36.-(1) Η Επιτροπή έχει την εξουσία να συλλέγει πληροφορίες τις οποίες κρίνει απαραίτητες για την άσκηση των προβλεπόμενων στις διατάξεις του παρόντος Νόμου αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της, καθώς και επ’ ονόματι και για λογαριασμό άλλων Αρχών Ανταγωνισμού, απευθύνουσα σχετικό προς τούτο γραπτό αίτημα, το οποίο είναι αναλογικό, προς επιχειρήσεις, ενώσεις επιχειρήσεων ή άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ή δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς.
(2) Στο αίτημα της Επιτροπής καθορίζονται οι αιτούμενες πληροφορίες, οι θεμελιούσες το αίτημα διατάξεις του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, η αιτιολογία του αιτήματος, η τασσόμενη προς παροχή των πληροφοριών εύλογη προθεσμία που δεν δύναται να είναι μικρότερη των είκοσι (20) ημερών και οι ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την πιο πάνω υποχρέωση της παροχής πληροφοριών.
(3)(α) Το πρόσωπο, η επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, ο δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας προς τους οποίους απευθύνεται το αίτημα, έχει υποχρέωση προς πλήρη και ακριβή παροχή των αιτούμενων πληροφοριών, τα οποία υποβάλλονται σε έντυπη, καθώς και σε ψηφιακή μορφή, η οποία δύναται να τύχει επεξεργασίας, εντός της ταχθείσας προθεσμίας.
(β) Η υποχρέωση παροχής όλων των απαραίτητων πληροφοριών καλύπτει τις πληροφορίες στις οποίες το πρόσωπο, η επιχείρηση ή η ένωση επιχειρήσεων, ο δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας έχει πρόσβαση:
(4)(α) Σε περίπτωση που η απάντηση και/ή οι πληροφορίες που παρέχονται από το πρόσωπο, την επιχείρηση, την ένωση επιχειρήσεων, τον δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα στους οποίους απευθύνεται το αίτημα για παροχή πληροφοριών, είναι ελλιπείς, ασαφείς ή χρήζουν περαιτέρω διευκρινίσεων και/ή διερεύνησης, η Επιτροπή δύναται να προβεί στην υποβολή νέου αιτήματος προς το εν λόγω πρόσωπο, την επιχείρηση, την ένωση επιχειρήσεων, το δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα με σκοπό τη λήψη όλων των απαιτούμενων πληροφοριών και/ή απαραίτητων διευκρινίσεων και/ή επεξηγήσεων.
(β) Στο προβλεπόμενο στην παράγραφο (α) αίτημα καθορίζεται η προθεσμία προς παροχή των εν λόγω πληροφοριών και/ή διευκρινίσεων, η οποία δεν δύναται να είναι μικρότερη των επτά (7) ημερών, καθώς και οι ενδεχόμενες κυρώσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 47, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την πιο πάνω υποχρέωση.
(5) Σε περίπτωση υποβολής αιτήματος δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) ή (4)-
(α) όλα τα μέλη του διοικητικού ή διαχειριστικού συμβουλίου ή της επιτροπής που διαχειρίζεται τις υποθέσεις του νομικού προσώπου,
(β) ο γενικός διευθυντής ή ο διευθυντής ή ο διευθύνων σύμβουλος του νομικού προσώπου, και
(γ) τα πρόσωπα που, βάσει Νόμου ή καταστατικού, είναι επιφορτισμένα με την εκπροσώπηση εταιρειών ή ενώσεων που στερούνται νομικής προσωπικότητας,
έχουν υποχρέωση όπως παρέχουν πλήρως και επακριβώς όλες τις αιτούμενες πληροφορίες για λογαριασμό του εμπλεκόμενου προσώπου, της επιχείρησης ή της ένωσης επιχειρήσεων ή του ιδιωτικού φορέα, εντός της ταχθείσας προθεσμίας:
(6) Δεόντως εξουσιοδοτημένοι δικηγόροι ή εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι δύναται να παρέχουν για λογαριασμό των προβλεπόμενων στο εδάφιο (1) προσώπων όλες τις αιτούμενες πληροφορίες:
(7) Οι πληροφορίες που παρέχονται στην Επιτροπή, κατά την άσκηση της προβλεπόμενης στις διατάξεις του παρόντος άρθρου εξουσίας, δύναται να χρησιμοποιούνται μόνο για το σκοπό για τον οποίο ζητήθηκαν, εξαιρουμένων των περιπτώσεων όπου αυτό επιβάλλεται για την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού.
(8) Τηρουμένου του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η κοινοποίηση πληροφοριών στην Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, δεν θεωρείται ότι παραβιάζει οποιονδήποτε περιορισμό στην κοινοποίηση πληροφοριών που επιβάλλεται δυνάμει σύμβασης ή δυνάμει νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής διάταξης και δεν επισύρει για το πρόσωπο που προβαίνει στην κοινοποίηση οποιαδήποτε νομική ευθύνη σε σχέση με την εν λόγω κοινοποίηση.
(9) Η προβλεπόμενη στο παρόν άρθρο συλλογή πληροφοριών και οι σχετικές εξουσίες ασκούνται από τα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας και/ή από τα άτομα που εργάζονται στην Επιτροπή στη βάση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και/ή με οποιοδήποτε άλλο καθεστώς και/ή από τα άτομα που είναι τοποθετημένα ή αποσπασμένα στην Επιτροπή.
37.-(1) Η Επιτροπή δύναται, κατά την άσκηση των προβλεπόμενων στις διατάξεις του παρόντος Νόμου αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της, αλλά και εξ ονόματος άλλων Αρχών Ανταγωνισμού, να κλητεύσει οποιοδήποτε νομικό ή φυσικό πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων συμπεριλαμβανομένου εκπρόσωπου επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων, εκπροσώπων άλλων νομικών προσώπων ή ιδιωτικό φορέα, καθώς και κάθε φυσικό πρόσωπο, με σκοπό τη λήψη δηλώσεων και πληροφοριών, εφόσον αυτοί ενδέχεται να κατέχουν πληροφορίες σχετικές με την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ.
(2) Οι προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) συνεντεύξεις διενεργούνται από τα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας και/ή εξουσιοδοτημένα μέλη του προσωπικού των Αρχών Ανταγωνισμού.
(3) Οι προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) συνεντεύξεις δύναται να διεξαχθούν με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο και οι δηλώσεις που λαμβάνονται από τα πιο πάνω πρόσωπα δύναται να καταγράφονται σε οποιαδήποτε μορφή, εφόσον αυτά ενημερωθούν για το γεγονός.
(4) Πριν από την έναρξη της συνέντευξης γνωστοποιείται στο πρόσωπο, με το οποίο υπάρχει πρόθεση να διεξαχθεί συνέντευξη, η νομική βάση και ο σκοπός της συνέντευξης, και ενημερώνεται για την καταγραφή της συνέντευξης και για τις ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παροχής ψευδών, ελλιπών, ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών, ή στην περίπτωση άρνησης ή παράλειψης συμμόρφωσης με την κλήτευση ή την παροχή δήλωσης.
(5) Αντίγραφο της καταγεγραμμένης συνέντευξης τίθεται στη διάθεση του προσώπου που την έχει δώσει, για σκοπούς επαλήθευσης των όσων έχουν δηλωθεί και, αφού την υπογράψει, ακολούθως του παραχωρείται αντίγραφο.
(6) Τηρουμένου του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η κοινοποίηση πληροφοριών στην Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, δεν θεωρείται ότι παραβιάζει οποιονδήποτε περιορισμό στην κοινοποίηση πληροφοριών που επιβάλλεται δυνάμει σύμβασης ή δυνάμει νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής διάταξης και δεν επισύρει για το πρόσωπο που προβαίνει στην κοινοποίηση οποιαδήποτε νομική ευθύνη σε σχέση με την εν λόγω κοινοποίηση.
(7) Σε περίπτωση που η Επιτροπή ασκεί τις αρμοδιότητές της δυνάμει του παρόντος άρθρου εξ ονόματος άλλης Αρχής Ανταγωνισμού, δύναται να ζητήσει την καταβολή εύλογων εξόδων, συμπεριλαμβανομένων διοικητικών, εργατικών, και μεταφραστικών εξόδων.
38.-(1) Η Επιτροπή δύναται, κατά την άσκηση των προβλεπόμενων στις διατάξεις του παρόντος Νόμου αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της, αλλά και εξ ονόματος άλλων Αρχών Ανταγωνισμού, να διενεργεί όλους τους αναγκαίους αιφνίδιους ή μη ελέγχους σε επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων, και προς τούτο έχει την εξουσία-
(α) να εισέρχεται σε κάθε γραφείο, χώρο, γήπεδο και μεταφορικό μέσο επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων, εξαιρουμένων των κατοικιών·
(β) να ελέγχει τα αρχεία, τα βιβλία, τους λογαριασμούς, καθώς και άλλα αρχεία που σχετίζονται με την επιχειρηματική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του μέσου αποθήκευσής τους και να έχει πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες στις οποίες οι υπό έλεγχο επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων έχουν πρόσβαση·
(γ) να λαμβάνει ή να αποκτά υπό οποιαδήποτε μορφή αντίγραφο ή απόσπασμα αρχείων, βιβλίων, λογαριασμών και άλλα αρχεία που σχετίζονται με την επιχειρηματική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως της μορφής αποθήκευσής τους και οπουδήποτε και αν αυτά φυλάσσονται, και, σε περίπτωση που κρίνεται σκόπιμο, να συνεχίζει την έρευνα πληροφοριών στους χώρους της Επιτροπής ή σε άλλους καθορισμένους χώρους και να επιλέγει αντίγραφα ή αποσπάσματα αυτών·
(δ) να σφραγίζει οποιονδήποτε επαγγελματικό χώρο και αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς και άλλα έγγραφα κατά την περίοδο και στο βαθμό που απαιτούνται για τον έλεγχο·
(ε) να υποβάλλει σε κάθε εκπρόσωπο ή μέλος του προσωπικού της επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων ερωτήσεις και να ζητεί επεξηγήσεις για τα πραγματικά περιστατικά ή για έγγραφα που σχετίζονται με το αντικείμενο και το σκοπό του ελέγχου και να καταγράφει τις απαντήσεις.
(2)(α) Οι προβλεπόμενοι στο εδάφιο (1) έλεγχοι διενεργούνται και οι σχετικές εξουσίες ασκούνται, κατ’ εντολή της Επιτροπής και κατόπιν γραπτής εξουσιοδότησης, από τα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας και από εξουσιοδοτημένα μέλη του προσωπικού των Αρχών Ανταγωνισμού.
(β) Σε περίπτωση που κριθεί αναγκαίο από την Επιτροπή, οι εν λόγω λειτουργοί συνοδεύονται από άλλους λειτουργούς, ήτοι δημόσιους υπαλλήλους και/ή λειτουργούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα και/ή από πρόσωπα με εξειδικευμένες γνώσεις που δυνατόν να εργάζονται στην Επιτροπή στη βάση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και/ή με οποιοδήποτε άλλο καθεστώς και άτομα που είναι τοποθετημένα ή αποσπασμένα στην Επιτροπή.
(3) Οι αναφερόμενοι στο εδάφιο (1) έλεγχοι διενεργούνται κατόπιν γραπτής εντολής της Επιτροπής που καθορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας, την ημερομηνία έναρξής της, τη διάταξη στην οποία στηρίζεται η εξουσία της Επιτροπής και τις ενδεχόμενες κυρώσεις δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 47, σε περίπτωση άρνησης της επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων να συμμορφωθεί με την εντολή της Επιτροπής.
(4) Οι έλεγχοι διενεργούνται χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση της εμπλεκόμενης επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων, εκτός εάν η Επιτροπή κρίνει ότι η παροχή ειδοποίησης θα υποβοηθήσει στο ερευνητικό έργο.
(5) Η επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων στην οποία διενεργείται ο έλεγχος δύναται να συμβουλευθεί τον δικηγόρο ή νομικό σύμβουλό της κατά τη διάρκεια του ελέγχου, η παρουσία όμως αυτού δεν συνιστά νομική προϋπόθεση για την εγκυρότητα του ελέγχου και/ή υπεράσπιση για τη μη και/ή πλημμελή συμμόρφωση στην εντολή της Επιτροπής.
(6) Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, η Επιτροπή ζητεί τη συνδρομή της Αστυνομίας, προκειμένου να καταστεί δυνατή η διενέργεια του ελέγχου σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ή ως προληπτικό μέτρο.
(7) Κάθε επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων η οποία υπόκειται σε έλεγχο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και κάθε πρόσωπο στο οποίο υποβάλλονται ερωτήσεις ή από το οποίο ζητούνται επεξηγήσεις, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1), έχουν έκαστος υποχρέωση να παρέχουν στον ερευνώντα λειτουργό οποιαδήποτε-
(α) διευκόλυνση,
(β) πληροφορία, και
(γ) δήλωση περί της αλήθειας των πληροφοριών που παρέχει στον ερευνώντα λειτουργό,
ο δε ερευνών λειτουργός δύναται να απαιτεί και να λαμβάνει τέτοια διευκόλυνση, πληροφορία και δήλωση.
(8) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 62, πρόσωπο το οποίο-
(α) αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί με υποχρέωση που του επιβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (7), ή
(β) αποκρύπτει, καταστρέφει ή παραποιεί πληροφορία, αρχείο, βιβλίο, λογαριασμό ή άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, που αποτελεί αντικείμενο έρευνας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ή παρέχει στην Επιτροπή ή σε εξουσιοδοτημένο από αυτήν πρόσωπο ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία, δήλωση, αρχείο, βιβλίο, λογαριασμό ή άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, ή αρνείται ή παραλείπει να παράσχει στην Επιτροπή ή σε εξουσιοδοτημένο από αυτήν πρόσωπο πληροφορία, δήλωση, αρχείο, βιβλίο, λογαριασμό ή άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, που ζητείται κατά την άσκηση των εξουσιών της που προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου,
είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις ογδόντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€85.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(9) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (8)-
(α) αναφορικά με την άρνηση ή παράλειψη συμμόρφωσης με υποχρέωση που επιβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (7), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο, εάν αποδείξει ότι είχε εύλογη αιτία για την εν λόγω άρνηση ή παράλειψη·
(β) αναφορικά με την παροχή ψευδούς, ελλιπούς, ανακριβούς ή παραπλανητικής πληρο-φορίας, δήλωσης, αρχείου, βιβλίου, λογαριασμού ή άλλου εγγράφου επαγγελματικής δραστηριότητας, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο, εάν αποδείξει ότι παρείχε την πληροφορία, τη δήλωση, το αρχείο, το βιβλίο, τον λογαριασμό ή έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν ψευδές, ελλιπές, ανακριβές ή παραπλανητικό.
(10) Τηρουμένου του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η κοινοποίηση πληροφοριών στην Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, δεν θεωρείται ότι παραβιάζει οποιονδήποτε περιορισμό στην κοινοποίηση πληροφοριών που επιβάλλεται δυνάμει σύμβασης ή δυνάμει νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής διάταξης και δεν επισύρει για το πρόσωπο που προβαίνει στην κοινοποίηση οποιαδήποτε νομική ευθύνη σε σχέση με την εν λόγω κοινοποίηση.
(11) Οι πληροφορίες που παρέχονται στην Επιτροπή κατά την άσκηση της προβλεπόμενης στις διατάξεις του παρόντος άρθρου εξουσίας δύναται να χρησιμοποιούνται μόνο για τον σκοπό για τον οποίο ζητήθηκαν, εξαιρουμένων των περιπτώσεων όπου αυτό επιβάλλεται για την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού.
(12) Σε περίπτωση που η Επιτροπή ασκεί τις δυνάμει του παρόντος άρθρου αρμοδιότητές της εξ ονόματος άλλης Αρχής Ανταγωνισμού, δύναται να ζητήσει την καταβολή εύλογων εξόδων, περιλαμβανομένων διοικητικών, εργατικών και μεταφραστικών.
39.-(1) Δεν επιτρέπεται η διενέργεια ελέγχου σε οποιονδήποτε χώρο, γήπεδο και μεταφορικό μέσο άλλο από αυτό που προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 38 ή σε κατοικίες των διευθυντών, διοικητικών στελεχών και λοιπών μελών του προσωπικού των εμπλεκομένων επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, εκτός κατόπιν έκδοσης δεόντως αιτιολογημένου δικαστικού εντάλματος.
(2) Η Επιτροπή κατά την άσκηση της προβλεπόμενης στις διατάξεις του παρόντος άρθρου εξουσίας, αλλά και εξ ονόματος άλλων Αρχών Ανταγωνισμού δύναται να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο για έκδοση εντάλματος, με το οποίο να διατάσσεται η διενέργεια ελέγχου, εφόσον υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι στους αναφερόμενους στο εδάφιο (1) χώρους φυλάσσονται αρχεία, λογαριασμοί, βιβλία, άλλα έγγραφα τα οποία συνδέονται με την επιχειρηματική δραστηριότητα και το αντικείμενο του ελέγχου τα οποία ενδέχεται να είναι σημαντικά για την απόδειξη παράβασης των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ.
(3)(α) Το Δικαστήριο εκδίδει ένταλμα που επιτρέπει στην Επιτροπή να ασκεί, τηρουμένων των αναλογιών, τις εξουσίες που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β), (γ) και (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 38, κατά τη διενέργεια ελέγχου σε κατοικίες και σε οποιονδήποτε άλλο χώρο, γήπεδο και μεταφορικό μέσο.
(β) Το ως άνω ένταλμα εκδίδεται εφόσον το Δικαστήριο ικανοποιείται ότι η αίτηση που υποβάλλεται σύμφωνα με το εδάφιο (2) δικαιολογείται από τα γεγονότα.
(4) Η διαδικασία υποβολής και εκδίκασης της αίτησης διέπεται από διαδικαστικό κανονισμό τον οποίο εκδίδει το Ανώτατο Δικαστήριο και, μέχρι την έκδοση τέτοιου κανονισμού, η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση εξουσιοδοτημένου λειτουργού.
(5) Κάθε ένταλμα έρευνας φέρει την υπογραφή του δικαστή που το εκδίδει, την ημερομηνία και ώρα έκδοσης, καθώς και βεβαίωση του δικαστή ότι έχει εύλογα ικανοποιηθεί για την ανάγκη έκδοσης του εν λόγω εντάλματος.
(6) Οι διατάξεις των εδαφίων (2), (4), (5) και (6) του άρθρου 38 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, και στις περιπτώσεις διενέργειας ελέγχου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
(7) Τηρουμένου του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η γνωστοποίηση πληροφοριών στην Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, δεν θεωρείται ότι παραβιάζει οποιονδήποτε περιορισμό στην κοινοποίηση πληροφοριών που επιβάλλεται δυνάμει σύμβασης ή δυνάμει νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής διάταξης και δεν επισύρει για το πρόσωπο που προβαίνει στην κοινοποίηση οποιαδήποτε νομική ευθύνη σε σχέση με την εν λόγω κοινοποίηση.
(8) Σε περίπτωση που η Επιτροπή ασκεί τις δυνάμει του παρόντος άρθρου αρμοδιότητές της εξ ονόματος άλλης Αρχής Ανταγωνισμού, δύναται να ζητήσει την καταβολή εύλογων εξόδων, περιλαμβανομένων μεταφραστικών, διοικητικών και εργατικών.
40.-(1) Ο Πρόεδρος και τα άλλα μέλη της Επιτροπής, οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας και άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι, άτομα που εργάζονται στην Επιτροπή στη βάση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και/ή με οποιοδήποτε άλλο καθεστώς και άτομα που είναι τοποθετημένα ή αποσπασμένα στην Επιτροπή που λαμβάνουν γνώση, ένεκα της θέσης τους ή κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, επιχειρηματικών απορρήτων και/ή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσης, καθώς και δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, έχουν υποχρέωση προς εχεμύθεια και οφείλουν να μην κοινοποιούν και/ή δημοσιοποιούν αυτές, εκτός κατά την έκταση όπου επιβάλλεται-
(α) για να αποδειχθεί οποιαδήποτε παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕˑ
(β) προς εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου·
(γ) για σκοπούς συμμόρφωσης με απόφαση αρμόδιου Δικαστηρίου.
(2) Την αναφερόμενη στο εδάφιο (1) υποχρέωση προς εχεμύθεια έχει και κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που λαμβάνει γνώση των πληροφοριών αυτών κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου κατά τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο διαδικασίες και κατ’ εφαρμογή του Προγράμματος Επιεικούς Μεταχείρισης.
(3) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του παρόντος άρθρου, εκ προθέσεως παράβαση της προβλεπόμενης σε αυτό υποχρέωσης προς εχεμύθεια συνιστά, προκειμένου περί δημόσιων υπαλλήλων, πειθαρχικό αδίκημα τιμωρούμενο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου.
(4) Καμία διάταξη του παρόντος Νόμου δεν εμποδίζει την κοινοποίηση και/ή δημοσιοποίηση πληροφοριών για σκοπούς εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού και του περί Αγωγών Αποζημίωσης για Παραβάσεις του Δικαίου του Ανταγωνισμού Νόμου, με εξαίρεση τις δηλώσεις επιεικούς μεταχείρισης.
41.-(1) Τα στοιχεία, πληροφορίες και έγγραφα που συλλέγονται ή υποβάλλονται στο πλαίσιο της προκαταρκτικής διερεύνησης καταγγελιών ή αυτεπάγγελτων ερευνών και τα πρακτικά των συνεδριάσεων της Επιτροπής αποτελούν μέρος του φακέλου της υπόθεσης:
(2)(α) Κατά την υποβολή ή συλλογή πληροφοριών, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 36 έως 39 και 44, και την υποβολή γραπτών παραστάσεων δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 18 και 50, πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, ιδιωτικός ή δημόσιος φορέας, προσδιορίζει εντός ταχθείσας προθεσμίας, έγγραφα, δηλώσεις και οποιοδήποτε υλικό θεωρεί ότι περιέχει επιχειρηματικά απόρρητα και/ή πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως αιτιολογώντας την άποψή του για έκαστο εξ αυτών, και παρέχει ξεχωριστή μη εμπιστευτική εκδοχή στην οποία περιλαμβάνεται ουσιώδης συνοπτική περιγραφή κάθε διαγραμμένου αποσπάσματος σε μη εμπιστευτική μορφή.
(β) Για σκοπούς διασφάλισης της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, προσδιορίζονται με σαφήνεια τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία έχουν υποβληθεί σε σχέση με τις εξουσίες και αρμοδιότητες της Επιτροπής δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (α) έως (ιστ) του εδαφίου (2) του άρθρου 26 και κατά τις ενώπιον της Επιτροπής διαδικασίες σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 18 και 19.
(3) Οι πληροφορίες, τα έγγραφα και τα μέρη των εγγράφων για τα οποία δεν υποβλήθηκε αιτιολογημένη δήλωση χαρακτηρισμού επιχειρηματικών απορρήτων και/ή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως ή ξεχωριστή μη εμπιστευτική εκδοχή, δεν θεωρούνται επιχειρηματικά απόρρητα ή πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως, εκτός σε περίπτωση που η Επιτροπή αποφασίσει διαφορετικά.
(4) Σε περίπτωση διαφωνίας με το αίτημα χαρακτηρισμού πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως και/ή επιχειρηματικών απορρήτων, η Υπηρεσία κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου (στ) του άρθρου 23 γνωστοποιεί εγγράφως στον αιτούντα την πρόθεσή της να εισηγηθεί στην Επιτροπή τον μη χαρακτηρισμό των πληροφοριών ως τέτοιες, εκθέτοντας τους σχετικούς λόγους και τάσσει προθεσμία εντός της οποίας ο αιτών δύναται να στείλει εγγράφως τις απόψεις του.
(5) Σε περίπτωση που η αποκάλυψη δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κρίνεται αναγκαία στη βάση των διατάξεων του άρθρου 40, η Υπηρεσία κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου (στ) του άρθρου 23 γνωστοποιεί εγγράφως στον αιτούντα την πρόθεσή της να εισηγηθεί στην Επιτροπή την αποκάλυψη αυτών, εκθέτοντας τους σχετικούς λόγους και τάσσει προθεσμία εντός της οποίας ο αιτών δύναται να στείλει εγγράφως τις απόψεις του.
(6) Με την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής μελέτης των επιχειρηματικών απορρήτων και/ή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως και/ή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, λαμβανομένων υπόψη των απόψεων που τυχόν λήφθηκαν δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4), η Υπηρεσία υποβάλλει στην Επιτροπή σχετική εισηγητική έκθεση.
(7) Με την υποβολή της δυνάμει της προβλεπόμενης στο εδάφιο (6) εισηγητικής έκθεσης, η Επιτροπή αποφασίζει για τον χαρακτηρισμό του εγγράφου ή της πληροφορίας ή/και την ανάγκη για αποκάλυψη δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ενημερώνει σχετικά το πρόσωπο, την επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, τον ιδιωτικό ή δημόσιο φορέα:
(8) Η Επιτροπή ενεργώντας δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ια) του εδαφίου (2) του άρθρου 26, δύναται να εκδίδει ανακοινώσεις αναφορικά με τον χαρακτηρισμό και τη μεταχείριση των επιχειρηματικών απορρήτων και πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως.
(9) Η Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις των στοιχείων ε) και η) της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, δύναται, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας, κατά την άσκηση των εξουσιών και αρμοδιοτήτων της δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (α) έως (ιστ) του εδαφίου (2) του άρθρου 26 και των άρθρων 18 και 19, να περιορίζει, εν όλω ή εν μέρει, την παροχή ενημέρωσης στα υποκείμενα των δεδομένων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12 έως 14, καθώς και της αρχής της διαφάνειας σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, για σκοπούς ιδίως, διασφάλισης των ερευνητικών μέσων και χρησιμοποιούμενων μεθόδων, της συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και/ή τις Αρχές Ανταγωνισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και των άρθρων 11 έως 16 και 22 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 ή των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων υποκειμένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
(10) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (9), η Επιτροπή καταγράφει τους λόγους οποιουδήποτε περιορισμού που εφαρμόζεται, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησης της αναγκαιότητας και αναλογικότητας του περιορισμού:
42.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 62, επιχείρηση και/ή ένωση επιχειρήσεων στην οποία κοινοποιήθηκε έκθεση αιτιάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18 ή κοινοποιήθηκαν οι λόγοι επί των οποίων κρίνεται ότι πιθανολογείται παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19, έχει δικαίωμα πρόσβασης στα μη επιχειρηματικά απόρρητα ή στις πληροφορίες μη εμπιστευτικής φύσεως και έγγραφα που αποτελούν μέρος του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης:
(2) Η Επιτροπή με αιτιολογημένη απόφασή της, μετά από σχετικό αίτημα, δύναται να παρέχει πρόσβαση σε επιχειρηματικά απόρρητα ή πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως, εν όλω ή εν μέρει, εφόσον η πρόσβαση σε αυτά είναι αναγκαία για την άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων στις οποίες κοινοποιήθηκε έκθεση αιτιάσεων και μόνο σε πρόσωπο του οποίου η πρόσβαση στα εν λόγω επιχειρηματικά απόρρητα ή πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως κρίθηκε απολύτως αναγκαία για την άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων στις οποίες κοινοποιήθηκε έκθεση αιτιάσεων.
(3) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων που αφορούν την προστασία επιχειρηματικών απορρήτων και/ή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως, δεν επιτρέπεται στην Επιτροπή να στηρίξει απόφασή της πάνω σε έγγραφο που δεν κοινοποιήθηκε ή υποδείχθηκε, ή στο οποίο δεν δόθηκε πρόσβαση στην επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων εναντίον της οποίας στρέφεται η καταγγελία ή η αυτεπάγγελτη έρευνα.
(4) Κατά τη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, εάν η Επιτροπή προτίθεται να στηρίξει την απόφασή της σε έγγραφο το οποίο δεν κοινοποίησε ή υπέδειξε, ή στο οποίο δεν δόθηκε πρόσβαση στην επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων εναντίον της οποίας στρέφεται η καταγγελία ή η αυτεπάγγελτη έρευνα, έχει υποχρέωση να το κοινοποιήσει προς την εν λόγω επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων και να της δώσει εύλογο χρόνο για να το εξετάσει.
(5) Πληροφορίες και/ή στοιχεία που συντάσσονται, συγκεντρώνονται, ετοιμάζονται-
(α) από φυσικά ή νομικά πρόσωπα για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου,
(β) από την Επιτροπή και/ή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και/ή Αρχή Ανταγωνισμού για σκοπούς της ενώπιον της Επιτροπής διαδικασίας,
δεν δύναται να χρησιμοποιηθούν από την επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων στην οποία έχει δοθεί πρόσβαση σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, σε διαδικασίες ενώπιον των Δικαστηρίων και διαδικασίες ενώπιον άλλων Αρχών Ανταγωνισμού μέχρι να περατωθεί η ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία και εκδοθεί απόφαση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29.
(6) Σε περίπτωση που βάσει των στοιχείων που έχει ενώπιόν της η Επιτροπή δεν προκύπτει εύλογη υποψία για πιθανολογούμενη παράβαση των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή, κατόπιν αιτήματος, και πριν την έκδοση απόφασης, δύναται να χορηγεί σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που υπέβαλαν καταγγελία, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 40 και 41, πρόσβαση στα μη επιχειρηματικά απόρρητα και στις πληροφορίες μη εμπιστευτικής φύσεως του φακέλου της υπόθεσης:
(7) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4) του άρθρου 26 και χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του περί Αγωγών Αποζημίωσης για Παραβάσεις του Δικαίου του Ανταγωνισμού Νόμου, δεν επιτρέπεται σε τρίτα πρόσωπα η πρόσβαση σε πληροφορίες του διοικητικού φάκελου υποθέσεων είτε που εκκρεμούν ενώπιον της Επιτροπής είτε που έχουν ολοκληρωθεί.
(8)(α) Η Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις των στοιχείων ε) και η) της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, δύναται, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας, κατά την άσκηση των εξουσιών και αρμοδιοτήτων της δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (α) έως (ιστ) του εδαφίου (2) του άρθρου 26 και των άρθρων 18 και 19, να περιορίζει, εν όλω ή εν μέρει, το δικαίωμα πρόσβασης, διαγραφής και περιορισμού της επεξεργασίας των υποκειμένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 15, 17 και 18 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, των οποίων τα εν λόγω δεδομένα υποβάλλονται σε επεξεργασία, για σκοπούς ιδίως, διασφάλισης των ερευνητικών μέσων και χρησιμοποιούμενων μεθόδων, της συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και/ή τις Αρχές Ανταγωνισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και των άρθρων 11 έως 16 και 22 Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 ή των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων υποκειμένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
(β) Η Επιτροπή προς τούτο, καταγράφει τους λόγους των περιορισμών και ενημερώνει το οικείο υποκείμενο των δεδομένων, στην απάντησή της στο αίτημα πρόσβασης, διαγραφής ή περιορισμού της επεξεργασίας, για τους εφαρμοζόμενους περιορισμούς και τους ουσιώδεις λόγους αυτών, καθώς και για τη δυνατότητά του να υποβάλει καταγγελία στην Επίτροπο Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ή να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου:
(γ) Οι περιορισμοί εξακολουθούν να ισχύουν για όσο χρονικό διάστημα συντρέχουν οι λόγοι που τους αιτιολογούν, ενώ όταν πάψουν να συντρέχουν οι εν λόγω λόγοι, η Επιτροπή αίρει τους περιορισμούς και ενημερώνει σχετικά το υποκείμενο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
(9) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των διατάξεων του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, οι διαδικασίες που διέπουν τις εργασίες της Επιτροπής καθορίζονται από την ίδια, η οποία δύναται να εκδίδει ανακοινώσεις, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ια) του εδαφίου (2) του άρθρου 26, αναφορικά με την πρόσβαση στον διοικητικό φάκελο.
43.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) και του περί Αγωγών Αποζημίωσης για Παραβάσεις του Δικαίου του Ανταγωνισμού Νόμου, τα επιχειρηματικά απόρρητα και/ή οι πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως στις οποίες έχουν πρόσβαση πρόσωπα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 41 και του εδαφίου (9) του άρθρου 44, δύναται να χρησιμοποιηθούν μόνο για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ, ενώπιον της Επιτροπής.
(2) Τα επιχειρηματικά απόρρητα και/ή οι πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως που συλλέγονται και/ή υποβάλλονται για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος Νόμου, αποτελούν μέρος του διοικητικού φακέλου, ο οποίος υποβάλλεται στο Διοικητικό Δικαστήριο, για σκοπούς έκδοσης απόφασης επί προσφυγής υποβαλλόμενης κατ’ αποφάσεων της Επιτροπής, δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος:
(3) Ο Αρχιπρωτοκολλητής του Δικαστηρίου λαμβάνει όλα τα δέοντα μέτρα για προστασία των επιχειρηματικών απορρήτων και/ή εμπιστευτικής φύσεως πληροφοριών.