91Η.-(1) Το Δικαστήριο δύναται, ύστερα από αίτηση, του οφειλέτη, του πιστωτή, του εργοδότη, ή άλλου επηρεαζόμενου προσώπου ή και αυτεπάγγελτα, να διατάξει τη διαφοροποίηση, αναστολή ή ακύρωση διατάγματος αποκοπής απολαβών.
(2) ο εξ αποφάσεως οφειλέτης δύναται να υποβάλει αίτηση εάν η οικονομική του κατάσταση και οι ανάγκες του έχουν αλλάξει από την ημερομηνία διεξαγωγής της τελευταίας έρευνας δυνάμει του Μέρους VIII. Το Δικαστήριο δύναται να αποδεχθεί την αίτηση εάν αποδειχθεί προς ικανοποίηση του ότι η συνέχιση της αποκοπής του ποσού που αναφέρεται στο διάταγμα θα προξενήσει στον οφειλέτη ουσιαστικές δυσχέρειες στην αντιμετώπιση βασικών βιοτικών αναγκών του ιδίου ή της οικογένειας του σε περίπτωση που το διάταγμα κατάσχεσης απολαβών δε διαφοροποιηθεί, ανασταλεί ή ακυρωθεί ή για οποιοδήποτε λόγο το Δικαστήριο κρίνει λογικό.
(3) Στις περιπτώσεις που διάταγμα αποκοπής απολαβών διαφοροποιείται, ακυρώνεται ή αναστέλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου επιδίδεται στον εργοδότη αντίγραφο του νέου διατάγματος με το οποίο ο εργοδότης οφείλει να συμμορφωθεί.
(4) Το Δικαστήριο δύναται να διαφοροποιήσει διάταγμα αποκοπής απολαβών ύστερα από αίτηση του εξ αποφάσεως πιστωτή εάν αυτός αποδείξει ότι η οικονομική κατάσταση ή ανάγκες του οφειλέτη έχουν αλλάξει προς το καλύτερο από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος ή της τελευταίας διαφοροποίησης του.
(5) Σε περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται διάταγμα αποκοπής απολαβών ως εργοδότης του οφειλέτη, παύσει να εργοδοτεί τον οφειλέτη, το διάταγμα αυτό κατόπιν αίτησης του εργοδότη αναστέλλεται, εκτός εάν το Δικαστήριο απευθύνει το διάταγμα στο νέο εργοδότη του οφειλέτη σε περίπτωση που αυτός είναι γνωστός.