4. –(1) Εάν Φαρμακοποιός καταδικασθή υπό Δικαστηρίου δι’ οιονδήποτε αδίκημα το οποίον, κατά την κρίσιν του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ενέχει ηθικήν αισχρότητα ή εάν Φαρμακοποιός είναι, κατά την κρίσιν του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ένοχος ατιμωτικής ή επονειδίστου διαγωγής ή διαγωγής ασυμβιβάστου προς το φαρμακευτικόν επάγγελμα ή εάν ούτος επέτυχε την εγγραφήν του ως Φαρμακοποιού δυνάμει του περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου διά ψευδών ή δολίων παραστάσεων, το Πειθαρχικόν Συμβούλιον δύναται-
(α) να διατάξη την εκ του Μητρώου Εγγραφής Φαρμακοποιών διαγραφήν του ονόματος αυτού.
(β) να διατάξη αναστολήν ασκήσεως του φαρμακευτικού επαγγέλματος διά τοιαύτην χρονικήν περίοδον οίαν το Πειθαρχικόν Συμβούλιον ήθελε κρίνει πρέπουσαν.
(γ) να διατάξη όπως ο Φαρμακοποιός πληρώση υπό τύπον προστίμου ποσόν μη υπερβαίνον τας πεντακοσίας λίρας.
(δ) να επιβάλη εις τον Φαρμακοποιόν την ποινήν της επιπλήξεως ή της εγγράφου επιπλήξεως.
(ε) να εκδώση τοιούτο διάταγμα όσον αφορά την πληρωμήν των εξόδων της πειθαρχικής διαδικασίας οίον το Πειθαρχικόν Συμβούλιον ήθελε κρίνει υπό τας περιστάσεις εύλογον :
Νοείται ότι εις λίαν εξαιρετικάς περιπτώσεις καθ’ ας νέα αθωωτικά αποδεικτικά στοιχεία μη διαθέσιμα κατά την ακρόασιν της ποινικής υποθέσεως καθίστανται διαθέσιμα και δύνανται να προσαχθώσιν ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά την πειθαρχικήν διαδικασίαν, το Πειθαρχικόν Συμβούλιον κέκτηται εξουσίαν όπως εξετάση τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία και προβή εις επανεκτίμησιν των γεγονότων επί τη βάσει των οποίων ο Φαρμακοποιός κατεδικάσθη.
(2) Φαρμακοποιός διωχθείς διά ποινικόν αδίκημα και μη ευρεθείς ένοχος δεν δύναται να διωχθή πειθαρχικώς επί τη αυτή κατηγορία, δύναται όμως να διωχθή διά πειθαρχικόν αδίκημα προκύπτον εκ διαγωγής αυτού η οποία σχετίζεται μεν προς την ποινικήν υπόθεσιν αλλά δεν εγείρει το αυτό επίδικον θέμα ως το της κατηγορίας κατά την ποινικήν δίωξιν.
(3) Η διαπίστωσις των πραγματικών περιστατικών εν αποφάσει εκδοθείση εν αγωγή Πολιτικού Δικαστηρίου εις ην Φαρμακοποιός υπήρξε διάδικος γίνεται δεκτή υπό του Πειθαρχικού Συμβουλίου ως εκ πρώτης όψεως (prima facie) μαρτυρία.
4. –(1) Εάν Φαρμακοποιός καταδικασθή υπό Δικαστηρίου δι’ οιονδήποτε αδίκημα το οποίον, κατά την κρίσιν του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ενέχει ηθικήν αισχρότητα ή εάν Φαρμακοποιός είναι, κατά την κρίσιν του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ένοχος ατιμωτικής ή επονειδίστου διαγωγής ή διαγωγής ασυμβιβάστου προς το φαρμακευτικόν επάγγελμα ή εάν ούτος επέτυχε την εγγραφήν του ως Φαρμακοποιού δυνάμει του περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου διά ψευδών ή δολίων παραστάσεων, το Πειθαρχικόν Συμβούλιον δύναται-
(α) να διατάξη την εκ του Μητρώου Εγγραφής Φαρμακοποιών διαγραφήν του ονόματος αυτού.
(β) να διατάξη αναστολήν ασκήσεως του φαρμακευτικού επαγγέλματος διά τοιαύτην χρονικήν περίοδον οίαν το Πειθαρχικόν Συμβούλιον ήθελε κρίνει πρέπουσαν.
(γ) να διατάξη όπως ο Φαρμακοποιός πληρώση υπό τύπον προστίμου ποσόν μη υπερβαίνον τας πεντακοσίας λίρας.
(δ) να επιβάλη εις τον Φαρμακοποιόν την ποινήν της επιπλήξεως ή της εγγράφου επιπλήξεως.
(ε) να εκδώση τοιούτο διάταγμα όσον αφορά την πληρωμήν των εξόδων της πειθαρχικής διαδικασίας οίον το Πειθαρχικόν Συμβούλιον ήθελε κρίνει υπό τας περιστάσεις εύλογον :
Νοείται ότι εις λίαν εξαιρετικάς περιπτώσεις καθ’ ας νέα αθωωτικά αποδεικτικά στοιχεία μη διαθέσιμα κατά την ακρόασιν της ποινικής υποθέσεως καθίστανται διαθέσιμα και δύνανται να προσαχθώσιν ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά την πειθαρχικήν διαδικασίαν, το Πειθαρχικόν Συμβούλιον κέκτηται εξουσίαν όπως εξετάση τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία και προβή εις επανεκτίμησιν των γεγονότων επί τη βάσει των οποίων ο Φαρμακοποιός κατεδικάσθη.
(2) Φαρμακοποιός διωχθείς διά ποινικόν αδίκημα και μη ευρεθείς ένοχος δεν δύναται να διωχθή πειθαρχικώς επί τη αυτή κατηγορία, δύναται όμως να διωχθή διά πειθαρχικόν αδίκημα προκύπτον εκ διαγωγής αυτού η οποία σχετίζεται μεν προς την ποινικήν υπόθεσιν αλλά δεν εγείρει το αυτό επίδικον θέμα ως το της κατηγορίας κατά την ποινικήν δίωξιν.
(3) Η διαπίστωσις των πραγματικών περιστατικών εν αποφάσει εκδοθείση εν αγωγή Πολιτικού Δικαστηρίου εις ην Φαρμακοποιός υπήρξε διάδικος γίνεται δεκτή υπό του Πειθαρχικού Συμβουλίου ως εκ πρώτης όψεως (prima facie) μαρτυρία.