Για σκοπούς αποτελεσματικότερης υλοποίησης της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος»,
η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Ευθύνη Μεταφορέων που Εκτελούν Θαλάσσιες Μεταφορές Επιβατών σε Περίπτωση Ατυχήματος) Νόμος του 2014.
2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«αλλοδαπό πλοίο» σημαίνει κάθε πλοίο που φέρει τη σημαία κράτους άλλου από τη Δημοκρατία, σύμφωνα με την νομοθεσία αυτού·
«αρμόδια αρχή» σημαίνει τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων·
«Αρχή Λιμένων Κύπρου» σημαίνει την Αρχή Λιμένων Κύπρου, η οποία καθιδρύθηκε με το άρθρο 4 του περί της Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«ασφάλιση» σημαίνει ασφαλιστική κάλυψη ή άλλου είδους χρηματοοικονομική ασφάλεια που πληροί τις διατάξεις του άρθρου 4α της Σύμβασης των Αθηνών και των Κατευθυντήριων Γραμμών του ΔΝΟ, ως απαίτηση του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ.392/2009·
«ασφαλιστής» σημαίνει κάθε πρόσωπο που παρέχει ασφαλιστική κάλυψη και εκδίδει ως προς τούτο αποδεικτικό ασφάλισης (γαλάζια κάρτα-Blue Card)·
«ασφαλιστική κάλυψη» σημαίνει κάλυψη που παρέχεται από Όμιλο Προστασίας και Αποζημίωσης (P & I Club) ή άλλο ασφαλιστικό οργανισμό ή εταιρεία σε πλοίο και που είναι αποδεκτή από την αρμόδια αρχή ως τεκμήριο ύπαρξης ασφάλισης·
«γνωστοποίηση» σημαίνει γνωστοποίηση του Διευθυντή δημοσιευόμενη στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας·
«διάταγμα» σημαίνει διάταγμα του Υπουργού δημοσιευόμενο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας·
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·
«Διευθυντής» σημαίνει το Διευθυντή του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων και περιλαμβάνει τον εκάστοτε Αναπληρωτή Διευθυντή και τον λειτουργό που εκτελεί με αντικατάσταση χρέη Διευθυντή ή του Αναπληρωτή Διευθυντή·
«ΔΝΟ» σημαίνει τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό·
«εξουσιοδοτημένος λειτουργός» σημαίνει οιονδήποτε λειτουργό ή πρόσωπο που είναι εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου·
«ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου» σημαίνει τον πλοιοκτήτη ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, όπως το διαχειριστή ή το ναυλωτή γυμνού πλοίου, ο οποίος έχει αναλάβει την ευθύνη λειτουργίας πλοίου από τον πλοιοκτήτη και ο οποίος, αναλαμβάνοντας τέτοια ευθύνη, έχει συμφωνήσει να αναλάβει όλα τα παρεπόμενα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από τις διατάξεις του Κεφαλαίου ΙΧ της Σύμβασης SOLAS·
«Κανονισμός (ΕK) αριθ. 392/2009» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος»·
«Κατευθυντήριες Γραμμές του ΔΝΟ» σημαίνει τις επιφυλάξεις και κατευθυντήριες γραμμές του ΔΝΟ που υιοθέτησε η Νομική Επιτροπή του ΔΝΟ στις 19 Οκτωβρίου 2006 για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών, οι οποίες παρατίθενται στο Παράρτημα ΙΙ του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 392/2009·
«κοινοτικό πλοίο» σημαίνει πλοίο που είναι νηολογημένο και φέρει τη σημαία Κράτους Μέλους σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτού·
«Κράτος Μέλος» σημαίνει Κράτος Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλο κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία κυρώθηκε από τη Δημοκρατία με τον περί της Συμφωνίας Συμμετοχής της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο του 2004 και της Τελικής Πράξης (Κυρωτικό) Νόμο του 2004·
«κράτος της σημαίας» σημαίνει κράτος του οποίου τη σημαία δικαιούται να φέρει το πλοίο, σύμφωνα με την νομοθεσία αυτού·
«κυπριακό πλοίο» σημαίνει πλοίο που είναι εγγεγραμμένο στο νηολόγιο κυπριακών πλοίων ή στο Ειδικό Βιβλίο Παράλληλης Νηολόγησης και φέρει την κυπριακή σημαία, δυνάμει των διατάξεων του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις Πλοίων) Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται:
(α) εκτελεί θαλάσσιες μεταφορές επιβατών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 392/2009. και
(β) φέρει είτε τη σημαία άλλου Κράτους Μέλους είτε κράτους για το οποίο έχει τεθεί σε ισχύ η Σύμβαση των Αθηνών·
«λιμένας της Δημοκρατίας» σημαίνει περιοχή που ορίζεται ως τέτοια δυνάμει του περί της Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται ·
«Όμιλος Προστασίας και Αποζημίωσης (P & I Club)» σημαίνει οργανισμό που συστάθηκε από πλοιοκτήτες ή άλλους ενδιαφερόμενους με σκοπό την από κοινού αλληλοασφάλισή τους, πάνω σε μη κερδοφόρα βάση, που παρέχει προστασία και αποζημίωση, η οποία καλύπτει την ευθύνη των μελών του για ζημία σε πλοίο, φορτίο, πλήρωμα, επιβάτες ή έναντι τρίτων, καθώς και την ασφαλιστική κάλυψη για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου·
«πιστοποιητικό ασφάλισης» ή «πιστοποιητικό» σημαίνει το πιστοποιητικό που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 7 του παρόντος Νόμου για κάθε πλοίο με το οποίο βεβαιούται η ισχύς της ασφάλισης·
«πλοίο» σημαίνει κάθε πλοίο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου·
«πλοίο Κατηγορίας Α» σημαίνει πλοίο της κατηγορίας αυτής όπως ορίζεται στο άρθρο 5 του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Κανόνες και Πρότυπα Ασφάλειας Επιβατηγών Πλοίων) Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται ·
«πλοίο Κατηγορίας Β» σημαίνει πλοίο της κατηγορίας αυτής όπως ορίζεται στο άρθρο 5 του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Κανόνες και Πρότυπα Ασφάλειας Επιβατηγών Πλοίων) Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται ·
«Πρωτόκολλο του 2002» σημαίνει το Πρωτόκολλο που υπογράφτηκε στο Λονδίνο την 1η Νοεμβρίου 2002 και που τροποποιεί τη Σύμβαση των Αθηνών·
«Σύμβαση των Αθηνών» σημαίνει τη Σύμβαση των Αθηνών σχετικά με τη Θαλάσσια Μεταφορά Επιβατών και των Αποσκευών τους, η οποία υπογράφτηκε στην Αθήνα την 13η Δεκεμβρίου 1974, όπως αυτή τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο του 2002·
«Σύμβαση SOLAS» σημαίνει τη Διεθνή Σύμβαση περί της Ασφάλειας της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα του 1974, που κυρώθηκε με τους περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Ασφαλείας της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα (Κυρωτικούς) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμους του 1985 έως 2012, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται ∙
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων·
«χρηματοοικονομική ασφάλεια» σημαίνει τραπεζική εγγύηση ή εγγύηση από παρόμοιο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που εκδίδεται σε σχέση με πλοίο και που είναι αποδεκτή από την αρμόδια αρχή ως τεκμήριο ύπαρξης ασφάλισης.
(2) Όροι που χρησιμοποιούνται στον παρόντα Νόμο χωρίς να ερμηνεύονται έχουν την έννοια που αποδίδει στους ίδιους όρους ο Κανονισμός (ΕK) αριθ. 392/2009 και/ή η Σύμβαση των Αθηνών και/ή οι Κατευθυντήριες Γραμμές του ΔΝΟ.
(3) Στον παρόντα Νόμο, αναφορά σε πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σημαίνει την εν λόγω πράξη, όπως αυτή εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
3.-(1) Αρμόδια αρχή για την εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού (ΕK) αριθ. 392/2009, του παρόντος Νόμου και των δυνάμει των διατάξεων αυτού εκδιδόμενων κανονισμών, διαταγμάτων και γνωστοποιήσεων είναι ο Υπουργός, ο οποίος ενεργεί μέσω, γενικά ή ειδικά προς τούτο εξουσιοδοτημένων από τον ίδιο, δημόσιων λειτουργών.
(2) Ο Υπουργός δύναται να μεταβιβάζει γραπτώς σε οποιονδήποτε από τα ακόλουθα πρόσωπα την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας, εξαιρουμένης της εξουσίας περί έκδοσης διαταγμάτων, και την εκτέλεση οποιουδήποτε καθήκοντος, που ο παρών Νόμος ή οι εκδιδόμενοι δυνάμει αυτού κανονισμοί, διατάγματα και γνωστοποιήσεις χορηγούν ή αναθέτουν αντίστοιχα στην αρμόδια αρχή-
(i) στο Διευθυντή ή/και
(ii) σε οποιοδήποτε άλλο λειτουργό του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας ή/και
(iii) σε οποιοδήποτε πρόσωπο έχει εξουσιοδοτηθεί να προβαίνει σε ελέγχους ή επιθεωρήσεις κυπριακών πλοίων εκ μέρους της Δημοκρατίας:
(3) Πρόσωπο στο οποίο ανατίθεται η άσκηση εξουσίας ή η εκτέλεση καθήκοντος δυνάμει του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, έχει υποχρέωση να ασκεί την εξουσία και να εκτελεί το καθήκον, σύμφωνα με τις τυχόν οδηγίες του Υπουργού.
(4) Ο Υπουργός δύναται να τροποποιεί και να ανακαλεί μεταβίβαση που διενήργησε δυνάμει του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, με γραπτή ειδοποίηση προς το πρόσωπο στο οποίο έγινε η μεταβίβαση.
(5) Σε περίπτωση που δυνάμει του παρόντος άρθρου, δύο ή περισσότερα πρόσωπα ασκούν ταυτόχρονα την ίδια εξουσία ή εκτελούν το ίδιο καθήκον, ο ιεραρχικά υφιστάμενος από τα εν λόγω πρόσωπα λαμβάνει τα δέοντα μέτρα ούτως ώστε να μην ασκεί την εξουσία ή εκτελεί το καθήκον στα ίδια πραγματικά γεγονότα με τον ιεραρχικά ανώτερό του, εκτός εάν ο τελευταίος το επιτρέπει και σύμφωνα με τις τυχόν οδηγίες του τελευταίου.
(6) Σε περίπτωση που δυνάμει του παρόντος άρθρου πρόσωπο ασκεί εξουσία ή εκτελεί καθήκον, που ο παρών Νόμος ή οι εκδιδόμενοι δυνάμει αυτού κανονισμοί, διατάγματα και γνωστοποιήσεις χορηγούν ή αναθέτουν, αντίστοιχα, σε άλλο πρόσωπο, ο παρών Νόμος και οι εκδιδόμενοι δυνάμει αυτού κανονισμοί, διατάγματα και γνωστοποιήσεις εφαρμόζονται ως εάν να είχαν χορηγήσει ρητά την εν λόγω εξουσία στο ασκούν αυτήν πρόσωπο και είχαν αναθέσει ρητά το εν λόγω καθήκον στο εκτελούν αυτό πρόσωπο.
4.-(1) Με την επιφύλαξη των εδαφίων (2) και (3), ο παρών Νόμος εφαρμόζεται σε θαλάσσιες μεταφορές επιβατών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 392/2009.
(2) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (3), ο παρών Νόμος δεν θα εφαρμόζεται σε οποιοδήποτε-
(α) κυπριακό ή αλλοδαπό πλοίο που εκτελεί θαλάσσιες μεταφορές επιβατών αποκλειστικά εντός της Δημοκρατίας, ή
(β) κυπριακό πλοίο που εκτελεί θαλάσσιες μεταφορές επιβατών αποκλειστικά εντός ενός και μόνο άλλου Κράτους Μέλους,
εκτός εάν-
(αα) το πλοίο είναι πλοίο Κατηγορίας Α και η μεταφορά εκτελείται κατά ή μετά την 31η Δεκεμβρίου 2016, ή
(ββ) το πλοίο είναι πλοίο Κατηγορίας Β και η μεταφορά εκτελείται κατά ή μετά την 31η Δεκεμβρίου 2018.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, κυπριακό πλοίο Κατηγορίας Α ή Κατηγορίας Β θα υπάγεται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου πριν την 31η Δεκεμβρίου 2016 ή πριν την 31η Δεκεμβρίου 2018, ανάλογα με την κατηγορία του πλοίου, νοουμένου ότι το συγκεκριμένο κυπριακό πλοίο εκτελεί εσωτερικές θαλάσσιες μεταφορές επιβατών εντός ενός και μόνο άλλου Κράτους Μέλους και οι αρμόδιες αρχές του άλλου Κράτους Μέλους αποφάσισαν την εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 392/2009 από την 31η Δεκεμβρίου 2012 ή οποιαδήποτε μεταγενέστερη ημερομηνία για την κατηγορία του πλοίου.
(4) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) του παρόντος άρθρου, ο Υπουργός δύναται, με διάταγμά του, να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου σε οποιεσδήποτε άλλες θαλάσσιες μεταφορές επιβατών που εκτελούνται μόνο εντός της Δημοκρατίας.
5.-(1) Κάθε μεταφορέας που εκτελεί όντως όλη τη μεταφορά ή ένα μέρος αυτής με πλοίο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου έχει την υποχρέωση να συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, του Κανονισμού (ΕK) αριθ. 392/2009, της Σύμβασης των Αθηνών και των Κατευθυντήριων Γραμμών του ΔΝΟ ως απαίτηση του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ.392/2009.
(2) Ο πλοίαρχος και ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου, που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου, έχουν έκαστος την υποχρέωση να βεβαιώνονται ότι ο μεταφορέας έχει εφοδιάσει το πλοίο με εν ισχύ πιστοποιητικό.
6.-(1) Απαγορεύεται σε οποιοδήποτε κυπριακό πλοίο, που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου, να εκτελεί πλόες οπουδήποτε στην υδρόγειο, εάν το εν λόγω πλοίο δεν διαθέτει ασφάλιση και το πλοίο δεν είναι εφοδιασμένο με εν ισχύ πιστοποιητικό ασφάλισης.
(2) Απαγορεύεται ο κατάπλους σε ή ο απόπλους από λιμένα της Δημοκρατίας, οποιουδήποτε αλλοδαπού πλοίου που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου, εάν το εν λόγω πλοίο δεν διαθέτει ασφάλιση και το πλοίο δεν είναι εφοδιασμένο με εν ισχύ πιστοποιητικό ασφάλισης.
7.-(1)(α) Σε περίπτωση κυπριακού πλοίου και τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 8 και 9 του παρόντος Νόμου, το πιστοποιητικό ασφάλισης θα εκδίδεται από την αρμόδια αρχή μετά από αίτηση που υποβάλλει στο Διευθυντή-
(i) ο μεταφορέας ο οποίος εκτελεί όντως τη μεταφορά, εφόσον υπάρχει ανάλογη προς τούτο πληροφόρηση από τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου, ή
(ii) ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου, ή
(iii) ο αντιπρόσωπος των αναφερόμενων στις υποπαραγράφους (i) και (ii) προσώπων στη Δημοκρατία,
και εφόσον καταβληθεί στο Διευθυντή το τέλος που προβλέπεται στο άρθρο 9 του παρόντος Νόμου.
(β) Ο πλοίαρχος κυπριακού πλοίου, ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου και ο μεταφορέας ο οποίος εκτελεί όντως τη μεταφορά έχουν έκαστος την υποχρέωση να φυλάσσουν επί του πλοίου το πιστοποιητικό ασφάλισης:
Νοείται ότι σε περίπτωση άλλου κοινοτικού πλοίου, το πιστοποιητικό ασφάλισης εκδίδεται από τις αρχές του Κράτους Μέλους της σημαίας του οποίου αυτό φέρει:
Νοείται περαιτέρω ότι σε περίπτωση μη κοινοτικού πλοίου, το πιστοποιητικό ασφάλισης δύναται να εκδίδεται-
(α) τηρουμένων των διατάξεων των υποπαραγράφων (β) και (γ), από τις αρχές Κράτους Μέλους∙
(β) σε περίπτωση που το πλοίο φέρει τη σημαία κράτους για το οποίο είναι σε ισχύ η Σύμβαση των Αθηνών, μετά την έναρξη ισχύος αυτής δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 20 αυτής, από τις αρχές του κράτους της σημαίας που αυτό φέρει∙
(γ) σε περίπτωση που το πλοίο φέρει τη σημαία κράτους για το οποίο δεν είναι σε ισχύ η Σύμβαση των Αθηνών, μετά την έναρξη ισχύος αυτής δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 20 αυτής, από τις αρχές κράτους για το οποίο είναι σε ισχύ η Σύμβαση των Αθηνών.
8.-(1) Ο Υπουργός καθορίζει με διάταγμά του, λαμβάνοντας υπόψη σχετική πρόταση του Διευθυντή, τις προϋποθέσεις και τους όρους που θα πρέπει να ικανοποιούν οι Όμιλοι Προστασίας και Αποζημίωσης (P&I Clubs) και οι άλλοι ασφαλιστικοί οργανισμοί ή εταιρείες που εκδίδουν αποδεικτικά ασφάλισης για να γίνονται αυτά αποδεκτά για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου:
Νοείται ότι ο Υπουργός δύναται να τροποποιεί, ακυρώνει και αντικαθιστά με νέο διάταγμά του, λαμβάνοντας υπόψη σχετική πρόταση του Διευθυντή, το διάταγμα που αναφέρεται πιο πάνω και να επιβάλλει γενικές και ειδικές κατά περίπτωση προϋποθέσεις και όρους.
(2) Οι Όμιλοι Προστασίας και Αποζημίωσης (P&I Clubs) και άλλοι ασφαλιστικοί οργανισμοί ή εταιρείες που παρέχουν ασφαλιστική κάλυψη σε πλοία που επιθυμούν τα αποδεικτικά ασφάλισης που εκδίδουν να γίνονται δεκτά από την αρμόδια αρχή ή ο αντιπρόσωπός τους στη Δημοκρατία υποβάλουν προς τούτο σχετική αίτηση στο Διευθυντή.
(3) Ο Διευθυντής, αφού εξετάσει την υποβληθείσα αίτηση και εφόσον καταβληθεί σε αυτόν το τέλος που προβλέπεται στο άρθρο 9 του παρόντος Νόμου, υποβάλλει σχετική πρόταση στον Υπουργό.
(4) Ο Υπουργός καθορίζει με απόφασή του, λαμβάνοντας υπόψη τη σχετική πρόταση του Διευθυντή, τους Ομίλους Προστασίας και Αποζημίωσης (P&I Clubs) και τους άλλους ασφαλιστικούς οργανισμούς ή εταιρείες που εκδίδουν αποδεικτικά ασφάλισης που είναι αποδεκτά από την αρμόδια αρχή και σε περίπτωση που κρίνει σκόπιμο επιβάλει σχετικούς όρους ή προϋποθέσεις:
Νοείται ότι ο Υπουργός δύναται να τροποποιεί, ακυρώνει και αντικαθιστά με νέα απόφασή του, λαμβάνοντας υπόψη σχετική πρόταση του Διευθυντή, την απόφαση που αναφέρεται πιο πάνω και να επιβάλλει γενικές και ειδικές κατά περίπτωση προϋποθέσεις και όρους.
(5) Ο Διευθυντής δημοσιεύει με γνωστοποίησή του, τους Ομίλους Προστασίας και Αποζημίωσης (P&I Clubs) και τους άλλους ασφαλιστικούς οργανισμούς ή εταιρείες που εκδίδουν αποδεικτικά ασφάλισης τα οποία είναι αποδεκτά από την αρμόδια αρχή και τους όποιους προς τούτο όρους ή προϋποθέσεις επέβαλε ο Υπουργός.
(6)(α) Οι εξουσιοδοτημένοι λειτουργοί έχουν την εξουσία να διενεργούν απρογραμμάτιστες ή περιοδικές επανεξετάσεις ή ελέγχους με σκοπό τη διαπίστωση της συμμόρφωσης με τις προϋποθέσεις και τους όρους που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου ή/και τους όρους ή τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου.
(β) Οι εξουσιοδοτημένοι λειτουργοί έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν τα ευρήματα των επιθεωρήσεων ή ελέγχων που διενεργούν μαζί με τις συνάδουσες με αυτές συστάσεις στο Διευθυντή, ο οποίος λαμβάνοντας υπόψη αυτά υποβάλλει σχετικές προτάσεις στον Υπουργό.
(7) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται κατ’ αναλογία σε σχέση με χρηματοοικονομική ασφάλεια ως αποδεικτικό ασφάλισης.
9.-(1) Ο Διευθυντής δύναται και έχει εξουσία να καθορίζει με γνωστοποίηση:
(α) τη διαδικασία και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την έκδοση πιστοποιητικών ασφάλισης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου∙
(β) το έντυπο και περιεχόμενο των πιστοποιητικών ασφάλισης που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, λαμβάνοντας υπόψη τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 392/2009, τη Σύμβαση των Αθηνών και τις Κατευθυντήριες Γραμμές του ΔΝΟ∙
(γ) τη διαδικασία και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την αποδοχή της ασφαλιστικής κάλυψης που παρέχουν Όμιλοι Προστασίας και Αποζημίωσης (P&I Clubs) ή/και άλλοι ασφαλιστικοί οργανισμοί ή εταιρείες ως αποδεικτικό ασφάλισης για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου∙
(δ) τη διαδικασία και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την αποδοχή χρηματοοικονομικής ασφάλειας ως αποδεικτικό ασφάλισης για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου. και
(ε) τα τέλη για την έκδοση πιστοποιητικού ασφάλισης και για την παροχή οποιασδήποτε άλλης υπηρεσίας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Ο Διευθυντής έχει εξουσία να εκδίδει οδηγίες προς τους εξουσιοδοτημένους λειτουργούς σε σχέση με τις απρογραμμάτιστες ή περιοδικές επανεξετάσεις ή ελέγχους που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (6) του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου.
10.-(1) Τηρουμένων των άρθρων 8 και 9 του παρόντος Νόμου και του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, η αρμόδια αρχή έχει εξουσία να εκδίδει πιστοποιητικό ασφάλισης σε αλλοδαπό πλοίο το οποίο δεν είναι κοινοτικό πλοίο, κατόπιν συνεννόησης με τις αρχές του κράτους της σημαίας του πλοίου ή αιτήματος των προαναφερομένων αρχών προς την αρμόδια αρχή, μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο Διευθυντή από-
(i) το μεταφορέα, ο οποίος εκτελεί όντως τη μεταφορά, εφόσον υπάρχει ανάλογη προς τούτο πληροφόρηση από τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου∙ ή
(ii) τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου∙ ή
(iii) τον αντιπρόσωπο αυτών στη Δημοκρατία∙ ή
(iv) τo ναυτικό πράκτορα του πλοίου.
και εφόσον καταβληθεί στο Διευθυντή το τέλος που προβλέπεται στο άρθρο 9 του παρόντος Νόμου.
(2) Η αρμόδια αρχή δύναται να προβεί στην έκδοση του πιο πάνω πιστοποιητικού ασφάλισης, εφόσον:
(α) η ασφάλιση και το αποδεικτικό ασφάλισης ικανοποιούν τις απαιτήσεις για την έκδοση του ίδιου πιστοποιητικού ως εάν το εν λόγω πλοίο να ήταν κυπριακό πλοίο∙
(β) το κράτος της σημαίας του πλοίου αναλάβει δέσμευση έναντι της Δημοκρατίας να πληροφορήσει, σε περίπτωση ακύρωσης του πιστοποιητικού, αμέσως ως προς τούτο τον πλοίαρχο του πλοίου, τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου και το μεταφορέα ο οποίος εκτελεί όντως τη μεταφορά που αναφέρεται στο ακυρωθέν πιστοποιητικό και να απαιτήσει από αυτούς την άμεση επιστροφή του πιστοποιητικού στην αρμόδια αρχή∙ και
(γ) το κράτος της σημαίας του πλοίου αναλάβει δέσμευση έναντι της Δημοκρατίας να πληροφορήσει αμέσως την αρμόδια αρχή σε περίπτωση που το πλοίο πρόκειται να παύσει ή έπαυσε να φέρει τη σημαία του.
(3) Ο πλοίαρχος αλλοδαπού πλοίου, ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου στο οποίο έχει εκδοθεί πιστοποιητικό ασφάλισης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και ο μεταφορέας ο οποίος εκτελεί όντως τη μεταφορά έχουν έκαστος την υποχρέωση να φυλάσσουν επί του πλοίου το πιστοποιητικό ασφάλισης.
11.-(1)(α) Χωρίς επηρεασμό των δικαιωμάτων των επιβατών που πιθανόν να επηρεάζονται, οποτεδήποτε μετά την έκδοση ή επικύρωση πιστοποιητικού ασφάλισης, η αρμόδια αρχή μπορεί να ακυρώσει πιστοποιητικό που εκδόθηκε ή επικυρώθηκε από αυτή, νοουμένου ότι διαπιστωθεί ότι:
(i) εξασφαλίστηκε κατόπιν δόλου, ψευδούς δήλωσης ή απόκρυψης ουσιώδους γεγονότος∙ ή
(ii) τηρουμένου του άρθρου 4α(6) της Σύμβασης των Αθηνών, το αποδεικτικό ασφάλισης είναι ή κατέστη ή αναμένεται να καταστεί άκυρο κατά τη διάρκεια της ισχύος του πιστοποιητικού∙ ή
(iii) προέκυψαν ή αναμένεται να προκύψουν κατά τη διάρκεια της ισχύος του πιστοποιητικού οποιαδήποτε ζητήματα ή περιστάσεις, αναφορικά με τον ασφαλιστή ή τους ασφαλιστές που επηρεάζουν ή δυνατό να επηρεάσουν την αποτελεσματικότητα της παρεχόμενης ασφάλισης ή άλλης χρηματικής εξασφάλισης.
(β) Η αρμόδια αρχή καθορίζει τη χρονική στιγμή κατά την οποία το πιστοποιητικό καθίσταται άκυρο.
(γ) Τηρουμένου του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου, σε περίπτωση ακύρωσης πιστοποιητικού ασφάλισης που εκδόθηκε σε κυπριακό πλοίο δυνάμει των σχετικών προς τούτο διατάξεων του παρόντος Νόμου, η αρμόδια αρχή πληροφορεί ως προς τούτο διά χειρός ή ταχυδρομικώς ή μέσω τηλεομοιότυπου ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή τηλετύπου:
(i) το μεταφορέα ο οποίος εκτελεί όντως τη μεταφορά που αναφέρεται στο ακυρωθέν πιστοποιητικό, τον πλοίαρχο και τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου και μαζί με τους λόγους της ακύρωσης∙
(ii) το κράτος στο λιμένα του οποίου το πλοίο βρίσκεται ή κατευθύνεται. και
(iii) εάν το κρίνει σκόπιμο, λαμβάνοντας υπόψη τους λόγους της ακύρωσης, τα άλλα Κράτη Μέλη ανάλογα.
(δ) Τηρουμένου του εδαφίου (2) του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου, σε περίπτωση ακύρωσης πιστοποιητικού ασφάλισης που εκδόθηκε σε αλλοδαπό πλοίο που δεν είναι κοινοτικό πλοίο δυνάμει των σχετικών προς τούτο διατάξεων του παρόντος Νόμου, η αρμόδια αρχή πληροφορεί ως προς τούτο διά χειρός ή ταχυδρομικώς ή μέσω τηλεομοιότυπου ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή τηλετύπου:
(i) το κράτος της σημαίας του εν λόγω πλοίου∙
(ii) το κράτος στο λιμένα του οποίου το πλοίο βρίσκεται ή κατευθύνεται. και
(iii) εάν το κρίνει σκόπιμο, λαμβάνοντας υπόψη τους λόγους της ακύρωσης, τα άλλα Κράτη Μέλη ανάλογα.
(2) Τηρουμένου του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου και ανεξάρτητα από την ημερομηνία εκπνοής της ισχύος του πιστοποιητικού που αναγράφεται σε αυτό, η ισχύς του πιστοποιητικού παύει αυτοδίκαια από τη στιγμή που -
(α) το αποδεικτικό ασφάλισης παύει να ισχύει∙
(β) το πρόσωπο που αναφέρεται στο πιστοποιητικό ως μεταφορέας ο οποίος εκτελεί όντως τη μεταφορά παύει να εκτελεί θαλάσσιες μεταφορές επιβατών με το εν λόγω πλοίο∙
(γ) σε περίπτωση που το πιστοποιητικό εκδόθηκε σε κυπριακό πλοίο, το πλοίο παύει να είναι κυπριακό πλοίο∙
(δ) σε περίπτωση που το πιστοποιητικό εκδόθηκε σε αλλοδαπό πλοίο το οποίο δεν είναι κοινοτικό πλοίο, το πλοίο παύει να φέρει τη σημαία του κράτους το οποίο συναίνεσε ή ζήτησε από την αρμόδια αρχή την έκδοση του πιστοποιητικού.
(3) Κάθε πρόσωπο, στην κατοχή ή στον έλεγχο του οποίου βρίσκεται οποιοδήποτε πιστοποιητικό που ακυρώθηκε ή έπαυσε να ισχύει σύμφωνα με τα εδάφια (1) και (2), οφείλει, μόλις πληροφορηθεί το γεγονός αυτό, να το επιστρέψει στην αρμόδια αρχή. Σε περίπτωση μη επιστροφής του εν λόγω πιστοποιητικού, αυτό θεωρείται ότι δεν υπάρχει από τη χρονική στιγμή που αυτό ακυρώθηκε ή έπαυσε να ισχύει.
12.-(1) Πρόσωπο το οποίο ενεργεί κατά παράβαση των άρθρων 5 και/ή 6 και/ή 7(1)(β) και/ή 10(3) του παρόντος Νόμου και/ή των υποχρεώσεων που επιβάλλει ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 392/2009, διαπράττει ποινικό αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2)(α) Πρόσωπο που-
(i) υποβάλλει στην αρμόδια αρχή ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία περί της ύπαρξης της απαιτούμενης από το άρθρο 7 του παρόντος Νόμου ασφάλισης ή της ύπαρξης του απαιτούμενου από το άρθρο 7 του παρόντος Νόμου πιστοποιητικού ασφάλισης, ή
(ii) παρουσιάζει στην αρμόδια αρχή προς έκδοση ή επικύρωση πιστοποιητικού ασφάλισης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή που παρουσιάζει για τους σκοπούς του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου, ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητικά στοιχεία,
διαπράττει το κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου αδίκημα και υπόκειται στις προβλεπόμενες σε αυτό ποινές.
(β) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει της παραγράφου (α), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε την πληροφορία ή/και τα στοιχεία με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι η παρεχόμενη πληροφορία ή/και τα παρεχόμενα στοιχεία ήταν ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητικά.
13.-(1) Η αρμόδια αρχή δύναται να ελέγχει και να επαληθεύει τη συμμόρφωση των κυπριακών πλοίων με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και/ ή του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 392/2009, ανεξάρτητα από το πού αυτά βρίσκονται στην υδρόγειο.
(2) Άνευ επηρεασμού επιπρόσθετων εξουσιών που χορηγούνται στην αρμόδια αρχή δυνάμει του παρόντος Νόμου ή οποιασδήποτε άλλης νομοθεσίας, σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή-
(α) διαπιστώσει πως δεν φυλάσσεται επί κυπριακού πλοίου πιστοποιητικό ασφάλισης, ή
(β) διαπιστώσει πως το πιστοποιητικό ασφάλισης που φυλάσσεται επί κυπριακού πλοίου δε συνάδει προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και/ ή του άρθρου 4α της Σύμβασης των Αθηνών, ή
(γ) διαπιστώσει ότι η παρεχόμενη ασφάλιση ή το αποδεικτικό ασφάλισης δεν πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου και/ ή του άρθρου 4α της Σύμβασης των Αθηνών και/ ή των Κατευθυντηρίων Γραμμών του ΔΝΟ, ή
(δ) τύχει ενημέρωσης από τις αρχές άλλου Κράτους Μέλους ότι δεν φυλάσσεται επί κυπριακού πλοίου πιστοποιητικό ασφάλισης που να πληροί τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 392/2009 και/ ή του άρθρου 4α της Σύμβασης των Αθηνών και/ ή ότι, κατά την άποψη του άλλου Κράτους Μέλους, η ασφάλιση δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 4α της Σύμβασης των Αθηνών και/ ή το αποδεικτικό ασφάλισης δεν πληροί τις διατάξεις των Κατευθυντηρίων Γραμμών του ΔΝΟ,
δύναται με σκοπό τη συμμόρφωση του κυπριακού πλοίου-
(αα) να απαγορεύει την εκτέλεση πλόων από αυτό∙
(ββ) να διατάζει τέτοιο πλοίο όπως μετακινείται σε συγκεκριμένο σημείο και παραμένει εκεί∙
(γγ) να λαμβάνει οποιαδήποτε άλλα μέτρα και/ ή να προβαίνει σε οποιεσδήποτε άλλες ενέργειες κρίνει υπό τις περιστάσεις σκόπιμες και/ ή αναγκαίες.
14.-(1) Η αρμόδια αρχή δύναται να ελέγχει και/ ή να επαληθεύει τη συμμόρφωση των αλλοδαπών πλοίων όταν αυτά βρίσκονται σε λιμένα της Δημοκρατίας, αναφορικά με την υποχρέωσή τους να διατηρούν υποχρεωτική ασφάλιση και να είναι εφοδιασμένα με πιστοποιητικό ασφάλισης.
(2) Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή-
(α) διαπιστώνει πως δεν φυλάσσεται επί αλλοδαπού πλοίου πιστοποιητικό ασφάλισης, ή
(β) διαπιστώνει πως το πιστοποιητικό ασφάλισης που φυλάσσεται επί αλλοδαπού πλοίου δεν συνάδει προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και του άρθρου 4α της Σύμβασης των Αθηνών, ή
(γ) διαπιστώνει ότι η παρεχόμενη ασφάλιση δεν πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου και/ ή του άρθρου 4α της Σύμβασης των Αθηνών, ή
(δ) τύχει ενημέρωσης από τις αρχές άλλου Κράτους Μέλους ότι δεν φυλάσσεται επί αλλοδαπού πλοίου πιστοποιητικό που να πληροί τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 392/2009 και/ ή του άρθρου 4α της Σύμβασης των Αθηνών και/ ή ότι, κατά την άποψη του άλλου Κράτους Μέλους, η ασφάλιση δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 4α της Σύμβασης των Αθηνών και/ ή το αποδεικτικό ασφάλισης δεν πληροί τις διατάξεις των Κατευθυντηρίων Γραμμών του ΔΝΟ,
δύναται με σκοπό τη συμμόρφωση του αλλοδαπού πλοίου:
(αα) να απαγορεύει τον κατάπλου του πλοίου σε λιμένα της Δημοκρατίας·
(ββ) να εκδιώκει το πλοίο από λιμένα της Δημοκρατίας·
(γγ) να απαγορεύει τον απόπλου του πλοίου από λιμένα της Δημοκρατίας·
(δδ) να διατάζει τέτοιο πλοίο, μετά από συνεννόηση με την Αρχή Λιμένων Κύπρου, όπως μετακινείται σε συγκεκριμένο σημείο εντός λιμένα της Δημοκρατίας και όπως παραμένει εκεί·
(εε) να λαμβάνει οποιαδήποτε άλλα μέτρα και/ ή να προβαίνει σε οποιεσδήποτε άλλες ενέργειες κρίνει υπό τις περιστάσεις σκόπιμες και/ ή αναγκαίες.
15.-(1) Κάθε απόφαση της αρμόδιας αρχής που λαμβάνεται σύμφωνα με τα άρθρα 13 ή 14 του παρόντος Νόμου, καθίσταται εκτελεστή με τη διαβίβασή της διά χειρός ή μέσω τηλεομοιότυπου ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή τηλετύπου, στον πλοίαρχο ή/και στο μεταφορέα που εκτελεί όντως ολόκληρη ή ένα μέρος της μεταφοράς επιβατών του επηρεαζόμενου πλοίου, και ισχύει μέχρις ότου ανακληθεί από την αρμόδια αρχή, κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (3) ή ακυρωθεί, τροποποιηθεί ή αντικατασταθεί στα πλαίσια προσφυγής ενώπιον του Υπουργού, σύμφωνα με το άρθρο 19 του παρόντος Νόμου ή ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
(2) Σε κάθε απόφαση που αναφέρεται στο εδάφιο (1), η αρμόδια αρχή-
(α) παραθέτει τους λόγους έκδοσής της, και
(β) πληροφορεί το πρόσωπο, στο οποίο η απόφαση διαβιβάζεται, περί του δικαιώματος του επηρεαζόμενου προσώπου, ή του αντιπροσώπου του στη Δημοκρατία, να προσβάλουν την απόφαση με ιεραρχική προσφυγή, σύμφωνα με το άρθρο 19 του παρόντος Νόμου ή με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
(3) Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή ικανοποιείται ότι εξέλειπαν οι λόγοι για τους οποίους εξέδωσε απόφαση, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 13 ή 14 του παρόντος Νόμου, εφόσον καταβληθεί στο Διευθυντή το τέλος που προβλέπεται στο άρθρο 9 και οποιοδήποτε διοικητικό πρόστιμο επιβλήθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ανακαλεί την απόφαση γραπτώς και διαβιβάζει την απόφαση αυτή διά χειρός ή μέσω τηλεομοιότυπου ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ή τηλετύπου στον πλοίαρχο ή/και στο επηρεαζόμενο πρόσωπο.
(4) Πρόσωπο που αρνείται ή/και παραλείπει να συμμορφωθεί με υποχρέωση που του επιβάλλει απόφαση της αρμόδιας αρχής, η οποία λαμβάνεται σύμφωνα με τα άρθρα 13 ή 14 του παρόντος Νόμου διαπράττει ποινικό αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ ή και στις δύο αυτές ποινές.
(5) Διαπράττει το κατά το εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου ποινικό αδίκημα και υπόκειται στις καθοριζόμενες στο ίδιο εδάφιο ποινές οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο είναι αυτουργός, συνεργός ή σύμβουλος, κατά τα άρθρα 20 έως 23 του Ποινικού Κώδικα αναφορικά με τη διάπραξη του προαναφερόμενου ποινικού αδικήματος.
16.-(1) Πρόσωπο που παραβαίνει την υποχρέωση καταβολής προκαταβολής, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6 του Κανονισμού (ΕK) αριθ. 392/2009 ως αποτέλεσμα ναυτικού συμβάντος στη διάρκεια θαλάσσιας μεταφοράς επιβατών που εκτελείται από κυπριακό πλοίο, διαπράττει ποινικό αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2)(α) Πρόσωπο που υποβάλλει στην αρμόδια αρχή ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία περί της καταβολής της απαιτούμενης από το παρόν άρθρο προκαταβολής διαπράττει το κατά το εδάφιο (1) οριζόμενο αδίκημα και υπόκειται στις προβλεπόμενες από αυτό ποινές.
(β) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει της παραγράφου (α), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε την πληροφορία με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι η παρεχόμενη πληροφορία ήταν ψευδής, ελλιπής, ανακριβής ή παραπλανητική.
17.-(1) Πρόσωπο που παραβαίνει την υποχρέωση πληροφόρησης επιβατών, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 392/2009, ως αποτέλεσμα θαλάσσιας μεταφοράς επιβατών που εκτελείται από κυπριακό πλοίο, διαπράττει ποινικό αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2)(α) Πρόσωπο που υποβάλλει στην αρμόδια αρχή ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία περί της ύπαρξης της απαιτούμενης από το παρόν άρθρο πληροφόρησης επιβατών διαπράττει το κατά το εδάφιο (1) οριζόμενο αδίκημα και υπόκειται στις προβλεπόμενες από αυτό ποινές.
(β) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει της παραγράφου (α), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε την πληροφορία με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι η παρεχόμενη πληροφορία ήταν ψευδής, ελλιπής, ανακριβής ή παραπλανητική.
18.-(1) Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή διαπιστώνει ότι πρόσωπο διά πράξης ή παράλειψης σε σχέση με πλοίο, παραβαίνει τις διατάξεις των άρθρων 6 και/ ή 16 και/ ή 17 του παρόντος Νόμου και/ ή κανονιστικής διοικητικής πράξης που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και/ ή απόφασης της αρμόδιας αρχής, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλλει σε τέτοιο πρόσωπο διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000), ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, ανεξάρτητα από το αν συντρέχει ποινική ευθύνη δυνάμει του παρόντος Νόμου ή άλλου νόμου ή κανονιστικής ή διοικητικής πράξης.
(2) Προτού επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, η αρμόδια αρχή ειδοποιεί γραπτώς διά χειρός ή ταχυδρομικώς ή μέσω τηλεομοιότυπου ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή τηλετύπου το επηρεαζόμενο πρόσωπο για την πρόθεσή της να επιβάλει το διοικητικό πρόστιμο, ενημερώνοντας το για τους λόγους για τους οποίους προτίθεται να ενεργήσει τοιουτοτρόπως και παρέχοντας σε αυτό το δικαίωμα υποβολής παραστάσεων, μέσα σε προθεσμία πέντε εργάσιμων ημερών από την ημέρα της ειδοποίησης:
Νοείται ότι, αναφορικά με πλοίο που βρίσκεται σε λιμένα της Δημοκρατίας ή αναφορικά με κυπριακό πλοίο στο οποίο επιβλήθηκε απαγόρευση εκτέλεσης πλόων, η αρμόδια αρχή δύναται:
(α) να μειώσει την προθεσμία για υποβολή παραστάσεων σε χρονικό διάστημα που δεν είναι μικρότερο των εικοσιτεσσάρων ωρών από την κοινοποίηση της ειδοποίησης, υπό την προϋπόθεση ότι η μείωση της προθεσμίας δικαιολογείται από τα, κατά περίπτωση, πραγματικά περιστατικά και αιτιολογείται στην ειδοποίηση, και από το χρόνο της ειδοποίησης. και
(β) να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο και κατά τις μη εργάσιμες ημέρες.
(3) Η αρμόδια αρχή επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου με γραπτή και αιτιολογημένη απόφασή της, την οποία διαβιβάζει στο επηρεαζόμενο πρόσωπο διά χειρός ή ταχυδρομικώς ή μέσω τηλεομοιότυπου ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή τηλετύπου. Η απόφαση αυτή:
(α) καθορίζει την παράβαση∙
(β) πληροφορεί το επηρεαζόμενο πρόσωπο-
(i) περί του δικαιώματός του να προσβάλει την απόφαση-
(Α) με προσφυγή ενώπιον του Υπουργού, σύμφωνα με το άρθρο 19. και
(Β) με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος. και
(ii) για τις προθεσμίες εντός των οποίων δύνανται να ασκηθούν τα προαναφερόμενα δικαιώματα· και
(γ) καθίσταται εκτελεστή με τη διαβίβασή της.
(4) Ο Υπουργός δύναται να καθορίζει με οδηγίες του τα ενδεικτικά κριτήρια υπολογισμού του ύψους του επιβαλλόμενου, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), διοικητικού προστίμου, χωρίς τούτο να περιορίζει τη διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας αρχής να αποφασίζει ελεύθερα περί του ύψους του επιβαλλομένου διοικητικού προστίμου, με βάση τα κατά περίπτωση πραγματικά περιστατικά:
Νοείται ότι ο μη καθορισμός ενδεικτικών κριτηρίων δεν επηρεάζει τη δυνατότητα επιβολής διοικητικού προστίμου, νοουμένου ότι το πρόστιμο επιβάλλεται από τον Υπουργό ή το ποσό του προστίμου που επιβάλλεται εγκρίνεται από τον Υπουργό.
(5) Το επηρεαζόμενο πρόσωπο και ο αντιπρόσωπός του στη Δημοκρατία δικαιούνται έκαστος να προσβάλλουν, με ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού σύμφωνα με το άρθρο 19, την απόφαση της αρμόδιας αρχής, δυνάμει του παρόντος άρθρου περί επιβολής διοικητικού προστίμου.
(6)(α) Σε περίπτωση άρνησης ή/και παράλειψης προσώπου, στο οποίο επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο δυνάμει του παρόντος Νόμου, να καταβάλει στην αρμόδια αρχή τέτοιο πρόστιμο, η αρμόδια αρχή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία.
(β) Απαγορεύεται ο απόπλους πλοίου για το οποίο επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, απαγόρευση η οποία αίρεται μόνο όταν καταβληθεί όλο το ποσό ή δοθεί επαρκής εγγύηση για την κάλυψη των δαπανών. Η εγγύηση για την κάλυψη των δαπανών μπορεί να διασφαλίζεται με την κατάθεση τραπεζικής εγγύησης ή άλλης μορφής εξασφάλισης αποδεκτής από την αρμόδια αρχή ίσου ποσού από αναγνωρισμένο χρηματοπιστωτικό οργανισμό και με όρους ικανοποιητικούς για την αρμόδια αρχή.
(7) Το διοικητικό πρόστιμο που επιβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, συνιστά επιβάρυνση επί του πλοίου, η οποία ικανοποιείται κατά προτίμηση έναντι των άλλων δανειστών, αλλά έπεται της τελευταίας υποθήκης.
(8) Σε περίπτωση που το διοικητικό πρόστιμο που επιβλήθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, προσβλήθηκε επιτυχώς είτε ενώπιον του Υπουργού κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο, είτε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά το άρθρο 146 του Συντάγματος, ισχύουν τα ακόλουθα -
(α) τα εδάφια (6) και (7) του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται αναφορικά με τέτοιο διοικητικό πρόστιμο∙
(β) η αρμόδια αρχή επιστρέφει οποιοδήποτε καταβληθέν προαναφερόμενο διοικητικό πρόστιμο στο πρόσωπο που το είχε καταβάλει.
19.-(1)(α) Οποιοδήποτε επηρεαζόμενο πρόσωπο ή ο αντιπρόσωπός του στη Δημοκρατία δικαιούται να προσβάλει με προσφυγή ενώπιον του Υπουργού οποιαδήποτε από τις ακόλουθες αποφάσεις της αρμόδιας αρχής η οποία αφορά αυτό το πλοίο και η οποία εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου-
(i) την ακύρωση πιστοποιητικού ασφάλισης κατά το εδάφιο (1) του άρθρου 11 του παρόντος Νόμου·
(ii) την απαγόρευση κατάπλου πλοίου σε λιμένα της Δημοκρατίας·
(iii) την εκδίωξη πλοίου από λιμένα της Δημοκρατίας·
(iv) την απαγόρευση απόπλου πλοίου από λιμένα της Δημοκρατίας·
(v) την απαγόρευση εκτέλεσης πλόων σε κυπριακό πλοίο·
(vi) τη διαταγή επί πλοίου όπως μετακινηθεί σε συγκεκριμένο χώρο και παραμείνει εκεί·
(vii) τα μέτρα που έλαβε και/ ή οι ενέργειες στις οποίες προέβηκε κατά την υποπαράγραφο (γγ) του εδαφίου (2) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου ή την υποπαράγραφο (εε) του εδαφίου (2) του άρθρου 14 του παρόντος Νόμου. και
(viii) την επιβολή διοικητικού προστίμου κατά το άρθρο 18 του παρόντος Νόμου.
(β) Η προσφυγή ενώπιον του Υπουργού ασκείται εγγράφως μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την επίδοση διά χειρός ή την αποστολή ταχυδρομικώς ή μέσω τηλεομοιότυπου ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή/και τηλετύπου της κοινοποίησης της προσβληθείσας απόφασης στο επηρεαζόμενο πρόσωπο ή στον αντιπρόσωπό του στη Δημοκρατία.
(2) Η κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου προσφυγή δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης.
(3) Ο Υπουργός εξετάζει την προσφυγή και, αφού ακούσει τους ενδιαφερομένους ή δώσει την ευκαιρία σε αυτούς να εκθέσουν τις απόψεις τους γραπτώς, αποφασίζει για την τύχη της, σύμφωνα με το εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου, το αργότερο εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών.
(4) Ο Υπουργός δύναται να εκδώσει μία από τις ακόλουθες αποφάσεις:
(α) να επικυρώσει την προσβληθείσα απόφαση·
(β) να ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση·
(γ) να τροποποιήσει την προσβληθείσα απόφαση·
(δ) να προβεί σε έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβληθείσας.
Ο Υπουργός κοινοποιεί την απόφαση που εκδίδει δυνάμει του παρόντος εδαφίου διά χειρός ή ταχυδρομικώς ή μέσω τηλεομοιότυπου ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή τηλετύπου στον προσφεύγοντα, καθώς και στο επηρεαζόμενο πρόσωπο ή στον αντιπρόσωπό του στη Δημοκρατία.
(5) Σε περίπτωση που η προσβαλλόμενη απόφαση δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου εκδόθηκε από τον Υπουργό ως αρμόδια αρχή, τα εδάφια (1) μέχρι και (4) του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, ως εάν να επρόκειτο περί ένστασης στον Υπουργό.
20. Αρμόδιο δικαστήριο, για την εκδίκαση αγωγών στη Δημοκρατία για ζητήματα τα οποία καλύπτει ο Κανονισμός (ΕK) αριθ. 392/2009 και/ ή ο παρών Νόμος, είναι το Ανώτατο Δικαστήριο.
21. Αποφάσεις που εκδίδονται από δικαστήριο Κράτους Μέλους, εκτός της Δανίας, που αφορούν ζητήματα τα οποία καλύπτει ο Κανονισμός (ΕK) αριθ. 392/2009, αναγνωρίζονται και εκτελούνται στη Δημοκρατία σύμφωνα με τον Κανονισμό 44/2001/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.
22. Τα πιστοποιητικά ασφάλισης που εκδόθηκαν σε κυπριακά ή αλλοδαπά πλοία με οδηγίες του Υπουργού δυνάμει των διατάξεων του Κανονισμού (ΕK) αριθ. 392/2009 κατά ή μετά την 31η Δεκεμβρίου 2012 και πριν την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου θεωρούνται, από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου ως πιστοποιητικά που εκδόθηκαν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου μέχρι την ημερομηνία αντικατάστασης αυτών με πιστοποιητικά εκδιδόμενα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή την ημερομηνία λήξης αυτών, οποιαδήποτε εκ των δυο ημερομηνιών επέλθει ενωρίτερα.