19.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία ο αγοραστής πιστώσεων ή, κατά περίπτωση, ο αντιπρόσωπος αυτού, που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20, ορίζει οντότητα που προβλέπεται στις υποπαραγράφους (i) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 4 ή διαχειριστή πιστώσεων, για την εκτέλεση δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων σε σχέση με τα μεταβιβασθέντα δικαιώματα του πιστωτή που απορρέουν από μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης ή με την ίδια τη μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης, ο αγοραστής πιστώσεων ή ο αντιπρόσωπος αυτού, ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του για την ταυτότητα και τη διεύθυνση της οντότητας που προβλέπεται στις υποπαραγράφους (i) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 4 ή του διαχειριστή πιστώσεων, το αργότερο κατά την ημερομηνία έναρξης των δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία ο αγοραστής πιστώσεων ή ο αντιπρόσωπός του, που έχει οριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18, ορίζει οντότητα διαφορετική από εκείνη που γνωστοποιήθηκε δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), το γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του το αργότερο κατά την ημερομηνία της εν λόγω διαφοροποίησης και αναφέρει την ταυτότητα και τη διεύθυνση της νέας οντότητας στην οποία έχει αναθέσει την άσκηση δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων σε σχέση με τα μεταβιβασθέντα δικαιώματα του πιστωτή που απορρέουν από μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης ή με την ίδια τη μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης.
(3) Η Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση κατά την οποία ενεργεί ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους καταγωγής του αγοραστή πιστώσεων, διαβιβάζει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής του αγοραστή πιστώσεων, στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση και στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του νέου διαχειριστή πιστώσεων τις πληροφορίες που λαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2).