18.(1) Κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε προσωπικής συνέντευξης πραγματοποιείται με τον αιτητή, στα πλαίσια είτε της ταχύρυθμης είτε της κανονικής διαδικασίας εξέτασης αιτήσεων, κανένα πρόσωπο πλην του αιτητή, του δικηγόρου ή του νομικού του συμβούλου, του αρμόδιου λειτουργού, του κηδεμόνα ανηλίκου και του αναγκαίου διερμηνέα δύναται να παρευρίσκεται, εκτός εάν άλλως ζητήσει ο ίδιος ο αιτητής.
(1Α) Ο δικηγόρος ή ο νομικός σύμβουλος του αιτητή, ο οποίος παρευρίσκεται δυνάμει του εδαφίου (1) σε οποιαδήποτε προσωπική συνέντευξη η οποία πραγματοποιείται με τον αιτητή, επιτρέπεται να παρεμβαίνει μόνο στο τέλος της προσωπικής συνέντευξης.
(1Β) Ο αρμόδιος λειτουργός προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη του αιτητή, η οποία προϋποθέτει την παρουσία του αιτητή σε αυτή την συνέντευξη, ανεξαρτήτως αν ο αιτητής εκπροσωπείται από δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο. Ο αρμόδιος λειτουργός δύναται να ζητεί από τον αιτητή να απαντά αυτοπροσώπως στις υποβαλλόμενες ερωτήσεις.
(1Γ) Με την επιφύλαξη των εδαφίων (1Γ) και (1Δ) του άρθρου 10, η απουσία του δικηγόρου ή νομικού συμβούλου του αιτητή δεν εμποδίζει την Υπηρεσία Ασύλου να διεξάγει προσωπική συνέντευξη με τον αιτητή.
(2) Κατά την υποβολή της αίτησης, κατά την εξέταση της αίτησης και όποτε άλλοτε οι αρχές της Δημοκρατίας καλούν τον αιτητή, παρέχονται στον αιτητή δωρεάν υπηρεσίες διερμηνέα, όπου αυτό είναι αναγκαίο, για δε τους σκοπούς του παρόντος άρθρου θεωρείται ότι αυτό είναι πάντοτε αναγκαίο στην περίπτωση κατά την οποία η Υπηρεσία Ασύλου καλεί τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη και δεν είναι δυνατή η απαραίτητη επικοινωνία χωρίς τις υπηρεσίες αυτές.
(2Α) (α) Ο αρμόδιος λειτουργός που διεξάγει προσωπική συνέντευξη με τον αιτητή σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο-
(i) δύναται να μεριμνά για την ακουστική ή/και οπτικοακουστική καταγραφή της προσωπικής συνέντευξης και, σε τέτοια περίπτωση, λαμβάνει τα δέοντα μέτρα ώστε η καταγραφή ή/και το κείμενο της απομαγνητοφώνησης να διατίθεται σε σχέση με το φάκελο του αιτητή∙
(ii) είτε συντάσσει διεξοδική και εμπεριστατωμένη γραπτή έκθεση η οποία περιλαμβάνει όλα τα ουσιώδη στοιχεία επί των γεγονότων, είτε απομαγνητοφωνεί την τυχόν ακουστική ή/και οπτικοακουστική καταγραφή της προσωπικής συνέντευξης∙
(iii) παρέχει την ευκαιρία στον αιτητή να διατυπώσει τυχόν παρατηρήσεις ή/και να παράσχει διευκρινίσεις προφορικά ή/και γραπτώς σε σχέση με τυχόν εσφαλμένες μεταφράσεις ή παρερμηνείες που περιλαμβάνονται στην γραπτή έκθεση ή στο κείμενο της απομαγνητοφώνησης, στο τέλος της προσωπικής συνέντευξης ή εντός καθορισμένου χρονικού ορίου πριν λάβει απόφαση ο Προϊστάμενος επί της αίτησης∙
(iv) για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (iii), ενημερώνει πλήρως τον αιτητή για το περιεχόμενο της γραπτής έκθεσης ή για ουσιώδη στοιχεία του κειμένου της απομαγνητοφώνησης, με τη συνδρομή διερμηνέα εάν είναι απαραίτητο, και κατόπιν ζητά από τον αιτητή να επιβεβαιώσει ότι το περιεχόμενο της γραπτής έκθεσης ή του κειμένου της απομαγνητοφώνησης αντικατοπτρίζει σωστά την συνέντευξη· σε περίπτωση που ο αιτητής αρνείται να επιβεβαιώσει ότι το περιεχόμενο της γραπτής έκθεσης ή του κειμένου της απομαγνητοφώνησης αντικατοπτρίζει σωστά την προσωπική συνέντευξη, οι λόγοι άρνησής του καταχωρίζονται στον προσωπικό του φάκελο και η άρνηση αυτή δεν εμποδίζει τον Προϊστάμενο να λάβει απόφαση επί της αίτησης.
(β) Όταν πραγματοποιείται ακουστική ή/και οπτικοακουστική καταγραφή της προσωπικής συνέντευξης σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α) και η καταγραφή είναι παραδεκτή ως αποδεικτικό στοιχείο στις διαδικασίες άσκησης προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ο αρμόδιος λειτουργός δεν υποχρεούται να ζητήσει από τον αιτητή να επιβεβαιώσει ότι το περιεχόμενο της γραπτής έκθεσης ή του κειμένου της απομαγνητοφώνησης αντικατοπτρίζει σωστά τη συνέντευξη.
(2Β)(α) Πριν την έκδοση απόφασης του Προϊσταμένου επί της αίτησης, η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει στον αιτητή, και στον αναφερόμενο στο εδάφιο (1) του άρθρου 18δις δικηγόρο ή νομικό σύμβουλό του, πρόσβαση στην έκθεση για την προσωπική συνέντευξη ή στο κείμενο της απομαγνητοφώνησης και, με την επιφύλαξη της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου, στην τυχόν ακουστική ή/και οπτικοακουστική καταγραφή της προσωπικής συνέντευξης.
(β) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (γ) του παρόντος εδαφίου, όταν πραγματοποιείται ακουστική ή/και οπτικοακουστική καταγραφή της προσωπικής συνέντευξης, παρέχεται πρόσβαση στην καταγραφή μόνο σε περίπτωση που πρόσωπο προσφεύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά απόφασης που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(γ) Χωρίς επηρεασμό των υποπαραγράφων (iii) και (iv) της παραγράφου (α), και της παραγράφου (β), του εδαφίου (2Α) του παρόντος άρθρου, όταν η αίτηση εξετάζεται σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 12Δ, η πρόσβαση στην έκθεση ή στο κείμενο της απομαγνητοφώνησης και, κατά περίπτωση, της καταγραφής παρέχεται ταυτόχρονα με τη λήψη της απόφασης επί της αίτησης.
(δ) Η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά ώστε ο αιτητής και, εάν απαιτείται, ο αναφερόμενος στο εδάφιο (1) του άρθρου 18δις δικηγόρος ή ο νομικός σύμβουλός του, να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (7Α) του παρόντος άρθρου και στις συμβουλές που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (β) του εν λόγω εδαφίου (7Α), όταν αυτές οι πληροφορίες ή/και συμβουλές λαμβάνονται υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά τη λήψη απόφασης επί της αίτησης.
(2Γ) [Διαγράφηκε].
(3) Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας γίνεται σε εξατομικευμένη, βάση αντικειμενικά και αμερόληπτα, και περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση:
(α) όλων των σχετικών με την αίτηση στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά το χρόνο λήψης απόφασης, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους,
(β) των συναφών δηλώσεων και εγγράφων που υπέβαλε ο αιτητής, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων σχετικά με το εάν ο αιτητής έχει ήδη ή ενδέχεται να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη,
(γ) την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτητή, οι συνθήκες στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη,
(δ) εάν οι δραστηριότητες του αιτητή από τότε που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ανελήφθησαν με αποκλειστικό ή κύριο σκοπό τη δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών για την υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν ο ενδιαφερόμενος θα εκτεθεί, συνεπεία των δραστηριοτήτων αυτών, σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στην εν λόγω χώρα,
(ε) εάν θα ήταν εύλογο να αναμένεται ότι ο αιτητής θα θέσει εαυτόν υπό την προστασία άλλης χώρας, την ιθαγένεια της οποίας θα μπορούσε να διεκδικήσει.
(4) Το γεγονός ότι ο αιτητής έχει ήδη υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη ή άμεσες απειλές τέτοιας δίωξης ή βλάβης αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος του αιτητή ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να πιστεύει κάποιος ότι η εν λόγω δίωξη ή η σοβαρή βλάβη δεν θα επαναληφθεί.
(5) Εναπόκειται στον αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας. Οσάκις ορισμένες πτυχές των δηλώσεων του αιτητή δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, οι πτυχές αυτές δεν χρειάζονται επιβεβαίωση, όταν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι
(α) ο αιτητής έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του,
(β) έχουν υποβληθεί όλα τα συναφή στοιχεία, τα οποία έχει ο αιτητής στη διάθεσή του και έχει δοθεί ικανοποιητική εξήγηση για τη τυχόν έλλειψη άλλων λυσιτελών στοιχείων,
(γ) οι δηλώσεις του αιτούντος θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς και δεν έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία που αφορούν την περίπτωση του,
(δ)ο αιτητής αιτήθηκε την παροχή διεθνούς προστασίας το συντομότερο δυνατό, εκτός εάν αποδείξει ότι υπήρχε σοβαρός λόγος που τον εμπόδισε να το πράξει,
(ε) η γενική αξιοπιστία του αιτητή είναι αποδεδειγμένη.
(6) Η Υπηρεσία Ασύλου καθώς και όλες οι εμπλεκόμενες στην εφαρμογή του παρόντος Νόμου αρχές της Δημοκρατίας λαμβάνουν υπόψη την ειδική κατάσταση των ευάλωτων προσώπων, όπως οι ανήλικοι, οι ασυνόδευτοι ανήλικοι, τα πρόσωπα με ειδικές ανάγκες, οι ηλικιωμένοι, οι έγκυοι, οι άγαμοι γονείς που έχουν ανήλικα τέκνα , τα θύματα εμπορίας προσώπων, πρόσωπα με πνευματικές διαταραχές και πρόσωπα που υπήρξαν θύματα βασανιστηρίων, βιασμού ή άλλων σοβαρών μορφών ψυχολογικής, σωματικής και σεξουαλικής βίας. Το παρόν εδάφιο τυγχάνει εφαρμογής μόνο στα πρόσωπα για τα οποία διαπιστώνεται ότι έχουν ειδικές ανάγκες μετά από εξατομικευμένη αξιολόγηση της περίπτωσής τους.
(7) Κάθε απόφαση του Προϊσταμένου είναι γραπτή και κοινοποιείται, σε εύλογο χρόνο, στον αιτητή ή στο δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο που τον εκπροσωπεί νόμιμα.
(7Α)(α) Οι αποφάσεις επί των αιτήσεων λαμβάνονται μετά τη δέουσα εξέταση των αιτήσεων, σε εξατομικευμένη βάση, αντικειμενικά και αμερόληπτα, μετά από τη λήψη συγκεκριμένων και ακριβών πληροφοριών από διάφορες πηγές, όπως την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και τις σχετικές διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως προς τη γενική κατάσταση στις χώρες ιθαγένειας των αιτητών και, όπου χρειάζεται, στις χώρες μέσω των οποίων διήλθαν∙ ο Προϊστάμενος μεριμνά ώστε ο ίδιος και το προσωπικό της Υπηρεσίας Ασύλου το οποίο είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεων και την υποβολή εισηγήσεων για απόφαση να έχουν πρόσβαση στις προαναφερόμενες πληροφορίες.
(β) Ο Προϊστάμενος και το προσωπικό το οποίο είναι υπεύθυνο για την εξέταση των αιτήσεων και την υποβολή εισηγήσεων για απόφαση-
(i) Oφείλουν να γνωρίζουν τις συναφείς προδιαγραφές που εφαρμόζονται στον τομέα της νομοθεσίας περί ασύλου και προσφύγων, και
(ii) δύνανται να ζητούν συμβουλές, εφόσον είναι αναγκάιο, από εμπειρογνώμονες επί ειδικών ζητημάτων, όπως ιατρικά, πολιτιστικά ή θρησκευτικά ζητήματα ή ζητήματα που άπτονται των παιδιών ή του φύλου.
(γ) Δεν απορρίπτεται η αίτηση και δεν αποκλείεται η εξέτασή της εκ μόνου του γεγονότος ότι δεν υποβλήθηκε το ταχύτερο δυνατό.
(δ) Ανεξάρτητα από την παράγραφο (α), ο Προϊστάμενος δύναται, για σκοπούς της παραγράφου (α) ή/και (β) του εδαφίου (6) του άρθρου 11 και εφόσον η αίτηση βασίζεται στους ίδιους λόγους, να λαμβάνει μία μόνο απόφαση που να καλύπτει την αίτηση του αιτητή και των εξαρτωμένων του προσώπων, εκτός εάν αυτό θα οδηγούσε σε κοινολόγηση της ιδιαίτερης κατάστασης του αιτητή που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τα συμφέροντά του, ιδίως σε περιπτώσεις διώξεων με βάση το φύλο, τον γενετήσιο προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου ή/και την ηλικία. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο Προϊστάμενος εκδίδει ξεχωριστή απόφαση για το συγκεκριμένο πρόσωπο.
(ε) Με την επιφύλαξη του άρθρου 16Γ, ο Προϊστάμενος απορρίπτει την αίτηση ως αβάσιμη μόνο αν διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για χορήγηση διεθνούς προστασίας.
(στ) Κατά την εξέταση της αίτησης, η Υπηρεσία Ασύλου εξακριβώνει καταρχάς κατά πόσο ο αιτητής μπορεί να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας και, σε αντίθετη περίπτωση, εξακριβώνει κατά πόσο ο αιτητής δικαιούται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
(ζ) Η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει δωρεάν υπηρεσίες μετάφρασης εγγράφων σχετικών με την εξέταση των αιτήσεων. Ο αρμόδιος λειτουργός δεν είναι υποχρεωμένος να εξασφαλίσει τη μετάφραση οποιουδήποτε εγγράφου που προσκομίζεται από τον αιτητή, εάν κρίνει ότι αυτό δεν είναι σχετικό με την αίτηση. Οι μεταφραστές δεσμεύονται από την αρχή της εμπιστευτικότητας βάσει του άρθρου 31Β.
(7Β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος απορρίπτει αίτηση, αναφορικά με το καθεστώς πρόσφυγα ή/και το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας -
(α) Αναφέρει στην απόφασή του τους πραγματικούς και νομικούς λόγους της απόρριψης,
(α1) διατάσσει την επιστροφή και/ή απομάκρυνση και/ή απέλαση του αιτητή, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης του Προϊσταμένου, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, εφόσον δε υφίσταται ήδη σε ισχύ άλλη απόφαση επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή απέλασης, θεωρείται ότι η εν λόγω απόφαση ενσωματώνεται στην απορριπτική απόφαση και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής, και
(β) ενημερώνει διά της απόφασής του τον αιτητή περί του δικαιώματός του να προσφύγει κατά της απόφασης στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για τη φύση και μορφή αυτής της προσφυγής και για την προθεσμία άσκησής της σύμφωνα με το εν λόγω Άρθρο.
(7Γ)(α) Ο Προϊστάμενος μεριμνά για την παροχή δωρεάν νομικών και διαδικαστικών πληροφοριών στους αιτητές, μετά από αίτημα του ενδιαφερόμενου προσώπου, κατά τον τύπο που αποφασίζεται από τον Προϊστάμενο.
(β) Οι νομικές και διαδικαστικές πληροφορίες που παρέχονται δυνάμει της παραγράφου (α) περιλαμβάνουν τουλάχιστον -
(i) Πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία για την εξέταση της αίτησης του αιτητή, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες της περίπτωσης του αιτητή∙ και
(ii) σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης από τον Προϊστάμενο, πέραν όσων προβλέπονται στα εδάφια (7Β) και (7Ε) του παρόντος άρθρου, πληροφορίες με τις οποίες εξηγούνται οι λόγοι της απόφασης και οι δυνατότητες άσκησης προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος καθώς και η προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.
(γ) Για την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος εδαφίου, ο Προϊστάμενος δύναται να αποφασίζει ότι οι δωρεάν νομικές και διαδικαστικές πληροφορίες παρέχονται δημοσία δαπάνη από -
(i) Μη κυβερνητικές οργανώσεις∙ ή
(ii) επαγγελματίες κρατικών αρχών, νοουμένου ότι εξασφάλισε τη συναίνεση των εν λόγω κρατικών αρχών∙ ή
(iii) ειδικευμένες κρατικές υπηρεσίες, νοουμένου ότι εξασφάλισε τη συναίνεση των εν λόγω ειδικευμένων κρατικών υπηρεσιών∙ ή
(iv) ιδιώτες δικηγόρους ή νομικούς συμβούλους∙ ή
(v) λειτουργούς της Υπηρεσίας Ασύλου οι οποίοι δεν ασχολούνται με εξέταση αιτήσεων.
(δ) Ο Προϊστάμενος απορρίπτει αίτημα για παροχή δωρεάν νομικών και διαδικαστικών πληροφοριών, εφόσον τεκμηριώσει ότι ο αιτητής διαθέτει επαρκείς πόρους.
(ε) Ο Προϊστάμενος δύναται να απαιτεί, από αιτητή στον οποίο παραχωρήθηκαν δωρεάν νομικές και διαδικαστικές πληροφορίες δυνάμει του παρόντος εδαφίου, να επιστρέψει ολόκληρο ή μέρος του ποσού που καταβλήθηκε για σκοπούς παροχής νομικών και διαδικαστικών πληροφοριών, εάν και από τη στιγμή που έχει βελτιωθεί σημαντικά η οικονομική του κατάσταση ή εάν η απόφαση χορήγησης δωρεάν νομικών και διαδικαστικών πληροφοριών είχε ληφθεί με ψευδείς πληροφορίες που είχε δώσει ο αιτητής. Σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψης του αιτητή να ικανοποιήσει την απαίτηση του Προϊσταμένου, ο Προϊστάμενος δύναται να λάβει δικαστικά μέτρα με σκοπό την είσπραξη του σχετικού ποσού ως αστικού χρέους οφειλόμενου στη Δημοκρατία.
(7Δ) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (7Β), ο Προϊστάμενος δεν υποχρεούται να παρέχει γραπτώς πληροφορίες για τις θεραπείες που έχει ο αιτητής για να προσφύγει κατά της απόφασης με την οποία απορρίπτεται η αίτησή του, όταν ο αιτητής ενημερώθηκε για αυτές τις θεραπείες σε προηγούμενο στάδιο, είτε γραπτώς ή με ηλεκτρονικό μέσο στο οποίο ο αιτητής έχει πρόσβαση.
(7Ε) Ο Προϊστάμενος ενημερώνει τον αιτητή, σε γλώσσα την οποία ο αιτητής κατανοεί ή ευλόγως θεωρείται ότι κατανοεί, για το αποτέλεσμα της απόφασής του και για το δικαίωμα του αιτητή το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (7Β), καθώς και για τις προθεσμίες άσκησης αυτού του δικαιώματος.
(8) Ο αιτητής, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, έχει δικαίωμα εκπροσώπησης από δικηγόρο ή από νομικό σύμβουλο.
(9) Τόσο το γεγονός της υποβολής της αίτησης, όσο και οποιαδήποτε πληροφορία, η οποία σχετίζεται με την αίτηση, παραμένουν εμπιστευτικά και σε καμία περίπτωση δεν αποκαλύπτονται στις αρχές της χώρας ιθαγένειας του αιτητή, ή σε φορέα δίωξής του ή πρόκλησης σοβαρής βλάβης του, ούτε και ζητείται οποιαδήποτε πληροφορία αναφορικά με τον αιτητή από τη χώρα ιθαγένειας ή φορέα δίωξής του ή πρόκλησης σοβαρής βλάβης του, κατά τρόπο που θα είχε ως αποτέλεσμα να αποκαλυφθεί στη χώρα ιθαγένειας ή στο φορέα δίωξης ή πρόκλησης σοβαρής βλάβης άμεσα το γεγονός ότι ο αιτητής έχει υποβάλει αίτηση και να θέσει σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα του αιτητή ή των εξαρτώμενων από αυτόν προσώπων ή την ελευθερία και ασφάλεια των μελών της οικογένειάς του που εξακολουθούν να ζουν στη χώρα ιθαγένειας.
(9Α) Η Υπηρεσία Ασύλου διεκπεραιώνει αιτήσεις που υποβάλλονται στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, ακόμα και αν έχουν υποβληθεί προς τις αρχές άλλου κράτους μέλους οι οποίες διενεργούν στις εν λόγω περιοχές συνοριακό έλεγχο ή έλεγχο μετανάστευσης.
(11) Οι αποφάσεις της Υπηρεσίας Ασύλου καθίστανται εκτελεστές με την κοινοποίησή τους στον αιτητή. Η απόφαση του Προϊσταμένου με την οποία χορηγείται σε αιτητή καθεστώς πρόσφυγα συνιστά θετική απόφαση. Η απόφαση του Προϊσταμένου με την οποία χορηγείται σε αιτητή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας συνιστά αρνητική απόφαση και μπορεί να προσβληθεί δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.