Η ελληνική και η τουρκική κοινότης εκλέγουσιν αντιστοίχως εκ των μελών αυτών Κοινοτικήν Συνέλευσιν, η αρμοδιότης της οποίας ορίζεται ρητώς υπό των διατάξεων του Συντάγματος.
Εκατέρα Κοινοτική Συνέλευσις έχει αρμοδιότητα, εν σχέσει προς την αντίστοιχον κοινότητα, να ασκεί, ενός των ορίων του Συντάγματος και υπό τους περιορισμούς της τρίτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, νομοθετικήν εξουσίαν αποκλειστικώς και μόνον επί των κατωτέρω θεμάτων:
(α) επί πάντων των θρησκευτικών θεμάτων,
(β) επί πάντων των εκπαιδευτικών, μορφωτικών και διδακτικών θεμάτων,
(γ) επί του προσωπικού θεσμού,
(δ) επί της συνθέσεως και των βαθμών δικαιοδοσίας των δικαστηρίων, των εκδικαζόντων αστικάς διαφοράς, αναφερομένας εις τον προσωπικόν θεσμόν και εις θρησκευτικά ζητήματα,
(ε) επί ζητημάτων αφορώντων εις συμφέροντα και ιδρύματα καθαρώς κοινοτικής φύσεως, οίον φιλανθρωπικά και αθλητικά ιδρύματα, οργανώσεις και σωματεία ιδρυόμενα προς προαγωγήν της ευημερίας της αντιστοίχου κοινότητος,
(στ) επί της επιβολής προσωπικών εισφορών και προσωπικών τελών εις τα μέλη της αντιστοίχου κοινότητος προς τον σκοπόν της εξυπηρετήσεως των αντιστοίχων αναγκών αυτών και των αναγκών των υπό τον έλεγχον αυτών οργανώσεων και ιδρυμάτων, συμφώνως τω άρθρω 88,
(ζ) εις ας περιπτώσεις καθίσταται αναγκαία η έκδοσις δευτερογενούς νομοθεσίας υπό μορφήν κανονισμών διοικήσεως ή διαχειρίσεως, εκδιδομένων κατ’ εφαρμογήν των περί δήμων νόμων, προς τον σκοπόν, όπως η Κοινοτική Συνέλευσις δυνηθεί να προαγάγει τους σκοπούς τους επιδιωκομένους υπό δήμων περιλαμβανόντων κατοίκους ανήκοντας αποκλειστικώς εις την αυτήν προς την Κοινοτικήν Συνέλευσιν κοινότητα,
(η) επί θεμάτων αναφερομένων εις την άσκησιν ελέγχου επί των συνεργατικών παραγωγών και καταναλωτών και των πιστωτικών ιδρυμάτων και της εποπτείας της λειτουργίας των τοιούτων δήμων, των περιλαμβανόντων κατοίκους ανήκοντας αποκλειστικώς εις την αυτήν προς την Κοινοτικήν Συνέλευσιν κοινότητα, εφ’ όσον η άσκησις τοιούτου ελέγχου ή εποπτείας ανήκει κατά το Σύνταγμα εις την αρμοδιότητα της Κοινοτικής Συνελεύσεως, τηρουμένου του κανόνος ότι:
(αα) ουδείς νόμος, κανονισμός διοικήσεως ή διαχειρίσεως ή απόφασις της Κοινοτικής Συνελεύσεως κατά το εδάφιον (η) επιτρέπεται να είναι αμέσως ή εμμέσως αντίθετος ή ασύμφωνος προς νόμον τινά, υπό του οποίου διέπονται αι συνεργατικαί παραγωγών και καταναλωτών και τα πιστωτικά ιδρύματα ή εις τον οποίον υπόκεινται οι δήμοι,
(ββ) ουδέν εκ των εν τω ανωτέρω εδαφίω (αα) οριζομένων δύναται να ερμηνευθεί ως επιτρέπον εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων να νομοθετεί επί θεμάτων αφορώντων εις την άσκησιν της κατά το εδάφιον (η) ανηκούσης εις τας Κοινοτικάς Συνελεύσεις αρμοδιότητος,
(θ) επί παντός άλλου θέματος, περί ού ρητώς ορίζει το Σύνταγμα.
Ουδέν των περιλαμβανομένων εν τω εδαφίω (στ) της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου δύναται να ερμηνευθεί ως περιορίζον καθ’ οιονδήποτε τρόπον την εξουσίαν της Βουλής των Αντιπροσώπων, όπως επιβάλλει συμφώνως ταις διατάξεσι του Συντάγματος προσωπικάς εισφοράς.
Ουδείς νόμος ή απόφασις Κοινοτικής Συνελεύσεως, κατά την άσκησιν της κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου ανηκούσης αυτή αρμοδιότητος δύναται να περιέχει τι αντίθετον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή προς τα θεμελιώδη δικαιώματα και τας ελευθερίας, τας εγγυημένας υπό του Συντάγματος εις οιονδήποτε πρόσωπον.
Η αρμοδιότης εκατέρας Κοινοτικής Συνελεύσεως επιβολής εισφορών κατά το εδάφιον (στ) της πρώτης παραγράφου του άρθρου 87 ασκείται επί τω τέλει της καλύψεως μέρους των εν τω ετησίω προϋπολογισμώ αυτής αναγεγραμμένων κονδυλίων, άτινα δεν καλύπτονται διά της αντιστοιχούσης εις έκαστον οικονομικόν έτος επιχορηγήσεως εκ του προϋπολογισμού της Δημοκρατίας προς την Κοινοτικήν Συνέλευσιν, περί ής ορίζεται εν τη Δευτέρα παραγράφω του παρόντος άρθρου ή δι άλλου τινός πόρου, όν δύναται να αποκτήσει κατά το περί ού ο λόγος οικονομικόν έτος εκατέρα Κοινοτική Συνέλευσις.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων προνοεί καθ’ έκαστον οικονομικόν έτος διά του προϋπολογισμού και θέτει εις την διάθεσιν αμφοτέρων των Κοινοτικών Συνελεύσεων εν σχέσει προς τα αντίστοιχα οικονομικά έτη αυτών και προς τον σκοπόν της εξυπηρετήσεως των αντιστοίχων αυτών αναγκών ως προς θέματα υπαγόμενα εις την αρμοδιότητα αυτών, ποσόν ουχί έλασσον των δύο εκατομμυρίων λιρών, και κατανεμόμενον εις την ελληνικήν και εις την τουρκικήν Κοινοτικήν Συνέλευσιν ως ακολούθως:
(α) εις την ελληνικήν Κοινοτικήν Συνέλευσιν ποσόν ουχί έλασσον του ενός εκατομμυρίου εξακοσίων χιλιάδων λιρών (pounds), και
(β) εις την τουρκικήν Κοινοτικήν Συνέλευσιν ποσόν ουχί έλασσον των τετρακοσίων χιλιάδων λιρών (pounds), τηρουμένου του όρου ότι εν περιπτώσει αυξήσεως του ελαχίστου συνολικού ποσού του διατιθεμένου εις αμφοτέρας τας Κοινοτικάς Συνελεύσεις ή κατανομή εις εκατέραν αυτών παντός επί πλέον ποσού θα γίνηται καθ’ όν τρόπον θέλει αποφασίσει η Βουλή των Αντιπροσώπων.
Επί τη αιτήσει Κοινοτικής Συνελεύσεως αι υπ’ αυτής επιβαλλόμεναι εισφοραί εισπράττονται διά λογαριασμόν αυτής και καταβάλλονται εις την Κοινοτικήν Συνέλευσιν υπό των αρχών της Δημοκρατίας.
Εν τω παρόντι άρθρω και εν εδαφίω (στ) της πρώτης παραγράφου του άρθρου 87 ο όρος «μέλος» συμπεριλαμβάνει νομικά πρόσωπα ή συνεταιρισμούς άνευ νομικής προσωπικότητος και δη κατά το μέτρον της συμμετοχής εις νομικά πρόσωπα ή συνεταιρισμούς άνευ νομικής προσωπικότητος των μελών εκατέρας κοινότητος.
Εν σχέσει προς την αντίστοιχον κοινότητα, εκατέρα Κοινοτική Συνέλευσις έχει επίσης αρμοδιότητα:
(α) (αα) να καθορίζει τας γενικάς κατευθυντηρίους γραμμάς εντός των ορίων των κοινοτικών αυτής νόμων.
(ββ) να ασκεί διοικητικήν αρμοδιότητα, καθ’ όν τρόπον και δι’ ών προσώπων θέλει ορίσει κοινοτικός νόμος, εν σχέσει προς οιονδήποτε θέμα, περί του οποίου είναι αρμοδία να νομοθετεί συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 87, πλην των οριζομένων εις τα εδάφια (ζ) και (η) της πρώτης παραγράφου του άρθρου τούτου, περί ών ειδική λαμβάνεται πρόνοια εις τα κατωτέρω εδάφια.
(β) να ασκεί έλεγχον επί των συνεργατικών παραγωγών καταναλωτών και επί των πιστωτικών ιδρυμάτων, άτινα αμφότερα ιδρύονται προς τον σκοπόν προαγωγής της ευημερίας της αντιστοίχου αυτών κοινότητος. Αι συνεργατικαί αύται και τα πιστωτικά ταύτα ιδρύματα διέπονται υπό των σχετικών νόμων,
(γ) να προάγει τους σκοπούς, τους οποίους επιδιώκουσιν οι δήμοι, οίτινες περιλαμβάνουσι κατοίκους ανήκοντας αποκλειστικώς εις την αυτήν προς την Κοινοτικήν Συνέλευσιν κοινότητα, και να εποπτεύει την λειτουργίαν των τοιούτων δήμων. Οι δήμοι ούτοι υπόκεινται εις τους νόμους.
To περιεχόμενον των διατάξεων του εδαφίου (ε) της πρώτης παραγράφου του άρθρου 87 και του εδαφίου (β) της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου δεν δύναται να θεωρηθεί ότι κωλύει τη δημιουργίαν μικτών και κοινών ιδρυμάτων του εις τας διατάξεις ταύτας οριζομένου είδους, εφ’ όσον επιθυμούσι τούτο οι κάτοικοι.
Εν ή περιπτώσει η κεντρική διοίκησις θελήσει να ενεργήσει δυνάμει της ισχυούσης νομοθεσίας τον υπ’ αυτής ασκούμενον έλεγχον των συνεργατικών, ιδρυμάτων ή δήμων, των αναφερομένων εις τα εδάφια (β) και (γ) της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, ο τοιούτος έλεγχος θα ενεργείται υπό δημοσίων υπαλλήλων, ανηκόντων εις την αυτήν κοινότητα, εις ην ανήκουσιν αι συνεργατικαί, τα ιδρύματα ή οι δήμοι, περί ων πρόκειται.
Τηρουμένων των κατωτέρω διατάξεων του παρόντος άρθρου, εκατέρα Κοινοτική Συνέλευσις έχει αρμοδιότητα να προνοεί διά των νόμων αυτής περί της εφαρμογής των νόμων και αποφάσεων αυτής.
Η Κοινοτική Συνέλευσις δεν έχει αρμοδιότητα να επιβάλει δι’ οιωνδήποτε νόμων ή αποφάσεων αυτής ποινάς φυλακίσεως ή κράτησιν δι’ οιανδήποτε παράβασιν αυτών ή παράλειψιν συμμορφώσεως προς οιασδήποτε οδηγίας υπ’ αυτής διδομένας κατά την ενάσκησιν της εμπεπιστευμένης αυτή υπό του Συντάγματος αρμοδιότητος.
Αι Κοινοτικαί Συνελεύσεις δεν έχουσιν αρμοδιότητα να επιβάλωσιν αναγκαστικά μέτρα προς επίτευξιν της συμμορφώσεως προς τους αντιστοίχους κοινοτικούς νόμους ή αποφάσεις και προς τας αποφάσεις των δικαστηρίων, άτινα κρίνουσιν αστικάς διαφοράς αφορώσας εις την αντίστοιχον αρμοδιότητα αυτών περιλαμβανομένην προσωπικήν κατάστασιν και θρησκευτικά ζητήματα.
Οσάκις παρίσταται ανάγκη να γίνει χρήσις αναγκαστικών μέτρων προς επίτευξιν συμμορφώσεως προς οιονδήποτε νόμον ή απόφασιν Κοινοτικής Συνελεύσεως ή προς θέμα συναφές προς την άσκησιν ελέγχου ή εποπτείας υπό Κοινοτικής Συνελεύσεως, τα μέτρα ταύτα επιβάλλονται τη αιτήσει ή διά λογαριασμόν της Κοινοτικής Συνελεύσεως υπό των δημοσίων αρχών της Δημοκρατίας, αίτινες έχουσιν αποκλειστικήν αρμοδιότητα να επιβάλωσι τοιαύτα αναγκαστικά μέτρα.
Η εκτέλεσις οιασδήποτε αποφάσεως ή διαταγής δικαστηρίου, εν σχέσει προς οιονδήποτε ζήτημα της αποκλειστικής αρμοδιότητος Κοινοτικής Συνελεύσεως, ενεργείται διά των δημοσίων αρχών της Δημοκρατίας.
Εκατέρα Κοινοτική Συνέλευσις συντάσσει και ψηφίζει κατ’ έτος τον προϋπολογισμόν των εσόδων και εξόδων αυτής διά το επόμενον οικονομικόν έτος.
Ο προϋπολογισμός ούτος ψηφίζεται υπό της Κοινοτικής Συνελεύσεως προ της υπό του κοινοτικού νόμου καθοριζομένης ημερομηνίας ενάρξεως του κοινοτικού οικονομικού έτους.
Ο αριθμός των μελών εκατέρας Κοινοτικής Συνελεύσεως καθορίζεται υπό κοινοτικού νόμου ψηφιζομένου διά πλειοψηφίας των δύο τρίτων του όλου αριθμού των μελών εκάστης Κοινοτικής Συνελεύσεως.
Η εκλογή των μελών αμφοτέρων των Κοινοτικών Συνελεύσεων ενεργείται διά καθολικής, αμέσου και μυστικής ψηφοφορίας.
Τηρουμένων των διατάξεων της δευτέρας παραγράφου του παρόντος άρθρου, πας πολίτης της Δημοκρατίας, έχων συμπληρώσει το εικοστόν πρώτον έτος της ηλικίας αυτού και έχων τα υπό του αντιστοίχου κοινοτικού εκλογικού νόμου καθοριζόμενα προσόντα διαμονής, δικαιούται να εγγραφεί ως εκλογεύς εις τον αντίστοιχον εκλογικόν κοινοτικόν κατάλογον.
Τα μέλη της ελληνικής κοινότητος εγγράφονται μόνον εις τον ελληνικόν κοινοτικόν εκλογικόν κατάλογον και τα μέλη της τουρκικής κοινότητος εγγράφονται μόνον εις τον τουρκικόν κοινοτικόν εκλογικόν κατάλογον.
Ουδείς δικαιούται να εγγραφεί εις τον κοινοτικόν εκλογικόν κατάλογον ως εκλογεύς, εφ’ όσον δεν κέκτηται τα υπό του αντιστοίχου κοινοτικού εκλογικού νόμου απαιτούμενα προς εγγραφήν προσόντα.
Παν άτομον δικαιούται να υποβάλει υποψηφιότητα διά την εκλογήν αυτού ως μέλους Κοινοτικής Συνελεύσεως, εφ’ όσον κατά τον χρόνον της εκλογής:
(α) είναι πολίτης της Δημοκρατίας, εγγεγραμμένος εις τον αντίστοιχον κοινοτικόν εκλογικόν κατάλογον,
(β) έχει συμπληρώσει το εικοστόν πέμπτον έτος της ηλικίας αυτού,
(γ) δεν έχει καταδικασθεί κατά την ημέραν της ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος ή μετ’ αυτήν δι’ αδίκημα ατιμωτικόν ή ηθικής αισχρότητος ή δεν έχει στερηθεί της εκλογιμότητος κατόπιν αποφάσεως αρμοδίου δικαστηρίου λόγω οιουδήποτε εκλογικού αδικήματος και
(δ) δεν πάσχει εκ διανοητικής νόσου καθιστώσης αυτό ανίκανον να ασκήσει τα καθήκοντα αυτού ως μέλους Κοινοτικής Συνελεύσεως.
Η θητεία των Κοινοτικών Συνελεύσεων είναι πενταετής αρχομένη από της ημερομηνίας, την οποίαν ορίζουσιν οι αντίστοιχοι κοινοτικοί νόμοι.
Η απερχομένη Κοινοτική Συνέλευσις συνεχίζει μέχρι της κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου ενάρξεως της θητείας της νέας Κοινοτικής Συνελεύσεως.
Γενικαί κοινοτικαί εκλογαί διεξάγονται δι’ εκάστην των Κοινοτικών Συνελεύσεων τριάκοντα τουλάχιστον ημέρας προ της λήξεως της θητείας της απερχομένης Κοινοτικής Συνελεύσεως.
Οσάκις κενούται η έδρα μέλους τινός Κοινοτικής Συνελεύσεως, αύτη θα πληρούται δι’ αναπληρωματικής εκλογής διεξαγομένης εντός προθεσμίας τεσσαράκοντα πέντε ημερών από της ημέρας, καθ’ ην εκενώθη η έδρα.
Εάν η κατά την πρώτην ή δευτέραν παράγραφον του παρόντος άρθρου εκλογή δεν δύναται να διεξαχθεί κατά την υπό του Συντάγματος ή κατά την συμφώνως προς τούτο οριζομένην ημέραν, ένεκεν εξαιρετικών και απροβλέπτων περιστάσεων, ως σεισμού, πλημμύρας, γενικής επιδημίας και παρομοίων περιστάσεων, η εκλογή διενεργείται την αντίστοιχον ημέραν της επομένης εβδομάδος.
Εκατέρα Κοινοτική Συνέλευσις δύναται να διαλυθεί μόνον δι’ αποφάσεως αυτής της ιδίας, λαμβανομένης δι’ απολύτου πλειοψηφίας.
Παρά τας διατάξεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου 96 και της πρώτης παραγράφου του άρθρου 97, η ως άνω απόφασις ορίζει την ημερομηνίαν της διενεργείας γενικής κοινοτικής εκλογής της εν λόγω Κοινοτικής Συνελεύσεως, ήτις δεν δύναται να απέχει ολιγώτερον των τριάκοντα ημερών και περισσότερον των τεσσαράκοντα ημερών από της ημέρας της λήψεως της αποφάσεως περί διαλύσεως, ως και την ημερομηνίαν της πρώτης συνεδριάσεως της νεοεκλεγομένης Κοινοτικής Συνελεύσεως, της ημερομηνίας ταύτης μη δυναμένης να απέχει πέραν των δέκα πέντε ημερών από της τοιαύτης κοινοτικής γενικής εκλογής. Μέχρι δε της τελευταίας ταύτης ημερομηνίας η απερχομένη Κοινοτική Συνέλευσις συνεχίζει.
Παρά τας διατάξεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου 96 η θητεία της μετά διάλυσιν εκλογομένης Κοινοτικής Συνελεύσεως περιορίζεται εις τον υπολειπόμενον χρόνον της θητείας της διαλυθείσης Κοινοτικής Συνελεύσεως. Εν ή όμως περιπτώσει η διάλυσις εγένετο κατά το τελευταίον έτος της πενταετούς θητείας της Κοινοτικής Συνελεύσεως, η γενική κοινοτική εκλογή της Κοινοτικής Συνελεύσεως ταύτης προκηρύσσεται διά τε τον υπολειπόμενον χρόνον της θητείας της διαλυθείσης Κοινοτικής Συνελεύσεως και διά την επομένην πενταετή θητείαν της Κοινοτικής ταύτης Συνελεύσεως.
Οσάκις η Κοινοτική Συνέλευσις συνεχίζει μέχρι της ημέρας ενάρξεως της θητείας της νεοεκλεγομένης Κοινοτικής Συνελεύσεως, κατά τας διατάξεις της δευτέρας παραγράφου του άρθρου 96 ή της δευτέρας παραγράφου του άρθρου 98, αύτη δεν δύναται να ψηφίζει νόμους ή να λαμβάνει αποφάσεις επί οιουδήποτε θέματος, ειμή μόνον εν περιπτώσει επειγουσών και εξαιρετικών απροβλέπτων περιστάσεων, αίτινες δέον να μνημονεύονται ειδικώς εις τον σχετικόν νόμον ή απόφασιν.
Πριν ή αναλάβει τα καθήκοντα αυτού, παν μέλος Κοινοτικής Συνελεύσεως οφείλει να δώσει εν δημοσία συνεδριάσει αυτής την κάτωθι διαβεβαίωσιν: «Διαβεβαιώ επισήμως πίστιν και σεβασμόν εις το Σύνταγμα και τους συνάδοντας αυτώ νόμους και εις την διατήρησιν της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητος της Δημοκρατίας της Κύπρου».
1. Η ιδιότης του μέλους Κοινοτικής Συνελεύσεως είναι ασυμβίβαστος προς το αξίωμα του υπουργού ή του βουλευτού ή του μέλους δημοτικού συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένου και του δημάρχου ή προς την ιδιότητα προσώπου ανήκοντος εις τας ενόπλους δυνάμεις ή τας δυνάμεις ασφαλείας της Δημοκρατίας ή προς οιονδήποτε δημόσιον ή δημοτικόν αξίωμα ή θέσιν, προκειμένου δε περί μέλους της τουρκικής Κοινοτικής Συνελεύσεως και προς το του θρησκευτικού λειτουργού.
2. Ο όρος «δημόσιον αξίωμα ή θέσις» εν τω παρόντι άρθρω περιλαμβάνει οιονδήποτε αξίωμα ή θέσιν επ’ αμοιβή εν τη υπηρεσία της Δημοκρατίας ή Κοινοτικής Συνελεύσεως, η αμοιβή της οποίας τελεί υπό τον έλεγχον είτε της Δημοκρατίας είτε Κοινοτικής Συνελεύσεως, συμπεριλαμβανομένου παντός αξιώματος ή θέσεως εις οιονδήποτε νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου ή οργανισμόν δημοσίας ωφελείας.
Διά των κανονισμών αυτών αι Κοινοτικαί Συνελεύσεις ρυθμίζουσι παν θέμα διαδικασίας συμπεριλαμβανομένων των τακτικών και εκτάκτων συνεδριάσεων, των ημερομηνιών και της διαρκείας αυτών, του τρόπου ψηφοφορίας και της διεξαγωγής των εργασιών αυτών.
Αι συνεδριάσεις των Κοινοτικών Συνελεύσεων είναι δημόσιαι, τα δε πρακτικά των συνεδριάσεων αυτών δημοσιεύονται.
Εκατέρα Κοινοτική Συνέλευσις δύναται, εάν κρίνει τούτο αναγκαίον, να συνέρχηται εις μυστικήν συνεδρίασιν, κατόπιν αποφάσεως λαμβανομένης διά πλειοψηφίας των δύο τρίτων του όλου αριθμού των μελών αυτής.
Οι υπό της ελληνικής και της τουρκικής Κοινοτικής Συνελεύσεως ψηφιζόμενοι νόμοι ή αι λαμβανόμεναι αποφάσεις, αφού υπογραφώσιν υπό του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας αντιστοίχως, εντός δέκα πέντε ημερών από της παρ’ αυτών λήψεως των νόμων ή αποφάσεων τούτων, δημοσιεύονται αμέσως εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Ο κοινοτικός νόμος ισχύει, πλην αν άλλη ημερομηνία ρητώς ορίζεται εν αυτών, από της εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας δημοσιεύσεως αυτού.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εν σχέσει προς την ελληνικήν Κοινοτικήν Συνέλευσιν και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας εν σχέσει προς την τουρκικήν Κοινοτικήν Συνέλευσιν δύνανται εντός προθεσμίας δέκα πέντε ημερών από της υπ’ αυτών λήψεως παντός νόμου ή αποφάσεως της αντιστοίχου Κοινοτικής Συνελεύσεως ν’ αναπέμψωσι τον νόμον ή την απόφασιν ταύτην εις την Κοινοτικήν Συνέλευσιν προς επανεξέτασιν.
Εάν η ενδιαφερομένη Κοινοτική Συνέλευσις εμμείνει επί του αναπεμφθέντος νόμου ή αποφάσεως, ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, αναλόγως της περιπτώσεως, θα υπογράφωσι και δημοσιεύωσι τον νόμον ή την απόφασιν, συμφώνως προς τας διατάξεις του αμέσως προηγουμένου άρθρου.
106. Τα μέλη των Κοινοτικών Συνελεύσεων δεν διώκονται ποινικώς και δεν ευθύνονται αστικώς ένεκεν οιασδήποτε εκφρασθείσης γνώμης ή ψήφου δοθείσης υπ’ αυτών εν τη Κοινοτική Συνελεύσει.
Τα μέλη των Κοινοτικών Συνελεύσεων δεν διώκονται, συλλαμβάνονται ή φυλακίζονται, εφ’ όσον χρόνον εξακολουθώσι να είναι μέλη αυτών άνευ αδείας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Άδεια δεν απαιτείται επί ποινικού αδικήματος αυτοφώρου τιμωρουμένου διά φυλακίσεως πέντε ετών και άνω.
Εις την περίπτωσιν ταύτην το Ανώτατον Δικαστήριον ειδοποιούμενον παρευθύς υπό της αρμοδίας αρχής αποφασίζει επί της παροχής ή μη της αδείας συνεχίσεως της διώξεως ή της κρατήσεως, αναλόγως της περιπτώσεως, εφ’ όσον ο αδικοπραγήσας εξακολουθεί να είναι μέλος της Κοινοτικής Συνελεύσεως.
Εάν το Ανώτατον Δικαστήριον αρνηθεί να παράσχει την άδειαν προς δίωξιν του μέλους της Κοινοτικής Συνελεύσεως, ο χρόνος, καθ’ όν το μέλος τούτο δεν δύναται να διωχθεί, δεν συνυπολογίζεται εις τον χρόνον της παραγραφής του περί ού πρόκειται αδικήματος.
Εάν το Ανώτατον Δικαστήριον αρνηθεί να παράσχει την άδειαν προς εκτέλεσιν αποφάσεως φυλακίσεως, επιβληθείσης εις μέλος Κοινοτικής Συνελεύσεως υπό αρμοδίου δικαστηρίου, η εκτέλεσις της αποφάσεως ταύτης αναβάλλεται, μέχρις ού ο καταδικασθείς παύσει να είναι μέλος της Κοινοτικής Συνελεύσεως.
Κενούται η έδρα μέλους Κοινοτικής Συνελεύσεως:
(α) λόγω θανάτου αυτού, ή
(β) δι’ εγγράφου παραιτήσεως αυτού, ή
(γ) διά της επελεύσεως οιασδήποτε περιπτώσεως εκ των αναφερομένων εν τω εδαφίω (γ) ή (δ) του άρθρου 95 ή διά της απωλείας της ιθαγενείας της Δημοκρατίας ή εάν παύσει να έχει τα προσόντα να εγγραφεί εις τον αντίστοιχον εκλογικόν κοινοτικόν κατάλογον ως εκλογεύς, ή
(δ) διά της αναλήψεως αξιώματος ή θέσεως εκ των εν άρθρω 101 αναφερομένων.
Η ελληνική και η τουρκική κοινότης δικαιούνται να λαμβάνωσι παρά της ελληνικής ή της τουρκικής Κυβερνήσεως αντιστοίχως επιχορηγήσεις διά τα εκπαιδευτικά, μορφωτικά, αθλητικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα, άτινα ανήκουσιν αντιστοίχως εις την ελληνικήν ή την τουρκικήν κοινότητα.
Επίσης, οσάκις η ελληνική ή η τουρκική κοινότης θεωρεί ότι δεν έχει τον αναγκαίον αριθμόν διδασκάλων, καθηγητών ή κληρικών διά την λειτουργίαν των ιδρυμάτων αυτής, η κοινότης θα δικαιούται να λάβει και χρησιμοποιήσει το απολύτως αναγκαίον προς αντιμετώπισιν των αναγκών αυτής προσωπικόν, όπερ η ελληνική ή η τουρκική Κυβέρνησις αντιστοίχως θέλουσι παράσχει.
Εκάστη θρησκευτική ομάς, ήτις συμφώνως τη Τρίτη παραγράφω του άρθρου 2 επελέξατο εκατέραν κοινότητα, δικαιούται όπως αντιπροσωπεύηται εν τη Κοινοτική Συνελεύσει της κοινότητος, ήν η ομάς επελέξατο, ως ο οικείος κοινοτικός νόμος θέλει ορίσει, διά μέλους ή μελών της θρησκευτικής ομάδος εκλεγομένης υπό ταύτης.
Η αυτοκέφαλος ελληνική ορθόδοξος Εκκλησία της Κύπρου θα συνεχίσει έχουσα το αποκλειστικόν δικαίωμα ρυθμίσεως και διοικήσεως των εσωτερικών αυτής υποθέσεων και της περιουσίας αυτής συμφώνως τοις Ιεροίς Κανόσι και τω εν ισχύϊ Καταστατικώ Χάρτη αυτής. Η ελληνική Κοινοτική Συνέλευσις δεν δύναται όπως ενεργεί αντιθέτως προς το ειρημένον δικαίωμα της ελληνικής ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου.
Το ίδρυμα του βακουφίου και αι αρχαί και οι νόμοι περί των βακουφίων ως και οι αναφερόμενοι εις βακούφια αναγνωρίζονται υπό του Συντάγματος. Παν θέμα καθ’ οιονδήποτε τρόπον επηρεάζον ή σχέσιν έχον προς το ίδρυμα του βακουφίου ή των βακουφίων ή οιανδήποτε ιδιοκτησίαν των βακουφίων περιλαμβανομένης της ιδιοκτησίας των τεμενών και οιουδήποτε ετέρου μουσουλμανικού θρησκευτικού ιδρύματος διοικείται μόνον συμφώνως τοις νόμοις και αρχαίς των βακουφίων και τοις νόμοις και κανονισμοίς, ούς ψηφίζει η τουρκική Κοινοτική Συνέλευσις. Ουδεμία νομοθετική, εκτελεστική ή άλλη πράξις επιτρέπεται όπως παραβεί τους εν λόγω νόμους ή αρχάς των βακουφίων και τους σχετικούς νόμους και κανονισμούς της τουρκικής Κοινοτικής Συνελεύσεως ή δύναται να επικρατήσει τούτων ή να επέμβει εις τούτους.
Εκάστη εκκλησία θρησκευτικής ομάδος, δι’ ήν ισχύουσιν αι διατάξεις της τρίτης παραγράφου του άρθρου 2, θα συνεχίσει έχουσα από της ημερομηνίας της ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος παν δικαίωμα σχετικόν προς θρησκευτικά θέματα όπερ έχει συμφώνως τω ισχύοντι αμέσως προ της ειρημένης ημερομηνίας νόμω της αποικίας της Κύπρου.
(1Α).- Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος παν ζήτημα των ανηκόντων εις την ελληνικήν ορθόδοξον Εκκλησίαν ή εις θρησκευτικήν ομάδα, δι’ ήν ισχύουσιν αι διατάξεις της τρίτης παραγράφου του άρθρου 2, σχέσιν έχον προς τον αρραβώνα, τον γάμον, το κύρος του γάμου, διέπεται από της ημερομηνίας της ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος υπό του εκκλησιαστικού νόμου της ελληνικής ορθοδόξου Εκκλησίας ή υπό του εκκλησιαστικού νόμου εκάστης θρησκευτικής ομάδος, αναλόγως της περιπτώσεως. Νόμος θέλει προβλέψει για τις λοιπές εν γένει οικογενειακές σχέσεις, περιλαμβανομένου του διαζυγίου.
Νόμος θέλει προβλέψει περί της ενώπιον Επισκόπου αποπείρας συνδιαλλαγής ή της πνευματικής λύσης του γάμου.
1Β. Παν ζήτημα των ανηκόντων στην ελληνική ορθόδοξη Εκκλησία και των ανηκόντων σε θρησκευτική ομάδα για την οποία ισχύουν οι διατάξεις της παραγράφου (3) του Άρθρου 2, το οποίο σχετίζεται με τον γάμο, το κύρος του γάμου, το διαζύγιο, τον χωρισμό από κοίτης και τραπέζης, τη συνοίκηση των συζύγων ή τις οικογενειακές σχέσεις διαγιγνώσκεται από οικογενειακά δικαστήρια, ως νόμος θέλει ορίσει.
(2). [Διαγράφηκε].
(3). [Διαγράφηκε].
(4).- Νόμος θέλει προβλέψει για την έφεση κατά των αποφάσεων των οικογενειακών δικαστηρίων.
(5).- Ανεξαρτήτων των διατάξεων της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου εις τους ανήκοντας εις την Ελληνικήν Κοινότητα ή στην ελληνικήν ορθόδοξον Εκκλησίαν ή σε θρησκευτική ομάδα για την οποία ισχύουν οι διατάξεις της παραγράφου (3) του Άρθρου 2 προσφέρεται η ελεύθερη επιλογή πολιτικού γάμου.
(6).-Ουδέν εκ των εν τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου διαλαμβανομένων δύναται να παρεμποδίσει την εφαρμογήν των διατάξεων της πέμπτης παραγράφου του άρθρου 90 προκειμένης εκτελέσεως οιασδήποτε αποφάσεως ή διαταγής παντός εκκλησιαστικού δικαστηρίου.