5.–(1) Πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου άρχεται -
(α) υπό του Πειθαρχικού Συμβουλίου αυτεπαγγέλτως.
(β) υπό του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας.
(γ) υπό του Υπουργού.
(δ) επί τη προς το Πειθαρχικόν Συμβούλιον καταγγελία οιουδήποτε Δικαστηρίου ή του Συμβουλίου ή της Επιτροπής οιουδήποτε Τοπικού Φαρμακευτικού Συλλόγου.
(ε) δι’ αιτήσεως τη αδεία του Πειθαρχικού Συμβουλίου, οιουδήποτε ατόμου όπερ έχει εύλογον αιτίαν παραπόνου κατά της διαγωγής του Φαρμακοποιού.
(2) Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον, εν τη ασκήσει της πειθαρχικής αυτού εξουσίας, κέκτηται, εφ’ όσον τούτο είναι πρακτικώς δυνατόν, πάσας τας υπό του Δικαστηρίου εν τη ακροάσει συνοπτικώς ποινικής υποθέσεως κεκτημένας εξουσίας και ασκεί την πειθαρχικήν αυτού εξουσίαν ως Δικαστήριον εν τη ασκήσει της συνοπτικής ποινικής αυτού διαδικασίας.
(3) Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον δύναται να εκδίδη, τη εγκρίσει του Υπουργικού Συμβουλίου, Κανονισμούς ρυθμίζοντας την άσκησιν των ιδίων αυτού αρμοδιοτήτων, τα της εσωτερικής αυτού λειτουργίας, την ενώπιον αυτού διαδικασίαν και παν έτερον συναφές θέμα το οποίον δυνάμει του παρόντος Νόμου χρήζει ή είναι επιδεκτικόν ρυθμίσεως :
Νοείται ότι, μέχρις ότου εκδοθώσι τοιούτοι Κανονισμοί, αι σχετικαί πρόνοιαι των υπό του Συμβουλίου Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων εκδοθεισών και δημοσιευθεισών υπ’ αριθμόν γνωστοποιήσεως 220 εις το Τρίτον Παράρτημα της επισήμου εφημερίδος της Δημοκρατίας της 2ας Ιουνίου 1949, μονίμων Διατάξεων θα εξακολουθήσωσιν εφαρμοζόμεναι εφ’ όσον δεν αντίκεινται προς τας διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(4) Πάσα απόφασις του Πειθαρχικού Συμβουλίου θα θεωρήται ως Διάταγμα Δικαστηρίου ασκούντος συνοπτικήν διαδικασίαν και θα εκτελήται κατά τον αυτόν τρόπον ως και διάταγμα του Δικαστηρίου τούτου.
5.–(1) Πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου άρχεται -
(α) υπό του Πειθαρχικού Συμβουλίου αυτεπαγγέλτως.
(β) υπό του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας.
(γ) υπό του Υπουργού.
(δ) επί τη προς το Πειθαρχικόν Συμβούλιον καταγγελία οιουδήποτε Δικαστηρίου ή του Συμβουλίου ή της Επιτροπής οιουδήποτε Τοπικού Φαρμακευτικού Συλλόγου.
(ε) δι’ αιτήσεως τη αδεία του Πειθαρχικού Συμβουλίου, οιουδήποτε ατόμου όπερ έχει εύλογον αιτίαν παραπόνου κατά της διαγωγής του Φαρμακοποιού.
(2) Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον, εν τη ασκήσει της πειθαρχικής αυτού εξουσίας, κέκτηται, εφ’ όσον τούτο είναι πρακτικώς δυνατόν, πάσας τας υπό του Δικαστηρίου εν τη ακροάσει συνοπτικώς ποινικής υποθέσεως κεκτημένας εξουσίας και ασκεί την πειθαρχικήν αυτού εξουσίαν ως Δικαστήριον εν τη ασκήσει της συνοπτικής ποινικής αυτού διαδικασίας.
(3) Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον δύναται να εκδίδη, τη εγκρίσει του Υπουργικού Συμβουλίου, Κανονισμούς ρυθμίζοντας την άσκησιν των ιδίων αυτού αρμοδιοτήτων, τα της εσωτερικής αυτού λειτουργίας, την ενώπιον αυτού διαδικασίαν και παν έτερον συναφές θέμα το οποίον δυνάμει του παρόντος Νόμου χρήζει ή είναι επιδεκτικόν ρυθμίσεως :
Νοείται ότι, μέχρις ότου εκδοθώσι τοιούτοι Κανονισμοί, αι σχετικαί πρόνοιαι των υπό του Συμβουλίου Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων εκδοθεισών και δημοσιευθεισών υπ’ αριθμόν γνωστοποιήσεως 220 εις το Τρίτον Παράρτημα της επισήμου εφημερίδος της Δημοκρατίας της 2ας Ιουνίου 1949, μονίμων Διατάξεων θα εξακολουθήσωσιν εφαρμοζόμεναι εφ’ όσον δεν αντίκεινται προς τας διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(4) Πάσα απόφασις του Πειθαρχικού Συμβουλίου θα θεωρήται ως Διάταγμα Δικαστηρίου ασκούντος συνοπτικήν διαδικασίαν και θα εκτελήται κατά τον αυτόν τρόπον ως και διάταγμα του Δικαστηρίου τούτου.