Η νομοθετική εξουσία της Δημοκρατίας ασκείται υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων εν παντί θέματι, εξαιρέσει των θεμάτων εκείνων, άτινα ρητώς υπάγονται κατά το Σύνταγμα εις τας Κοινοτικάς Συνελεύσεις.
Ο αριθμός των βουλευτών ορίζεται εις πεντήκοντα, δύναται δε να μεταβληθεί δι’ αποφάσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων λαμβανομένης διά πλειοψηφίας αποτελουμένης εκ των δύο τρίτων των υπό της ελληνικής κοινότητος εκλεγέντων βουλευτών και εκ των δύο τρίτων των υπό της τουρκικής κοινότητος εκλεγέντων βουλευτών.
Εκ του κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου προβλεπομένου αριθμού των βουλευτών τα εβδομήκοντα επί τοις εκατόν εκλέγονται υπό της ελληνικής κοινότητος και τα τριάκοντα επί τοις εκατόν υπό της τουρκικής κοινότητος κεχωρισμένως εκ των μελών εκατέρας κοινότητος και εν περιπτώσει εκλογής, εις ην οι υποψήφιοι είναι πλείονες του αριθμού των εδρών, διά καθολικής αμέσου και μυστικής ψηφοφορίας διενεργουμένης κατά την αυτήν ημέραν.
Η αναλογία των βουλευτών η καθοριζομένη εις την παρούσαν παράγραφον είναι ανεξάρτητος στατιστικών δεδομένων.
Τηρουμένων των διατάξεων της δευτέρας παραγράφου του παρόντος άρθρου πας πολίτης της Δημοκρατίας έχων συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας αυτού και έχων τα υπό του εκλογικού νόμου καθοριζόμενα προσόντα διαμονής δικαιούται να εγγραφεί ως εκλογεύς είτε εις τον ελληνικόν είτε εις τον τουρκικόν εκλογικόν κατάλογον. Τα μέλη της ελληνικής κοινότητος όμως θα εγγράφονται μόνον εις τον ελληνικόν εκλογικόν κατάλογον, τα δε μέλη της τουρκικής κοινότητος μόνον εις τον τουρκικόν εκλογικόν κατάλογον.
Ουδείς δικαιούται να εγγραφεί ως εκλογεύς, εφόσον δεν κέκτηται τα υπό του εκλογικού νόμου απαιτούμενα προς εγγραφήν προσόντα.
64. Πας τις δικαούται να υποβάλει υποψηφιότητα βουλευτού, εφόσον κατά τον χρόνον της εκλογής:
(α) είναι πολίτης της Δημοκρατίας,
(β) έχει συμπληρώσει το εικοστόν πρώτον έτος της ηλικίας αυτού,
(γ) δεν έχει καταδικασθεί κατά την ημέραν της ενάρξεως ισχύος του Συντάγματος ή μετ΄ αυτήν δι’ αδίκημα ατιμωτικόν ή ηθικής αισχρότητος ή δεν έχει στερηθεί της εκλογιμότητος κατόπιν αποφάσεως αρμοδίου δικαστηρίου λόγω οιουδήποτε εκλογικού αδικήματος, και
(δ) δεν πάσχει εκ διανοητικής νόσου καθιστώσης αυτό ανίκανον να ασκήσει τα καθήκοντά του ως βουλευτού.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων εκλέγεται διά περίοδον πέντε ετών. Η περίοδος της πρώτης Βουλής των Αντιπροσώπων άρχεται από της ημερομηνίας της ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος.
Η απερχομένη Βουλή των Αντιπροσώπων συνεχίζει μέχρι της κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου ενάρξεως των εργασιών της νέας Βουλής των Αντιπροσώπων.
(1).-Αι γενικαί εκλογαί διά την Βουλήν των Αντιπροσώπων διενεργούνται κατά την δευτέραν Κυριακήν του αμέσως προηγουμένου του καθ’ ον λήγει η περίοδος της απερχομένης Βουλής των Αντιπροσώπων μηνός.
(2).-(1) Αποποιηθείσα ή μη καταληφθείσα ή κενωθείσα βουλευτική έδρα πληρούται καθ' ον τρόπον νόμος ορίζει.
(2) Η υποπαράγραφος (1) εφαρμόζεται αναφορικά με αποποιηθείσα ή μη καταληφθείσα ή κενωθείσα βουλευτική έδρα κατά ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί της Δωδέκατης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου του 2019.
(3).- Εάν η κατά την πρώτην ή δευτέραν παράγραφον του παρόντος άρθρου εκλογή δεν δύναται να διενεργηθεί κατά την καθοριζομένην υπό του Συντάγματος ή συμφώνως τούτω καθορισθείσαν ημερομηνίαν ένεκα εξαιρετικών και απροβλέπτων περιστάσεων, ως σεισμού, πλημμύρας, γενικής επιδημίας και παρομοίων περιστάσεων, διενεργείται την αντίστοιχον ημέραν της επομένης εβδομάδος.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων δύναται να διαλυθεί μόνον δι’ αποφάσεως αυτής λαμβανομένης δι’ απολύτου πλειοψηφίας συμπεριλαμβανούσης τουλάχιστον το εν τρίτον των υπό της τουρκικής κοινότητος εκλεγέντων βουλευτών.
Η απόφασις αύτη, παρά τας διατάξεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου 65 και της πρώτης παραγράφου του άρθρου 66, καθορίζει την ημερομηνίαν διενεργείας των γενικών εκλογών, ήτις δεν δύναται ν’ απέχει ολιγώτερον των τριάκοντα ημερών και περισσότερον των τεσσαράκοντα ημερών από της ημερομηνίας λήψεως της τοιαύτης αποφάσεως, ως και την ημερομηνίαν της πρώτης συνεδριάσεως της νεοεκλεγομένης Βουλής των Αντιπροσώπων, η δε τελευταία αύτη ημερομηνία δεν δύναται ν’ απέχει πλέον των δέκα πέντε ημερών από των γενικών εκλογών. Μέχρι της ημερομηνίας ταύτης η απερχομένη Βουλή των Αντιπροσώπων συνεχίζει.
Παρά τας διατάξεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου 65 η εκλεγομένη συνεπεία διαλύσεως Βουλή των Αντιπροσώπων εκλέγεται διά περίοδον ίσην προς την μη διανυθείσαν περίοδον της διαλυθείσης Βουλής των Αντιπροσώπων. Εν περιπτώσει διαλύσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων εντός του τελευταίου έτους της πενταετούς βουλευτικής περιόδου, αι γενικαί εκλογαί προς ανάδειξιν νέας Βουλής των Αντιπροσώπων διενεργούνται τόσον διά την μη διανυθείσαν περίοδον της διαλυθείσης Βουλής των Αντιπροσώπων, κατά την διάρκειαν της οποίας πάσα σύνοδος της νεοεκλεγομένης Βουλής των Αντιπροσώπων θα θεωρείται έκτακτος σύνοδος, όσον και διά την επομένην πενταετή περίοδον.
Οσάκις η Βουλή των Αντιπροσώπων συνεχίζει μέχρι της ενάρξεως της περιόδου της νεοεκλεγομένης Βουλής των Αντιπροσώπων κατά τας διατάξεις της δευτέρας παραγράφου του άρθρου 65 ή της δευτέρας παραγράφου του άρθρου 67, η απερχομένη Βουλή των Αντιπροσώπων δεν έχει εξουσίαν να ψηφίζει οιουσδήποτε νόμους ή να λαμβάνει οιασδήποτε αποφάσεις επί οιουδήποτε θέματος πλην μόνον εν περιπτώσει επειγουσών και εξαιρετικών απροβλέπτων περιστάσεων, των οποίων δέον να γίνηται ειδική μνεία εν τω σχετικώ νόμω ή αποφάσει.
Ο βουλευτής δίδει προ της αναλήψεως των καθηκόντων αυτού εν τη Βουλή και εις δημοσίαν συνεδρίασιν αυτής την ακόλουθον διαβεβαίωσιν: «Διαβεβαιώ επισήμως πίστιν και σεβασμόν εις το Σύνταγμα και τους συνάδοντας αυτώ νόμους και εις την διατήρησιν της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητος της Δημοκρατίας της Κύπρου».
Η ιδιότης του βουλευτού είναι ασυμβίβαστος προς το αξίωμα του υπουργού ή του μέλους Κοινοτικής Συνελεύσεως ή δημοτικού συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένου και του δημάρχου, ή προς την ιδιότητα του ανήκοντος εις τας ενόπλους δυνάμεις ή τας δυνάμεις ασφαλείας της Δημοκρατίας ή προς οιονδήποτε έτερον δημόσιον ή δημοτικόν αξίωμα ή θέσιν, προκειμένου δε περί βουλευτού εκλεγομένου υπό της τουρκικής κοινότητος και προς το του θρησκευτικού λειτουργού.
Ο όρος «δημόσιον αξίωμα ή θέσις» εν τω παρόντι άρθρω περιλαμβάνει οιονδήποτε αξίωμα ή θέσιν επ’ αμοιβή εν τη υπηρεσία της Δημοκρατίας ή Κοινοτικής Συνελεύσεως, η αμοιβή της οποίας τελεί υπό τον έλεγχον είτε της Δημοκρατίας είτε Κοινοτικής Συνελεύσεως συμπεριλαμβανομένου παντός αξιώματος ή θέσεως εις οιονδήποτε νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου ή οργανισμόν δημοσίας ωφελείας.
71.-(1) Η έδρα βουλευτού κενούται:
(α) διά του θανάτου αυτού,
(β) διά της εγγράφου παραιτήσεως αυτού,
(γ) διά της επελεύσεως οιασδήποτε περιπτώσεως εκ των αναφερομένων εις τας παραγράφους (γ) και (δ) του άρθρου 64 ή διά της απωλείας της ιθαγενείας της Δημοκρατίας, και
(δ) διά της αναλήψεως αξιώματος ή θέσεως εκ των εν άρθρω 70 αναφερομένων.
2. Βουλευτική έδρα θεωρείται αποποιηθείσα ή μη καταληφθείσα σε περίπτωση που εκλεγείς υποψήφιος, προ της ανακηρύξεως αυτού, αποβιώσει ή δεν αποδεχθεί να ασκήσει το δικαίωμα ανακήρυξής του ή, από της ανακηρύξεως αυτού και προ της δυνάμει του άρθρου 69 νενομισμένης διαβεβαίωσης, αποβιώσει ή δεν αποδεχθεί να αναλάβει τα καθήκοντά του.
Ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων είναι έλλην και εκλέγεται υπό των παρά της ελληνικής κοινότητας εκλεγομένων βουλευτών, ο δε Αντιπρόεδρος είναι τούρκος και εκλέγεται υπό των παρά της τουρκικής κοινότητος εκλεγομένων βουλευτών.
Εκάτερος εκλέγεται κατά τα ανωτέρω κεχωρισμένως, εν τη αυτή συνεδριάσει, κατά την έναρξιν και δι’ ολόκληρον την διάρκειαν της περιόδου της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Εν περιπτώσει κενώσεως εκατέρου των εν τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου προβλεπομένων αξιωμάτων, ή εις την παράγραφον ταύτην προβλεπομένη εκλογή προς πλήρωσιν κενωθείσης θέσεων ενεργείται το συντομώτερον και εν ανάγκη εν εκτάκτω συνόδω.
Εν περιπτώσει προσκαίρου απουσίας ή εκκρεμούσης της πληρώσεως του κενωθέντος αξιώματος του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, ως ορίζεται εν τη Δευτέρα παραγράφω του παρόντος άρθρου, τα καθήκοντα αυτών ασκούνται υπό του πρεσβυτέρου βουλευτού της αντιστοίχου κοινότητος, εκτός εάν οι βουλευταί της τοιαύτης κοινότητος αποφασίσωσιν άλλως.
Μετά την εκλογήν του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων εκάτερος τούτων διορίζει αντιστοίχως εκ των βουλευτών δύο Έλληνας και ένα Τούρκον ως γραμματείς της Βουλής των Αντιπροσώπων, και δύο Έλληνας και έναν Τούρκον ως κοσμήτορες της Βουλής των Αντιπροσώπων, οίτινες θα ανήκωσιν αντιστοίχως εις το γραφείο του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Τηρουμένων των επομένων διατάξεων του παρόντος άρθρου, η Βουλή των Αντιπροσώπων ρυθμίζει διά του κανονισμού αυτής παν θέμα της τηρουμένης υπ’ αυτής διαδικασίας και λειτουργίας των υπηρεσιών αυτής.
Κατά την επομένην της εκλογής του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Βουλής συνεδρίασιν καταρτίζεται επιτροπή επιλογής αποτελουμένη εκ του Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων ως Προέδρου, του Αντιπροέδρου αυτής ως αντιπροέδρου και οκτώ ετέρων εκλεγομένων υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων βουλευτών εξ ών εξ εκ των εκλεγέντων υπό της ελληνικής κοινότητος και δύο εκ των εκλεγέντων υπό της τουρκικής κοινότητος.
Η επιτροπή επιλογής καταρτίζει τας μονίμους κοινοβουλευτικάς επιτροπάς ως και οιασδήποτε άλλας προσωρινάς, συνιστωμένας δι’ ωρισμένον σκοπόν ή ειδικάς κοινοβουλευτικάς επιτροπάς και διορίζει βουλευτάς ως μέλη των επιτροπών τούτων. Κατά τον καταρτισμόν και διορισμόν δέον να λαμβάνονται υπ’ όψει αι προτάσεις αι υποβαλλόμεναι υπό της ελληνικής κοινοτικής ομάδος και τους τουρκικής κοινοτικής ομάδος ή υπό των πολιτικών κομματικών ομάδων εν τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Οι διορισμοί εις τας τοιαύτας επιτροπάς υπόκεινται εις τας διατάξεις της αμέσως επομένης παραγράφου.
Η ελληνική και η τουρκική κοινοτική ομάς και αι πολιτικαί κομματικαί ομάδες εν τη Βουλή των Αντιπροσώπων εκπροσωπούνται δεόντως εις εκάστην μόνιμον και πάσαν άλλην προσωρινήν, συνιστωμένην δι’ ωρισμένον σκοπόν ή ειδικήν κοινοβουλευτικήν επιτροπήν. Ο συνολικός αριθμός όμως των μελών των τοιούτων επιτροπών των προερχομένων αντιστοίχως εκ βουλευτών εκλεγομένων υπό της ελληνικής και της τουρκικής κοινότητος δέον να εμφανίζει την αυτήν αναλογίαν, ήτις ισχύει επί της κατανομής των εδρών της Βουλής των Αντιπροσώπων μεταξύ βουλευτών εκλεγομένων αντιστοίχως υπό της ελληνικής και της τουρκικής κοινότητος.
Παν νομοσχέδιον και πάσα πρότασις νόμου εισαγομένη εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων παραπέμπεται το πρώτον προς συζήτησιν ενώπιον της αρμοδίας κοινοβουλευτικής επιτροπής. Ουδέν νομοσχέδιον και ουδεμία πρότασις νόμου εξαιρέσει των χαρακτηριζομένων ως επειγούσης φύσεως συζητείται υπό επιτροπής τινος προ της παρελεύσεως τεσσαράκοντα οκτώ ωρών από της διανομής αυτής εις τους αποτελούντας την επιτροπήν ταύτην βουελυτάς. Εξαιρέσει των χαρακτηριζομένων ως επειγούσης φύσεως, ουδέν νομοσχέδιον και ουδεμία πρότασις νόμου διελθούσα το στάδιον της επιτροπής συζητείται υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων προ της παρελεύσεως τεσσαράκοντα οκτώ ωρών, αφ’ ής διενεμήθη εις τους βουλευτάς ομού μετά της εκθέσεως της κοινοβουλευτικής επιτροπής.
Η ημερησία διάταξις εκάστης συνεδριάσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων, εις ην θα περιλαμβάνηται παν πρόσθετον θέμα προταθέν υπό του Αντιπροέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, καταρτίζεται υπό του Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων και ανακοινούται υπό τούτου εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων. Μετά την ανακοίνωσιν της ημερησίας διατάξεως εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων πας βουλευτής δύναται να προτείνει προσθήκας ή τροπολογίας εις ταύτην, αποφασίζει δε επί των προτάσεων η Βουλή των Αντιπροσώπων.
Ο βουλευτής δεν δύναται να αγορεύσει εις συνεδρίασιν της Βουλής των Αντιπροσώπων εάν δεν εγγραφεί προηγουμένως εις τον οικείον πίνακα ή εάν δεν λάβει παρά του προεδρεύοντος την προς τούτο άδειαν.
Ο τηρήσας την διαγραφομένην διαδικασίαν βουλευτής δικαιούται όπως επί ευλόγως επαρκή χρόνον, λαμβανομένου υπ’ όψει εκάστου θέματος, αγορεύσει και ακουσθεί κατά την εν λόγω συνεδρίασιν.
Αι αγορεύσεις γίνονται κατά την σειράν εγγραφής ή της προφορικής αιτήσεως αδείας των επιθυμούντων να αγορεύσουν, αναλόγως της περιπτώσεως. Εν περιπτώσει όμως υπάρξεως αντιθέτων γνωμών διαδέχεται τον αγορεύσαντα αντιλέγω βουλευτής, εφ’ όσον είναι τούτο δυνατόν. Βουλευταί αγορεύοντες εκ μέρους των κοινοβουλευτικών επιτροπών ή των εν τη Βουλή των Αντιπροσώπων πολιτικών κομματικών ομάδων, δεν υπόκεινται εις τους ανωτέρω κανόνας ως προς την σειράν αγορεύσεων.
Βουλευταί επιθυμούντες να αγορεύσωσιν επί προτάσεων αναφερομένων εις οιονδήποτε θέμα της ημερησίας διατάξεως ή της τηρήσεως του κανονισμού ή επί του τερματισμού της συζητήσεως προηγούνται των επιθυμούντων να αγορεύσωσιν επί του υπό συζήτησιν θέματος, εν τοιαύτη δε περιπτώσει θέλει επιτραπή εις δύο βουλευτάς, ένα υπέρ της προτάσεως και ένα εναντίον της προτάσεως, όπως αγορεύσωσιν έκαστος επί δέκα πέντε λεπτά.
Αι αγορεύσεις εν τη Βουλή των Αντιπροσώπων γίνονται από του βήματος της Βουλής των Αντιπροσώπων και απευθύνονται προς την Βουλήν των Αντιπροσώπων. Αι αγορεύσεις και πάσα ετέρα διαδικασία εν τη Βουλή των Αντιπροσώπων και εις τας συνεδριάσεις των κοινοβουλευτικών επιτροπών μεταφράζονται ταυτοχρόνως εκ της επισήμου γλώσσης εις ην γίνονται, εις την ετέραν επίσημον γλώσσαν.
Απαγορεύονται αι διακοπαί των αγορεύσεων των βουλευτών ή αι προσωπικαί επιθέσεις κατά βουλευτών αι άσχετοι προς το υπό συζήτησιν θέμα εν τη Βουλή των Αντιπροσώπων ως και κατά τας συνεδριάσεις των κοινοβουλευτικών επιτροπών, εκτός εάν άλλως ορισθεί διά του κανονισμού.
Αι ψήφοι εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων καταμετρούνται ενιαίως και καταγράφονται υπό του ενός εκ των ελλήνων και του τούρκου γραμματέως της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Τα πρακτικά των συζητήσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων περιλαμβάνουσιν εξ ολοκλήρου τα καθ’ εκάστην συνεδρίασιν γενόμενα. Τα πρακτικά των συνεδριάσεων των κοινοβουλευτικών επιτροπών τηρούνται συνοπτικώς. Οσάκις υποβληθεί αντίρρησις κατά των πρακτικών συνεδριάσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων, είτε προφορικώς υπό βουλευτού κατά την αμέσως επομένην συνεδρίασιν είτε γραπτώς αποστελλομένη προς τον Πρόεδρον της σχετικής συνεδριάσεως, η Βουλή των Αντιπροσώπων δύναται να αποφασίσει την ανάλογον διόρθωσιν των πρακτικών.
Πολιτικόν κόμμα εκπροσωπούμενον εν τη Βουλή των Αντιπροσώπων δι’ αριθμού βουλευτών τουλάχιστον ίσου προς το δώδεκα επί τοις εκατόν του συνολικού αριθμού των βουλευτών δύναται να σχηματίσει πολιτικήν κομματικήν ομάδα δικαιουμένην αναγνωρίσεως.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων συνέρχεται εις τακτικής σύνοδον άνευ συγκλήσεως την δεκάτην πέμπτην ημέραν από των γενικών εκλογών και εν συνεχεία την αντίστοιχον ημέραν εκάστου έτους.
Η τακτική σύνοδος της Βουλής των Αντιπροσώπων διαρκεί επί τρεις έως εξ μήνας κατ’ έτος, ως θέλει αποφασίσει η Βουλή των Αντιπροσώπων.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων συγκαλείται εις έκτακτον σύνοδον υπό του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων τη αιτήσει δέκα βουλευτών απευθυνομένη προς αμφοτέρους τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Αι συνεδριάσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων είναι δημόσιαι και τα πρακτικά των εν αυτή συζητήσεων δημοσιεύονται.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων δύναται, εάν θεωρήσει τούτο αναγκαίον, να συνέλθει εις μυστικήν συνεδρίασιν κατόπιν αποφάσεως αυτής λαμβανομένης διά πλειοψηφίας των τριών τετάρτων του συνολικού αριθμού των βουλευτών.
Ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων κηρύσσει την έναρξιν και την λήξιν εκάστης συνεδριάσεως.
Ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων κηρύσσων την λήξιν της συνεδριάσεως γνωστοποιεί συγχρόνως την συναινέσει της Βουλής των Αντιπροσώπων οριζομένην ημέραν και ώραν της προσεχούς συνεδριάσεως και ανακοινοί εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων την ημερησίαν διάταξιν της συνεδριάσεως ταύτης, μεθ’ ο εφαρμόζονται αι διατάξεις της έκτης παραγράφου του άρθρου 73.
Η ημερησία διάταξις εκτυπούται και διανέμεται εις τους βουλευτάς τουλάχιστον είκοσι τέσσαρας ώρας προ της συνεδριάσεως, εφ’ όσον όμως αναφέρεται εις θέμα τελούν ήδη υπό συζήτησιν, η διανομή διενεργείται εις οιονδήποτε χρονικόν σημείον προ της συνεδριάσεως.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ευρίσκεται εν απαρτία, εφ’ όσον παρίσταται τουλάχιστον το εν τρίτον του συνολικού αριθμού των βουλευτών.
Συζήτησις αναφερομένη εις οιονδήποτε καθωρισμένον θέμα δύναται να διακοπεί άπαξ επί είκοσι τέσσαρας ώρας τη αιτήσει της πλειοψηφίας των παρόντων κατά την συνεδρίασιν βουλευτών εκατέρας κοινότητος.
Οι νόμοι και αι αποφάσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων ψηφίζονται δι’ απλής πλειοψηφίας των παρόντων και ψηφιζόντων βουλευτών.
Πάσα τροποποίησις του εκλογικού νόμου ως και η ψήφισις νόμου αφορώντος εις τα δημαρχεία και παντός νόμου επιβάλλοντος φόρους ή τέλη απαιτεί χωριστήν απλήν πλειοψηφίαν των υπό της ελληνικής και της τουρκικής κοινότητος αντιστοίχως εκλεγομένων βουλευτών των μετεχόντων της ψηφοφορίας.
Ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δύνανται ν’ απευθύνωνται διά μηνυμάτων προς την Βουλήν των Αντιπροσώπων ή να διαβιβάζωσι προς την Βουλήν των Αντιπροσώπων τα απόψεις αυτών διά των υπουργών.
Οι υπουργοί δύνανται να παρακολουθώσι τας συνεδριάσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων ή οιασδήποτε εκ των κοινοβουλευτικών επιτροπών και να προβαίνωσιν εις δηλώσεις ή να πληροφορώσι την Βουλήν των Αντιπροσώπων ή οιανδήποτε εκ των κοινοβουλευτικών επιτροπών επί παντός θέματος της αρμοδιότητος αυτών.
Το δικαίωμα της υποβολής προτάσεων νόμων ανήκει εις τους βουλευτάς και νομοσχεδίων εις τους υπουργούς.
Ουδεμία πρότασις νόμου συνεπαγομένη αύξησιν των υπό του προϋπολογισμού προβλεπομένων εξόδων δύναται να υποβληθεί υπό βουλευτού.
Ο προϋπολογισμός κατατίθεται εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων το αργότερον τρεις μήνας προ της υπό του νόμου καθοριζομένης ημερομηνίας ενάρξεως του οικονομικού έτους και ψηφίζεται υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων προ της ημερομηνίας ενάρξεως του οικονομικού έτους.
Εντός τριών μηνών από της λήξεως του οικονομικού έτους κατατίθεται εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων προς έγκρισιν ο τελικός απολογισμός.
Οι νόμοι και αι αποφάσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων τίθενται εν ισχύ από της δημοσιεύσεως αυτών εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας, εκτός εάν ορίζηται διάφορος ημερομηνία εν τω δημοσιευομένω νόμω ή αποφάσει.
83. Οι βουλευταί δεν υπόκεινται εις ποινικήν δίωξιν και δεν ευθύνονται αστικώς ένεκεν οιασδήποτε εκφρασθείσης γνώμης ή ψήφου δοθείσης υπ’ αυτών εν τη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Ο βουλευτής δεν δύναται άνευ αδείας του Ανωτάτου Δικαστηρίου να διωχθεί, συλληφθεί ή φυλακισθεί εφόσον χρόνον εξακολουθεί να είναι βουλευτής.
Τοιαύτη άδεια δεν απαιτείται επί αδικήματος επισύροντος ποινήν φυλακίσεως πέντε ετών και άνω, εφόσον ο αδικοπραγήσας κατελήφθη επ’ αυτοφώρω. Εις την περίπτωσιν ταύτην το Ανώτατον Δικαστήριον ειδοποιούμενον παρευθύς υπό της αρμοδίας Αρχής αποφασίζει επί της παροχής ή μη της αδείας συνεχίσεως της διώξεως ή της κρατήσεως, εφ’ όσον χρόνον ο αδικοπραγήσας εξακολουθεί να είναι βουλευτής.
Εάν το Ανώτατον Δικαστήριον αρνηθεί να παράσχει την άδειαν προς δίωξιν του βουλευτού, ο χρόνος καθ’ ον ο βουλευτής δεν δύναται να διωχθεί δεν συνυπολογίζεται εις τον χρόνον παραγραφής του περί ού πρόκειται αδικήματος.
Εάν το Ανώτατον Δικαστήριον αρνηθεί να παράσχει την άδειαν προς εκτέλεσιν αποφάσεως φυλακίσεως επιβληθείσης εις βουλευτήν υπό αρμοδίου δικαστηρίου, η εκτέλεσις της αποφάσεως ταύτης αναβάλλεται, μέχρις ού ο καταδικασθείς παύσει να είναι βουλευτής.
Οι βουλευταί λαμβάνουσιν εκ του δημοσίου ταμείου αποζημίωσιν οριζομένην διά νόμου.
Οιαδήποτε αύξησις της αποζημιώσεως ταύτης δεν δύναται να τεθεί εν ισχύ κατά την διάρκειαν της περιόδου της Βουλής των Αντιπροσώπων, καθ’ ην απεφασίσθη η τοιαύτη αύξησις.