12.-(1) Πρόσωπο το οποίο ενεργεί κατά παράβαση των άρθρων 5 και/ή 6 και/ή 7(1)(β) και/ή 10(3) του παρόντος Νόμου και/ή των υποχρεώσεων που επιβάλλει ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 392/2009, διαπράττει ποινικό αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2)(α) Πρόσωπο που-
(i) υποβάλλει στην αρμόδια αρχή ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία περί της ύπαρξης της απαιτούμενης από το άρθρο 7 του παρόντος Νόμου ασφάλισης ή της ύπαρξης του απαιτούμενου από το άρθρο 7 του παρόντος Νόμου πιστοποιητικού ασφάλισης, ή
(ii) παρουσιάζει στην αρμόδια αρχή προς έκδοση ή επικύρωση πιστοποιητικού ασφάλισης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή που παρουσιάζει για τους σκοπούς του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου, ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητικά στοιχεία,
διαπράττει το κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου αδίκημα και υπόκειται στις προβλεπόμενες σε αυτό ποινές.
(β) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει της παραγράφου (α), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε την πληροφορία ή/και τα στοιχεία με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι η παρεχόμενη πληροφορία ή/και τα παρεχόμενα στοιχεία ήταν ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητικά.