18.(1) Κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε προσωπικής συνέντευξης πραγματοποιείται με τον αιτητή, στα πλαίσια είτε της ταχύρυθμης είτε της κανονικής διαδικασίας εξέτασης αιτήσεων, κανένα πρόσωπο πλην του αιτητή, του δικηγόρου ή του νομικού του συμβούλου, του αρμόδιου λειτουργού, του κηδεμόνα ανηλίκου και του αναγκαίου διερμηνέα δύναται να παρευρίσκεται, εκτός εάν άλλως ζητήσει ο ίδιος ο αιτητής.
(2) Κατά την υποβολή της αίτησης, παρέχονται στον αιτητή δωρεάν υπηρεσίες διερμηνέα, όπου αυτό είναι αναγκαίο, και για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου θεωρείται ότι αυτό είναι πάντοτε αναγκαίο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η Υπηρεσία Ασύλου καλεί τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη και δεν είναι δυνατή η απαραίτητη επικοινωνία χωρίς τις υπηρεσίες αυτές.
(2Α) Ο αρμόδιος λειτουργός, που διεξάγει προσωπική συνέντευξη σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, συντάσσει γραπτή έκθεση η οποία περιλαμβάνει τις βασικές πληροφορίες σχετικά με την αίτηση, όπως τις παρέθεσε ο αιτητής σύμφωνα με το άρθρο 16.
(2Β)(α) Μετά την έκδοση απόφασης του Προϊσταμένου επί της αίτησης, η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά ώστε ο αιτητής να έχει πρόσβαση στην έκθεση για την προσωπική συνέντευξη, για να μπορέσει να προετοιμασθεί και να ασκηθεί σε εύθετο χρόνο, κατά της τυχόν απορριπτικής απόφασης του Προϊστάμενου, διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής δυνάμει του άρθρου 28Ε του παρόντος Νόμου ή προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
(β) Η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει στον αιτητή πρόσβαση στην έκθεση για την προσωπική συνέντευξη σύμφωνα με την παράγραφο (α) -
(i) μέσα σε πέντε εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης του Προϊστάμενου στον αιτητή ή στο δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο που τον εκπροσωπεί νόμιμα, σε περίπτωση που η αίτηση του αιτητή εξετάστηκε με την ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων του άρθρου 12Δ, ή
(ii) μέσα σε δέκα εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης του Προϊσταμένου στον αιτητή ή στο δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο που τον εκπροσωπεί νόμιμα, σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση από την αναφερόμενη στην υποπαράγραφο (i).
(2Γ) Τα εδάφια (2Α) και (2Β) εφαρμόζονται επί της συνάντησης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 13Α, τηρουμένων των αναλογιών.
(3) Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας γίνεται σε εξατομικευμένη, βάση αντικειμενικά και αμερόληπτα, και περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση:
(α) όλων των σχετικών με την αίτηση στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά το χρόνο λήψης απόφασης, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους,
(β) των συναφών δηλώσεων και εγγράφων που υπέβαλε ο αιτητής, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων σχετικά με το εάν ο αιτητής έχει ήδη ή ενδέχεται να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη,
(γ) την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτητή, οι συνθήκες στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη,
(δ) εάν οι δραστηριότητες του αιτητή από τότε που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ανελήφθησαν με αποκλειστικό ή κύριο σκοπό τη δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών για την υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν ο ενδιαφερόμενος θα εκτεθεί, συνεπεία των δραστηριοτήτων αυτών, σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στην εν λόγω χώρα,
(ε) εάν θα ήταν εύλογο να αναμένεται ότι ο αιτητής θα θέσει εαυτόν υπό την προστασία άλλης χώρας, την ιθαγένεια της οποίας θα μπορούσε να διεκδικήσει.
(4) Το γεγονός ότι ο αιτητής έχει ήδη υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη ή άμεσες απειλές τέτοιας δίωξης ή βλάβης αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος του αιτητή ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να πιστεύει κάποιος ότι η εν λόγω δίωξη ή η σοβαρή βλάβη δεν θα επαναληφθεί.
(5) Εναπόκειται στον αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας. Οσάκις ορισμένες πτυχές των δηλώσεων του αιτητή δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, οι πτυχές αυτές δεν χρειάζονται επιβεβαίωση, όταν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι
(α) ο αιτητής έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του,
(β) έχουν υποβληθεί όλα τα συναφή στοιχεία, τα οποία έχει ο αιτητής στη διάθεσή του και έχει δοθεί ικανοποιητική εξήγηση για τη τυχόν έλλειψη άλλων λυσιτελών στοιχείων,
(γ) οι δηλώσεις του αιτούντος θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς και δεν έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία που αφορούν την περίπτωση του,
(δ)ο αιτητής αιτήθηκε την παροχή διεθνούς προστασίας το συντομότερο δυνατό, εκτός εάν αποδείξει ότι υπήρχε σοβαρός λόγος που τον εμπόδισε να το πράξει,
(ε) η γενική αξιοπιστία του αιτητή είναι αποδεδειγμένη.
(6) Η Υπηρεσία Ασύλου καθώς και όλες οι εμπλεκόμενες στην εφαρμογή του παρόντος Νόμου αρχές της Δημοκρατίας λαμβάνουν υπόψη την ειδική κατάσταση των ευάλωτων προσώπων, όπως οι ανήλικοι, οι ασυνόδευτοι ανήλικοι, τα πρόσωπα με ειδικές ανάγκες, οι ηλικιωμένοι, οι έγκυοι, οι άγαμοι γονείς που έχουν ανήλικα τέκνα , τα θύματα εμπορίας προσώπων, πρόσωπα με πνευματικές διαταραχές και πρόσωπα που υπήρξαν θύματα βασανιστηρίων, βιασμού ή άλλων σοβαρών μορφών ψυχολογικής, σωματικής και σεξουαλικής βίας. Το παρόν εδάφιο τυγχάνει εφαρμογής μόνο στα πρόσωπα για τα οποία διαπιστώνεται ότι έχουν ειδικές ανάγκες μετά από εξατομικευμένη αξιολόγηση της περίπτωσής τους.
(7) Κάθε απόφαση του Προϊσταμένου είναι γραπτή και κοινοποιείται, σε εύλογο χρόνο, στον αιτητή ή στο δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο που τον εκπροσωπεί νόμιμα.
(7Α)(α) Οι αποφάσεις επί των αιτήσεων λαμβάνονται μετά τη δέουσα εξέταση των αιτήσεων, σε εξατομικευμένη βάση, αντικειμενικά και αμερόληπτα, μετά από τη λήψη συγκεκριμένων και ακριβών πληροφοριών από διάφορες πηγές, όπως την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, ως προς τη γενική κατάσταση στις χώρες ιθαγένειας των αιτητών, και όπου χρειάζεται, στις χώρες μέσω των οποίων διήλθαν.
(β) Ο Προϊστάμενος και το προσωπικό το οποίο είναι υπεύθυνο για την προκαταρκτική εξέταση των αιτήσεων και την υποβολή εισηγήσεων για απόφαση έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) και οφείλουν να γνωρίζουν τις συναφείς προδιαγραφές που εφαρμόζονται στον τομέα της νομοθεσίας περί ασύλου και προσφύγων.
(γ) Δεν απορρίπτεται η αίτηση και δεν αποκλείεται η εξέτασή της εκ μόνου του γεγονότος ότι δεν υποβλήθηκε το ταχύτερο δυνατό.
(δ) Ανεξάρτητα από την παράγραφο (α), ο Προϊστάμενος δύναται, για τους σκοπούς της παραγράφου (α) του εδαφίου (4) του άρθρου 11, να λαμβάνει μία μόνο απόφαση που να καλύπτει την αίτηση του αιτητή και των εξαρτώμενών του προσώπων, εφόσον η αίτηση βασίζεται στους ίδιους λόγους.
(ε) Με την επιφύλαξη των άρθρων 16Α, 16Β και 16Γ, ο Προϊστάμενος απορρίπτει την αίτηση ως αβάσιμη μόνο αν διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως πρόσφυγας.
(7Β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος απορρίπτει αίτηση-
(α) αναφέρει στην απόφασή του τους πραγματικούς και νομικούς λόγους της απόρριψης, και
(β) ενημερώνει με την απόφασή του τον αιτητή περί του δικαιώματός του να προσφύγει κατά της απόφασης στην Αναθεωρητική Αρχή δυνάμει του άρθρου 28Ε του παρόντος Νόμου ή στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για τη φύση και μορφή αυτών των προσφυγών και για τις προθεσμίες άσκησής τους σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις.
(7Γ) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (7Β), δεν υπάρχει υποχρέωση οι αποφάσεις του Προϊσταμένου να αναφέρονται στους λόγους μη χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα ή του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον χορηγείται στον αιτητή καθεστώς που παρέχει τα ίδια δικαιώματα με αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 21 ή 19, αντίστοιχα. Στις περιπτώσεις αυτές, ο Προϊστάμενος μεριμνά ώστε οι λόγοι μη χορήγησης του καθεστώτος διεθνούς προστασίας να αναφέρονται στο φάκελο του αιτητή και να έχει πρόσβαση στο φάκελο αυτό ο αιτητής κατόπιν αιτήματός του.
(7Δ) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (7Β), ο Προϊστάμενος δεν υποχρεούται να παρέχει γραπτώς πληροφορίες για τις θεραπείες που έχει ο αιτητής για να προσφύγει κατά της απόφασης με την οποία απορρίπτεται η αίτησή του, όταν ο αιτητής ενημερώθηκε για αυτές τις θεραπείες σε προηγούμενο στάδιο, είτε γραπτώς ή με ηλεκτρονικό μέσο στο οποίο ο αιτητής έχει πρόσβαση.
(7Ε) Ο Προϊστάμενος ενημερώνει τον αιτητή, σε γλώσσα την οποία ευλόγως θεωρεί ότι ο αιτητής κατανοεί, για το αποτέλεσμα της απόφασής του και για το δικαίωμα του αιτητή το οποίο αναφέρεται στο εδάφιο (7Β)(β), καθώς και για τις προθεσμίες άσκησης αυτού.
(8) Ο αιτητής, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, έχει δικαίωμα εκπροσώπησης από δικηγόρο ή από νομικό σύμβουλο.
(9) Τόσο το γεγονός της υποβολής της αίτησης, όσο και οποιαδήποτε πληροφορία, η οποία σχετίζεται με την αίτηση, παραμένουν εμπιστευτικά και σε καμία περίπτωση δεν αποκαλύπτονται στις αρχές της χώρας ιθαγένειας του αιτητή, ή σε άλλο φορέα δίωξής του, ούτε και ζητείται οποιαδήποτε πληροφορία αναφορικά με τον αιτητή από τη χώρα ιθαγένειας ή άλλο φορέα δίωξής του κατά τρόπο που θα είχε ως αποτέλεσμα να αποκαλυφθεί στη χώρα ιθαγένειας ή άλλο φορέα δίωξης άμεσα το γεγονός ότι ο αιτητής έχει υποβάλει αίτηση και να θέσει σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα του αιτητή και των εξαρτώμενων από αυτόν προσώπων ή την ελευθερία και ασφάλεια των μελών της οικογένειάς του που εξακολουθούν να ζουν στη χώρα ιθαγένειας.
(10) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (3) του άρθρου 11Β, οι αρνητικές αποφάσεις της Υπηρεσίας Ασύλου-
(α) καθίστανται εκτελεστές όταν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για άσκηση προσφυγής στην Αναθεωρητική Αρχή δυνάμει του άρθρου 28Ε∙
(β) καθίστανται ανεκτέλεστες όταν ασκηθεί κατ’ αυτών εμπρόθεσμη προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή δυνάμει του άρθρου 28Ε:
(11) Οι θετικές αποφάσεις της Υπηρεσίας Ασύλου καθίστανται εκτελεστές με την κοινοποίησή τους στον αιτητή. Η απόφαση του Προϊσταμένου με την οποία χορηγείται σε αιτητή καθεστώς πρόσφυγα συνιστά θετική απόφαση. Η απόφαση του Προϊσταμένου με την οποία χορηγείται σε αιτητή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας συνιστά αρνητική απόφαση και μπορεί να προσβληθεί δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.