16.-(1) Το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία συνιστώσας οντότητας υπολογίζεται πραγματοποιώντας τις αναπροσαρμογές που ορίζονται στα άρθρα 17 έως 20 στο καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία της συνιστώσας οντότητας για το οικονομικό έτος πριν από τυχόν αναπροσαρμογές ενοποίησης για την εξάλειψη ενδοομιλικών συναλλαγών, όπως προσδιορίζεται σύμφωνα με το λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας.
(2) Όταν δεν είναι ευλόγως εφικτός ο προσδιορισμός του καθαρού λογιστικού εισοδήματος ή ζημίας μιας συνιστώσας οντότητας με βάση το αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο ή το εγκεκριμένο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας, το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία της συνιστώσας οντότητας για το οικονομικό έτος δύναται να προσδιορίζεται με τη χρήση άλλου αποδεκτού χρηματοοικονομικού λογιστικού προτύπου ή εγκεκριμένου χρηματοοικονομικού λογιστικού προτύπου, υπό την προϋπόθεση ότι-
(α) οι χρηματοοικονομικοί λογαριασμοί της συνιστώσας οντότητας τηρούνται βάσει αυτού του λογιστικού προτύπου·
(β) οι πληροφορίες που περιέχονται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς είναι αξιόπιστες· και
(γ) οι μόνιμες διαφορές άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ (€1.000.000) που προκύπτουν σε στοιχεία εσόδων ή εξόδων ή συναλλαγές από την εφαρμογή συγκεκριμένης αρχής ή προτύπου, όταν η εν λόγω αρχή ή πρότυπο διαφέρει από το χρηματοοικονομικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας, αναπροσαρμόζονται ώστε να συνάδουν με τη μεταχείριση που απαιτείται για το εν λόγω στοιχείο σύμφωνα με το λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων.
(3) Όταν μια τελική μητρική οντότητα δεν έχει καταρτίσει τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της σύμφωνα με αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του όρου «ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις» του άρθρου 2, οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας αναπροσαρμόζονται, ώστε να αποτρέπεται οποιαδήποτε ουσιώδης στρέβλωση του ανταγωνισμού.
(4) Όταν μια τελική μητρική οντότητα δεν καταρτίζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του όρου «ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις» του άρθρου 2 της τελικής μητρικής οντότητας που αναφέρεται στην παράγραφο (δ) του όρου «ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις» του άρθρου 2 είναι εκείνες που θα είχαν καταρτιστεί εάν η τελική μητρική οντότητα ήταν υποχρεωμένη να καταρτίσει τις εν λόγω ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με εγκεκριμένο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο το οποίο είναι-
(α) αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο· ή
(β) άλλο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο υπό τον όρο ότι οι εν λόγω ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις αναπροσαρμόζονται, ώστε να αποτρέπεται οποιαδήποτε ουσιώδης στρέβλωση του ανταγωνισμού.
(5) Όταν κράτος μέλος ή δικαιοδοσία τρίτης χώρας εφαρμόζει ενδεδειγμένο εγχώριο συμπληρωματικό φόρο, το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία των συνιστωσών οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες στο εν λόγω κράτος μέλος ή δικαιοδοσία τρίτης χώρας δύναται να προσδιορίζεται σύμφωνα με αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο ή εγκεκριμένο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο που διαφέρει από το χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία το οποίο προσδιορίζεται σύμφωνα με εγκεκριμένο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο αναπροσαρμόζεται, ώστε να αποτρέπεται οποιαδήποτε ουσιώδης στρέβλωση του ανταγωνισμού.
(6) Όταν η εφαρμογή συγκεκριμένης αρχής ή διαδικασίας βάσει εγκεκριμένου χρηματο-οικονομικού λογιστικού προτύπου οδηγεί σε ουσιώδη στρέβλωση του ανταγωνισμού, η λογιστική μεταχείριση κάθε στοιχείου ή συναλλαγής που υπόκειται στην εν λόγω αρχή ή διαδικασία αναπροσαρμόζεται ,ώστε να συνάδει με τη μεταχείριση που απαιτείται για το στοιχείο ή τη συναλλαγή βάσει των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς ΔΠΧA ή ΔΠΧΠ όπως εγκρίθηκαν από την Ένωση δυνάμει του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002.
17.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
(α) «καθαρό έξοδο φόρων» σημαίνει το καθαρό ποσό των ακόλουθων στοιχείων:
(i) καλυπτόμενοι φόροι δεδουλευμένοι ως έξοδα και τυχόν τρέχοντες και αναβαλλόμενοι καλυπτόμενοι φόροι που περιλαμβάνονται στα έξοδα φόρου εισοδήματος, περιλαμβανομένων των καλυπτόμενων φόρων εισοδήματος που εξαιρείται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας·
(ii) αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που αποδίδονται σε ζημία για το οικονομικό έτος·
(iii) ενδεδειγμένοι εγχώριοι συμπληρωματικοί φόροι δεδουλευμένοι ως έξοδα·
(iv) φόροι που προκύπτουν σύμφωνα με τους κανόνες του παρόντος Νόμου, της Οδηγίας ή, όσον αφορά δικαιοδοσίες τρίτων χωρών, τους πρότυπους κανόνες του ΟΟΣΑ , δεδουλευμένοι ως έξοδα· και
(v) μη ενδεδειγμένοι επιστρεπτέοι φόροι καταλογισμού δεδουλευμένοι ως έξοδα·
(β) «εξαιρούμενο μέρισμα» σημαίνει το μέρισμα ή άλλη διανομή που εισπράττεται ή οφείλεται σε σχέση με ιδιοκτησιακή συμμετοχή, εκτός από μέρισμα ή άλλη διανομή που εισπράττεται ή οφείλεται σε σχέση με-
(i) ιδιοκτησιακή συμμετοχή:
-που κατέχει ο όμιλος σε οντότητα, η οποία παρέχει δικαιώματα σε ποσοστό λιγότερο του δέκα τοις εκατό (10%) επί των κερδών, του κεφαλαίου ή των αποθεματικών ή δικαιώματα ψήφου, της εν λόγω οντότητας κατά την ημερομηνία της διανομής ή της διάθεσης («συμμετοχή χαρτοφυλακίου»)· και
-που ανήκει στην οικονομική κυριότητα της συνιστώσας οντότητας η οποία λαμβάνει ή αποκτά τα μερίσματα ή άλλες διανομές για διάστημα μικρότερο του ενός έτους κατά την ημερομηνία της διανομής·
(ii) ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε επενδυτική οντότητα που υπόκειται σε επιλογή σύμφωνα με-
(ββ1) το άρθρο 44. Ένα χρηματοοικονομικό μέσο που εκδίδεται από μια συνιστώσα οντότητα και κατέχεται από άλλη συνιστώσα οντότητα στον ίδιο όμιλο ΠΕ ή μεγάλης κλίμακας εγχώριο όμιλο θα πρέπει να χαρακτηρίζεται σαν οφειλή ή ίδιο κεφάλαιο κατά τον ίδιο τρόπο τόσο από τον εκδότη όσο και από τον κάτοχο του χρηματοοικονομικού μέσου και θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ανάλογα στον προσδιορισμό του εισοδήματος ή της ζημίας τους.
(ββ2) Όταν συνιστώσες οντότητες στον ίδιο όμιλο ΠΕ ή μεγάλης κλίμακας εγχώριο όμιλο έχουν χαρακτηρίσει διαφορετικά ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, ο χαρακτηρισμός που υιοθετείται από τον εκδότη του χρηματοπιστωτικού μέσου θα εφαρμόζεται τόσο από τον εκδότη όσο και τον κάτοχο του χρηματοπιστωτικού μέσου και θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ανάλογα στον προσδιορισμό του εισοδήματος ή της ζημίας τους.
(βγ1) Όταν η κίνηση στα αποθεματικά ασφαλιστικής οντότητας αντιστοιχεί οικονομικά με εξαιρούμενο μέρισμα, αφού πρώτα έχει αφαιρεθεί αμοιβή διαχείρισης επενδύσεων, από τίτλο που κατέχει η ασφαλιστική οντότητα για λογαριασμό ασφαλιζόμενων, η κίνηση στα ασφαλιστικά αποθεματικά δεν επιτρέπεται ως έξοδο στον προσδιορισμό του αποδεχτού εισοδήματος ή ζημίας της συνιστώσας οντότητας.
(βγ2) Όταν η κίνηση στα αποθεματικά ασφαλιστικής οντότητας σχετίζεται με εξαιρούμενο μέρισμα, ή ένα εξαιρούμενο κέρδος ή ζημία από τίτλο που κατέχει η ασφαλιστική οντότητα για λογαριασμό ασφαλιζομένου, δεν επιτρέπεται ως έκπτωση στον προσδιορισμό του αποδεχτού εισοδήματος ή ζημίας της συνιστώσας οντότητας.
(γ) «εξαιρούμενο κέρδος ή ζημία ιδίων κεφαλαίων» σημαίνει κέρδος ή ζημία που περιλαμβάνεται στο καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία της συνιστώσας οντότητας, που προκύπτει από-
(i) κέρδη και ζημίες που προκύπτουν από μεταβολές στην εύλογη αξία ιδιοκτησιακής συμμετοχής, εκτός από συμμετοχή χαρτοφυλακίου·
(ii) κέρδη ή ζημίες σε σχέση με ιδιοκτησιακή συμμετοχή που περιλαμβάνεται σύμφωνα με τη λογιστική μέθοδο της καθαρής θέσης· και
(iii) κέρδη και ζημίες από τη διάθεση ιδιοκτησιακής συμμετοχής, εκτός από τη διάθεση συμμετοχής χαρτοφυλακίου·
(δ) «συμπεριλαμβανόμενο κέρδος ή ζημία βάσει της μεθόδου αναπροσαρμογής» σημαίνει καθαρό κέρδος ή ζημία, αυξημένο ή μειωμένο κατά τυχόν συνδεόμενους καλυπτόμενους φόρους για το οικονομικό έτος, που προκύπτει από την εφαρμογή λογιστικής μεθόδου ή πρακτικής βάσει της οποίας, όσον αφορά όλα τα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία-
(i) προσαρμόζεται περιοδικά η λογιστική αξία των εν λόγω ενσώματων περιουσιακών στοιχείων στην εύλογη αξία τους·
(ii) καταγράφονται οι μεταβολές της αξίας στα λοιπά συνολικά έσοδα· και
(iii) δεν αναφέρεται μεταγενέστερα το δεδουλευμένο κέρδος ή ζημία στα λοιπά συνολικά έσοδα μέσω των αποτελεσμάτων·
(ε) «ασύμμετρο συναλλαγματικό κέρδος ή ζημία» σημαίνει το συναλλαγματικό κέρδος ή ζημία οντότητας της οποίας το λογιστικό λειτουργικό νόμισμα και το φορολογικό λειτουργικό νόμισμα διαφέρουν, και που-
(i) περιλαμβάνεται στον υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματος ή της ζημίας μιας συνιστώσας οντότητας και που αποδίδεται σε διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ του λογιστικού λειτουργικού νομίσματος και του φορολογικού λειτουργικού νομίσματος της συνιστώσας οντότητας·
(ii) περιλαμβάνεται στον υπολογισμό του καθαρού λογιστικού εισοδήματος ή ζημίας μιας συνιστώσας οντότητας και που αποδίδεται σε διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ του λογιστικού λειτουργικού νομίσματος και του φορολογικού λειτουργικού νομίσματος της συνιστώσας οντότητας·
(iii) περιλαμβάνεται στον υπολογισμό του καθαρού λογιστικού εισοδήματος ή ζημίας μιας συνιστώσας οντότητας και που αποδίδεται σε διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ τρίτου ξένου νομίσματος και του λογιστικού λειτουργικού νομίσματος της συνιστώσας οντότητας· και
(iv) δύναται να αποδοθεί σε διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ τρίτου ξένου νομίσματος και του φορολογικού λειτουργικού νομίσματος της συνιστώσας οντότητας, ανεξαρτήτως εάν το εν λόγω κέρδος ή ζημία σε τρίτο ξένο νόμισμα περιλαμβάνεται στο φορολογητέο εισόδημα:
(στ) «μη επιτρεπόμενα έξοδα βάσει πολιτικής» σημαίνει-
(i) πραγματοποιηθέντα έξοδα της συνιστώσας οντότητας για παράνομες πληρωμές, μεταξύ άλλων για δωροδοκίες και μίζες· και
(ii) πραγματοποιηθέντα έξοδα της συνιστώσας οντότητας για πρόστιμα και ποινές που ισούνται ή υπερβαίνουν τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή ισοδύναμο ποσό στο λειτουργικό νόμισμα στο οποίο υπολογίζεται το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία της συνιστώσας οντότητας·
(ζ) «σφάλματα προηγούμενης περιόδου και μεταβολές αρχών λογιστικής» σημαίνει τη μεταβολή των ιδίων κεφαλαίων μιας συνιστώσας οντότητας, στις οικονομικές της καταστάσεις οι οποίες ετοιμάστηκαν για σκοπούς ετοιμασίας των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας, στην αρχή ενός οικονομικού έτους, η οποία αποδίδεται σε-
(i) διόρθωση σφάλματος κατά τον προσδιορισμό του καθαρού λογιστικού εισοδήματος ή ζημίας σε προηγούμενο οικονομικό έτος που επηρέασε τα έσοδα ή τα έξοδα που δύναται να περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας κατά το εν λόγω προηγούμενο οικονομικό έτος, εκτός εάν η διόρθωση του σφάλματος είχε ως αποτέλεσμα ουσιώδη μείωση της υποχρέωσης για καλυπτόμενους φόρους σύμφωνα με το άρθρο 26· και
(ii) μεταβολή αρχών λογιστικής ή λογιστικής πολιτικής που επηρέασε τα έσοδα ή τα έξοδα που περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας·
(η) «δεδουλευμένη συνταξιοδοτική δαπάνη» σημαίνει τη διαφορά μεταξύ του ποσού της δαπάνης συνταξιοδοτικής υποχρέωσης που περιλαμβάνεται στο καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία και του ποσού που καταβάλλεται ως εισφορά σε συνταξιοδοτικό ταμείο για το οικονομικό έτος.
(2) Το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία μιας συνιστώσας οντότητας αναπροσαρμόζεται με βάση το ποσό των ακόλουθων στοιχείων για τον προσδιορισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας:
(i) Καθαρά έξοδα φόρων·
(ii) εξαιρούμενα μερίσματα·
(iii) εξαιρούμενα κέρδη ή ζημίες ιδίων κεφαλαίων·
(iv) συμπεριλαμβανόμενα κέρδη ή ζημίες βάσει της μεθόδου αναπροσαρμογής·
(v) κέρδη ή ζημίες από τη διάθεση εξαιρούμενων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 36·
(vi) ασύμμετρα συναλλαγματικά κέρδη ή ζημίες·
(vii) μη επιτρεπόμενα έξοδα βάσει πολιτικής·
(viii) σφάλματα προηγούμενων περιόδων και μεταβολές αρχών λογιστικής·
(viiii) δεδουλευμένες συνταξιοδοτικές δαπάνες·
(x) αποδέσμευσης χρέους όπως αυτή περιγράφεται στο εδάφιο (13)· και
(xi) επιλογή συμπερίληψης κερδών ή ζημιών ιδίων κεφαλαίων, όπως αυτή περιγράφεται στο εδάφιο (6) του άρθρου 22.
(3)(α) Κατόπιν επιλογής από μια υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα, μια συνιστώσα οντότητα δύναται να συμπεριλάβει στον προσδιορισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της για ένα οικονομικό έτος οποιοδήποτε μέρισμα ή άλλη διανομή την οποία έλαβε από μια συνιστώσα οντότητα σε σχέση με συμμετοχή χαρτοφυλακίου βραχυπρόθεσμης διάρκειας.
(β)(i) Κατ’ επιλογή της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, μια συνιστώσα οντότητα δύναται να αντικαταστήσει το επιτρεπόμενο ποσό έκπτωσης για τον υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματός της στον τόπο εγκατάστασής της με το ποσό που δαπανάται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της για κόστος ή δαπάνη της εν λόγω συνιστώσας οντότητας που καταβλήθηκε με αποζημίωση βάσει μετοχών.
(ii) Όταν δεν ασκείται το δικαίωμα επιλογής για τη χρήση των δικαιωμάτων προαίρεσης επί μετοχών, το ποσό του κόστους ή της δαπάνης αποζημίωσης βάσει μετοχών που αφαιρέθηκε από το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία της συνιστώσας οντότητας για τον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας για όλα τα προηγούμενα οικονομικά έτη περιλαμβάνεται στο οικονομικό έτος κατά το οποίο έληξε το δικαίωμα επιλογής.
(iii) Όταν μέρος του ποσού του κόστους ή της δαπάνης αποζημίωσης βάσει μετοχών καταγράφεται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της συνιστώσας οντότητας σε οικονομικά έτη πριν από το οικονομικό έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή, ο υπολογισμός του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της συνιστώσας οντότητας για το εν λόγω οικονομικό έτος περιλαμβάνει ποσό ίσο με τη διαφορά μεταξύ του συνολικού ποσού του κόστους ή της δαπάνης αποζημίωσης βάσει μετοχών που έχει αφαιρεθεί για τον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας κατά τα προηγούμενα οικονομικά έτη και του συνολικού ποσού του κόστους ή της δαπάνης αποζημίωσης βάσει μετοχών που θα είχε αφαιρεθεί για τον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας κατά τα προηγούμενα οικονομικά έτη, εάν η επιλογή είχε πραγματοποιηθεί κατά τα εν λόγω οικονομικά έτη.
(iv) Η επιλογή πραγματοποιείται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 46 και εφαρμόζεται με συνέπεια σε όλες τις συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στην ίδια δικαιοδοσία για το έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή και για όλα τα επόμενα οικονομικά έτη.
(v) Κατά το οικονομικό έτος στη διάρκεια του οποίου ανακαλείται η επιλογή, το ποσό του μη καταβληθέντος κόστους ή της δαπάνης αποζημίωσης βάσει μετοχών που αφαιρέθηκε βάσει της επιλογής και υπερβαίνει τα χρηματοοικονομικά λογιστικά δεδουλευμένα έξοδα περιλαμβάνεται στον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της συνιστώσας οντότητας.
(4)(i) Κάθε συναλλαγή ανάμεσα σε συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες σε διαφορετικές δικαιοδοσίες η οποία δεν καταγράφεται στο ίδιο ποσό στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς και των δύο συνιστωσών οντοτήτων ή δεν είναι σύμφωνη με την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού προσαρμόζεται στον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος η ζημίας των συνιστωσών οντοτήτων, ώστε να είναι στο ίδιο ποσό και να είναι σύμφωνη με την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού.
(ii) Ζημία από πώληση ή άλλη μεταβίβαση περιουσιακού στοιχείου ανάμεσα σε δύο συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στην ίδια δικαιοδοσία, η οποία δεν καταγράφεται σύμφωνα με την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού, προσαρμόζεται με βάση την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού εάν η εν λόγω ζημία περιλαμβάνεται στον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας.
(iii) Για τους σκοπούς των παραγράφων (i) και (ii) ως αρχή του πλήρους ανταγωνισμού νοείται η αρχή σύμφωνα με την οποία οι συναλλαγές μεταξύ συνιστωσών οντοτήτων θα καταγράφονται με βάση τις συνθήκες που θα είχαν επιτευχθεί μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων στο πλαίσιο συγκρίσιμων συναλλαγών και υπό συγκρίσιμες συνθήκες.
(5) Οι ενδεδειγμένες επιστρεπτέες πιστώσεις φόρου όπως αναφέρονται στο άρθρο 2 αντιμετωπίζονται ως εισόδημα για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας μιας συνιστώσας οντότητας, ενώ οι μη ενδεδειγμένες επιστρεπτέες πιστώσεις φόρου δεν αντιμετωπίζονται ως εισόδημα για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας μιας συνιστώσας οντότητας.
(6)(α) Κατ’ επιλογή της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, τα κέρδη και οι ζημίες από περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις που υπόκεινται στη λογιστική της εύλογης αξίας ή της απομείωσης στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις για ένα οικονομικό έτος δύναται να προσδιοριστούν με βάση την αρχή της πραγματοποίησης για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας.
(β) Τα κέρδη ή οι ζημίες που προκύπτουν από την εφαρμογή της λογιστικής της εύλογης αξίας ή της απομείωσης σε σχέση με ένα περιουσιακό στοιχείο ή μια υποχρέωση εξαιρούνται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας μιας συνιστώσας οντότητας σύμφωνα με την παράγραφο (α).
(γ) Η λογιστική αξία ενός περιουσιακού στοιχείου ή μιας υποχρέωσης για τον προσδιορισμό κέρδους ή ζημίας σύμφωνα με την παράγραφο (α) είναι η λογιστική αξία κατά την απόκτηση του περιουσιακού στοιχείου ή την ανάληψη της υποχρέωσης ή κατά την πρώτη ημέρα του οικονομικού έτους κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή, όποια ημερομηνία εκ των δύο είναι μεταγενέστερη.
(δ) Η επιλογή πραγματοποιείται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 46 και εφαρμόζεται σε όλες τις συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στη δικαιοδοσία στην οποία έγινε η επιλογή, εκτός εάν η υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα επιλέξει να περιορίσει την επιλογή στα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία των συνιστωσών οντοτήτων ή σε επενδυτικές οντότητες.
(ε) Κατά το οικονομικό έτος κατά το οποίο ανακαλείται η επιλογή, για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας των συνιστωσών οντοτήτων περιλαμβάνεται, εάν η εύλογη αξία υπερβαίνει τη λογιστική αξία, ή αφαιρείται, εάν η λογιστική αξία υπερβαίνει την εύλογη αξία, ποσό ίσο με τη διαφορά μεταξύ της εύλογης αξίας του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης και της λογιστικής αξίας του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης την πρώτη ημέρα του οικονομικού έτους κατά το οποίο πραγματοποιείται η ανάκληση, η οποία προσδιορίζεται σύμφωνα με την επιλογή.
(7)(α) Κατ’ επιλογή της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία συνιστώσας οντότητας εγκατεστημένης σε μια δικαιοδοσία, το οποίο ή η οποία προκύπτει από τη διάθεση τοπικών ενσώματων περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται στην εν λόγω δικαιοδοσία από την εν λόγω συνιστώσα οντότητα σε τρίτους, που δεν είναι μέλη του ομίλου, για ένα οικονομικό έτος δύναται να αναπροσαρμοστεί όπως ορίζεται στην παρούσα παράγραφο:
(β) Το καθαρό κέρδος που προκύπτει από τη διάθεση τοπικών ενσώματων περιουσιακών στοιχείων, όπως αναφέρεται στην παράγραφο (α), κατά το οικονομικό έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή, συμψηφίζεται με τυχόν καθαρή ζημία συνιστώσας οντότητας εγκατεστημένης στην εν λόγω δικαιοδοσία που προκύπτει από τη διάθεση τοπικών ενσώματων περιουσιακών στοιχείων, όπως αναφέρεται στην παράγραφο (α), κατά το οικονομικό έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή και κατά τα τέσσερα οικονομικά έτη που προηγούνται του εν λόγω οικονομικού έτους («πενταετής περίοδος»). Το καθαρό κέρδος συμψηφίζεται πρώτα με την καθαρή ζημία, εάν υπάρχει, του οικονομικού έτους της πενταετούς περιόδου στη διάρκεια του οποίου προέκυψε πρώτη φορά. Κάθε εναπομείναν ποσό καθαρού κέρδους μεταφέρεται και συμψηφίζεται με τυχόν καθαρές ζημίες που έχουν προκύψει κατά τα επόμενα οικονομικά έτη της πενταετούς περιόδου.
(γ) Κάθε εναπομείναν ποσό καθαρού κέρδους που παραμένει μετά την εφαρμογή της παραγράφου (β), επιμερίζεται ισότιμα στη διάρκεια της πενταετούς περιόδου για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας κάθε συνιστώσας οντότητας εγκατεστημένης στην εν λόγω δικαιοδοσία, η οποία έχει πραγματοποιήσει καθαρό κέρδος από τη διάθεση τοπικών ενσώματων περιουσιακών στοιχείων, όπως αναφέρεται στην παράγραφο (α), κατά το οικονομικό έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή. Το εναπομείναν ποσό καθαρού κέρδους που κατανέμεται σε μια συνιστώσα οντότητα είναι ένα ποσό ανάλογο προς το καθαρό κέρδος της εν λόγω συνιστώσας οντότητας διαιρούμενο με το καθαρό κέρδος όλων των συνιστωσών οντοτήτων.
(δ) Εάν καμία συνιστώσα οντότητα σε μια δικαιοδοσία δεν έχει πραγματοποιήσει καθαρό κέρδος από τη διάθεση τοπικών ενσώματων περιουσιακών στοιχείων, όπως αναφέρεται στην παράγραφο (α), κατά το οικονομικό έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή, το εναπομείναν ποσό του καθαρού κέρδους, όπως αναφέρεται στην παράγραφο (γ), ισοκατανέμεται σε κάθε συνιστώσα οντότητα της εν λόγω δικαιοδοσίας και επιμερίζεται ισότιμα στη διάρκεια της πενταετούς περιόδου για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας καθεμίας από τις εν λόγω συνιστώσες οντότητες.
(ε) Κάθε προσαρμογή δυνάμει της παρούσας παραγράφου για τα οικονομικά έτη που προηγούνται του οικονομικού έτους κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή υπόκειται σε προσαρμογές σύμφωνα με το το εδάφιο (1) του άρθρου 30 και η επιλογή πραγματοποιείται ετησίως σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 46.
(8) Τυχόν έξοδα που σχετίζονται με χρηματοδοτική ρύθμιση με την οποία μία ή περισσότερες συνιστώσες οντότητες παρέχουν πίστωση ή επενδύουν με άλλο τρόπο σε μία ή περισσότερες άλλες συνιστώσες οντότητες του ίδιου ομίλου («ενδοομιλική χρηματοδοτική ρύθμιση») δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας μιας συνιστώσας οντότητας, εάν συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Η συνιστώσα οντότητα είναι εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία χαμηλής φορολογίας ή σε δικαιοδοσία που θα είχε χαμηλή φορολογία εάν το έξοδο δεν είχε πραγματοποιηθεί από τη συνιστώσα οντότητα·
(β) δύναται εύλογα να αναμένεται ότι, κατά την αναμενόμενη διάρκεια της ενδοομιλικής χρηματοδοτικής ρύθμισης, η ενδοομιλική χρηματοδοτική ρύθμιση θα αυξήσει το ποσό των εξόδων που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της εν λόγω συνιστώσας οντότητας, χωρίς αυτό να οδηγήσει σε ανάλογη αύξηση του φορολογητέου εισοδήματος της συνιστώσας οντότητας που παρέχει την πίστωση («η αντισυμβαλλόμενη οντότητα»)·
(γ) η αντισυμβαλλόμενη οντότητα είναι εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία η οποία δεν είναι δικαιοδοσία με χαμηλή φορολογία ή σε δικαιοδοσία η οποία δεν θα ήταν δικαιοδοσία με χαμηλή φορολογία εάν το σχετικό με το έξοδο εισόδημα δεν είχε αποκτηθεί από την αντισυμβαλλόμενη οντότητα.
(9)(α) Μια τελική μητρική οντότητα δύναται να επιλέξει να εφαρμόσει την οικεία ενοποιημένη λογιστική μεταχείριση για να εξαλείψει τα έσοδα, τα έξοδα, τα κέρδη και τις ζημίες από τις συναλλαγές μεταξύ συνιστωσών οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες στην ίδια δικαιοδοσία και περιλαμβάνονται σε όμιλο φορολογικής ενοποίησης για τον σκοπό του υπολογισμού του καθαρού αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας των εν λόγω συνιστωσών οντοτήτων.
(β) Η επιλογή πραγματοποιείται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 46, και κατά το οικονομικό έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται ή ανακαλείται η επιλογή, γίνονται οι κατάλληλες αναπροσαρμογές, ώστε τα στοιχεία του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας να μη λαμβάνονται υπόψη πάνω από μία φορά, ούτε να παραλείπονται ως αποτέλεσμα της εν λόγω επιλογής ή ανάκλησης.
(10) Οι ασφαλιστικές εταιρείες εξαιρούν από τον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας κάθε ποσό που χρεώνεται στους αντισυμβαλλόμενους για φόρους που καταβάλλει η ασφαλιστική εταιρεία σε σχέση με επιστροφές στους αντισυμβαλλόμενους, ενώ περιλαμβάνουν στον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας τυχόν επιστροφές στους αντισυμβαλλόμενους που δεν αντικατοπτρίζονται στο οικείο καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία, στον βαθμό που η αντίστοιχη αύξηση ή μείωση της υποχρέωσης έναντι των αντισυμβαλλόμενων αντικατοπτρίζεται στο οικείο καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία.
(11)(α) Κάθε ποσό που αναγνωρίζεται ως μείωση των ιδίων κεφαλαίων μιας συνιστώσας οντότητας και είναι το αποτέλεσμα διανομών που πραγματοποιούνται ή οφείλονται σε σχέση με ένα μέσο που έχει εκδοθεί από την εν λόγω συνιστώσα οντότητα σύμφωνα με κανονιστικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας («πρόσθετο κεφάλαιο κατηγορίας 1») αντιμετωπίζεται ως έξοδο κατά τον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας.
(β) Κάθε ποσό που αναγνωρίζεται ως αύξηση των ιδίων κεφαλαίων μιας συνιστώσας οντότητας και είναι το αποτέλεσμα διανομών που εισπράχθηκαν ή πρόκειται να εισπραχθούν σε σχέση με πρόσθετο κεφάλαιο κατηγορίας 1 που κατέχεται από τη συνιστώσα οντότητα περιλαμβάνεται στον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας.
(12) Κατόπιν επιλογής της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, τα συναλλαγματικά κέρδη ή ζημίες που περιλαμβάνονται στο καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία μιας συνιστώσας οντότητας θα αντιμετωπίζονται ως εξαιρούμενα κέρδη ή ζημίες ιδίων κεφαλαίων στο βαθμό που-
(α) τέτοια συναλλαγματικά κέρδη ή ζημίες αποδίδονται σε μέσα αντιστάθμισης (hedging instruments) που αντισταθμίζουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο σε ιδιοκτησιακές συμμετοχές εκτός από τις συμμετοχές χαρτοφυλακίου·
(β) τέτοια συναλλαγματικά κέρδη ή ζημίες αναγνωρίζονται ως λοιπά συνολικά έσοδα στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις· και
(γ) το μέσο αντιστάθμισης (hedging instruments) θεωρείται ως μια αποτελεσματική αντιστάθμιση (effective hedge) σύμφωνα με το αποδεκτό ή εγκεκριμένο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων.
(13)(α) Κατόπιν επιλογής της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, αποδέσμευση χρέους που περιλαμβάνεται στο καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία μιας συνιστώσας οντότητας θα αντιμετωπίζεται ως εξαιρούμενο κέρδος ή ζημία ιδίων κεφαλαίων στο βαθμό που-
(i) αναλαμβάνεται στο πλαίσιο νομοθετικά προβλεπόμενης διαδικασίας αφερεγγυότητας ή πτώχευσης, που εποπτεύεται από δικαστήριο ή άλλο δικαστικό όργανο της σχετικής δικαιοδοσίας ή στην περίπτωση όπου διορίζεται ανεξάρτητος διαχειριστής πτώχευσης. Όπου συμβαίνει αυτό, τόσο τα χρέη τρίτων όσο και τα συνδεδεμένα μέρη που αποδεσμεύονται ως μέρος της ίδιας συμφωνίας θα εξαιρούνται από τον υπολογισμό αποδεκτού εισοδήματος η ζημίας·
(ii) προκύπτει βάσει διευθέτησης σύμφωνα με την οποία ένας ή περισσότεροι πιστωτές είναι πρόσωπα που δεν συνδέονται με τον οφειλέτη (δηλαδή χρέος τρίτου) και είναι λογικό να συναχθεί ότι ο οφειλέτης θα ήταν αφερέγγυος εντός δώδεκα (12) μηνών εάν οι εν λόγω οφειλές δεν αποδεσμεύονταν βάσει της προαναφερθείσας διευθέτηση. Όπου συμβαίνει αυτό, τόσο τα χρέη τρίτων όσο και συνδεδεμένων μερών που αποδεσμεύονται ως μέρος της ίδιας διευθέτησης θα εξαιρούνται από τον υπολογισμό αποδεκτού εισοδήματος η ζημίας· ή
(iii) συμβαίνει όταν οι υποχρεώσεις του οφειλέτη υπερβαίνουν την εύλογη αγοραία αξία των περιουσιακών στοιχείων του όπως αυτή προσδιορίστηκε αμέσως πριν από την αποδέσμευση του χρέους. Ένα ποσό θα εξαιρεθεί μόνο σε σχέση με χρέη σε πιστωτή που είναι πρόσωπο που δεν συνδέεται με τον οφειλέτη και μόνο στο μικρότερο από:
-το πλεόνασμα των υποχρεώσεων του οφειλέτη σε σχέση με την εύλογη αγοραία αξία των περιουσιακών του στοιχείων όπως αυτή προσδιορίστηκε αμέσως πριν την αποδέσμευση· ή
-τη μείωση των χαρακτηριστικών του οφειλέτη (debtor’s attributes) σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία η οποία προκύπτει από την απαλλαγή του χρέους. Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις όπου δεν εφαρμόζονται οι παραγράφοι (α) ή (β) του παρόντος εδαφίου.
(β) Η πιο πάνω επιλογή θα πρέπει να γίνεται ξεχωριστά για κάθε αποδέσμευση χρέους η οποία περιλαμβάνεται στο οικονομικό λογιστικό κέρδος ή ζημίας της εν λόγω συνιστώσας οντότητας για το σχετικό οικονομικό έτος.
18.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
(α) «διεθνές ναυτιλιακό εισόδημα» σημαίνει το καθαρό εισόδημα που αποκτά μια συνιστώσα οντότητα από τις ακόλουθες δραστηριότητες, υπό την προϋπόθεση ότι η μεταφορά δεν πραγματοποιείται μέσω εσωτερικών πλωτών οδών εντός της ίδιας δικαιοδοσίας-
(i) μεταφορά επιβατών ή φορτίου με πλοίο στο πλαίσιο διεθνών μεταφορών, ανεξαρτήτως εάν το πλοίο ανήκει, μισθώνεται ή κατ’ άλλο τρόπο βρίσκεται στη διάθεση της συνιστώσας οντότητας·
(ii) μεταφορά επιβατών ή φορτίου με πλοίο στο πλαίσιο διεθνών μεταφορών βάσει συμφωνιών ναύλωσης χώρου·
(iii) χρηματοδοτική μίσθωση πλοίου που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για τη μεταφορά επιβατών ή φορτίου στο πλαίσιο διεθνών μεταφορών βάσει ναύλωσης, πλήρως εξοπλισμένου, στελεχωμένου και εφοδιασμένου·
(iv) χρηματοδοτική μίσθωση πλοίου που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά επιβατών ή φορτίου στο πλαίσιο διεθνών μεταφορών βάσει ναύλωσης γυμνού πλοίου, σε άλλη συνιστώσα οντότητα·
(v) συμμετοχή σε σύμπραξη, κοινή επιχείρηση ή διεθνή εταιρεία εκμετάλλευσης για τη μεταφορά επιβατών ή φορτίου με πλοίο στο πλαίσιο διεθνών μεταφορών· και
(vi) πώληση πλοίου που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά επιβατών ή φορτίου στο πλαίσιο διεθνών μεταφορών, υπό την προϋπόθεση ότι η συνιστώσα οντότητα κατείχε το πλοίο για χρήση για τουλάχιστον ένα έτος·
(β) «εγκεκριμένο παρεπόμενο διεθνές ναυτιλιακό εισόδημα» σημαίνει το καθαρό εισόδημα που αποκομίζει μια συνιστώσα οντότητα από τις ακόλουθες δραστηριότητες, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω δραστηριότητες ασκούνται κυρίως σε σχέση με τη μεταφορά επιβατών ή φορτίου με πλοία στο πλαίσιο διεθνών μεταφορών-
(i) μίσθωση πλοίου, βάσει ναύλωσης γυμνού πλοίου, σε άλλη ναυτιλιακή επιχείρηση που δεν αποτελεί συνιστώσα οντότητα, υπό τον όρο ότι η διάρκεια της ναύλωσης δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη·
(ii) πώληση εισιτηρίων που εκδίδονται από άλλες ναυτιλιακές επιχειρήσεις για το εγχώριο τμήμα διεθνούς πλου·
(iii) χρηματοδοτική μίσθωση και βραχυπρόθεσμη αποθήκευση εμπορευματο-κιβωτίων ή επιβαρύνσεις κράτησης λόγω καθυστερημένης επιστροφής εμπορευματοκιβωτίων·
(iv) παροχή υπηρεσιών σε άλλες ναυτιλιακές επιχειρήσεις από μηχανικούς, προσωπικό συντήρησης, χειριστές φορτίων, προσωπικό τροφοδοσίας και προσωπικό εξυπηρέτησης πελατών· και
(v) εισόδημα από επενδύσεις, όταν η επένδυση που παράγει το εισόδημα πραγματοποιείται ως αναπόσπαστο μέρος της άσκησης της δραστηριότητας εκμετάλλευσης πλοίων στο πλαίσιο διεθνών μεταφορών.
(2) Το διεθνές ναυτιλιακό εισόδημα και το εγκεκριμένο παρεπόμενο διεθνές ναυτιλιακό εισόδημα μιας συνιστώσας οντότητας εξαιρούνται από τον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας, υπό τον όρο ότι η συνιστώσα οντότητα αποδεικνύει ότι η στρατηγική ή εμπορική διαχείριση όλων των σχετικών πλοίων ασκείται πραγματικά από την δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη η συνιστώσα οντότητα.
(3) Όταν ο υπολογισμός του διεθνούς ναυτιλιακού εισοδήματος και του εγκεκριμένου παρεπόμενου διεθνούς ναυτιλιακού εισοδήματος μιας συνιστώσας οντότητας έχει ως αποτέλεσμα ζημία, η εν λόγω ζημία εξαιρείται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της συνιστώσας οντότητας.
(4) Το συνολικό εγκεκριμένο παρεπόμενο διεθνές ναυτιλιακό εισόδημα όλων των συνιστωσών οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες σε μια δικαιοδοσία δεν υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) του διεθνούς ναυτιλιακού εισοδήματος των εν λόγω συνιστωσών οντοτήτων.
(5)(α) Τα έξοδα στα οποία υποβάλλεται μια συνιστώσα οντότητα και τα οποία αποδίδονται άμεσα στις διεθνείς ναυτιλιακές δραστηριότητές της που απαριθμούνται στην παράγραφο (α) του εδαφίου 1 και τις εγκεκριμένες παρεπόμενες διεθνείς ναυτιλιακές δραστηριότητες που απαριθμούνται στην παράγραφο (β) του εδαφίου 1 του παρόντος άρθρου κατανέμονται στις εν λόγω δραστηριότητες με σκοπό τον υπολογισμό του καθαρού διεθνούς ναυτιλιακού εισοδήματος και του καθαρού εγκεκριμένου παρεπόμενου διεθνούς ναυτιλιακού εισοδήματος της συνιστώσας οντότητας.
(β) Τα έξοδα στα οποία υποβάλλεται μια συνιστώσα οντότητα και τα οποία προκύπτουν έμμεσα από τις οικείες διεθνείς ναυτιλιακές δραστηριότητες και εγκεκριμένες παρεπόμενες διεθνείς ναυτιλιακές δραστηριότητες αφαιρούνται από τα έσοδα της συνιστώσας οντότητας από τις εν λόγω δραστηριότητες με σκοπό τον υπολογισμό του διεθνούς ναυτιλιακού εισοδήματος και του εγκεκριμένου παρεπόμενου διεθνούς ναυτιλιακού εισοδήματος της συνιστώσας οντότητας με βάση τα έσοδά της από τις εν λόγω δραστηριότητες κατ’ αναλογία προς τα συνολικά έσοδά της.
(6) Όλα τα άμεσα και έμμεσα έξοδα που αποδίδονται στο διεθνές ναυτιλιακό εισόδημα και στο εγκεκριμένο παρεπόμενο διεθνές ναυτιλιακό εισόδημα μιας συνιστώσας οντότητας σύμφωνα με το εδάφιο (5) αποκλείονται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της.
19.-(1)(α) Όταν μια συνιστώσα οντότητα είναι μόνιμη εγκατάσταση όπως ορίζεται στις παραγράφους (α), (β) ή (γ) του άρθρου 2, το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία της είναι το καθαρό εισόδημα ή ζημία που αποτυπώνεται στους χωριστούς χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της εν λόγω μόνιμης εγκατάστασης.
(β) Όταν μια μόνιμη εγκατάσταση δεν διαθέτει χωριστούς χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς, το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία της είναι το ποσό που θα αποτυπωνόταν στους χωριστούς χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της εάν είχαν καταρτιστεί σε αυτόνομη βάση και σύμφωνα με το λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας.
(2)(α) Όταν μια συνιστώσα οντότητα πληροί τον ορισμό της μόνιμης εγκατάστασης των παραγράφων (α) ή (β) του άρθρου 2, το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία της αναπροσαρμόζεται, ώστε να αντικατοπτρίζει μόνο τα ποσά και τα στοιχεία των εσόδων και εξόδων που αποδίδονται σε αυτήν σύμφωνα με την εφαρμοστέα φορολογική σύμβαση ή το εσωτερικό δίκαιο της δικαιοδοσίας στην οποία είναι εγκατεστημένη, ανεξαρτήτως του ποσού του εισοδήματος που υπόκειται σε φόρο και το ποσό των εκπιπτόντων εξόδων στην εν λόγω δικαιοδοσία.
(β) Όταν μια συνιστώσα οντότητα πληροί τον ορισμό της μόνιμης εγκατάστασης της παραγράφου (γ) του άρθρου 2, το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία της αναπροσαρμόζεται, ώστε να αντικατοπτρίζει μόνο τα ποσά και τα στοιχεία των εσόδων και εξόδων που θα αποδίδονταν σε αυτή σύμφωνα με το άρθρο 7 του υποδείγματος σύμβασης του ΟΟΣΑ για την αποφυγή της διπλής φορολογίας σχετικά με τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου, όπως τροποποιήθηκε.
(3) Όταν μια συνιστώσα οντότητα πληροί τον ορισμό της μόνιμης εγκατάστασης της παραγράφου (δ) του άρθρου 2, το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία της υπολογίζεται με βάση τα ποσά και τα στοιχεία εσόδων που απαλλάσσονται στη δικαιοδοσία όπου είναι εγκατεστημένη η κύρια οντότητα και τα οποία αποδίδονται στις δραστηριότητες που πραγματοποιούνται εκτός της εν λόγω δικαιοδοσίας και τα ποσά και τα στοιχεία εξόδων που δεν εκπίπτουν για φορολογικούς σκοπούς στη δικαιοδοσία όπου είναι εγκατεστημένη η κύρια οντότητα και τα οποία αποδίδονται σε τέτοιου είδους δραστηριότητες.
(4) Το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία μιας μόνιμης εγκατάστασης δεν λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της κύριας οντότητας, με εξαίρεση τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (5).
(5)(α) Η αποδεκτή ζημία μιας μόνιμης εγκατάστασης αντιμετωπίζεται ως έξοδο της κύριας οντότητας για τον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας στον βαθμό που η ζημία της μόνιμης εγκατάστασης αντιμετωπίζεται ως έξοδο κατά τον υπολογισμό του εγχώριου φορολογητέου εισοδήματος της εν λόγω κύριας οντότητας και δεν συμψηφίζεται με στοιχείο του εγχώριου φορολογητέου εισοδήματος που φορολογείται σύμφωνα με τη νομοθεσία τόσο της δικαιοδοσίας της κύριας οντότητας όσο και της δικαιοδοσίας της μόνιμης εγκατάστασης.
(β) Το αποδεκτό εισόδημα που αποκτά στη συνέχεια η μόνιμη εγκατάσταση αντιμετωπίζεται ως αποδεκτό εισόδημα της κύριας οντότητας έως το ποσό της αποδεκτής ζημίας που είχε προηγουμένως αντιμετωπιστεί ως έξοδο της κύριας οντότητας σύμφωνα με την παράγραφο (α).
20.-(1) Το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία μιας συνιστώσας οντότητας που αποτελεί οντότητα μετακύλισης φόρου μειώνεται κατά το ποσό το οποίο κατανέμεται στους ιδιοκτήτες της που δεν αποτελούν οντότητες του ομίλου και οι οποίοι κατέχουν την ιδιοκτησιακή συμμετοχή τους στην εν λόγω οντότητα μετακύλισης φόρου άμεσα ή μέσω μιας αλυσίδας φορολογικά διαφανών οντοτήτων, εκτός εάν-
(α) η οντότητα μετακύλισης φόρου είναι τελική μητρική οντότητα· ή
(β) η οντότητα μετακύλισης φόρου κατέχεται, άμεσα ή μέσω μιας αλυσίδας φορολογικά διαφανών οντοτήτων, από την τελική μητρική οντότητα που αναφέρεται στην παράγραφο (α).
(2) Το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία μιας συνιστώσας οντότητας που είναι οντότητα μετακύλισης φόρου μειώνεται κατά το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία που κατανέμεται σε άλλη συνιστώσα οντότητα.
(3) Όταν μια οντότητα μετακύλισης φόρου ασκεί συνολικά ή εν μέρει δραστηριότητες μέσω μόνιμης εγκατάστασης, το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία της που διατηρείται μετά την εφαρμογή του εδαφίου (1) κατανέμεται στην εν λόγω μόνιμη εγκατάσταση σύμφωνα με το άρθρο 19.
(4) Όταν μια φορολογικά διαφανής οντότητα δεν είναι η τελική μητρική οντότητα, το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία της οντότητας μετακύλισης φόρου που διατηρείται μετά την εφαρμογή των εδαφίων (1) και (3) κατανέμεται στις οικείες συνιστώσες οντότητες-ιδιοκτήτριες σύμφωνα με τις ιδιοκτησιακές τους συμμετοχές, οι οποίες δίνουν δικαίωμα στα κέρδη της οντότητας μετακύλισης φόρου.
(5) Όταν μια οντότητα μετακύλισης φόρου είναι μια φορολογικά διαφανής οντότητα που είναι η τελική μητρική οντότητα ή μια αντίστροφη υβριδική οντότητα, κάθε καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία της οντότητας μετακύλισης φόρου που διατηρείται μετά την εφαρμογή των εδαφίων (1) και (3) κατανέμεται στην τελική μητρική οντότητα ή στην αντίστροφη υβριδική οντότητα.
(6) Τα εδάφια (3), (4) και (5) ισχύουν χωριστά για κάθε ιδιοκτησιακή συμμετοχή στην οντότητα μετακύλισης φόρου.