18.-(1)(α) Εκτός από τις περιπτώσεις όπου αίτηση απορρίφθηκε ως πρόδηλα αβάσιμη δυνάμει της υποπαραγράφου (i) της παραγράφου (α) του εδαφίου (4) του άρθρου 12, απόφαση της Αρχής να μην αναγνωρίσει αιτητή ως πρόσφυγα υπόκειται σε ιεραρχική προσφυγή ενώπιον Αναθεωρητικής Αρχής, που ασκείται μέσα σε είκοσι ημέρες από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης.
(β)(i) Η Αναθεωρητική Αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο (α) συνίσταται από τρεις νομικούς λειτουργούς, οι οποίοι υπηρετούν στη Νομική Υπηρεσία με κλίμακα Α13 ή ψηλότερη, και οι οποίοι διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για περίοδο τριών ετών.
(ii) Κάθε μέλος της Αναθεωρητικής Αρχής μπορεί να ασκεί τις δυνάμει του παρόντος Νόμου αρμοδιότητες της Αρχής, μόνο του. Σε περίπτωση όμως που η απόφαση της Αρχής Προσφύγων λαμβάνεται με σύνθεση, στην οποία μετέχει ένας τουλάχιστο Γενικός Διευθυντής, τότε η Αναθεωρητική Αρχή θα αποτελείται από τουλάχιστο δύο νομικούς λειτουργούς.
(2) Η πιο πάνω απόφαση της Αρχής δεν καθίσταται εκτελεστή πριν από την πάροδο της προθεσμίας για άσκηση ιεραρχικής προσφυγής και, σε περίπτωση άσκησης τέτοιας προσφυγής, πριν από την έκδοση εκτελεστής απόφασης σ’ αυτή.
(3) Η Αναθεωρητική Αρχή εκδίδει την απόφαση του μέσα σε ενηνήντα ημέρες από την ημερομηνία άσκησης της ιεραρχικής προσφυγής.
(4) Σε περίπτωση καταχώρησης ιεραρχικής προσφυγής με βάση το εδάφιο (1), ο αιτητής δικαιούται να παραμείνει στη Δημοκρατία μέχρι την έκδοση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής.