΔ

39.-(1)(α) Οι ΚΕΠΕΥ και διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ δύνανται να συνάπτουν με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή φορέα εκκαθάρισης και σύστημα διακανονισμού, κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία, κατάλληλες συμφωνίες για την εκκαθάριση ή/και το διακανονισμό ορισμένων ή όλων των συναλλαγών που διενεργούν τα μέλη ή οι συμμετέχοντες στην αγορά στο πλαίσιο των συστημάτων τους.

(β) Οι ΕΠΕΥ και διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από άλλο κράτος μέλος για να διαχειρίζονται ΠΜΔ δύνανται να συνάπτουν με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή φορέα εκκαθάρισης και σύστημα διακανονισμού της Δημοκρατίας κατάλληλες συμφωνίες για την εκκαθάριση ή/και το διακανονισμό ορισμένων ή όλων των συναλλαγών που διενεργούν τα μέλη ή οι συμμετέχοντες στην αγορά στο πλαίσιο των συστημάτων τους.

(2)(α) Η Επιτροπή δεν δύναται να αντιταχθεί στη χρήση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, φορέων εκκαθάρισης ή/και συστημάτων διακανονισμού άλλου κράτους μέλους από ΚΕΠΕΥ και διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ, εκτός εάν αυτό είναι αποδεδειγμένα αναγκαίο για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του συγκεκριμένου ΠΜΔ και λαμβανομένων υπόψη των οριζόμενων στο άρθρο 38(2) προϋποθέσεων για τα συστήματα διακανονισμού.

(β) Για να μην υπάρχει αλληλοεπικάλυψη της εποπτείας, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την εποπτεία και επίβλεψη του συστήματος εκκαθάρισης και διακανονισμού που ήδη ασκούν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ως επόπτες των συστημάτων εκκαθάρισης και διακανονισμού ή άλλες τυχόν εποπτικές αρχές που είναι αρμόδιες για τα εν λόγω συστήματα.