3.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 4 και 5, απαγορεύονται οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της Δημοκρατίας, και ιδίως εκείνες οι οποίες συνίστανται-
(α) στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής·
(β) στον περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής, της διάθεσης, της τεχνολογικής ανάπτυξης ή των επενδύσεων·
(γ) στη γεωγραφική ή άλλη κατανομή των αγορών ή των πηγών προμήθειας·
(δ) στην εφαρμογή άνισων όρων επί ισοδύναμων συναλλαγών έναντι των εμπορικώς συναλλασσόμενων επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα αυτές να περιέρχονται σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό.
(ε) στην εξάρτηση της σύναψης συμφωνιών από την αποδοχή εκ μέρους των αντισυμβαλλόμενων πρόσθετων υποχρεώσεων, οι οποίες, εκ της φύσεώς τους ή σύμφωνα με τις κρατούσες εμπορικές συνήθειες, δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμφωνιών αυτών.
(2) Συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του εδαφίου (1) και δεν πληρούν τις προϋποθέσεις των διατάξεων των άρθρων 4 και 5 καθίστανται άκυρες εξ υπαρχής, χωρίς να είναι αναγκαία η προηγούμενη έκδοση σχετικής απόφασης της Επιτροπής.
4.-(1) Κάθε συμφωνία, απόφαση ή εναρμονισμένη πρακτική η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 3 επιτρέπεται και είναι έγκυρη χωρίς να είναι αναγκαία η προηγούμενη έκδοση σχετικής απόφασης της Επιτροπής, εάν συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Συμβάλλει στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου, εξασφαλίζοντας συγχρόνως στους καταναλωτές δίκαιο μέρος από το όφελος που προκύπτει·
(β) δεν επιβάλλει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις περιορισμούς μη απαραίτητους για την επίτευξη των στόχων αυτών· και
(γ) δεν παρέχει στις επιχειρήσεις αυτές τη δυνατότητα κατάργησης του ανταγωνισμού σε σημαντικό τμήμα των σχετικών προϊόντων.
(2) Το βάρος απόδειξης ότι σύμπραξη είναι επιτρεπτή και έγκυρη δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) βαρύνει την επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων που επικαλείται το εν λόγω εδάφιο.
5.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει, κατόπιν αιτιολογημένης γνώμης της Επιτροπής, Διατάγματα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, με τα οποία οι διατάξεις του άρθρου 3 κηρύσσονται ανεφάρμοστες σε συγκεκριμένες κατηγορίες συμπράξεων.
(2) Στις συμπράξεις για τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος Νόμου και δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού, οι διατάξεις των Κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδίδονται δυνάμει της παραγράφου 3 του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στον βαθμό που δεν υπάρχει αντίθετη διάταξη σε Διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) και, σε τέτοια περίπτωση, οι συμπράξεις τεκμαίρονται επιτρεπτές και έγκυρες δυνάμει του Ευρωπαϊκού Κανονισμού, ο οποίος ρυθμίζει την ίδια κατηγορία συμπράξεων στο πλαίσιο του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού.
(3)(α) Το βάρος απόδειξης ότι σύμπραξη εκπίπτει του πεδίου εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 3, δυνάμει Διατάγματος που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1), βαρύνει την επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων που επικαλείται το εν λόγω Διάταγμα.
(β) Το βάρος απόδειξης ότι κατηγορία συμπράξεων είναι επιτρεπτή και έγκυρη, δυνάμει του Ευρωπαϊκού Κανονισμού που αναφέρεται στις διατάξεις του εδαφίου (2), βαρύνει την επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων που επικαλείται τον εν λόγω Ευρωπαϊκό Κανονισμό.
(4)(α) Η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει ότι σύμπραξη αναφορικά με την οποία γίνεται επίκληση Διατάγματος το οποίο εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) δεν εμπίπτει σε κατηγορία συμπράξεων για την οποία το εν λόγω Διάταγμα κηρύσσει ανεφάρμοστες τις διατάξεις του άρθρου 3:
(β) Η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει ότι σύμπραξη, αναφορικά με την οποία γίνεται επίκληση Ευρωπαϊκού Κανονισμού κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2), δεν εμπίπτει στην κατηγορία συμπράξεων την οποία ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός ρυθμίζει στα πλαίσια του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού:
(5) Διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά σε αυτό.
6.-(1) Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης, που κατέχει ή κατέχουν στο σύνολο ή μέρος της εγχώριας αγοράς ενός προϊόντος, η οποία κατάχρηση δύναται να συνίσταται ιδίως-
(α) στην άμεση ή έμμεση επιβολή αθέμιτων τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων μη θεμιτών όρων συναλλαγής·
(β) στον περιορισμό της παραγωγής ή της διάθεσης ή της τεχνολογικής ανάπτυξης, προς ζημιά των καταναλωτών·
(γ) στην εφαρμογή άνισων όρων επί ισοδύναμων συναλλαγών έναντι των εμπορικώς συναλλασσόμενων επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα αυτές να περιέρχονται σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό·
(δ) στην εξάρτηση της σύναψης συμφωνιών από την αποδοχή εκ μέρους των αντισυμβαλλόμενων πρόσθετων υποχρεώσεων, οι οποίες, εκ της φύσεως τους ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες, δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμφωνιών αυτών.
(2)(α) Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση, από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, της σχέσης οικονομικής εξάρτησης, στην οποία βρίσκεται προς αυτή ή αυτές μία επιχείρηση, η οποία κατέχει θέση πελάτη, προμηθευτή, παραγωγού, αντιπροσώπου, διανομέα ή εμπορικού συνεργάτη τους, ακόμη και ως προς ένα ορισμένο είδος αγαθών ή υπηρεσιών, και δεν διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση.
(β) Η καταχρηστική εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης δύναται να συνίσταται ιδίως στην επιβολή αυθαίρετων όρων συναλλαγής, στην εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης ή στην αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων.
7.-(1) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν εφαρμόζονται-
(α) σε συμφωνίες που αναφέρονται σε μισθούς και όρους απασχόλησης και εργασίας·
(β) σε επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή που έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των διατάξεων αυτών εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί από το Δημόσιο.
(2) Για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), τεκμαίρεται ότι η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής των αναφερόμενων επιχειρήσεων όταν δεν υπάρχει οικονομικός ή τεχνικός τρόπος στη διάθεση αυτών των επιχειρήσεων, ο οποίος να συνάδει με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και να επιτρέπει την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που έχει ανατεθεί σε αυτές τις επιχειρήσεις από το Δημόσιο.
(3) Το βάρος απόδειξης ότι συμφωνίες ή επιχειρήσεις εκπίπτουν του πεδίου εφαρμογής του παρόντος Νόμου, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), βαρύνει τις επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που επικαλούνται το εν λόγω εδάφιο.