8.-(1) Ιδρύεται ανεξάρτητη Επιτροπή, καλούμενη «Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού», της οποίας η συγκρότηση, η λειτουργία, οι αρμοδιότητες, οι εξουσίες και τα καθήκοντα που καθορίζονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Η Επιτροπή διαθέτει τους αναγκαίους οικονομικούς, τεχνικούς και τεχνολογικούς πόρους, καθώς και επαρκές, εξειδικευμένο, προσωπικό και ως προς τούτο διαθέτει τμήμα νομικής και οικονομικής υποστήριξης, με σκοπό την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων, αρμοδιοτήτων και εξουσιών της και την ενεργή συμμετοχή και συνεισφορά σε συναφείς ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς και ιδιαίτερα στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Ανταγωνισμού.
(3) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου, η Επιτροπή διαθέτει ανεξαρτησία ως προς τον τρόπο διάθεσης των κονδυλίων του προϋπολογισμού της.
9.-(1) Η Επιτροπή είναι πενταμελής και απαρτίζεται από τον Πρόεδρο και άλλα τέσσερα (4) μέλη που διορίζονται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ύστερα από πρόταση του Υπουργού, ο οποίος ενημερώνει προηγουμένως σχετικά την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.
(2)(α) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β) και της παραγράφου (γ), ως Πρόεδρος και μέλη της Επιτροπής διορίζονται πρόσωπα υψηλού επαγγελματικού και ηθικού επιπέδου που είναι σε θέση να εκτελούν τα καθήκοντα και να ασκούν τις εξουσίες που τους παρέχονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και είναι ικανά να συμβάλουν στην πραγμάτωση των σκοπών του.
(β) Στη θέση του Προέδρου της Επιτροπής διορίζεται πρόσωπο το οποίο είναι δικηγόρος ασκών το επάγγελμα αυτού επί δέκα (10) έτη ή διατελεί ή έχει διατελέσει δικαστής οποιασδήποτε βαθμίδας.
(γ) Ως μέλη της Επιτροπής διορίζονται πρόσωπα που διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση και την επαγγελματική τους ικανότητα και πείρα στον νομικό ή/και οικονομικό τομέα, ιδίως σε θέματα ανταγωνισμού:
(δ) Δεν επιτρέπεται ο διορισμός προσώπου ως Προέδρου ή ως μέλους της Επιτροπής σε περίπτωση που-
(i) κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης ή κατ’ αυτού εκδόθηκε διάταγμα διορισμού συνδίκου ή ήλθε σε συμβιβασμό με τους πιστωτές του·
(ii) κηρύχθηκε σε κατάσταση φρενοβλάβειας ή άνοιας·
(iii) καταδικάστηκε για ποινικό αδίκημα ατιμωτικό ή που ενέχει ηθική αισχρότητα, το οποίο συνιστά κώλυμα διορισμού στη δημόσια υπηρεσία ή του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης για διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος·
(iv) λόγω πνευματικής ή σωματικής ανικανότητας ή αναπηρίας ή ασθένειας αδυνατεί να εκπληρώσει τα καθήκοντά του·
(v) διατηρεί ή απέκτησε οικονομικό ή άλλο συμφέρον το οποίο δύναται να επηρεάσει το αμερόληπτο της κρίσης του κατά την άσκηση των καθηκόντων του·
(vi) είναι μέλος συντεχνίας.
(ε) Ο Πρόεδρος και τα άλλα τέσσερα (4) μέλη της Επιτροπής υπηρετούν υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης.
(3) Η θητεία του Προέδρου και των μελών της Επιτροπής είναι πενταετής και δύναται να ανανεωθεί για ακόμη μία φορά, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2).
(4)(α)(i) Σε περίπτωση που η θέση του Προέδρου ή άλλου μέλους της Επιτροπής κενωθεί πριν από τη λήξη της θητείας του, το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από πρόταση του Υπουργού, προβαίνει στον διορισμό νέου Προέδρου ή άλλου μέλους για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του Προέδρου ή του άλλου μέλους, ανάλογα με την περίπτωση, του οποίου η θέση έχει κενωθεί, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2).
(ii) Η θητεία του Προέδρου ή άλλου μέλους της Επιτροπής που διορίζεται δυνάμει της παρούσας παραγράφου, δύναται να ανανεωθεί μέχρι δύο (2) φορές, νοουμένου ότι κατά τον πρώτο του διορισμό ο Πρόεδρος ή το άλλο μέλος καλείται να υπηρετήσει για περίοδο μικρότερη των δύο (2) ετών και έξι (6) μηνών.
(β) Σε περίπτωση που η θέση του Προέδρου ή άλλου μέλους της Επιτροπής είναι κενή δεν επηρεάζεται η νόμιμη συγκρότησή της και η εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της.
(γ) Σε περίπτωση που η θέση του Προέδρου κενούται πριν από τη λήξη της θητείας του, μέχρι τον διορισμό νέου Προέδρου, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου (α), η Επιτροπή συνεχίζει να λειτουργεί με τα λοιπά μέλη της.
(5)Σε περίπτωση που-
(α) ο Πρόεδρος κωλύεται προσωρινά στην άσκηση των καθηκόντων του από οποιαδήποτε αιτία, ή
(β) η θέση του Προέδρου είναι κενή, εκκρεμούντος του διορισμού νέου Προέδρου,
ο Πρόεδρος αναπληρούται από μέλος της Επιτροπής που εκλέγεται μεταξύ των μελών που συμμετέχουν στη συνεδρία και, σε περίπτωση ισοψηφίας, χρέη προεδρεύοντος εκτελεί το πρεσβύτερο μέλος.
(6) Ελάττωμα αναφορικά με το διορισμό του Προέδρου ή άλλου μέλους της Επιτροπής δεν επηρεάζει τη νόμιμη συγκρότησή της και την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της.
10.-(1) Δεν επιτρέπεται στον Πρόεδρο και στα μέλη της Επιτροπής να έχουν οποιοδήποτε οικονομικό ή άλλο συμφέρον, το οποίο δύναται να επηρεάσει το αμερόληπτο της κρίσης τους κατά την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της Επιτροπής και οποιονδήποτε άλλο Νόμο στη βάση του οποίου παρέχονται στην Επιτροπή εξουσίες και αρμοδιότητες.
(2) Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής κατά την εκτέλεση των καθηκόντων και την άσκηση των εξουσιών τους στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ και οποιουδήποτε άλλου Νόμου στη βάση του οποίου παρέχονται στην Επιτροπή εξουσίες και αρμοδιότητες-
(α) δεν ζητούν ούτε λαμβάνουν εντολές από κρατικό ή οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα·
(β) ενεργούν ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε πολιτικές ή εξωτερικές παρεμβάσεις·
(γ) απέχουν από κάθε πράξη ασυμβίβαστη με την εκτέλεση των καθηκόντων και/ή με την άσκηση των εξουσιών τους για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ και οποιουδήποτε άλλου Νόμου στη βάση του οποίου παρέχονται στην Επιτροπή εξουσίες και αρμοδιότητες.
(3) Ο Πρόεδρος και τα μέλη, μετά την αποχώρησή τους από την Επιτροπή, δεν απασχολούνται με διαδικασίες που αφορούν στον παρόντα Νόμο και οποιονδήποτε άλλο Νόμο στη βάση του οποίου παρέχονται στην Επιτροπή εξουσίες και αρμοδιότητες, όταν αυτές αφορούν σε υποθέσεις στις οποίες συμμετείχαν στη λήψη αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένων αυτών που βρίσκονται ενώπιον της Επιτροπής για σκοπούς επανεξέτασης ή ανάκλησης.
(4) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (3) και τηρουμένων του περί του Ελέγχου της Ανάληψης Εργασίας στον Ιδιωτικό Τομέα από Πρώην Κρατικούς Αξιωματούχους και Ορισμένους Πρώην Υπαλλήλους του Δημοσίου και Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμου, ο Πρόεδρος και τα άλλα μέλη για περίοδο δύο (2) ετών μετά την αποχώρησή τους από την Επιτροπή δεν απασχολούνται με διαδικασίες που αφορούν στον παρόντα Νόμο και οποιονδήποτε άλλο Νόμο στη βάση του οποίου παρέχονται στην Επιτροπή εξουσίες και αρμοδιότητες, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν σύγκρουση συμφερόντων.
(5) Η Επιτροπή δημοσιεύει, ύστερα από έγκριση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού κώδικα δεοντολογίας, ο οποίος αφορά τους κανόνες σχετικά με τη σύγκρουση συμφερόντων του Προέδρου και των μελών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
11.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο καθορίζει με απόφασή του τους όρους εργασίας, την αντιμισθία και τα άλλα ωφελήματα του Προέδρου και των άλλων μελών της Επιτροπής.
(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο δεν τροποποιεί κατά δυσμενή τρόπο τους όρους εργασίας, την αντιμισθία και τα άλλα ωφελήματα που καθορίζονται βάσει του εδαφίου (1), κατά τη διάρκεια της θητείας μέλους της Επιτροπής, για το οποίο οι εν λόγω όροι εργασίας, η αντιμισθία και τα άλλα ωφελήματα είχαν ούτως καθοριστεί.
12. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής εφαρμόζουν το ωράριο εργασίας για τους δημόσιους υπαλλήλους που καθορίζεται εκάστοτε από το Υπουργικό Συμβούλιο.
13. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής δεν επιτρέπεται να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα ή εργασία ή να ασχολούνται σε επιχείρηση οποιασδήποτε φύσης ή να δέχονται με πληρωμή οποιαδήποτε άλλη απασχόληση πέραν των καθηκόντων τους.
14.-(1) Η θέση του Προέδρου ή άλλου μέλους της Επιτροπής κενούται, σε περίπτωση-
(α) λήξης της θητείας του· ή
(β)θανάτου του· ή
(γ) παραίτησής του κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2)· ή
(δ) κωλύματος στην άσκηση των καθηκόντων του για χρονική περίοδο πέραν των έξι (6) μηνών· ή
(ε) έκπτωσής του, η οποία κηρύσσεται από το Υπουργικό Συμβούλιο κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (3).
(2) Ο Πρόεδρος ή άλλο μέλος της Επιτροπής δύναται να υποβάλει γραπτώς στο Υπουργικό Συμβούλιο την παραίτησή του, η οποία επενεργεί αμέσως, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη αποδοχή της από το Υπουργικό Συμβούλιο, και δεν υπόκειται σε ανάκληση.
(3)(α) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να κηρύξει έκπτωτο τον Πρόεδρο ή άλλο μέλος της Επιτροπής σε περίπτωση που-
(i) κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης ή κατ’ αυτού εκδόθηκε διάταγμα διορισμού συνδίκου ή ήλθε σε συμβιβασμό με τους πιστωτές του·
(ii) κηρύχθηκε σε κατάσταση φρενοβλάβειας ή άνοιας·
(iii) καταδικάστηκε για ποινικό αδίκημα ατιμωτικό ή που ενέχει ηθική αισχρότητα το οποίο συνιστά κώλυμα διορισμού στη δημόσια υπηρεσία ή του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης για διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος·
(iv) λόγω πνευματικής ή σωματικής ανικανότητας ή αναπηρίας ή ασθένειας αδυνατεί να εκπληρώσει τα καθήκοντά του, είτε μόνιμα είτε για τέτοιο χρόνο, ώστε να καθίσταται ανέφικτη η συνέχιση της υπηρεσίας του·
(v) διατήρησε ή απόκτησε οικονομικό ή άλλο συμφέρον το οποίο δύναται να επηρεάσει το αμερόληπτο της κρίσης του και δεν υπέβαλε την παραίτησή του·
(vi) έχει αποφασιστεί από Δικαστήριο ότι καταχράστηκε τη θέση του κατά τρόπο ώστε τυχόν συνέχιση της θητείας του να αποβεί επιβλαβής για το δημόσιο συμφέρον·
(vii) έχει καταδικαστεί για το αδίκημα της εκ προθέσεως παράβασης της υποχρέωσης προς εχεμύθεια σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 40·
(viii) ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής, σε περίπτωση αδικαιολόγητης αποχής από την άσκηση των καθηκόντων του και ιδιαίτερα ύστερα από αδικαιολόγητη απουσία από τις συνεδρίες της Επιτροπής για τρεις (3) συνεχείς φορές·
(ix) αποφασιστεί από Δικαστήριο ότι ενήργησε κατόπιν πολιτικής ή άλλης εξωτερικής παρέμβασης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του·
(x) παραβιάζει τις διατάξεις του άρθρου 13.
(β) Προτού κηρύξει έκπτωτο οποιοδήποτε πρόσωπο δυνάμει της παραγράφου (α), το Υπουργικό Συμβούλιο παρέχει την ευκαιρία στο πρόσωπο αυτό να υποβάλει τις απόψεις του και στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων (3), (4) και (6) του άρθρου 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου.
15. Ο Πρόεδρος συγκαλεί την Επιτροπή σε συνεδρία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 και προεδρεύει αυτής και, τηρουμένου του εδαφίου (3) του άρθρου 17, υπογράφει κάθε άλλο σημαντικό έγγραφο.
16.-(1)(α) Ο Πρόεδρος συγκαλεί συνεδρία της Επιτροπής οποτεδήποτε κρίνει τούτο αναγκαίο.
(β) Σε περίπτωση που ζητήσουν γραπτώς τουλάχιστον τρία (3) μέλη της Επιτροπής, που καθορίζουν συγχρόνως και τα προς συζήτηση θέματα, ο Πρόεδρος οφείλει να συγκαλέσει συνεδρία το συντομότερο δυνατόν, και σε κάθε περίπτωση εντός προθεσμίας επτά (7) ημερών.
(2) Η πρόσκληση σε συνεδρία είναι γραπτή και απευθύνεται στα μέλη της Επιτροπής μέσω ηλεκτρονικών, ψηφιακών ή άλλων πρόσφορων μέσων.
(3) Η ημερήσια διάταξη καταρτίζεται από τον Πρόεδρο και κοινοποιείται μαζί με την πρόσκληση σε συνεδρία:
17.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (γ) του εδαφίου (4) και του εδαφίου (5) του άρθρου 9, η Επιτροπή συνεδριάζει νομίμως εάν στη συνεδρία παρίστανται τουλάχιστον τρία (3) μέλη.
(2) Οι αποφάσεις της Επιτροπής λαμβάνονται κατά πλειοψηφία και, σε περίπτωση ισοψηφίας, επικρατεί η ψήφος του Προέδρου ή του προεδρεύοντος.
(3) Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής που παρίστανται στις συνεδρίες υπογράφουν τα πρακτικά και τις αποφάσεις της Επιτροπής.
18.-(1) Η Επιτροπή αποφασίζει να κινήσει διαδικασία εξέτασης παράβασης, εφόσον ύστερα από δέουσα προκαταρκτική έρευνα που διενεργείται από την Υπηρεσία, διαπιστώσει πιθανολογούμενη παράβαση των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ.
(2)(α)(i) Η Επιτροπή καταρτίζει γραπτή έκθεση προς ενημέρωση των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, περί των αιτιάσεων που διατυπώνονται σε βάρος τους, συνοδευόμενη με υποστηρικτικά στοιχεία ή έγγραφα, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 40 και 41.
(ii) Η εν λόγω έκθεση αιτιάσεων κοινοποιείται προς αυτές ή σε δεόντως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο των εν λόγω επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, με οποιοδήποτε τρόπο με τον οποίο γίνεται κλήτευση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 64.
(β) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 40 και 41, αντίγραφο της εν λόγω έκθεσης αιτιάσεων δύναται να κοινοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 64 στο πρόσωπο που υποβάλλει την καταγγελία:
(3) Σε περίπτωση που μεταβληθούν τα υφιστάμενα στοιχεία ενώπιον της Επιτροπής ή προκύψουν νέα στοιχεία, η Επιτροπή δύναται να προβεί σε τροποποίηση των αιτιάσεων που διατυπώνονται εναντίον των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων και στην κατάρτιση και κοινοποίηση τροποποιημένης έκθεσης αιτιάσεων προς τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων.
(4) Κατά τις διαδικασίες ενώπιον της Επιτροπής για εξέταση πιθανολογούμενων παραβάσεων ή καταγγελιών υποβαλλόμενων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή για οποιαδήποτε άλλη διαδικασία προβλέπεται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου και/ή στους δυνάμει αυτών εκδιδόμενους Κανονισμούς, δύναται να παρίστανται-
(α) κατόπιν πρόσκλησης της Επιτροπής-
(i) τα πρόσωπα που υπέβαλαν την καταγγελία αυτοπροσώπως ή διά εξουσιοδοτημένου δικηγόρου ή αντιπροσώπου ή αυτοπροσώπως μαζί με τον εξουσιοδοτημένο δικηγόρο ή αντιπρόσωπο,
(ii) τα πρόσωπα που εμπλέκονται στη διαδικασία και/ή καταγγελία, αυτοπροσώπως ή διά εξουσιοδοτημένου δικηγόρου ή αντιπροσώπου ή αυτοπροσώπως μαζί με τον εξουσιοδοτημένο δικηγόρο ή αντιπρόσωπο,
(iii) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, κατά την κρίση της Επιτροπής, θα βοηθήσει στην εξέταση της παράβασης και/ή της καταγγελίας, αυτοπροσώπως, ή διά εξουσιοδοτημένου δικηγόρου ή αντιπροσώπου, ή αυτοπροσώπως μαζί με τον εξουσιοδοτημένο δικηγόρο ή αντιπρόσωπο∙
(β) οποιοδήποτε μέλος του προσωπικού που υπηρετεί στην Υπηρεσία, άτομα που εργάζονται στην Επιτροπή στη βάση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και/ή με οποιοδήποτε άλλο καθεστώς και άτομα που είναι τοποθετημένα ή αποσπασμένα στην Επιτροπή:
(5) Σε όλους τους κατά την παράγραφο (α) του εδαφίου (4) καλουμένους να παραστούν τάσσεται εύλογη υπό τις περιστάσεις προθεσμία, η οποία σε δικαιολογημένες περιπτώσεις δύναται να παραταθεί.
(6)(α) Σε όλους τους αναφερόμενους στην παράγραφο (α) του εδάφιου (4) παρισταμένους παρέχεται κάθε δυνατή ευκαιρία προς υποβολή γραπτών παρατηρήσεων και τάσσεται προς τούτο εύλογη προθεσμία, η οποία σε δικαιολογημένες περιπτώσεις δύναται να παραταθεί.
(β) Η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη γραπτές παρατηρήσεις οι οποίες υποβλήθηκαν μετά την εκπνοή της ταχθείσας προθεσμίας.
(γ) Οι γραπτές παρατηρήσεις υποβάλλονται σε έντυπη, καθώς και σε ψηφιακή μορφή, η οποία δύναται να τύχει επεξεργασίας.
(7) Οι αναφερόμενοι στο εδάφιο (4) παριστάμενοι, κατά την υποβολή γραπτών παρατηρήσεων, προσδιορίζουν επακριβώς σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41, τυχόν επιχειρηματικά απόρρητα και/ή πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως και/ή δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, αιτιολογώντας την άποψή τους για έκαστο εξ αυτών και κοινοποιούν τόσο στην Επιτροπή όσο και στα εμπλεκόμενα μέρη τις παρατηρήσεις τους, στις οποίες περιλαμβάνεται ουσιώδης συνοπτική περιγραφή κάθε διαγραμμένου αποσπάσματος σε μη εμπιστευτική μορφή ή/και ψευδωνυμοποίηση.
(8) Οι πληροφορίες, τα έγγραφα και τα μέρη των εγγράφων για τα οποία δεν υποβλήθηκε αιτιολογημένη, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδάφιου (7), δήλωση χαρακτηρισμού επιχειρηματικών απορρήτων και/ή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως ή για τα οποία δεν υπεβλήθη ξεχωριστή μη εμπιστευτική εκδοχή δεν θεωρούνται επιχειρηματικά απόρρητα ή πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως, εκτός εάν η Επιτροπή, κατ’ εξαίρεση, χαρακτηρίσει, κατά την κρίση της, τέτοιες πληροφορίες, έγγραφα και/ή μέρη των εγγράφων ως επιχειρηματικά απόρρητα ή πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως.
(9) Σε περίπτωση που επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων ή οποιοδήποτε πρόσωπο προς τα οποία κοινοποιήθηκε η έκθεση αιτιάσεων ή αντίγραφο αυτής παραλείψει και/ή αρνηθεί να υποβάλει οποιεσδήποτε γραπτές παρατηρήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η Επιτροπή δύναται να προχωρήσει στην έκδοση απόφασης για τις κατ’ ισχυρισμό παραβάσεις που περιέχονται στην έκθεση αιτιάσεων.
(10)(α) Οι αναφερόμενοι στην παράγραφο (α) του εδαφίου (4) καλούμενοι να παραστούν έχουν το δικαίωμα, στο πλαίσιο της υποβαλλόμενης από αυτούς γραπτής ανάπτυξης της υπόθεσής τους, να αιτηθούν την ανάπτυξη των επιχειρημάτων τους στο πλαίσιο προφορικής διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής.
(β) Η Επιτροπή δύναται να εγκρίνει ή απορρίψει το πιο πάνω αίτημα και, με απόφασή της, να καθορίσει τη χρονική διάρκεια της ανάπτυξης των επιχειρημάτων των καλουμένων, στο πλαίσιο προφορικής διαδικασίας ενώπιόν της.
19.-(1) Ανεξαρτήτως της εξέτασης των πιθανολογούμενων παραβάσεων των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του Άρθρου 101 ΣΛΕE και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή δύναται να αποφασίζει να κινήσει διαδικασία εξέτασης άλλων παραβάσεων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και προς τούτο κοινοποιεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 64, στο εμπλεκόμενο πρόσωπο τους λόγους επί των οποίων κρίνει ότι πιθανολογείται παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Κατά τις διαδικασίες ενώπιον της Επιτροπής για εξέταση άλλων πιθανολογούμενων παραβάσεων σύμφωνα με το εδάφιο (1), ακολουθούνται κατ’ αναλογία οι διατάξεις των εδαφίων (4) έως (10) του άρθρου 18.
20.-(1) Οι αποφάσεις της Επιτροπής εκδίδονται εντός εύλογου χρόνου, ο καθορισμός του οποίου εξαρτάται από τις εκάστοτε ειδικές συνθήκες.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 40 και 41, οι αιτιολογημένες αποφάσεις της Επιτροπής κοινοποιούνται προς κάθε εμπλεκόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή φορέα και, εξαιρουμένων των τελικών αποφάσεων, που εκδίδονται στη βάση των εδαφίων (5), (6) και (7) του άρθρου 44, δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και στον διαδικτυακό της τόπο.
(3) Η Επιτροπή, τηρουμένων των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου, φροντίζει όπως η δημοσίευση των αποφάσεών της γίνεται χωρίς την αποκάλυψη δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα φυσικών προσώπων, εκτός από τις περιπτώσεις όπου, κατά την κρίση της, θεωρεί ότι η εν λόγω δημοσίευση είναι απολύτως απαραίτητη και ανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.
(4) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), οι αποφάσεις της Επιτροπής αποκτούν ισχύ από την ημέρα που κοινοποιούνται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο:
(5) Οι αποφάσεις της Επιτροπής υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος και η Επιτροπή συμμετέχει ως αντίδικος ενώπιον του δικαστηρίου και απολαύει των ιδίων δικαιωμάτων με τους διαδίκους στις εν λόγω διαδικασίες.