6.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου χορηγείται εις βουλευτήν, όστις έχει συμπληρώσει συντάξιμον υπηρεσίαν, ετησία σύνταξις αντιπροσωπεύουσα τα τρία εξακοσιοστά εξηκοστά των ετησίων αυτού απολαβών κατά την ημερομηνίαν της αποχωρήσεως αυτού από του βουλευτικού αξιώματος πολλαπλασιαζόμενα επί τους μήνας υπηρεσίας αλλά μη υπερβαίνουσα τα τρία τέταρτα των απολαβών κατά την ημερομηνίαν της αποχωρήσεως του:
(1Α) Η σύνταξη Βουλευτή που υπολογίζεται και χορηγείται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου προσαυξάνεται περαιτέρω κατά το ένα δέκατο (1/10) του ποσού του μέσου σταθμικού όρου των τελευταίων αυξήσεων στη βουλευτική αποζημίωση που δόθηκαν σε οποιοδήποτε χρόνο πριν από την αποχώρηση του συνταξιοδοτούμενου Βουλευτή.
(2) Η εν τω εδαφίω (1) προβλεπομένη σύνταξις καταβάλλεται εις μηνιαίας δόσεις της πρώτης αρχομένης από της επομένης της συμπληρώσεως του εξηκοστού έτους της ηλικίας του συνταξιοδοτουμένου, εάν όμως ούτος συνεχίζη να κατέχη το αξίωμα μετά την συμπλήρωσιν του εξηκοστού έτους η καταβολή της συντάξεως άρχεται από της επομένης της αποχωρήσεως του.
(3) Η καταβολή της εν τω εδαφίω (1) συντάξεως αναστέλλεται εις ην περίπτωσιν ο συνταξιοδοτούμενος ήθελεν αναλάβει οιονδήποτε έτερον λειτούργημα ή αξίωμα εν τη Δημοκρατία και κατά την διάρκειαν της ασκήσεως του τοιούτου λειτουργήματος ή αξιώματος.