1. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο Αρχηγός της Πολιτείας και προηγείται πάντων εν τη Δημοκρατία.
Ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο Υπαρχηγός της Πολιτείας και προηγείται πάντων εν τη Δημοκρατία επόμενος τω Προέδρω της Δημοκρατίας.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναπληρούται ή αντικαθίσταται εν τη ασκήσει του λειτουργήματος αυτού εν περιπτώσει προσωρινής απουσίας ή προσωρινού κωλύματος, ως εν τη δευτέρα παραγράφω του παρόντος άρθρου ορίζεται.
2. Εν περιπτώσει προσωρινής απουσίας ή προσωρινού κωλύματος του Προέδρου της Δημοκρατίας ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, και εφ’ όσον χρόνον διαρκούσι ταύτα, ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Βουλής και, εν περιπτώσει απουσίας αυτών ή εκκρεμούσης της πληρώσεως οιουδήποτε των αξιωμάτων τούτων, οι αναπληρούντες τούτους αντιστοίχως συμφώνως τω άρθρω 72 βουλευταί ασκούσιν αντιστοίχως το λειτούργημα του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ως Αρχηγός της Πολιτείας:
(α) αντιπροσωπεύει την Δημοκρατίαν εις πάσας τας επισήμους αυτής εκδηλώσεις,
(β) υπογράφει τα διαπιστευτήρια διπλωματικών απεσταλμένων διοριζομένων συμφώνως τω άρθρω 54 και δέχεται τα διαπιστευτήρια των παρ’ αυτώ διαπεπιστευμένων ξένων διπλωματικών απεσταλμένων,
(γ) υπογράφει-
(αα) τα διαπιστευτήρια των αντιπροσώπων των διοριζομένων συμφώνως τω άρθρω 54 προς διαπραγμάτευσιν διεθνών συνθηκών, συμβάσεων ή άλλων συμφωνιών ή προς υπογραφήν οιωνδήποτε τοιούτων συνθηκών, συμβάσεων ή συμφωνιών, δι’ ας διεξήχθησαν διαπραγματεύσεις ως ορίζεται εν τω Συντάγματι,
(ββ) την πράξιν την αφορώσαν εις κατάθεσιν των οργάνων επικυρώσεως οιωνδήποτε διεθνών συνθηκών, συμβάσεων ή συμφωνιών κυρωθεισών ή εγκριθεισών ως ορίζεται εν τω Συντάγματι,
(δ) απονέμει τας τιμητικάς διακρίσεις και τα κεκανονισμένα παράσημα της Δημοκρατίας.
1. Ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας ως Υπαρχηγός της Πολιτείας έχει το δικαίωμα να:
(α) παρίσταται εις πάσας τας επισήμους εκδηλώσεις,
(β) παρίσταται κατά την υποβολήν των διαπιστευτηρίων των ξένων διπλωματικών απεσταλμένων,
(γ) εισηγείται εις τον Πρόεδρον της Δημοκρατίας την απονομήν τιμητικών διακρίσεων ή κεκανονισμένων παρασήμων της Δημοκρατίας εις μέλη της τουρκικής κοινότητος, του Προέδρου υποχρεουμένου να αποδεχθή την εισήγησιν, εκτός εάν υφίστανται σοβαροί λόγοι μη αποδοχής αυτής. Αι κατά την παρούσαν διάταξιν απονεμόμεναι τιμητικαί διακρίσεις και παράσημα παραδίδονται εις τον τιμηθέντα υπό του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, εάν ούτος επιθυμή τούτο.
2. Ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας ειδοποιείται εγγράφως και εγκαίρως προκειμένου περί των εν εδαφίοις (α) και (β) της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου επισήμων εκδηλώσεων ή τελετών.
1. Η εκλογή του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας είναι άμεσος διά καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας και, πλην της περιπτώσεως αναπληρωματικής εκλογής, διεξάγεται την αυτήν ημέραν, αλλά κεχωρισμένως. Εν εκατέρα περιπτώσει όμως εάν εμφανισθή μόνον εις υποψήφιος, ούτος ανακηρύσσεται ως εκλεγείς.
2. Ο υποψήφιος ο λαμβάνων υπέρ τα πεντήκοντα επί τοις εκατόν των δοθεισών εγκύρων ψήφων εκλέγεται. Εάν μηδείς των υποψηφίων λάβη τον απαιτούμενον αριθμόν ψήφων, η εκλογή επαναλαμβάνεται κατά την αντίστοιχον ημέραν της αμέσως επομένης εβδομάδος μεταξύ των δύο υποψηφίων των λαβόντων τον μεγαλύτερον αριθμόν των δοθεισών εγκύρων ψήφων και ο υποψήφιος ο λαμβάνων κατά την επαναληπτικήν ταύτην εκλογήν τον μέγιστον αριθμόν των δοθεισών εγκύρων ψήφων θεωρείται ως εκλεγείς.
3. Εάν η εκλογή δεν δύναται να διεξαχθή λόγω εκτάκτων και απροβλέπτων συνθηκών, οίον σεισμού, πλημμυρών, γενικής επιδημίας και παρομοίων αιτίων κατά την συμφώνως τω Συντάγματι οριζομένην ημέραν, η εκλογή διενεργείται την αντίστοιχον ημέραν της αμέσως επομένης εβδομάδος.
40. Πας τις δικαιούται να θέση υποψηφιότητα προς εκλογήν αυτού ως Προέδρου ή ως Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, εφ’ όσον κατά τον χρόνον της εκλογής:
(α) είναι πολίτης της Δημοκρατίας,
(β) συνεπλήρωσε το τριακοστόν πέμπτον έτος της ηλικίας αυτού,
(γ) δεν έχει καταδικασθή κατά την ημέραν της ενάρξεως ισχύος του Συντάγματος ή μετ’ αυτήν δι’ αδίκημα ατιμωτικόν ή ηθικής αισχρότητος ή δεν έχει στερηθή της εκλογιμότητος κατόπιν αποφάσεως αρμοδίου δικαστηρίου ένεκα οιουδήποτε εκλογικού αδικήματος,
(δ) δεν πάσχη εκ διανοητικής νόσου καθιστώσης τούτον ανίκανον να ασκήση τα καθήκοντα του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, και
(ε) δεν έχει υπηρετήσει συνεχόμενα στο αξίωμα του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας τις αμέσως δύο προηγούμενες θητείες.
1. Το λειτούργημα του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας είναι ασυμβίβαστον προς το αξίωμα του υπουργού ή του βουλευτού ή του μέλους Κοινοτικής Συνελεύσεως ή δημοτικού συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένου του δημάρχου, ή προς την ιδιότητα του ανήκοντος εις τας ενόπλους δυνάμεις ή τας δυνάμεις ασφαλείας της Δημοκρατίας ή προς έτερον δημόσιον ή δημοτικόν αξίωμα ή θέσιν.
Ο όρος «δημόσιον αξίωμα ή θέσις» εν τω παρόντι άρθρω περιλαμβάνει οιονδήποτε αξίωμα ή θέσιν επ’ αμοιβή εν τη δημοσία υπηρεσία της Δημοκρατίας ή Κοινοτικής Συνελεύσεως, η αμοιβή του οποίου ελέγχεται είτε υπό της Δημοκρατίας, είτε υπό Κοινοτικής Συνελεύσεως και περιλαμβάνει παν αξίωμα ή θέσιν επ’ αμοιβή εις οιονδήποτε νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου ή οργανισμόν κοινής ωφελείας.
2. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας κατά την διάρκειαν της θητείας αυτών δεν δύνανται να επιδίδωνται είτε αμέσως είτε εμμέσως δι’ ίδιον λογαριασμόν ή διά λογαριασμόν οιουδήποτε ετέρου προσώπου εις οιονδήποτε επί κέρδει ή μη εργασίαν ή ν’ ασκώσιν οιονδήποτε επάγγελμα.
1. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας εγκαθίστανται υπό της Βουλής, ενώπιον της οποίας δίδουσι την κάτωθι διαβεβαίωσιν: «Διαβεβαιώ επισήμως πίστιν και σεβασμόν εις το Σύνταγμα και τους συνάδοντας αυτώ νόμους και εις την διατήρησιν της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητος της Δημοκρατίας της Κύπρου».
2. Προς τον σκοπόν τούτον η Βουλή θα συνεδριάζη κατά την ημέραν, καθ’ ην λήγει η πενταετής θητεία του απερχομένου Προέδρου και Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, εν περιπτώσει δε αναπληρωματικής εκλογής συμφώνως τη τετάρτη παραγράφω του άρθρου 44 κατά την τρίτην ημέραν από της ημερομηνίας της τοιαύτης εκλογής.
1. Η θητεία του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας είναι πενταετής αρχομένη από της ημέρας της εγκαταστάσεως αυτών και διαρκεί μέχρι της εγκαταστάσεως του νέου Προέδρου και Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.
2. Η θητεία του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας του εκλεγομένου δι’ αναπληρωματικής εκλογής, συμφώνως τη τετάρτη παραγράφω του άρθρου 44, είναι ίση προς την μη εκπνεύσασαν περίοδον της θητείας του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας αναλόγως της περιπτώσεως, το λειτούργημα του οποίου εξελέγη να καταλάβη.
3. Η εκλογή νέου Προέδρου και Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας διεξάγεται προ της εκπνοής της πενταετούς περιόδου της θητείας των απερχομένων Προέδρου και Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας ούτως, ώστε να καθίσταται δυνατή η εγκατάστασις του νέου Προέδρου και Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας κατά την ημέραν, καθ’ ην η περίοδος αύτη λήγει.
1. Το λειτούργημα του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας παραμένει άνευ φορέως:
(α) διά του θανάτου αυτού,
(β) διά της εγγράφου παραιτήσεως αυτού απευθυνομένης προς την Βουλήν μέσω του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Βουλής και αφ’ ης ληφθή αντιστοίχως παρ’ αυτών,
(γ) λόγω καταδίκης αυτού επί εσχάτη προδοσία ή επί οιωδήποτε άλλω αδικήματι ατιμωτικώ ή ηθικής αισχρότητος,
(δ) λόγω διαρκούς σωματικής ή διανοητικής ανικανότητος ή λόγω απουσίας μη προσωρινής καθιστώσης αδύνατον την ενεργόν εκπλήρωσιν των καθηκόντων αυτού.
2. Εις πάσας τας ανωτέρω περιπτώσεις και μέχρι της εγκαταστάσεως του κατά την τετάρτην παράγραφον του παρόντος άρθρου εκλεγησομένου Προέδρου ή Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων αντιστοίχως ασκούσι τα καθήκοντα του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας αντιστοίχως.
3. Το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον αποφασίζει επί παντός ζητήματος γεννωμένου εν σχέσει προς το εδάφιον (δ) της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, επί τη αιτήσει του γενικού εισαγγελέως και του βοηθού γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας κατόπιν ψηφίσματος των βουλευτών των ανηκόντων αντιστοίχως εις την κοινότητα του Προέδρου ή του αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, εγκρινομένου δι’ απλής πλειοψηφίας ουδέν όμως τοιούτον ψήφισμα δύναται να εγκριθή και ουδέν σχετικόν θέμα περιλαμβάνεται εις την ημερησίαν διάταξιν ή συζητείται υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων, εάν η πρότασις τοιούτου ψηφίσματος δεν υπογραφή τουλάχιστον υπό του ενός πέμπτου του όλου αριθμού των ανηκόντων εις εκατέραν κοινότητα βουλευτών.
4. Ο νέος Πρόεδρος ή Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται δι’ αναπληρωματικής εκλογής διενεργουμένης εντός προθεσμίας μη υπερβαινούσης τας τεσσαράκοντα πέντε ημέρας, αφ’ ης επήλθεν οιονδήποτε των εν τη πρώτη παραγράφω αναφερομένων γεγονότων.
1. Ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δεν υπόκειται εις οιανδήποτε ποινικήν δίωξιν διαρκούσης της θητείας αυτού, ειμή μόνον ως εν τω παρόντι άρθρω ορίζεται.
2. Ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δύναται να διωχθή επί εσχάτη προδοσία. Την κατηγορίαν εισάγουσιν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο γενικός εισαγγελεύς και ο βοηθός γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας, κατόπιν ψηφίσματος της Βουλής των Αντιπροσώπων εγκρινομένου διά μυστικής ψηφοφορίας και πλειοψηφίας τουλάχιστον των τριών τετάρτων του όλου αριθμού των βουλευτών ουδέν όμως τοιούτον ψήφισμα δύναται να εγκριθή και ουδέν σχετικόν θέμα περιλαμβάνεται εις την ημερησίαν διάταξιν ή συζητείται υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων, εάν η πρότασις τοιούτου ψηφίσματος δεν υπογραφή τουλάχιστον υπό του ενός πέμπτου του όλου αριθμού των βουλευτών.
3. Ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δύναται να διωχθή ποινικώς δι’ οιονδήποτε αδίκημα ατιμωτικόν ή ηθικής αισχρότητος κατόπιν αδείας του προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Την κατηγορίαν εισάγουσιν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο γενικός εισαγγελεύς και ο βοηθός γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας.
4. (1) Ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας από της ποινικής αυτού διώξεως κατ’ εφαρμογήν της δευτέρας ή της τρίτης παραγράφου του παρόντος άρθρου απέχει της ασκήσεως των καθηκόντων αυτού εφαρμοζομένων εν τοιαύτη περιπτώσει των διατάξεων της δευτέρας παραγράφου του άρθρου 36.
(2) Ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δικάζεται επί οιαδήποτε τοιαύτη ποινική διώξει υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί τη καταδίκη του εκπίπτει του λειτουργήματος αυτού, επί δε τη αθωώσει του αναλαμβάνει εκ νέου την άσκησιν των καθηκόντων αυτού.
5. Τηρουμένων των διατάξεων της δευτέρας και της τρίτης παραγράφου του παρόντος άρθρου ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δεν διώκεται δι’ οιονδήποτε αδίκημα τελεσθέν υπ’ αυτού εν τη ασκήσει του λειτουργήματός του, πλην όμως δύναται να διωχθή μετά την λήξιν της θητείας αυτού δι’ οιονδήποτε έτερον αδίκημα τελεσθέν κατά την διάρκειαν αυτής.
6. Ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δεν δύναται να εναχθή δι’ οιανδήποτε πράξιν ή παράλειψιν αυτού εν τη εκτελέσει του λειτουργήματός του ουδέν όμως των εν τη παρούση παραγράφω οριζομένων δύναται να ερμηνευθή ως αποστερούν καθ’ οιονδήποτε τρόπον οιονδήποτε πρόσωπον του δικαιώματος εναγωγής της Δημοκρατίας, ως ο νόμος προβλέπει.
Η εκτελεστική εξουσία διασφαλίζεται υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.
Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας προς τον σκοπόν της διασφαλίσεως της εκτελεστικής εξουσίας έχουσιν Υπουργικόν Συμβούλιον αποτελούμενον εξ επτά ελλήνων υπουργών και εκ τριών τούρκων υπουργών. Οι υπουργοί υποδεικνύονται αντιστοίχως υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, οίτινες διορίζουσι τούτους διά πράξεως υπογραφομένης υπό αμφοτέρων. Οι υπουργοί δύνανται να επιλέγωνται και εκτός της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Εν εκ των κάτωθι υπουργείων, ήτοι το υπουργείον των εξωτερικών, το υπουργείον αμύνης ή το υπουργείον των οικονομικών ανατίθεται εις τούρκον υπουργόν. Εάν ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας συμφωνώσι, δύνανται ν’ αντικαταστήσωσι το σύστημα τούτο διά συστήματος εναλλαγής εκ περιτροπής.
Το Υπουργικόν Συμβούλιον ασκεί εκτελεστικήν εξουσίαν κατά τα εν άρθρω 54 οριζόμενα.
Αι αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου λαμβάνονται δι’ απολύτου πλειοψηφίας και εκτός εάν ήθελεν ασκηθή υπό του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας ή υπό αμφοτέρων συμφώνως τω άρθρω 57 το δικαίωμα της οριστικής αρνησικυρίας ή της αναπομπής, εκδίδονται πάραυτα υπό αυτών Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας διά δημοσιεύσεως εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας συμφώνως ταις διατάξεσι του άρθρου 57.
47. Η εκτελεστική εξουσία η ασκουμένη από κοινού υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας περιορίζεται εις τα κάτωθι θέματα, ήτοι:
(α) τον καθορισμόν του σχεδίου και του χρώματος της σημαίας της Δημοκρατίας, ως εν άρθρω 4 ορίζεται,
(β) την ίδρυσιν των τιμητικών διακρίσεων και τον καθορισμόν παρασήμων της Δημοκρατίας,
(γ) τον διορισμόν των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου διά πράξεως υπογραφομένης υπό αμφοτέρων, ως εν άρθρω 46 ορίζεται,
(δ) την έκδοσιν των αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου διά δημοσιεύσεως εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας, ως εν άρθρω 57 ορίζεται,
(ε) την έκδοσιν παντός νόμου ή αποφάσεως της Βουλής διά δημοσιεύσεως εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας, ως εν άρθρω 52 ορίζεται,
(στ) τους διορισμούς τους προβλεπομένους εν άρθροις 112, 115, 118, 124, 126, 131, 133, 153 και 184 και τας παύσεις των διοριζομένων συμφώνως τω άρθρω 131,
(ζ) την καθιέρωσιν υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, ως εν άρθρω 129 ορίζεται,
(η) τη μείωσιν ή αύξησιν των δυνάμεων ασφαλείας, ως εν άρθρω 130 ορίζεται,
(θ) τη μείωσιν, αναστολή και μετατροπήν της ποινής, ως εν τω άρθρω 53 ορίζεται,
(ι) το δικαίωμα παραπομπής εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον ως εν άρθρω 140 ορίζεται,
(ια) την δημοσίευσιν εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας αποφάσεων του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ως εν άρθροις 137, 138, 139 και 143 ορίζεται,
(ιβ) την αντικατάστασιν διά συστήματος εκ περιτροπής εναλλαγής του συστήματος διορισμού τούρκου υπουργού εις ένα των τριών υπουργείων, ήτοι των εξωτερικών ή της αμύνης ή των οικονομικών, ως εν άρθρω 46 ορίζεται,
(ιγ) την άσκησιν οιασδήποτε των εξουσιών των ειδικώς αναφερομένων εις τα εδάφια (δ), (ε), (στ), και (ζ) των άρθρων 48 και 49 και εις τα άρθρα 50 και 51, ας ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας αντιστοίχως δύναται να ασκήσει μόνος,
(ιδ) την ανακοίνωσιν μηνυμάτων προς την Βουλήν των Αντιπροσώπων ως εν άρθρω 79 ορίζεται.
Η εκτελεστική εξουσία ή ασκούμενη υπό του Προέδρου της Δημοκρατίας περιορίζεται εις τα κάτωθι θέματα, ήτοι:
(α) την υπόδειξιν και παύσιν των ελλήνων υπουργών,
(β) την σύγκλησιν των συνεδριάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου ως εν άρθρω 55 ορίζεται, την προεδρίαν των συνεδριάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου και την συμμετοχήν εις τας συζητήσεις κατά τα συνεδριάσεις ταύτας άνευ δικαιώματος ψήφου,
(γ) την προπαρασκευήν της ημερησίας διατάξεως των συνεδριάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου ως εν άρθρω 56 ορίζεται,
(δ) το δικαίωμα οριστικής αρνησικυρίας αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου των αφορωσών εις τας εξωτερικές υποθέσεις, την άμυναν ή την ασφάλειαν, ως εν άρθρω 57 ορίζεται,
(ε) το δικαίωμα αναπομπής αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου, ως εν άρθρω 57 ορίζεται,
(στ) Το δικαίωμα οριστικής αρνησικυρίας νόμων και αποφάσεων της Βουλής αφορώντων εις τας εξωτερικάς υποθέσεις, την άμυναν ή την ασφάλειαν, ως εν άρθρω 50 ορίζεται,
(ζ) το δικαίωμα αναπομπής νόμων ή αποφάσεων της Βουλής ή του προϋπολογισμού, ως εν άρθρω 51 ορίζεται,
(η) το δικαίωμα προσφυγής εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον, ως εν άρθροις 137, 138 και 143 ορίζεται,
(θ) το δικαίωμα αναφοράς εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον ως εν άρθρω 141 ορίζεται,
(ι) τη δημοσίευσιν των κοινοτικών νόμων και αποφάσεων της ελληνικής Κοινοτικής Συνελεύσεως, ως εν άρθρω 104 ορίζεται,
(ια) το δικαίωμα παραπομπής εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον οιουδήποτε νόμου ή αποφάσεως της ελληνικής Κοινοτικής Συνελεύσεως ως εν άρθρω 142 ορίζεται,
(ιβ) το δικαίωμα προσφυγής εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον συναφώς προς οιονδήποτε ζήτημα αφορών εις σύγκρουσιν ή αμφισβήτησιν εξουσίας ή αρμοδιότητος αναφυομένων μεταξύ της Βουλής και των Κοινοτικών Συνελεύσεων ή εκατέρας τούτων ως και μεταξύ οιωνδήποτε οργάνων της Δημοκρατίας ή αρχών εν αυτή, ως εν άρθρω 139 ορίζεται,
(ιγ) [Διαγράφηκε],
(ιδ) την άσκησιν από κοινού μετά του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας οιασδήποτε των εξουσιών των ειδικώς αναφερομένων εν άρθρω 47,
(ιε) τα μηνύματα προς την Βουλήν των Αντιπροσώπων, ως εν άρθρω 79 ορίζεται.
49. Η εκτελεστική εξουσία η ασκούμενη υπό του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας περιορίζεται εις τα κάτωθι θέματα, ήτοι:
(α) την υπόδειξιν και την παύσιν των τούρκων υπουργών,
(β) την αίτησιν προς τον Πρόεδρον της Δημοκρατίας περί συγκλήσεως του Υπουργικού Συμβουλίου, ως εν άρθρω 55 ορίζεται, την παράστασιν και συμμετοχήν άνευ δικαιώματος ψήφου εις τας συζητήσεις πάσης συνεδριάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου,
(γ) την πρότασιν προς τον Πρόεδρον της Δημοκρατίας θεμάτων, ίνα συμπεριληφθώσιν εις την ημερησίαν διάταξιν, ως εν άρθρω 56 ορίζεται,
(δ) το δικαίωμα οριστικής αρνησικυρίας αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου αφορωσών εις τας εξωτερικάς υποθέσεις, την άμυναν ή την ασφάλειαν, ως εν άρθρω 57 ορίζεται,
(ε) το δικαίωμα αναπομπής αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου, ως εν άρθρω 57 ορίζεται,
(στ) το δικαίωμα οριστικής αρνησικυρίας νόμων και αποφάσεων της Βουλής αφορώντων εις τας εξωτερικάς υποθέσεις, την άμυναν ή την ασφάλειαν, ως εν άρθρω 50 ορίζεται,
(ζ) το δικαίωμα αναπομπής νόμων ή αποφάσεων της Βουλής ή του προϋπολογισμού ως εν άρθρω 51 ορίζεται,
(η) το δικαίωμα προσφυγής εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον, ως εν άρθροις 137, 138 και 143 ορίζεται,
(θ) το δικαίωμα αναφοράς εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον ως εν άρθρω 141 ορίζεται,
(ι) την δημοσίευσιν των κοινοτικών νόμων και αποφάσεων της τουρκικής Κοινοτικής Συνελεύσεως, ως εν άρθρω 104 ορίζεται,
(ια) το δικαίωμα παραπομπής εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον οιουδήποτε νόμου ή αποφάσεως της τουρκικής Κοινοτικής Συνελεύσεως, ως εν άρθρω 142 ορίζεται,
(ιβ) το δικαίωμα προσφυγής εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον συναφώς προς οιονδήποτε ζήτημα αφορών εις σύγκρουσιν ή αμφισβήτησιν εξουσίας ή αρμοδιότητος αναφυομένην μεταξύ της Βουλής και των Κοινοτικών Συνελεύσεων ή εκατέρας τούτων ως και μεταξύ οιωνδήποτε οργάνων της Δημοκρατίας ή αρχών εν αυτή, ως εν άρθρω 139 ορίζεται,
(ιγ) [Διαγράφηκε],
(ιδ) την άσκησιν από κοινού μετά του Προέδρου της Δημοκρατίας οιασδήποτε των εξουσιών των ειδικώς αναφερομένων εν άρθρω 47,
(ιε) τα μηνύματα προς την Βουλήν των Αντιπροσώπων, ως εν άρθρω 79 ορίζεται.
Ι. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας ιδία εκάτερος ή από κοινού έχουσι το δικαίωμα της οριστικής αρνησικυρίας οιουδήποτε νόμου ή αποφάσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων εν όλω ή εν μέρει, εφ’ όσον ο νόμος ή η απόφασις εν όλω ή εν μέρει αφορώσιν:
Α. Εις εξωτερικάς υποθέσεις, εξαιρουμένης της συμμετοχής της Δημοκρατίας εις διεθνείς οργανισμούς και συνθήκας συμμαχίας, ως μετέχουσι τόσον το Βασίλειον της Ελλάδος όσον και η Τουρκική Δημοκρατία.
Ο εν τω παρόντι εδαφίω όρος «εξωτερικαί υποθέσεις» περιλαμβάνει:
(α) την αναγνώρισιν κρατών, την σύναψιν διπλωματικών και προξενικών σχέσεων μετ΄ άλλων χωρών και την διακοπήν των σχέσεων τούτων. Την παροχήν συγκαταθέσεως διά τον διορισμόν διπλωματικών αντιπροσώπων και την χορήγησιν εκτελεστηρίου εις προξενικούς αντιπροσώπους, την τοποθέτησιν διπλωματικών αντιπροσώπων και προξενικών αντιπροσώπων εκ των υπηρετούντων εν τη διπλωματική υπηρεσία εις θέσεις εν τω εξωτερικώ και την ανάθεσιν καθηκόντων εν τω εξωτερικώ, ως ειδικών απεσταλμένων, εις υπηρετούντας εν τη διπλωματική υπηρεσία. Τον διορισμόν και την τοποθέτησιν προσώπων μη ανηκόντων εις την διπλωματικήν υπηρεσίαν εις οιανδήποτε θέσιν εν τω εξωτερικώ, ως διπλωματικών ή προξενικών αντιπροσώπων και την ανάθεσιν καθηκόντων εν τω εξωτερικώ ως ειδικών απεσταλμένων, εις πρόσωπα μή ανήκοντα εις την διπλωματικήν υπηρεσίαν, εις οιανδήποτε θέσιν εν τω εξωτερικώ, ως διπλωματικών ή προξενικών αντιπροσώπων και την ανάθεσιν καθηκόντων εν τω εξωτερικώ ως ειδικών απεσταλμένων, εις πρόσωπα μη ανήκοντα εις την διπλωματικήν υπηρεσίαν,
(β) την συνομολόγησιν διεθνών συνθηκών, συμβάσεων και συμφωνιών,
(γ) την κήρυξιν πολέμου και την συνομολόγησιν ειρήνης,
(δ) την προστασίαν εν τη αλλοδαπή των πολιτών της Δημοκρατίας και των συμφερόντων αυτών,
(ε) την εγκατάστασιν, το καθεστώς και τα συμφέροντα αλλοδαπών εν τη Δημοκρατία,
(στ) την απόκτησιν ξένης ιθαγενείας υπό πολιτών της Δημοκρατίας και την αποδοχήν υπό τούτων εργασίας παρεχομένης υπό ξένης Κυβερνήσεως ως και την είσοδον τούτων εις την υπηρεσίαν ξένης Κυβερνήσεως.
Β. Τα ακόλουθα θέματα αμύνης:
(α) την σύνθεσιν και δύναμιν των ενόπλων δυνάμεων και τας πιστώσεις διά ταύτας,
(β) τους διορισμούς στελεχών και την προαγωγήν αυτών,
(γ) την εισαγωγήν πολεμικού υλικού και εκρηκτικών υλών παντός είδους,
(δ) την παροχήν βάσεων και άλλων διευκολύνσεων εις συμμάχους χώρας.
Γ. Τα ακόλουθα θέματα ασφαλείας:
(α) τους διορισμούς στελεχών και την προαγωγήν αυτών,
(β) την κατανομήν και στάθμευσιν δυνάμεων ασφαλείας,
(γ) τα μέτρα εκτάκτου ανάγκης και τον στρατιωτικόν νόμον,
(δ) τους περί αστυνομίας νόμους.
Αποσαφηνίζεται ότι το δικαίωμα αρνησικυρίας κατ΄ εφαρμογήν του ως άνω εδαφίου Γ περιλαμβάνει παν μέτρον ή απόφασιν εκτάκτου ανάγκης, ουχί όμως τα αφορώντα εις την συνήθη λειτουργίαν της αστυνομίας και της χωροφυλακής.
1. Το ως άνω δικαίωμα αρνησικυρίας δύναται να ασκηθεί είτε κατ’ ολοκλήρου του νόμου ή αποφάσεως ή καθ’ οιουδήποτε μέρους αυτού, εν δε τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ο νόμος ή η απόφασις αναπέμπονται εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων, ίνα αύτη αποφασίσει, αν το υπόλοιπον μέρος του νόμου ή της αποφάσεως θα σταλεί ή μη προς έκδοσιν δυνάμει των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος.
2. Το συμφώνως τω παρόντι άρθρω δικαίωμα αρνησικυρίας ασκείται εντός της προθεσμίας της οριζομένης υπό του άρθρου 52 διά την έκδοσιν του νόμου ή της αποφάσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων.
1. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, ιδία εκάτερος ή από κοινού, δικαιούνται ν’ αναπέμψωσιν οιονδήποτε νόμον ή απόφασιν της Βουλής των Αντιπροσώπων ή οιονδήποτε τμήμα αυτών εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων προς επανεξέτασιν.
2. Άμα τη ψηφίσει του προϋπολογισμού υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, ιδία εκάτερος ή από κοινού, δύνανται ν’ αναπέμψωσιν εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων τον προϋπολογισμόν, επί τω λόγω ότι κατά την κρίσιν ενός εκάστου ή αμφοτέρων γίνεται δυσμενής διάκρισις.
3. Εν περιπτώσει αναπομπής οιουδήποτε νόμου ή αποφάσεως ή τμήματος αυτών εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων, ως ορίζεται εν τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου, η Βουλή των Αντιπροσώπων αποφασίσει επί του αναπεμφθέντος θέματος εντός δέκα πέντε ημερών από της αναπομπής εν περιπτώσει δε αναπομπής του προϋπολογισμού συμφώνως τη δευτέρα παραγράφω του παρόντος άρθρου η Βουλή των Αντιπροσώπων αποφασίζει επί του αναπεμφθέντος θέματος εντός τριάκοντα ημερών από της αναπομπής.
4. Εάν η Βουλή των Αντιπροσώπων εμμείνει εις την απόφασιν αυτής ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούνται, τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος, να εκδώσωσι διά δημοσιεύσεως εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας τον νόμον ή την απόφασιν ή τον προϋπολογισμόν, αναλόγως της περιπτώσεως, εντός της προθεσμίας της οριζομένης διά την έκδοσιν των νόμων και των αποφάσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων.
5. Οσάκις ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας ασκεί το δικαίωμα αναπομπής, ως εν τω παρόντι άρθρω ορίζεται, υποχρεούται αμέσως να ειδοποιεί περί τούτου τον έτερον.
6. Το δικαίωμα αναπομπής του παρόντος άρθρου ασκείται εντός της εν άρθρω 52 καθοριζομένης προθεσμίας εκδόσεως των νόμων ή των αποφάσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούνται να εκδώσωσι διά δημοσιεύσεως εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας, εντός δέκα πέντε ημερών από της κοινοποιήσεως εις το αντίστοιχον γραφείο αυτών οιονδήποτε νόμον ή απόφασιν της Βουλής των Αντιπροσώπων εκτός εάν εντός της προθεσμίας ταύτης ασκήσωσιν, ιδία εκάτερος ή από κοινού αναλόγως της περιπτώσεως το δικαίωμα της αρνησικυρίας, ως εν άρθρω 50 ορίζεται ή το δικαίωμα αναπομπής, ως εν άρθρω 51 ορίζεται ή το δικαίωμα αναφοράς εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον, ως εν άρθροις 140 και 141 ορίζεται ή προκειμένου περί του προϋπολογισμού το δικαίωμα προσφυγής εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον, ως εν άρθρω 138 ορίζεται.
53.- 1. Ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας έχουσι το δικαίωμα απονομής χάριτος εις άτομα καταδικασθέντα εις θάνατον και ανήκοντα εις την κοινότητα εκατέρου αυτών.
2. Οσάκις το βλαβέν πρόσωπον και ο καταδικασθείς είναι μέλη διαφόρων κοινοτήτων η χάρις απονέμεται εκ συμφώνου υπό τε του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, εν περιπτώσει δε διαφωνίας αυτών, υπερισχύει η επιεικεστέρα γνώμη.
3. Διά της απονομής χάριτος κατ’ εφαρμογήν της πρώτης ή της δευτέρας παραγράφου του παρόντος άρθρου η ποινή του θανάτου μετατρέπεται εις ποινήν ισοβίων δεσμών.
4. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας μειώνουσιν, αναστέλλουσιν ή μετατρέπουσιν οιανδήποτε ποινήν επιβληθείσαν υπό οιουδήποτε δικαστηρίου εν τη Δημοκρατία κατόπιν συμφώνου γνώμης του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας και του βοηθού γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας.
Εξαιρουμένης της εκτελεστικής εξουσίας της υπό των άρθρων 47, 48 και 49 ρητώς διαφυλασσομένης υπέρ του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, ενεργούντων εκατέρου ιδία ή από κοινού το Υπουργικόν Συμβούλιον ασκεί εκτελεστικήν εξουσίαν επί παντός θέματος πλην των δυνάμει ρητής διατάξεως του Συντάγματος υπαχθέντων εις την αρμοδιότητα Κοινοτικής Συνελεύσεως. Η παρά του Υπουργικού Συμβουλίου ασκουμένη εκτελεστική εξουσία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και τα εξής θέματα:
(α) την γενικήν διεύθυνσιν και τον έλεγχον της διακυβερνήσεως της Δημοκρατίας και την διεύθυνσιν της γενικής πολιτικής,
(β) τας εξωτερικάς υποθέσεις, περί ως γίνεται μνεία εν άρθρω 50 θεμάτων αυτών,
(γ) την άμυναν και την ασφάλειαν, συμπεριλαμβανομένων των εν άρθρω 50 θεμάτων αυτών,
(δ) τον συντονισμόν και την εποπτείαν πασών των δημοσίων υπηρεσιών,
(ε) την εποπτείαν και την διάθεσιν της ανηκούσης εις την Δημοκρατίαν περιουσίας συμφώνως προς τας διατάξεις του Συντάγματος και του νόμου,
(στ) την επεξεργασίαν νομοσχεδίων προ της καταθέσεως αυτών εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων υπό τινος υπουργού,
(ζ) την έκδοσιν κανονιστικών και εκτελεστικών των νόμων διαταγμάτων, ως οι νόμοι ορίζουσιν,
(η) την επεξεργασίαν του προϋπολογισμού της Δημοκρατίας προ της καταθέσεως αυτού εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συγκαλεί το Υπουργικόν Συμβούλιον εις συνεδρίασιν. Η σύγκλησις γίνεται υπό του Προέδρου της Δημοκρατίας είτε εξ ιδίας πρωτοβουλίας είτε αιτήσει του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας υποβαλλομένη εγκαίρως και περιλαμβανούση ωρισμένον τι θέμα.
Η ημερήσια διάταξις οιασδήποτε συνεδριάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου καταρτίζεται υπό του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά την απόλυτον αυτού κρίσιν και κοινοποιείται εις πάντα ενδιαφερόμενον προ εκάστης συνεδριάσεως. Ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δύναται να ζητήσει παρά του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως περιλάβει εις την ημερησίαν διάταξιν οιασδήποτε συνεδριάσεως οιονδήποτε θέμα. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας περιλαμβάνει το θέμα τούτο εις την ημερησίαν διάταξιν, εφ’ όσον είναι δυνατή η πρόσφορος συζήτησις αυτού κατά την περί ης η αίτησις συνεδρίασιν, άλλως το θέμα τούτο περιλαμβάνεται εις την ημερησίαν διάταξιν της αμέσως επομένης συνεδριάσεως.
1. Εν τη λήψει αποφάσεως τίνος υπό του Υπουργικού Συμβουλίου η απόφασις κοινοποιείται πάραυτα εις το αντίστοιχον γραφείο του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.
2. Ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας ή και αμφότεροι έχουσι το δικαίωμα αναπομπής της αποφάσεως εις το Υπουργικόν Συμβούλιον προς επανεξέτασιν εντός προθεσμίας τεσσάρων ημερών από της κοινοποιήσεως αυτής εις το αντίστοιχον γραφείον. Το Υπουργικόν Συμβούλιον προβαίνει εις επανεξέτασιν του θέματος και, εάν εμμείνει εις την απόφασιν αυτού, ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούνται να εκδώσωσι διά δημοσιεύσεως την τοιαύτην απόφασιν, τηρουμένων των διατάξεων της τετάρτης παραγράφου του παρόντος άρθρου. Η άσκησις όμως του δικαιώματος αναπομπής δεν κωλύει, εις ας περιπτώσεις υφίσταται δικαίωμα αρνησικυρίας, τον Πρόεδρον ή τον Αντιπρόεδρον της Δημοκρατίας ή και αμφοτέρους να ασκήσωσι το δικαίωμα αρνησικυρίας, εντός προθεσμίας τεσσάρων ημερών από της εις το αντίστοιχον γραφείον κοινοποιήσεως της αποφάσεως, εις ην εμμένει το Υπουργικόν Συμβούλιον.
3. Εάν η απόφασις αφορά εις τας εξωτερικάς υποθέσεις, την άμυναν ή την ασφάλειαν περί ων το άρθρον 50, ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας ή και αμφότεροι έχουσι το δικαίωμα αρνησικυρίας ασκούμενον εντός προθεσμίας τεσσάρων ημερών από της ημερομηνίας, καθ’ ην η απόφασις εκοινοποιήθη εις το αντίστοιχον γραφείο.
4. Εάν η απόφασις είναι εκτελεστή και τα δικαιώματα αρνησικυρίας ή αναπομπής δεν ησκήθησαν συμφώνως ταις διατάξεσι της δευτέρας ή της τρίτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδουσι παραχρήμα διά δημοσιεύσεως εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας την απόφασιν, πλην εάν το Υπουργικόν Συμβούλιον ορίσει άλλως διά της αποφάσεως αυτού.
1. Έκαστος υπουργός προΐσταται του υπουργείου αυτού.
2. Εξαιρουμένης της εκτελεστικής εξουσίας της ρητώς διαφυλασσομένης διά του Συντάγματος υπέρ του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, ενεργούντων ιδία εκατέρου ή από κοινού και υπέρ του Υπουργικού Συμβουλίου, η υφ’ εκάστου υπουργού ασκουμένη εκτελεστική εξουσία περιλαμβάνει τα κάτωθι θέματα:
(α) την εκτέλεσιν των νόμων των σχετικών προς τας αρμοδιότητας του υπουργείου αυτού και την διοίκησιν πάντων των εμπιπτόντων κατά τα γενικώς κρατούντα εις την αρμοδιότητα του υπουργείου αυτού των ζητημάτων και υποθέσεων,
(β) την σύνταξιν διαταγμάτων ή κανονισμών αφορώντων εις το υπουργείον αυτού προς υποβολήν εις το Υπουργικόν Συμβούλιον,
(γ) την έκδοσιν διαταγών και γενικών οδηγιών προς εκτέλεσιν οιουδήποτε νόμου αφορώντος εις το υπουργείον αυτού και προς εκτέλεσιν οιουδήποτε διατάγματος ή κανονισμού ερειδομένων επί τοιούτου νόμου και
(δ) την προπαρασκευήν προς υποβολήν εις το Υπουργικόν Συμβούλιον του τμήματος του προϋπολογισμού της Δημοκρατίας του αναφερομένου εις το υπουργείον αυτού.
Ουδείς διορίζεται ως υπουργός, ειμή όταν είναι πολίτης της Δημοκρατίας και έχει τα προσόντα εκλογιμότητας τα απαιτούμενα δι’ υποψήφιον βουλευτήν.
Το αξίωμα του υπουργού είναι ασυμβίβαστον προς το του βουλευτού ή του μέλους Κοινοτικής Συνελεύσεως ή δημοτικού συμβουλίου, περιλαμβανομένου και του δημάρχου, ή προς την ιδιότητα του ανήκοντος εις τας ενόπλους δυνάμεις ή τας δυνάμεις ασφαλείας της Δημοκρατίας ή προς παν έτερον δημόσιον ή δημοτικόν αξίωμα ή θέσιν, εν περιπτώσει δε τούρκου υπουργού και προς το αξίωμα του θρησκευτικού λειτουργού.
Ο όρος «δημόσιον αξίωμα ή θέσις» έχει εν τη παρούση παραγράφω οίαν έννοιαν έχει και εν τω άρθρω 41.
Οι έλληνες υπουργοί θα διατηρώσι το αξίωμα αυτών, μέχρις ου παυθώσιν υπό του Προέδρου της Δημοκρατίας, οι δε Τούρκοι υπουργοί, μέχρις ου παυθώσιν υπό του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.
Ο διοριζόμενος ως υπουργός υποχρεούται, πριν ή αναλάβει τα καθήκοντα αυτού, να δώσει την ακόλουθον διαβεβαίωσιν ενώπιον του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.
«Διαβεβαιώ επισήμως πίστιν και σεβασμόν εις το Σύνταγμα και τους συνάδοντας αυτώ νόμους και εις την διατήρησιν της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητος της Δημοκρατίας της Κύπρου».
Συνιστάται κοινή γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου, διευθυνομένη υπό δύο γραμματέων, δημοσίων υπαλλήλων, εξ ων ο εις ανήκει εις την ελληνικήν κοινότητα και ο έτερος εις την τουρκικήν κοινότητα.
Οι δύο γραμματείς της κοινής γραμματείας του Υπουργικού Συμβουλίου διευθύνουσι το γραφείο του Υπουργικού Συμβουλίου και, συμφώνως των οδηγιών του Υπουργικού Συμβουλίου, παρίστανται εις τας συνεδριάσεις αυτού τηρούντες τα πρακτικά και διαβιβάζουσι τας αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου εις τας αρμοδίους αρχάς ή εις τα αρμόδια όργανα ή πρόσωπα.