18.(1) Κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε προσωπικής συνέντευξης πραγματοποιείται με τον αιτητή, στα πλαίσια είτε της ταχύρυθμης είτε της κανονικής διαδικασίας εξέτασης αιτήσεων, κανένα πρόσωπο πλην του αιτητή, του δικηγόρου ή του νομικού του συμβούλου, του αρμόδιου λειτουργού, του κηδεμόνα ανηλίκου και του αναγκαίου διερμηνέα δύναται να παρευρίσκεται, εκτός εάν άλλως ζητήσει ο ίδιος ο αιτητής.
(2) Κατά την υποβολή της αίτησης, παρέχονται στον αιτητή δωρεάν υπηρεσίες διερμηνέα, όπου αυτό είναι αναγκαίο, και για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου θεωρείται ότι αυτό είναι πάντοτε αναγκαίο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η Υπηρεσία Ασύλου καλεί τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη και δεν είναι δυνατή η απαραίτητη επικοινωνία χωρίς τις υπηρεσίες αυτές.
(3) Όλες οι αποφάσεις του Προϊσταμένου είναι δεόντως αιτιολογημένες και γνωστοποιούνται γραπτώς στους αιτητές, και σε περίπτωση που η αίτηση απορρίπτεται, ο αιτητής πληροφορείται γραπτώς από τον Προϊστάμενο για τη δυνατότητα άσκησης διοικητικής προσφυγής ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής καθώς και για τα χρονικά πλαίσια μέσα στα οποία μπορεί να ασκήσει την εν λόγω προσφυγή δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(4) Ο αιτητής, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, έχει δικαίωμα εκπροσώπησης από δικηγόρο ή από νομικό σύμβουλο.
(5) Τόσο το γεγονός της υποβολής της αίτησης, όσο και οποιαδήποτε πληροφορία, η οποία σχετίζεται με την αίτηση, παραμένουν εμπιστευτικά και σε καμία περίπτωση δεν αποκαλύπτονται στις αρχές της χώρας ιθαγένειας του αιτητή, ούτε και ζητείται από αυτές οποιαδήποτε πληροφορία αναφορικά με τον αιτητή.
(6) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 11Β (3) του παρόντος Νόμου, οι αποφάσεις της Υπηρεσίας Ασύλου δεν καθίστανται εκτελεστές πριν από την πάροδο της προθεσμίας για άσκηση διοικητικής προσφυγής και, σε περίπτωση άσκησης διοικητικής προσφυγής, πριν από την έκδοση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής, περίπτωση κατά την οποία ο αιτητής δικαιούται να παραμείνει στη Δημοκρατία μέχρι την έκδοση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής.