2. Στο Νόμο αυτό-
“αγωγή” περιλαμβάνει ανταπαίτηση και συμψηφισμό.
“αξία” σημαίνει αντιπαροχή, που έχει αξία.
“αποδοχή” σημαίνει αποδοχή που συντελείται με παράδοση ή γνωστοποίηση.
“γραπτό” περιλαμβάνει εκτυπωμένο, και “γραφή” περιλαμβάνει εκτύπωση.
“έκδοση” σημαίνει την πρώτη παράδοση συναλλαγματικής, γραμματίου ή επιταγής, συμπληρωμένης κατά τύπο σε πρόσωπο το οποίο λαμβάνει αυτή ως κάτοχος.
“κάτοχος” σημαίνει το δικαιούχο ή το πρόσωπο υπέρ του οποίου γίνεται η οπισθογράφηση συναλλαγματικής ή γραμματίου το οποίο έχει αυτά στην κατοχή του, ή τον κομιστή αυτών.
“Κεντρική Τράπεζα” σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου·
“κομιστής” σημαίνει το πρόσωπο που έχει στην κατοχή του συναλλαγματική ή γραμμάτιο το οποίο είναι πληρωτέο στον κομιστή.
“οπισθογράφηση” σημαίνει οπισθογράφηση που συντελείται με παράδοση.
“παράδοση” σημαίνει μεταβίβαση κατοχής, πραγματική ή τεκμαρτή, από ένα πρόσωπο σε άλλο.
“πρόσωπο” περιλαμβάνει ένωση προσώπων με ή χωρίς νομική προσωπικότητα.
“πτωχεύσας” περιλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο του οποίου η περιουσία παραχωρείται σε επίτροπο εμπιστεύματος ή εκδοχέα βάσει του νόμου που ισχύει εκάστοτε που αφορά την πτώχευση.
“συναλλαγματική” σημαίνει συναλλαγματική και “γραμμάτιο” σημαίνει γραμμάτιο σε διαταγή.
“τραπεζίτης” ή “τράπεζα” σημαίνει νομικό πρόσωπο, το οποίο διεξάγει τραπεζική επιχείρηση ή τραπεζικές εργασίες και περιλαμβάνει την Κεντρική Τράπεζα.
3.-(1) Συναλλαγματική είναι η χωρίς όρους έγγραφη εντολή που απευθύνεται από ένα πρόσωπο σε άλλο, υπογραμμένη από το πρόσωπο που τη δίδει και η οποία απαιτεί από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται να πληρώσει επί τη εμφανίσει ή σε ορισμένο ή καθορισμένο μελλοντικό χρόνο ορισμένο ποσό χρημάτων σε καθορισμένο πρόσωπο ή σε διαταγή καθορισμένου προσώπου ή στον κομιστή.
(2) Έγγραφο το οποίο δεν πληρεί τους όρους αυτούς, ή το οποίο διατάζει όπως γίνει οποιαδήποτε πράξη επιπρόσθετα προς την πληρωμή χρημάτων, δεν αποτελεί συναλλαγματική.
(3) Εντολή πληρωμής από ειδικό ταμείο δεν είναι χωρίς όρους εντός της έννοιας του άρθρου αυτού~ αλλά εντολή πληρωμής χωρίς όρους με (α) ένδειξη ειδικού ταμείου από το οποίο ο αποδέκτης θα επανακτήσει το ποσό ή ειδικού λογαριασμού που θα χρεωθεί με το ποσό, ή (β) κατάσταση της συναλλαγής η οποία αποτελεί την αιτία της συναλλαγματικής, είναι χωρίς όρους.
(4) Συναλλαγματική δεν είναι άκυρη λόγω του ότι αυτή-
(α) δεν είναι χρονολογημένη,
(β) δεν καθορίζει την αξία που δόθηκε, ή ότι έχει δοθεί οποιαδήποτε αξία για αυτή,
(γ) δεν ορίζει τον τόπο στον οποίο εκδόθηκε ή τον τόπο όπου είναι πληρωτέα.
4.-(1) Συναλλαγματική εσωτερικού είναι συναλλαγματική η οποία έχει ή εμφαίνεται στην όψη της ότι έχει-
(α) εκδοθεί και είναι πληρωτέα στην Κύπρο, ή
(β) εκδοθεί στην Κύπρο επί προσώπου που διαμένει σε αυτήν.
Κάθε άλλη συναλλαγματική είναι συναλλαγματική εξωτερικού.
(2) Ο κάτοχος συναλλαγματικής δύναται να θεωρεί αυτή ως συναλλαγματική εσωτερικού εκτός αν επί της όψης της εμφαίνεται το αντίθετο.
5.-(1) Συναλλαγματική δύναται να εκδοθεί πληρωτέα στον εκδότη ή σε διαταγή αυτού~ ή δύναται να εκδοθεί πληρωτέα στον αποδέκτη, ή σε διαταγή αυτού.
(2) Όταν εκδότης και αποδέκτης συναλλαγματικής είναι το ίδιο πρόσωπο, ή όταν ο αποδέκτης είναι εικονικό πρόσωπο ή πρόσωπο που δεν έχει δικαιοπρακτική ικανότητα, ο κάτοχος δύναται να θεωρήσει το έγγραφο, κατά την κρίση του, είτε ως συναλλαγματική είτε ως γραμμάτιο εις διαταγή.
6.-(1) Ο αποδέκτης πρέπει να κατονομάζεται ή άλλως πως να δηλώνεται σε συναλλαγματική με εύλογη βεβαιότητα.
(2) Συναλλαγματική δύναται να απευθύνεται σε δύο ή περισσότερους αποδέκτες είτε αυτοί είναι συνέταιροι είτε όχι, αλλά εντολή που απευθύνεται σε δυο αποδέκτες διαζευκτικά ή σε δύο ή περισσότερους αποδέκτες διαδοχικά δεν αποτελεί συναλλαγματική.
7.-(1) Όταν συναλλαγματική δεν είναι πληρωτέα στον κομιστή, ο δικαιούχος πρέπει να κατονομάζεται ή άλλως πως να δηλώνεται σε αυτήν με εύλογη βεβαιότητα.
(2) Συναλλαγματική δύναται να είναι πληρωτέα σε δυο ή περισσότερους δικαιούχους από κοινού ή δύναται να είναι πληρωτέα διαζευκτικά σε ένα ή δυο, ή σε ένα ή σε κάποιο από διάφορους δικαιούχους. Συναλλαγματική δύναται επίσης να είναι πληρωτέα στον εκάστοτε κάτοχο θέσης.
(3) Όταν ο δικαιούχος είναι εικονικό ή ανύπαρκτο πρόσωπο η συναλλαγματική δύναται να θεωρηθεί ως πληρωτέα στον κομιστή.
8.-(1) Όταν συναλλαγματική περιέχει λέξεις που απαγορεύουν τη μεταβίβαση ή που δηλώνουν πρόθεση όπως αυτή πρέπει να μην είναι μεταβιβάσιμη, αυτή είναι έγκυρη μεταξύ των μερών αυτής, αλλά δεν είναι μεταβιβάσιμη.
(2) Μεταβιβάσιμη συναλλαγματική δύναται να είναι πληρωτέα είτε σε διαταγή είτε στον κομιστή.
(3) Συναλλαγματική είναι πληρωτέα στον κομιστή όταν σε αυτή ρητά αναφέρεται ότι είναι πληρωτέα στον κομιστή, ή επί της οποίας η μόνη ή η τελευταία οπισθογράφηση είναι οπισθογράφηση εν λευκώ.
(4) Συναλλαγματική είναι πληρωτέα σε διαταγή όταν σε αυτή ρητά αναφέρεται ότι είναι πληρωτέα με τον τρόπο αυτό, ή όταν ρητά αναφέρει ότι είναι πληρωτέα σε ορισμένο πρόσωπο και δεν περιέχει λέξεις που απαγορεύουν μεταβίβαση ή που δηλώνουν πρόθεση όπως αυτή πρέπει να μην είναι μεταβιβάσιμη.
(5) Όταν σε συναλλαγματική, είτε αρχικά είτε με οπισθογράφηση, ρητά αναφέρεται ότι είναι πληρωτέα σε διαταγή ορισμένου προσώπου, και όχι σε αυτόν ή σε διαταγή αυτού, είναι, παρόλο αυτά, πληρωτέα σε αυτόν ή σε διαταγή του κατά την εκλογή του.
9.-(1) Το ποσό που είναι πληρωτέο με συναλλαγματική αποτελεί ποσό ορισμένο εντός της έννοιας του Νόμου αυτού, παρόλο που αυτό απαιτείται όπως πληρωθεί-
(α) με τόκο~
(β) με καθορισμένες δόσεις~
(γ) με καθορισμένες δόσεις, με πρόνοια ότι σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής οποιασδήποτε δόσης ολόκληρο το ποσό καθίσταται απαιτητό~
(δ) σύμφωνα με υποδεικνυόμενη τιμή συναλλάγματος ή σύμφωνα με τιμή συναλλάγματος η οποία πρέπει να εξακριβωθεί όπως ορίζεται από τη συναλλαγματική.
(2) Όταν το πληρωτέο ποσό εκφράζεται ολογράφως και αριθμητικώς και υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο, το ολογράφως αναφερόμενο ποσό, είναι το πληρωτέο ποσό.
(3) Όταν σε συναλλαγματική ρητά αναφέρεται ότι είναι πληρωτέα με τόκο, εκτός αν το έγγραφο προνοεί άλλως πως, ο τόκος αρχίζει από την ημερομηνία της συναλλαγματικής και αν η συναλλαγματική δεν φέρει ημερομηνία, από την ημερομηνία έκδοσης αυτής.
10.-(1) Συναλλαγματική είναι πληρωτέα εν όψει-
(α) όταν σε αυτή ρητά αναφέρεται ότι είναι πληρωτέα εν όψει ή σε πρώτη ζήτηση ή τη εμφανίσει~ ή
(β) όταν σε αυτή ρητά αναφέρεται χρόνος πληρωμής.
(2) Όταν συναλλαγματική γίνεται αποδεκτή ή οπισθογραφείται ενώ είναι ληξιπρόθεσμη, θεωρείται όσον αφορά τον αποδέκτη που αποδέχεται με τον τρόπο αυτό, ή οποιοδήποτε οπισθογράφο ο οποίος την οπισθογραφεί με τον τρόπο αυτό, ως συναλλαγματική πληρωτέα εν όψει.
11. Συναλλαγματική είναι πληρωτέα σε ορισμένο μελλοντικό χρόνο εντός της έννοιας του Νόμου αυτού όταν σε αυτή ρητά αναφέρεται ότι είναι πληρωτέα:
(α) σε ορισμένη περίοδο μετά τη χρονολόγηση ή την εμφάνιση~
(β) κατά ή σε ορισμένη περίοδο μετά την παρέλευση ορισμένου γεγονότος το οποίο είναι βέβαιο ότι θα επέλθει, παρόλο που ο χρόνος επέλευσης δυνατό να είναι αβέβαιος.
Έγγραφο στο οποίο ρητά αναφέρεται ότι είναι πληρωτέο υπό αίρεση δεν είναι συναλλαγματική και η επέλευση του γεγονότος δεν θεραπεύει το ελάττωμα.
12. Όταν συναλλαγματική στην οποία ρητά αναφέρεται ότι είναι πληρωτέα σε ορισμένη περίοδο μετά την ημερομηνία που εκδίδεται χωρίς ημερομηνία, ή όταν η αποδοχή συναλλαγματικής πληρωτέας σε ορισμένη περίοδο μετά την εμφάνιση δεν φέρει ημερομηνία, οποιοσδήποτε κάτοχος δύναται να θέσει σε αυτή την πραγματική ημερομηνία της έκδοσης ή αποδοχής και η συναλλαγματική είναι πληρωτέα ανάλογα:
Νοείται ότι-
(α) όταν ο κάτοχος καλή τη πίστει και από λάθος θέτει λανθασμένη ημερομηνία, και
(β) σε κάθε περίπτωση όπου τίθεται λανθασμένη ημερομηνία, αν η συναλλαγματική μεταγενέστερα περιέλθει στα χέρια κατόχου κατά τον προσήκοντα τρόπο,
η συναλλαγματική δεν ακυρώνεται για το λόγο αυτό, αλλά ισχύει και είναι πληρωτέα ωσάν η ημερομηνία που τέθηκε να ήταν η πραγματική ημερομηνία.
13.-(1) Όταν συναλλαγματική ή αποδοχή ή οποιαδήποτε οπισθογράφηση σε συναλλαγματική φέρει ημερομηνία, η ημερομηνία, θεωρείται εκτός αν αποδειχθεί το αντίθετο, ως η πραγματική ημερομηνία της έκδοσης, αποδοχής ή οπισθογράφησης, ανάλογα με την περίπτωση.
(2) Συναλλαγματική δεν είναι άκυρη εκ μόνου του λόγου ότι είναι προχρονολογημένη ή μεταχρονολογημένη, ή ότι φέρει ημερομηνία Κυριακής.
14. Όταν συναλλαγματική δεν είναι πληρωτέα εν όψει, η ημέρα κατά την οποία καθίσταται απαιτητή, ορίζεται ως ακολούθως:
(α) Η συναλλαγματική είναι απαιτητή και πληρωτέα την ημέρα της πληρωμής όπως αυτή ορίζεται από τη συναλλαγματική : Νοείται ότι όταν η εν λόγω ημέρα πληρωμής συμπίπτει να είναι “μη εργάσιμη” ημέρα η συναλλαγματική είναι απαιτητή και πληρωτέα την αμέσως επομένη εργάσιμη ημέρα~
(β) όταν συναλλαγματική είναι πληρωτέα σε ορισμένη περίοδο μετά τη χρονολόγηση, μετά την εμφάνιση, ή από την επέλευση συγκεκριμένου γεγονότος, ο χρόνος πληρωμής ορίζεται αποκλειομένης της ημέρας από την οποία ο χρόνος αρχίζει να τρέχει και συμπεριλαμβανομένης, της ημέρας πληρωμής~
(γ) όταν συναλλαγματική είναι πληρωτέα σε ορισμένη περίοδο μετά την εμφάνιση, ο χρόνος αρχίζει από την ημερομηνία της αποδοχής αν η συναλλαγματική γίνει αποδεκτή, και από την ημερομηνία της σημείωσης και διαμαρτύρησης, αν η συναλλαγματική σημειωθεί και διαμαρτυρηθεί για μη αποδοχή ή μη παράδοση.
Ό όρος “μήνας” σε συναλλαγματική σημαίνει ημερολογιακό μήνα.
15. Ο εκδότης συναλλαγματικής και οποιοσδήποτε οπισθογράφος δύναται να θέσει σε αυτή το όνομα προσώπου στο οποίο ο κάτοχος δύναται να προσφύγει σε περίπτωση ανάγκης, δηλαδή σε περίπτωση κατά την οποία η συναλλαγματική δεν τιμηθεί εξαιτίας μη αποδοχής ή μη πληρωμής. Το πρόσωπο αυτό καλείται ο διαιτητής σε περίπτωση ανάγκης. Εναπόκειται στην κρίση του κατόχου να προσφύγει ή όχι στο διαιτητή σε περίπτωση ανάγκης ως ήθελε θεωρήσει σκόπιμο.
16. Ο εκδότης συναλλαγματικής και οποιοσδήποτε οπισθογράφος, δύναται να θέσει σε αυτή ρητό όρο-
(α) με τον οποίο να ανακαλείται ή περιορίζεται η ευθύνη του έναντι του κατόχου~
(β) με τον οποίο να παραιτείται ο ίδιος από μερικά ή από όλα τα καθήκοντα του κατόχου.
17.-(1) Η αποδοχή συναλλαγματικής είναι η δήλωση της συγκατάθεσης του
αποδέκτη στη διαταγή του εκδότη.
(2) Αποδοχή είναι άκυρη εκτός αν πληρεί τους ακόλουθους όρους, δηλαδή-
(α) πρέπει να είναι γραμμένη επί της συναλλαγματικής και να είναι υπογραμμένη από τον πληρωτή. Η απλή υπογραφή του πληρωτή χωρίς επιπρόσθετες λέξεις είναι αρκετή~
(β) δεν πρέπει να εκφράζει ότι ο πληρωτής θα εκπληρώσει την υπόσχεση του με οποιονδήποτε άλλο τρόπο παρά μόνο με την πληρωμή χρημάτων.
18. Συναλλαγματική δύναται να γίνει αποδεκτή-
(α) Προτού αυτή υπογραφεί από τον εκδότη, ή ενώ είναι διαφορετικά ελλιπής~
(β) όταν είναι ληξιπρόθεσμη ή εφόσον δεν έχει τιμηθεί λόγω προηγουμένης άρνησης αποδοχής της ή λόγω μη πληρωμής~
(γ) όταν συναλλαγματική, πληρωτέα επί τη εμφανίσει δεν τιμάται λόγω μη αποδοχής και ο πληρωτής ακολούθως αποδέχεται αυτή, ο κάτοχος, ελλείψει οποιασδήποτε διαφορετικής συμφωνίας, δικαιούται να αποδεκτεί τη συναλλαγματική από της χρονολογίας της πρώτης εμφάνισης της στον πληρωτή.
19.-(1) Αποδοχή είναι είτε-
(α) γενική~ είτε
(β) με όρους.
(2) Η γενική αποδοχή παρέχει συγκατάθεση χωρίς όρους στην εντολή του εκδότη. Η αποδοχή με ρητούς όρους μεταβάλλει το αποτέλεσμα της συναλλαγματικής όπως αυτή εκδόθηκε.
Ειδικότερα η αποδοχή είναι με όρους όταν-
(α) Υπόκειται σε όρους, δηλαδή, όταν εξαρτά την πληρωμή από τον αποδέκτη από την εκπλήρωση όρου που αναφέρεται σε αυτή~
(β) είναι μερική, δηλαδή, αποδοχή πληρωμής μέρους μόνο του ποσού για το οποίο εκδόθηκε η συναλλαγματική~
(γ) είναι τοπική, δηλαδή, αποδοχή πληρωμής μόνο σε ειδικά ορισμένο τόπο.
Αποδοχή πληρωμής σε συγκεκριμένο τόπο είναι γενική αποδοχή, εκτός αν ρητά δηλώνει ότι η συναλλαγματική θα πληρωθεί εκεί μόνο και όχι αλλού~
(δ) είναι με όρους όσον αφορά το χρόνο~
(ε) είναι η αποδοχή ενός ή περισσότερων από τους αποδέκτες, αλλά όχι από όλους.
20.-(1) Όταν απλή υπογραφή σε λευκό χαρτοσημασμένο χαρτί παραδίδεται από αυτόν που υπέγραψε ούτως ώστε να δύναται να μετατραπεί σε συναλλαγματική, ισχύει ως εκ πρώτης όψεως εξουσία προς συμπλήρωση αυτής ως πλήρης συναλλαγματικής για οποιοδήποτε ποσό που καλύπτεται από το χαρτόσημο, αφού χρησιμοποιηθεί γι’ αυτό η υπογραφή του εκδότη, ή του αποδέκτη ή οπισθογράφου~ και κατά τον ίδιο τρόπο, όταν συναλλαγματική είναι ελλιπής ως προς ουσιώδη λεπτομέρεια το πρόσωπο που κατέχει αυτή έχει εκ πρώτης όψεως εξουσία προς συμπλήρωση της παράλειψης κατά οποιοδήποτε τρόπο κρίνει κατάλληλο.
(2) Για να δύναται οποιοδήποτε τέτοιο έγγραφο, όταν συμπληρωθεί να καταστεί εκτελεστό κατά οποιουδήποτε προσώπου το οποίο έγινε μέρος αυτού πρίν από τη συμπλήρωση του, πρέπει να συμπληρωθεί εντός ευλόγου χρόνου, και αυστηρά σύμφωνα με τη δοθείσα εξουσία. Εύλογος χρόνος για το σκοπό αυτό είναι θέμα πραγματικό:
Νοείται ότι αν μετά τη συμπλήρωση του οποιοδήποτε τέτοιο έγγραφο μεταβιβασθεί σε κάτοχο κατά τον προσήκοντα τρόπο είναι έγκυρο και αποτελεσματικό για όλους τους σκοπούς που το κατέχει, και δύναται να εκτελέσει τούτο ωσάν να είχε συμπληρωθεί εντός ευλόγου χρόνου και αυστηρά σύμφωνα με τη δοθείσα εξουσία.
21.-(1) Κάθε σύμβαση επί συναλλαγματικής, ανεξάρτητα αν είναι του εκδότη, του αποδέκτη ή οπισθογράφου, είναι ατελής και ανακλητή, μέχρι την παράδοση του εγγράφου για σκοπούς εκτέλεσης αυτού:
Νοείται ότι όταν η αποδοχή είναι γραμμένη σε συναλλαγματική και ο πληρωτής δίδει ειδοποίηση προς το πρόσωπο ή σύμφωνα με τις οδηγίες του προσώπου το οποίο έχει δικαίωμα στη συναλλαγματική ειδοποίηση ότι έχει αποδεκτεί αυτήν, η αποδοχή τότε καθίσταται πλήρης και αμετάκλητη.
(2) Όσον αφορά μεταξύ των αμέσων μερών και όσον αφορά απώτερο μέρος άλλο από τον κάτοχο κατά τον προσήκοντα τρόπο, η παράδοση-
(α) Για να καταστεί αποτελεσματική πρέπει να γίνει είτε από, είτε βάσει εξουσιοδότησης του μέρους που εκδίδει, αποδέχεται, ή οπισθογραφεί, ανάλογα με την περίπτωση~
(β) δύναται να καταδειχθεί ότι ήταν με όρους ή για ειδικό σκοπό μόνο και όχι για σκοπούς μεταβίβασης της κυριότητας στη συναλλαγματική.
Αλλά αν η συναλλαγματική βρίσκεται στα χέρια του κατόχου κατά τον προσήκοντα τρόπο η έγκυρη παράδοση της συναλλαγματικής από όλα τα μέρη πριν από αυτόν κατά τρόπο που να καταστήσει αυτούς υπεύθυνους έναντι του, τεκμαίρεται τελεσίδικα.
(3) Όταν συναλλαγματική δεν βρίσκεται πλέον στην κατοχή μέρους που υπόγραψε αυτήν ως εκδότης, αποδέκτης, ή οπισθογράφος, η παράδοση από αυτόν τεκμαίρεται έγκυρη και χωρίς όρους μέχρις ότου αποδειχθεί το αντίθετο.
22.-(1) Η ικανότητα να υπέχει κάποιος ευθύνη ως μέρος σε συναλλαγματική είναι ίσης έκτασης με την ικανότητα προς το συμβάλλεσθαι: Νοείται ότι καμμιά διάταξη στο άρθρο αυτό δεν θα καθιστά κάποιο νομικό πρόσωπο υπεύθυνο εκδότη, αποδέκτη ή οπισθογράφο συναλλαγματικής εκτός αν είναι ικανό να ενεργήσει με τον τρόπο αυτό, βάσει του Νόμου που ισχύει εκάστοτε αναφορικά με νομικά πρόσωπα.
(2) Όταν συναλλαγματική εκδίδεται ή οπισθογραφείται από ανήλικο ή νομικό πρόσωπο που δεν έχει ικανότητα ή εξουσία να υπέχει ευθύνη σε συναλλαγματική, η έκδοση ή οπισθογράφηση παρέχει δικαίωμα στον κάτοχο να δεχτεί πληρωμή της συναλλαγματικής και να εκτελέσει αυτήν εναντίον οποιουδήποτε άλλου μέρους σε αυτή.
23. Κανένα πρόσωπο δεν υπέχει ευθύνη ως εκδότης, οπισθογράφος ή αποδέκτης συναλλαγματικής αν δεν υπέγραψε αυτήν υπό την ιδιότητα αυτή:
Νοείται ότι -
(α) όταν πρόσωπο υπογράφει συναλλαγματική με εμπορικό ή ψευδές όνομα, ευθύνεται γι’ αυτή ωσάν να υπόγραφε αυτήν με το δικό του όνομα~
(β) η υπογραφή με το όνομα εμπορικού οίκου είναι ισοδύναμη με την υπογραφή του προσώπου που υπογράφει με τον τρόπο αυτό, με τα ονόματα όλων των προσώπων που ευθύνονται ως συνέταιροι στον εν λόγω εμπορικό οίκο.
24. Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, όταν υπογραφή σε συναλλαγματική είναι πλαστογραφημένη ή τέθηκε χωρίς την εξουσιοδότηση του προσώπου του οποίου φέρεται να είναι η υπογραφή, η πλαστογραφημένη ή η μη εξουσιοδοτημένη υπογραφή είναι εξολοκλήρου ανενεργή, και κανένα δικαίωμα κατακράτησης της συναλλαγματικής ή παροχής εξόφλησης γι’ αυτήν ή εκτέλεσης πληρωμής αυτής εναντίον οποιουδήποτε μέρους αυτής δύναται να εξασφαλιστεί με ή βάσει της υπογραφής αυτής, εκτός αν το μέρος εναντίον του οποίου ζητείται να κατακρατήσει ή εκτελέσει πληρωμή της συναλλαγματικής παρεμποδίζεται από το να επικαλεσθεί την πλαστογραφία ή την έλλειψη εξουσιοδότησης:
Νοείται ότι καμιά διάταξη που περιέχεται στο άρθρο αυτό δεν επηρεάζει την έγκριση μιας μη εξουσιοδοτημένης υπογραφής που δεν ισοδυναμεί με πλαστογραφία.
25. Υπογραφή κατ’ εξουσιοδότηση ισχύει ως ειδοποίηση ότι ο αντιπρόσωπος έχει μόνο περιορισμένη, εξουσία να υπογράφει και ο αντιπροσωπευόμενος δεσμεύεται από την υπογραφή αυτή μόνο αν ο αντιπρόσωπος που υπέγραψε με τον τρόπο αυτό ενέργησε εντός των πραγματικών ορίων της εξουσίας του.
26.-(1) Όταν πρόσωπο υπογράφει συναλλαγματική ως εκδότης, οπισθογράφος, ή αποδέκτης και προσθέτει λέξεις στην υπογραφή του, που δηλώνουν ότι υπογράφει για τον αντιπροσωπευόμενο ή για λογαριασμό αυτού, ή με αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα, δεν ευθύνεται προσωπικά για αυτή~ αλλά η απλή προσθήκη στην υπογραφή του, λέξεων που τον περιγράφουν ως αντιπρόσωπο, ή ότι πληρεί αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα, δεν απαλλάσσει αυτόν από προσωπική ευθύνη.
(2) Για να αποφασιστεί κατά πόσο υπογραφή σε συναλλαγματική είναι εκείνη του αντιπροσωπευομένου ή εκείνη του αντιπροσώπου από το χέρι του οποίου γράφτηκε, πρέπει να υιοθετηθεί η πιο ευνοϊκή ερμηνεία για την εγκυρότητα του εγγράφου.
27.-(1) Αντιπαροχή που έχει αξία για συναλλαγματική δύναται να συνίσταται-
(α) Από οποιαδήποτε αντιπαροχή επαρκή να στηρίξει σύμβαση~
(β) από προηγούμενο χρέος ή υποχρέωση. Το χρέος αυτό ή υποχρέωση θεωρείται αντιπαροχή που έχει αξία είτε η συναλλαγματική είναι πληρωτέα εν όψει είτε σε μελλοντικό χρόνο.
(2) Όταν δόθηκε κατά οποιοδήποτε χρόνο αξία για τη συναλλαγματική ο κάτοχος θεωρείται ως κάτοχος για αξία σε σχέση με τον αποδέκτη και όλα τα μέρη της συναλλαγματικής που έγιναν μέρη πριν από το χρόνο αυτό.
(3) Όταν ο κάτοχος συναλλαγματικής έχει δικαίωμα επίσχεσης επί αυτής, το οποίο προκύπτει είτε από σύμβαση είτε από νόμο, θεωρείται ως κάτοχος για αξία που ανέρχεται στο ύψος του ποσού για το οποίο αυτός έχει δικαίωμα επίσχεσης.
28.-(1) Διευκολύνον μέρος σε συναλλαγματική είναι πρόσωπο το οποίο έχει υπογράψει συναλλαγματική ως εκδότης, αποδέκτης, ή οπισθογράφος, χωρίς να λάβει κάποια αξία γι’ αυτή και με σκοπό να δανείσει το όνομα του σε κάποιο άλλο πρόσωπο.
(2) Διευκολύνον μέρος ευθύνεται για τη συναλλαγματική έναντι του κατόχου για αξία~ και είναι αδιάφορο κατά πόσο, όταν ο τέτοιος κάτοχος που έλαβε τη συναλλαγματική, γνώριζε ότι το μέρος αυτό ήταν διευκολύνον μέρος ή όχι.
29.-(1) Νομιμοποιημένος κομιστής είναι ο κάτοχος ο οποίος έλαβε συναλλαγματική, συμπληρωμένη και κανονική στην όψη της, με τους πιο κάτω όρους, δηλαδή-
(α) Ότι έγινε κάτοχος αυτής προτού αυτή καταστεί ληξιπρόθεσμη και χωρίς ειδοποίηση ότι προηγουμένως δεν τιμήθηκε, αν τέτοια ήταν η περίπτωση~
(β) ότι αυτός έλαβε τη συναλλαγματική καλή τη πίστει και για αξία και ότι κατά το χρόνο κατά τον οποίο η συναλλαγματική μεταβιβάστηκε σε αυτόν, αυτός δεν είχε ειδοποίηση για οποιοδήποτε ελάττωμα στον τίτλο του προσώπου το οποίο μεταβίβασε αυτή.
(2) Ειδικότερα ο τίτλος προσώπου ο οποίος μεταβιβάζει συναλλαγματική είναι ελαττωματικός εντός της έννοιας του Νόμου αυτού όταν αυτός έλαβε τη συναλλαγματική ή την αποδοχή αυτής, με δόλο, εξαναγκασμό, ή βία και φόβο, ή με άλλα παράνομα μέσα ή για παράνομη αντιπαροχή, ή όταν μεταβιβάζει αυτήν με κατάχρηση εμπιστοσύνης ή υπό τέτοιες συνθήκες οι οποίες ισοδυναμούν με δόλο.
(3) Κάτοχος (είτε για αξία ή όχι) ο οποίος αντλεί τον τίτλο του στη συναλλαγματική μέσω κατόχου κατά προσήκοντα τρόπο, και ο οποίος συνέβαλε ο ίδιος σε οποιοδήποτε δόλο ή παρανομία που επηρεάζει αυτή, έχει όλα τα δικαιώματα του κατόχου αυτού κατά προσήκοντα τρόπο σε σχέση προς τον αποδέκτη και προς όλα τα μέρη της συναλλαγματικής πριν από τον κάτοχο αυτό.
30.-(1) Κάθε μέρος του οποίου η υπογραφή εμφανίζεται σε συναλλαγματική θεωρείται εκ πρώτης όψεως ότι έχει καταστεί μέρος αυτής για αξία.
(2) Κάθε κάτοχος συναλλαγματικής θεωρείται εκ πρώτης όψεως ότι είναι κάτοχος κατά προσήκοντα τρόπο~ αλλά αν σε αγωγή για συναλλαγματική γίνεται δεκτό ή αποδεικνύεται ότι η αποδοχή, έκδοση, ή μεταγενέστερη μεταβίβαση της συναλλαγματικής επηρεάζεται από δόλο, εξαναγκασμό ή βία και φόβο, ή παρανομία, το βάρος απόδειξης μετατίθεται, εκτός αν και μέχρις ότου ο κάτοχος αποδείξει ότι, εν συνεχεία του ισχυριζόμενου δόλου ή της παρανομίας, έχει δοθεί καλή τη πίστει αξία στη συναλλαγματική.
31.-(1) Συναλλαγματική διαπραγματεύεται όταν αυτή μεταβιβάζεται από ένα πρόσωπο σε άλλο με τέτοιο τρόπο ώστε να καταστήσει τον εκδοχέα κάτοχο της συναλλαγματικής.
(2) Συναλλαγματική πληρωτέα στον κομιστή διαπραγματεύεται με παράδοση.
(3) Συναλλαγματική πληρωτέα σε διαταγή διαπραγματεύεται με οπισθογράφηση του κατόχου που συμπληρώνεται με παράδοση.
(4) Όταν ο κάτοχος συναλλαγματικής πληρωτέας σε διαταγή του μεταβιβάζει αυτή για κάποια αξία χωρίς να οπισθογραφήσει αυτή, η μεταβίβαση παρέχει στον εκδοχέα προς τον οποίο γίνεται η μεταβίβαση τέτοιο τίτλο που είχε ο εκχωρητής στη συναλλαγματική, και ο εκδοχέας αποκτά επιπρόσθετα το δικαίωμα να έχει την οπισθογράφηση του εκχωρητή.
(5) Όταν οποιοδήποτε πρόσωπο έχει υποχρέωση να οπισθογραφήσει συναλλαγματική υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα, δύναται να οπισθογραφήσει τη συναλλαγματική με τέτοιους όρους που να αποκλείουν προσωπική ευθύνη.
32. Οπισθογράφηση για να ισχύει ως διαπραγμάτευση πρέπει να πληρεί τους ακόλουθους όρους, δηλαδή-
(α) πρέπει να γράφεται επί της ίδιας της συναλλαγματικής και να υπογράφεται από τον οπισθογράφο. Η απλή υπογραφή του οπισθογράφου επί της συναλλαγματικής, χωρίς πρόσθετες λέξεις, είναι επαρκής.
Οπισθογράφηση γραμμένη επί προσθέματος, ή επί “αντιγράφου” συναλλαγματικής που εκδόθηκε ή διαπραγματεύτηκε σε χώρα στην οποία αναγνωρίζονται “αντίγραφα” θεωρείται ότι είναι γραμμένη επί της ίδιας της συναλλαγματικής~
(β) πρέπει να είναι οπισθογράφηση της όλης συναλλαγματικής. Μερική οπισθογράφηση, δηλαδή, οπισθογράφηση η οποία σκοπεί τη μεταβίβαση στον προς ον η οπισθογράφηση μέρος μόνο του πληρωτέου ποσού ή η οποία σκοπεί τη μεταβίβαση της συναλλαγματικής σε δύο ή περισσότερους υπέρ των οποίων η οπισθογράφηση χωριστά δεν ισχύει ως διαπραγμάτευση της συναλλαγματικής~
(γ) όταν συναλλαγματική είναι πληρωτέα σε διαταγή δύο ή περισσότερων δικαιούχων ή υπέρ των οποίων η οπισθογράφηση οι οποίοι δεν είναι συνέταιροι, όλοι πρέπει να οπισθογραφήσουν, εκτός αν ο ένας ο οποίος οπισθογραφεί έχει εξουσία να οπισθογραφεί για τους άλλους~
(δ) όταν, σε συναλλαγματική πληρωτέα σε διαταγή, ο δικαιούχος ή ο υπέρ του οποίου η οπισθογράφηση προσδιορίζεται εσφαλμένα, ή το όνομα του αναγράφεται εσφαλμένα, αυτός δύναται να οπισθογραφήσει τη συναλλαγματική όπως αναφέρεται σε αυτή, προσθέτοντας, αν το θεωρεί σκόπιμο, την κανονική του υπογραφή~
(ε) όταν σε συναλλαγματική υπάρχουν δύο ή περισσότερες οπισθογραφήσεις, κάθε οπισθογράφηση θεωρείται ότι έγινε με τη σειρά που εμφανίζεται στη συναλλαγματική, μέχρις απόδειξης του εναντίον~
(στ) οπισθογράφηση δύναται να γίνει εν λευκώ ή ειδική. Δύναται επίσης να περιέχει ορισμένους όρους που να καθιστούν αυτή περιοριστική.
33. Όταν συναλλαγματική φέρεται να οπισθογραφήθηκε με όρους, ο όρος δύναται να αγνοηθεί από τον πληρωτή, και η πληρωμή προς τον υπέρ του οποίου η οπισθογράφηση είναι έγκυρη είτε ο όρος έχει εκπληρωθεί είτε όχι.
34.-(1) Οπισθογράφηση εν λευκώ δεν καθορίζει τον υπέρ του οποίου η οπισθογράφηση και συναλλαγματική οπισθογραφημένη με τον τρόπο αυτό καθίσταται πληρωτέα στον κομιστή.
(2) Ειδική οπισθογράφηση ορίζει το πρόσωπο στο οποίο ή σε διαταγή του οποίου η συναλλαγματική είναι πληρωτέα.
(3) Οι διατάξεις του Νόμου αυτού οι οποίες αφορούν το δικαιούχο εφαρμόζονται με τις αναγκαίες προσαρμογές, στον υπέρ του οποίου οπισθογράφηση δυνάμει ειδικής οπισθογράφησης.
(4) Όταν συναλλαγματική οπισθογραφήθηκε εν λευκώ, οποιοσδήποτε κάτοχος δύναται να μετατρέψει την εν λευκώ οπισθογράφηση σε ειδική γράφοντας πάνω από την υπογραφή του οπισθογράφου εντολή να πληρώσει τη συναλλαγματική προς ή σε διαταγή αυτού ή κάποιου άλλου προσώπου.
35.-(1) Περιοριστική είναι η οπισθογράφηση η οποία απαγορεύει την περαιτέρω μεταβίβαση της συναλλαγματικής ή υπονοεί ότι αυτή είναι η μόνη εξουσιοδότηση για να χρησιμοποιηθεί η συναλλαγματική όπως διατάσσεται σε αυτή και όχι ως μεταβίβαση της κυριότητας αυτής, όπως, για παράδειγμα, αν συναλλαγματική οπισθογραφηθεί “Πληρώστε το Δ μόνο” ή “Πληρώστε το Δ για λογαριασμό του Χ” ή “Πληρώστε το Δ ή σε διαταγή για είσπραξη”.
(2) Περιοριστική οπισθογράφηση παρέχει στον υπέρ ου η οπισθογράφηση το δικαίωμα να δεχθεί πληρωμή της συναλλαγματικής και να ενάξει οποιοδήποτε μέρος αυτής το οποίο ο οπισθογράφος μπορούσε να ενάξει, αλλά δεν παρέχει σε αυτόν εξουσία να μεταβιβάσει τα δικαιώματα του ως υπέρ ου η οπισθογράφηση εκτός αν αυτή ρητά εξουσιοδοτεί αυτόν να ενεργήσει με τον τρόπο αυτό.
(3) Όταν περιοριστική οπισθογράφηση εξουσιοδοτεί περαιτέρω μεταβίβαση, όλοι οι μεταγενέστεροι υπέρ ων η οπισθογράφηση λαμβάνουν τη συναλλαγματική με τα ίδια δικαιώματα και με τις ίδιες υποχρεώσεις όπως ο πρώτος υπέρ ου η οπισθογράφηση δυνάμει της περιοριστικής οπισθογράφησης.
36.-(1) Όταν συναλλαγματική είναι διαπραγματεύσιμη από την αρχή εξακολουθεί να είναι διαπραγματεύσιμη μέχρις ότου-
(α) οπισθογραφηθεί περιοριστικά, ή
(β) εξοφληθεί με πληρωμή ή διαφορετικά.
(2) Όταν ληξιπρόθεσμη συναλλαγματική διαπραγματεύεται, δύναται να διαπραγματεύεται μόνο τηρουμένου οποιουδήποτε ελαττώματος στο τίτλο που επηρεάζει αυτήν κατά τη λήξη της, και έκτοτε κανένα πρόσωπο το οποίο λαμβάνει αυτή δεν δύναται να αποκτήσει ή να παράσχει τίτλο καλύτερο εκείνου τον οποίο είχε το πρόσωπο από το οποίο την έλαβε.
(3) Συναλλαγματική πληρωτέα εν όψει θεωρείται ως ληξιπρόθεσμη εντός της έννοιας και για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, όταν εμφαίνεται επί της όψης της ότι τέθηκε σε κυκλοφορία για μη εύλογο χρονικό διάστημα. Τι είναι μη εύλογο χρονικό διάστημα για το σκοπό αυτό είναι ζήτημα πραγματικό.
(4) Εκτός όταν οπισθογράφηση φέρει ημερομηνία μεταγενέστερη της λήξης της συναλλαγματικής, κάθε μεταβίβαση θεωρείται εκ πρώτης όψεως ότι έγινε προτού η συναλλαγματική καταστεί ληξιπρόθεσμη.
(5) Όταν συναλλαγματική η οποία δεν είναι ληξιπρόθεσμη δεν έχει τιμηθεί οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο λαμβάνει αυτή με ειδοποίηση για τη μη τίμηση λαμβάνει αυτή τηρουμένου οποιουδήποτε ελαττώματος του τίτλου που υπάρχει σε αυτή κατά το χρόνο της μη τίμησης, αλλά καμιά διάταξη στο άρθρο αυτό δεν θα επηρεάζει τα δικαιώματα κατόχου κατά προσήκοντα τρόπο.
37. Όταν συναλλαγματική διαπραγματεύεται πίσω στον εκδότη ή σε προηγούμενο οπισθογράφο ή στον αποδέκτη, το μέρος αυτό δύναται, τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού να επανεκδώσει και να διαπραγματευθεί περαιτέρω τη συναλλαγματική αλλά δεν δικαιούται να επιβάλει πληρωμή της συναλλαγματικής εναντίον οποιουδήποτε μέρους που παρεμβλήθηκε έναντι του οποίου αυτός ευθυνόταν προηγουμένως.
38. Τα δικαιώματα και οι εξουσίες του κατόχου συναλλαγματικής είναι τα ακόλουθα:
(α) Αυτός δύναται να εγείρει αγωγή στο όνομα του~
(β) όταν αυτός είναι κάτοχος κατά προσήκοντα τρόπο, κατέχει τη συναλλαγματική απαλλαγμένη από οποιοδήποτε ελάττωμα στον τίτλο των προηγούμενων μερών, καθώς επίσης από απλές προσωπικές υπερασπίσεις που είναι προσιτές στα προηγούμενα μέρη μεταξύ τους και δύναται να επιβάλει πληρωμή εναντίον όλων των μερών που ευθύνονται στη συναλλαγματική~
(γ) όταν ο τίτλος του είναι ελαττωματικός-
(i) αν μεταβιβάζει τη συναλλαγματική σε κάτοχο κατά προσήκοντα τρόπο, ο κάτοχος αυτός αποκτά καλό και πλήρη τίτλο στη συναλλαγματική, και
(ii) αν λάβει πληρωμή της συναλλαγματικής το πρόσωπο το οποίο πληρώνει αυτόν κατά τον προσήκοντα τρόπο λαμβάνει έγκυρη εξόφληση της συναλλαγματικής.
39.-(1) Όταν συναλλαγματική είναι πληρωτέα άμα τη εμφανίσει της, η παρουσίαση προς αποδοχή είναι αναγκαία για να καθοριστεί η λήξη του εγγράφου.
(2) Όταν συναλλαγματική ορίζει ρητά ότι αυτή πρέπει να παρουσιαστεί προς αποδοχή ή όταν συναλλαγματική εκδίδεται πληρωτέα σε τόπο άλλο απο τη διαμονή ή τον τόπο εργασίας του πληρωτή, αυτή πρέπει να παρουσιαστεί προς αποδοχή προτού καταστεί δυνατό να παρουσιαστεί για πληρωμή.
(3) Σε καμιά άλλη περίπτωση η παρουσίαση προς αποδοχή δεν είναι αναγκαία για να καταστήσει υπεύθυνο οποιοδήποτε άλλο μέρος σε συναλλαγματική.
(4) Όταν ο κάτοχος συναλλαγματικής, που εκδόθηκε πληρωτέα σε τόπο άλλο από τον τόπο εργασίας ή διαμονής του πληρωτή, δεν έχει χρόνο, με την άσκηση εύλογης επιμέλειας, να παρουσιάσει τη συναλλαγματική προς αποδοχή προτού παρουσιάσει αυτή προς πληρωμή κατά την ημέρα που καθίσταται οφειλόμενη, η καθυστέρηση που προκλήθηκε με την παρουσίαση της συναλλαγματικής προς αποδοχή πριν από την παρουσίαση προς πληρωμή δικαιολογείται και δεν απαλλάσσει τον εκδότη και τους οπισθογράφους.
40.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, όταν συναλλαγματική πληρωτέα μετά την εμφάνιση διαπραγματεύεται, ο κάτοχος πρέπει είτε να την παρουσιάσει προς αποδοχή είτε να τη διαπραγματευθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
(2) Αν δεν ενεργήσει με τον τρόπο αυτό, ο εκδότης και όλοι οι οπισθογράφοι πριν από τον κάτοχο αυτό, απαλλάσσονται.
(3) Για να αποφασιστεί τι είναι εύλογος χρόνος εντός της έννοιας του άρθρου αυτού, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η φύση της συναλλαγματικής, τα συναλλακτικά ήθη σε σχέση με παρόμοιες συναλλαγματικές, και τα γεγονότα της συγκεκριμένης περίπτωσης.
41.-(1) Συναλλαγματική παρουσιάζεται δεόντως προς αποδοχή όταν παρουσιάζεται σύμφωνα με τους πιο κάτω κανόνες:
(α) η παρουσίαση πρέπει να γίνεται από ή εκ μέρους του κατόχου προς τον αποδέκτη ή προς κάποιο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο να αποδεκτεί ή να αρνηθεί αποδοχή εκ μέρους του σε εύλογη ώρα εργάσιμης ημέρας και προτού η συναλλαγματική καταστεί ληξιπρόθεσμη~
(β) όταν συναλλαγματική απευθύνεται προς δύο ή περισσότερους πληρωτές, οι οποίοι δεν είναι συνέταιροι, η παρουσίαση πρέπει να γίνεται προς όλους αυτούς, εκτός αν ένας από αυτούς έχει εξουσία να αποδεχτεί για όλους, οπότε η παρουσίαση δύναται να γίνει προς αυτον μόνο~
(γ) όταν ο πληρωτής απεβίωσε η παρουσίαση δύναται να γίνει προς τους κληρονόμους του ή προς τον προσωπικό του αντιπρόσωπο~
(δ) όταν ο πληρωτής πτώχευσε η παρουσίαση δύναται να γίνει προς αυτόν ή προς το διαχειριστή του~
(ε) όταν εξουσιοδοτείται με συμφωνία ή έθιμο, παρουσίαση μέσω του ταχυδρομείου είναι επαρκής.
(2) Παρουσίαση σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς απαλλάσσεται και η συναλλαγματική δύναται να θεωρηθεί ότι δεν τιμήθηκε εξαιτίας μη αποδοχής -
(α) όταν, ο πληρωτής απεβίωσε ή πτώχευσε ή είναι εικονικό πρόσωπο ή πρόσωπο που δεν έχει δικαιοπρακτική ικανότητα για συναλλαγματική~
(β) όταν, μετά την άσκηση εύλογης επιμέλειας, τέτοια παρουσίαση δεν δύναται να επιτευχθεί~
(γ) όταν παρόλο που η παρουσίαση έγινε αντικανονικά, η αποδοχή απορρίφθηκε για καποιον άλλο λόγο.
(3) Το γεγονός ότι ο κάτοχος έχει λόγο να πιστεύει ότι η συναλλαγματική, με την παρουσίαση, δεν θα τιμηθεί δεν απαλλάσσει την παρουσίαση.
42. Όταν συναλλαγματική παρουσιάζεται δεόντως προς αποδοχή και δεν γίνεται αποδεκτή εντός του συνήθους χρόνου, το πρόσωπο το οποίο παρουσίαζει αυτήν πρέπει να θεωρήσει αυτήν ως μη τιμηθείσα εξαιτίας της μη αποδοχής.
Αν δεν πράξει αυτό, ο κάτοχος θα απωλέσει το δικαίωμα προσφυγής κατά του εκδότη και των οπισθογράφων.
43.-(1) Συναλλαγματική δεν τιμάται λόγω μη αποδοχής-
(α) όταν αυτή παρουσιάζεται δεόντως προς αποδοχή, και η αποδοχή αυτή όπως καθορίζεται από το Νόμο αυτό δεν γίνεται δεκτή ή δεν δύναται να ληφθεί~ ή
(β) όταν η παρουσίαση προς αποδοχή δεν απαιτείται και η συναλλαγματική δεν γίνεται αποδεκτή.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού όταν συναλλαγματική δεν τιμάται λόγω μη αποδοχής, προκύπτει υπέρ του κατόχου άμεσο δικαίωμα προσφυγής κατά του εκδότη και των οπισθογράφων, και η παρουσίαση προς πληρωμή δεν είναι αναγκαία.
44.-(1) Ο κάτοχος συναλλαγματικής δύναται να αρνηθεί να δεχθεί αποδοχή με όρους και αν δεν εξασφαλίσει χωρίς όρους αποδοχή δύναται να θεωρήσει τη συναλλαγματική ως μη τιμηθείσα εξαιτίας μη αποδοχής.
(2) Όταν εξασφαλίζεται αποδοχή με όρους, και ο εκδότης ή οπισθογράφος δεν έχει ρητά ή σιωπηρά εξουσιοδοτήσει τον κάτοχο να δεχθεί αποδοχή με όρους, ή δεν συγκατατίθεται μεταγενέστερα σε αυτό, ο εν λόγω εκδότης ή οπισθογράφος απαλλάσσεται από την ευθύνη του στη συναλλαγματική.
Οι διατάξεις του εδαφίου αυτού δεν εφαρμόζονται σε μερική αποδοχή για την οποία δόθηκε κανονική ειδοποίηση. Όταν αλλοδαπή συναλλαγματική έγινε αποδεκτή για μέρος, αυτή πρέπει να διαμαρτυρηθεί ως προς το υπόλοιπο.
(3) Όταν ο εκδότης ή οπισθογράφος συναλλαγματικής λαμβάνει ειδοποίηση αποδοχής με όρους και δεν εκφράζει μέσα σε εύλογο χρόνο τη διαφωνία του στον κάτοχο θεωρείται ότι έχει συγκατατεθεί σε αυτή.
45.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού συναλλαγματική πρέπει να παρουσιαστεί δεόντως για πληρωμή. Αν δεν παρουσιαστεί με τον τρόπο αυτό ο εκδότης και οι οπισθογράφοι απαλλάσσονται.
Συναλλαγματική παρουσιάζεται δεόντως για πληρωμή όταν παρουσιάζεται σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:
(α) όταν η συναλλαγματική δεν είναι πληρωτέα εν όψει, η παρουσίαση πρέπει να γίνει κατά την ημέρα κατά την οποία αυτή καθίσταται απαιτητή.
(β) όταν η συναλλαγματική είναι πληρωτέα εν όψει, τότε, τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, η παρουσίαση πρέπει να γίνει εντός εύλογου χρόνου μετά την έκδοση της για να καταστήσει τον εκδότη υπεύθυνο και εντός εύλογου χρόνου μετά την οπισθογράφηση της, για να καταστήσει τον οπισθογράφο υπεύθυνο.
Kατά τον καθορισμό του τι είναι εύλογος χρόνος, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η φύση της συναλλαγματικής, τα συναλλαγματικά ήθη σε σχέση με παρόμοιες συναλλαγματικές και τα γεγονότα της συγκεκριμένης περίπτωσης~
(γ) η παρουσίαση πρέπει να γίνει από τον κάτοχο ή από κάποιο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο να δεχθεί πληρωμή εκ μέρους του σε εύλογη ώρα εργάσιμης ημέρας στον κατάλληλο τόπο όπως καθορίζεται πιο κάτω, είτε προς το πρόσωπο που ορίζεται από τη συναλλαγματική ως πληρωτής, ή προς κάποιο άλλο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο να πληρώσει ή να αρνηθεί εκ μέρους του πληρωμή αν με την άσκηση εύλογης επιμέλειας το πρόσωπο αυτό μπορεί να βρεθεί εκεί~
(δ) συναλλαγματική παρουσιάζεται στον κατάλληλο τόπο-
(i) όταν ο τόπος πληρωμής ορίζεται στη συναλλαγματική και η συναλλαγματική παρουσιάζεται εκεί~
(ii) όταν δεν ορίζεται τόπος πληρωμής, αλλά δίδεται η διεύθυνση του πληρωτή ή του αποδέκτη στην συναλλαγματική και η συναλλαγματική παρουσιάζεται εκεί~
(iii) όταν δεν ορίζεται τόπος πληρωμής και δεν δίδεται διεύθυνση και η συναλλαγματική παρουσιάζεται στον τόπο εργασίας του πληρωτή ή του αποδέκτη αν είναι γνωστός, και αν όχι, στον συνήθη τόπο διαμονής του αν είναι γνωστός~
(iv) σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση αν παρουσιάζεται στον πληρωτή ή αποδέκτη οπουδήποτε αυτός δύναται να βρεθεί, ή αν παρουσιάζεται στον τελευταίο γνωστό τόπο εργασίας ή διαμονής του~
(ε) όταν συναλλαγματική παρουσιάζεται στον κατάλληλο τόπο και μετά την άσκηση εύλογης επιμέλειας δεν μπορεί να βρεθεί εκεί πρόσωπο εξουσιοδοτημένο να πληρώσει ή να αρνηθεί πληρωμή, καμιά περαιτέρω παρουσίαση προς τον πληρωτή ή τον αποδέκτη δεν απαιτείται~
(στ) όταν συναλλαγματική εκδίδεται προς, ή γίνεται αποδεκτή από δυο ή περισσότερα πρόσωπα τα οποία δεν είναι συνέταιροι, και δεν ορίζεται τόπος πληρωμής, η παρουσίαση πρέπει να γίνει προς όλους αυτούς~
(ζ) όταν ο πληρωτής ή ο αποδέκτης συναλλαγματικής απεβίωσε και δεν ορίζεται τόπος πληρωμής, η παρουσίαση πρέπει να γίνει προς τους κληρονόμους του ή προς κάποιο προσωπικό αντιπρόσωπο, αν υπάρχει τέτοιος, και μπορεί να βρεθεί με την άσκηση εύλογης επιμέλειας~
(η) όταν εξουσιοδοτείται με συμφωνία ή έθιμο, παρουσίαση μέσω του ταχυδρομείου είναι αρκετή.
(2) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου και καθ’ όσον αφορά επιταγή, παρουσίαση συναλλαγματικής περιλαμβάνει τη διαβίβαση στοιχείων της επιταγής με ηλεκτρονικά μέσα προς την πληρώτρια τράπεζα και τον εκδότη της επιταγής.
- ΚΕΦ.262
- 32(I)/1997
46.-(1) Καθυστέρηση στην παρουσίαση προς πληρωμή επιτρέπεται όταν η καθυστέρηση προκαλείται από περιστάσεις που εκφεύγουν από τον έλεγχο του κατόχου και δεν δύνανται να αποδοθούν σε παράλειψη, παράπτωμα ή αμέλεια αυτού. Όταν η αιτία της καθυστέρησης παύει να υπάρχει η παρουσίαση πρέπει να γίνεται με εύλογη επιμέλεια.
(2) Η παρουσίαση προς πληρωμή δεν απαιτείται-
(α) όταν, μετά την άσκηση εύλογης επιμέλειας, η παρουσίαση όπως απαιτείται από το Νόμο αυτό, δεν δύναται να επιτευχθεί.
Το γεγονός ότι ο κάτοχος έχει λόγο να πιστεύει ότι η συναλλαγματική, με την παρουσίαση δεν θα τιμηθεί, δεν εξαιρεί την ανάγκη για παρουσίαση.
(β) όταν ο πληρωτής είναι εικονικό πρόσωπο~
(γ) όσον αφορά τον εκδότη, όταν ο πληρωτής ή ο αποδέκτης δεν υποχρεούται, όπως μεταξύ του ιδίου και του εκδότη, να αποδεχθεί ή να πληρώσει τη συναλλαγματική, και ο εκδότης δεν έχει λόγο να πιστεύει ότι η συναλλαγματική θα πληρωθεί αν παρουσιαστεί~
(δ) όσον αφορά οπισθογράφο, όταν η συναλλαγματική έγινε αποδεκτή ή έγινε προς διευκόλυνση του εν λόγω οπισθογράφου, και αυτός δεν έχει λόγο να αναμένει ότι η συναλλαγματική θα πληρωθεί αν παρουσιαστεί~
(ε) με ρητή ή σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμα παρουσίασης.
47.-(1) Συναλλαγματική δεν τιμάται εξαιτίας μη πληρωμής-
(α) όταν αυτή παρουσιάζεται δεόντως προς πληρωμή και υπάρχει άρνηση πληρωμής ή δεν μπορεί να εξασφαλιστεί, ή
(β) όταν παρουσίαση εξαιρείται και η συναλλαγματική είναι ληξιπρόθεσμη και μη πληρωθείσα.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, όταν η συναλλαγματική δεν τιμάται εξαιτίας μη πληρωμής, ο κάτοχος αποκτά άμεσο δικαίωμα προσφυγής εναντίον του εκδότη και των οπισθογράφων.
48. Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, όταν συναλλαγματική δεν τιμάται εξαιτίας μη αποδοχής ή εξαιτίας μη πληρωμής, πρέπει να δοθεί ειδοποίηση περί μη τίμησης προς τον εκδότη και κάθε οπισθογράφο, και οποιοσδήποτε εκδότης ή οπισθογράφος προς τον οποίο δεν δόθηκε τέτοια ειδοποίηση, απαλλάσσεται:
Νοείται ότι-
(α) όταν συναλλαγματική δεν τιμάται εξαιτίας μη αποδοχής και δεν δόθηκε ειδοποίηση περι μη τίμησης, τα δικαιώματα του κατά τον προσήκοντα τρόπο κατόχου μετά την παράλειψη, δεν επηρεάζονται από την παράλειψη~
(β) όταν συναλλαγματική δεν τιμάται εξαιτίας μη αποδοχής και δίδεται η δέουσα ειδοποίηση περί μη τίμησης, δεν είναι αναγκαίο να δοθεί ειδοποίηση για μεταγενέστερη μη τίμηση εξαιτίας της μη πληρωμής, εκτός αν η συναλλαγματική έγινε εν τω μεταξύ αποδεκτή.
49. Ειδοποίηση περί μη τίμησης για να είναι έγκυρη και αποτελεσματική πρέπει να δοθεί σύμφωνα με τους πιο κάτω κανόνες:
(α) η ειδοποίηση πρέπει να δίδεται από ή εκ μέρους του κατόχου, ή από ή εκ μέρους κάποιου οπισθογράφου, ο οποίος κατά το χρόνο κατά τον οποίο έδωσε αυτήν, ευθύνετο ο ίδιος επί της συναλλαγματικής~
(β) ειδοποίηση περί μη τίμησης δύναται να δοθεί από αντιπρόσωπο είτε στο όνομα του, ή στο όνομα οποιουδήποτε μέρους που είναι εξουσιοδοτημένο να δίδει ειδοποίηση είτε το μέρος αυτό είναι ο αντιπροσωπευόμενος του είτε όχι~
(γ) όταν η ειδοποίηση δίδεται από ή εκ μέρους του κατόχου, ισχύει προς όφελος όλων των μεταγενέστερων κατόχων και όλων των προηγούμενων οπισθογράφων οι οποίοι έχουν δικαίωμα προσφυγής κατά του μέρους προς το οποίο αυτή δίδεται~
(δ) όταν δίδεται ειδοποίηση από ή εκ μέρους οπισθογράφου ο οποίος έχει δικαίωμα να δίδει ειδοποίηση όπως προβλέπεται πιο πάνω, αυτή ισχύει προς όφελος του κατόχου και όλων των οπισθογράφων οι οποίοι είναι μεταγενέστεροι του μέρους προς το οποίο δίδεται η ειδοποίηση.
(ε) η ειδοποίηση δύναται να δοθεί γραπτώς ή με προσωπική επικοινωνία, και δύναται να δοθεί με οποιουσδήποτε όρους οι οποίοι επιβεβαιώνουν επαρκώς τη συναλλαγματική και υποδηλώνουν ότι η συναλλαγματική δεν έχει τιμηθεί εξαιτίας μη αποδοχής ή μη πληρωμής~
(στ) η επιστροφή συναλλαγματικής που δεν τιμήθηκε στον εκδότη ή σε οπισθογράφο, θεωρείται τυπικά, ως επαρκής ειδοποίηση περί μη τίμησης~
(ζ) γραπτή ειδοποίηση δεν χρειάζεται να υπογραφεί και ανεπαρκής γραπτή ειδοποίηση δύναται να συμπληρωθεί και να καταστεί έγκυρη με προφορική επικοινωνία. Ανακριβής περιγραφή της συναλλαγματικής δεν καθιστά άκυρη την ειδοποίηση εκτός αν το μέρος στο οποίο δίδεται η ειδοποίηση στην πραγματικότητα παραπλανείται από αυτή~
(η) όταν ειδοποίηση περί μη τίμησης απαιτείται να δοθεί προς οποιοδήποτε πρόσωπο, αυτή δύναται να δοθεί είτε προς το μέρος αυτό αυτοπροσώπως είτε προς τον αντιπρόσωπο του για λογαριασμό του~
(θ) όταν ο εκδότης ή οπισθογράφος αποβιώσει, και το μέρος το οποίο δίδει ειδοποίηση γνωρίζει αυτό, η ειδοποίηση πρέπει να δοθεί προς προσωπικό αντιπρόσωπο αν υπάρχει τέτοιος και δύναται να βρεθεί με την άσκηση εύλογης επιμέλειας~
(ι) όταν ο εκδότης ή οπισθογράφος πτωχεύσει, ειδοποίηση δύναται να δοθεί είτε προς το μέρος αυτοπροσώπως είτε προς το διαχειριστή~
(ια) όταν υπάρχουν δύο ή περισσότεροι εκδότες ή οπισθογράφοι οι οποίοι δεν είναι συνέταιροι, η ειδοποίηση πρέπει να δοθεί προς κάθε ένα από αυτούς, εκτός αν ένας από αυτούς έχει εξουσία να λάβει τέτοια ειδοποίηση για τους άλλους~
(ιβ) η ειδοποίηση δύναται να δοθεί ευθύς μόλις η συναλλαγματική δεν τιμηθεί, και μετά από αυτό πρέπει να δοθεί εντός εύλογου χρόνου.
Ελλείψει ειδικών περιστάσεων ειδοποίηση δεν θεωρείται ότι έχει δοθεί εντός εύλογου χρόνου, εκτός-
(i) Όταν το πρόσωπο το οποίο δίδει και το πρόσωπο το οποίο λαμβάνει την ειδοποίηση διαμένουν στον ίδιο τόπο, η ειδοποίηση δίδεται ή αποστέλλεται έγκαιρα για να φθάσει στον τελευταίο κατά την επομένη της μη τίμησης της συναλλαγματικής ημέρα~
(ii) όταν το πρόσωπο το οποίο δίδει και το πρόσωπο το οποίο λαμβάνει ειδοποίηση διαμένουν σε διαφορετικούς τόπους, η ειδοποίηση αποστέλλεται κατά την επομένη της μη τίμησης της συναλλαγματικής ημέρας, αν υπάρχει ταχυδρομείο σε κατάλληλη ώρα κατά την εν λόγω ημέρα και αν δεν υπάρχει ταχυδρομείο κατά την εν λόγω ημέρα τότε με το αμέσως επόμενο ταχυδρομείο.
(ιγ) Όταν συναλλαγματική που δεν τιμήθηκε βρίσκεται στα χέρια αντιπροσώπου, αυτός δύναται είτε να δώσει ο ίδιος ειδοποίηση προς τα μέρη που ευθύνονται στη συναλλαγματική είτε να δώσει ειδοποίηση προς τον αντιπροσωπευόμενο του. Αν δώσει ειδοποίηση προς τον αντιπροσωπευόμενο του, πρέπει να ενεργήσει εντός του ίδιου χρόνου ωσάν να ήταν ο κάτοχος, και ο αντιπροσωπευόμενος με τη λήψη τέτοιας ειδοποίησης έχει ο ίδιος, τον ίδιο χρόνο για να δώσει ειδοποίηση ωσάν ο αντιπρόσωπος να ήταν ανεξάρτητος κάτοχος~
(ιδ) όταν μέρος σε συναλλαγματική λαμβάνει δέουσα ειδοποίηση περί μη τίμησης, έχει μετά τη λήψη τέτοιας ειδοποίησης το ίδιο χρονικό διάστημα για να δώσει ειδοποίηση προς προηγούμενα μέρη όπως έχει ο κάτοχος μετά την μη τίμηση~
(ιε) όταν ειδοποίηση περί μη τίμησης στάληκε δεόντως και ταχυδρομήθηκε με συστημένη επιστολή, ο αποστολέας θεωρείται ότι έχει δώσει δέουσα ειδοποίηση περί μη τίμησης ανεξάρτητα από οποιαδήποτε απώλεια από το ταχυδρομείο.
50.-(1) Kαθυστέρηση στην παροχή ειδοποίησης περί μη τίμησης επιτρέπεται όταν η καθυστέρηση προκλήθηκε υπό περιστάσεις που βρίσκονται πέρα του ελέγχου του μέρους που δίδει την ειδοποίηση και δεν δύναται να αποδοθεί σε παράλειψη, παράπτωμα ή αμέλεια του. Όταν η αιτία της καθυστέρησης παύει να υφίσταται, η ειδοποίηση πρέπει να δοθεί με εύλογη επιμέλεια.
(2) Ειδοποίηση περί μη τίμησης δεν απαιτείται-
(α) όταν, μετά την άσκηση εύλογης επιμέλειας, ειδοποίηση όπως απαιτείται από το Νόμο αυτό δεν δύναται να δοθεί ή δεν φθάνει στον εκδότη ή στον οπισθογράφο ο οποίος ζητείται να καταστεί υπεύθυνος~
(β) με ρητή ή σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμα. Το δικαίωμα για ειδοποίηση περί μη τίμησης δύναται να εγκαταλειφθεί προτού επέλθει ο χρόνος κατά τον οποίο θα δοθεί η ειδοποίηση ή μετά την παράλειψη επίδοσης δέουσας ειδοποίησης~
(γ) όσον αφορά τον εκδότη στις ακόλουθες περιπτώσεις, δηλαδή-
(i) Όταν εκδότης και αποδέκτης είναι το ίδιο πρόσωπο,
(ii) όταν ο αποδέκτης είναι εικονικό πρόσωπο ή πρόσωπο που δεν έχει ικανότητα προς το συμβάλλεσθαι,
(iii) όταν ο εκδότης είναι το πρόσωπο προς το οποίο η συναλλαγματική παρουσιάζεται προς πληρωμή,
(iv) όταν ο πληρωτής ή αποδέκτης δεν υπέχει σε σχέση προς τον ίδιο και τον εκδότη υποχρέωση να αποδεχθεί ή να πληρώσει τη συναλλαγματική,
(v) όταν ο εκδότης έχει ανακαλέσει την πληρωμή~
(δ) όσον αφορά τον οπισθογράφο στις ακόλουθες περιπτώσεις, δηλαδή-
(i) όταν ο πληρωτής είναι εικονικό πρόσωπο ή πρόσωπο που δεν έχει ικανότητα προς το συμβάλλεσθαι και ο οπισθογράφος ήταν ενήμερος του γεγονότος τούτου κατά τον χρόνο που οπισθογραφούσε τη συναλλαγματική,
(ii) όταν ο οπισθογράφος είναι πρόσωπο προς το οποίο η συναλλαγματική παρουσιάζεται προς πληρωμή,
(iii) όταν η συναλλαγματική έγινε αποδεκτή ή έγινε προς διευκόλυνση του.
51.-(1) Όταν συναλλαγματική εσωτερικού δεν έχει τιμηθεί δύναται αν ο κάτοχος θεωρεί σκόπιμο, να διαμαρτυρηθεί για μη αποδοχή ή μη πληρωμή, ανάλογα με την περίπτωση~ αλλά δεν είναι αναγκαίο όπως οποιαδήποτε τέτοια συναλλαγματική διαμαρτυρηθεί για να διαφυλαχθεί το δικαίωμα προσφυγής κατά του εκδότη ή του οπισθογράφου.
(2) Όταν συναλλαγματική εξωτερικού, που φαίνεται στην όψη της ότι είναι τέτοια, δεν έχει τιμηθεί εξαιτίας μη αποδοχής πρέπει να διαμαρτυρηθεί δεόντως λόγω μη αποδοχής, και όταν συναλλαγματική η οποία δεν έχει τιμηθεί προηγουμένως εξαιτίας μη αποδοχής, δεν τιμάται εξαιτίας μη πληρωμής, πρέπει να διαμαρτυρηθεί δεόντως για μη πληρωμή. Αν δεν διαμαρτυρηθεί με τον τρόπο αυτό ο εκδότης και οι οπισθογράφοι απαλλάσσονται. Όταν συναλλαγματική δεν φαίνεται στην όψη της ότι είναι συναλλαγματική εξωτερικού, η διαμαρτύρηση της σε περίπτωση μη τίμησης δεν είναι αναγκαία.
(3) Συναλλαγματική η οποία έχει διαμαρτυρηθεί για μη αποδοχή δύναται μεταγενέστερα να διαμαρτυρηθεί για μη πληρωμή.
(4) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, όταν συναλλαγματική διαμαρτυρηθεί, δύναται να διαμαρτυρηθεί κατά την ημέρα της μη τίμησης και πρέπει να διαμαρτυρηθεί όχι αργότερα από την αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα.
(5) Όταν ο αποδέκτης συναλλαγματικής πτωχεύσει, ή καταστεί αφερέγγυος ή αναστέλλει την πληρωμή πριν από τη λήξη της, ο κάτοχος δύναται να μεριμνήσει ώστε να διαμαρτυρηθεί η συναλλαγματική για καλύτερη ασφάλεια έναντι του εκδότη και των οπισθογράφων.
(6) Συναλλαγματική πρέπει να διαμαρτυρηθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο του τόπου όπου αυτή δεν τιμήθηκε:
Νοείται ότι:
(α) Όταν η συναλλαγματική παρουσιάζεται μέσω του ταχυδρομείου, και επιστρέφεται ταχυδρομικώς χωρίς να τιμηθεί, αυτή δύναται να διαμαρτυρηθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο του τόπου όπου αυτή επιστρέφεται,
(β) όταν συναλλαγματική που εκδίδεται πληρωτέα στον τόπο εργασίας ή διαμονής κάποιου προσώπου άλλου από τον αποδέκτη, δεν έχει τιμηθεί εξαιτίας μη αποδοχής, πρέπει να διαμαρτυρηθεί για μη πληρωμή στο Επαρχιακό Δικαστήριο του τόπου όπου ρητά δηλώνεται ότι είναι πληρωτέα και καμιά περαιτέρω παρουσίαση προς τον πληρωτή για πληρωμή ή για απαίτηση δεν είναι αναγκαία.
(7) (α) Συναλλαγματική πρέπει να διαμαρτύρεται κατά τον τρόπο που καθορίζεται στο Πρώτο Παράρτημα.
(β) Οι τύποι στο Δεύτερο Παράρτημα δύνανται να χρησιμοποιούνται για διαμαρτυρήσεις δυνάμει του άρθρου αυτού με τέτοιες διαφοροποιήσεις ως οι περιστάσεις της υπόθεσης ήθελαν απαιτήσει.
(8) Όταν συναλλαγματική απωλεσθεί ή καταστραφεί ή κατακρατείται εσφαλμένα από το πρόσωπο που νομιμοποιείται να κατέχει αυτή, η διαμαρτύρηση δύναται να γίνει σε αντίγραφο ή με γραπτές λεπτομέρειες αυτής.
(9) Διαμαρτύρηση δεν απαιτείται υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις οι οποίες δεν θα απαιτούσαν ειδοποίηση περί μη τίμησης. Καθυστέρηση στη διαμαρτύρηση δικαιολογείται όταν η καθυστέρηση προκαλείται υπό περιστάσεις που κείνται πέρα του ελέγχου του κατόχου και δεν δύναται να αποδοθεί σε παράλειψη, παράπτωμα, ή αμέλεια. Όταν η αιτία της καθυστέρησης παύει να υφίσταται η συναλλαγματική πρέπει να διαμαρτυρηθεί με εύλογη επιμέλεια.
52.-(1) Όταν συναλλαγματική γίνεται αποδεκτή γενικά, παρουσίαση προς πληρωμή δεν είναι αναγκαία για να καταστήσει τον αποδέκτη υπεύθυνο.
(2) Όταν σύμφωνα με τους όρους αποδοχής με επιφύλαξη απαιτείται παρουσίαση προς πληρωμή, ο αποδέκτης, ελλείψει ρητού όρου για το σκοπό αυτό, δεν απαλλάσσεται λόγω της παράλειψης του να παρουσιάσει τη συναλλαγματική προς πληρωμή κατά την ημέρα της λήξης.
(3) Για να καταστεί υπεύθυνος ο αποδέκτης συναλλαγματικής δεν είναι αναγκαίο όπως διαμαρτυρήσει αυτή, ή όπως δοθεί προς αυτόν ειδοποίηση περί μη τίμησης.
(4) Όταν ο κάτοχος συναλλαγματικής παρουσιάζει αυτή προς πληρωμή, πρέπει να επιδείξει τη συναλλαγματική προς το πρόσωπο από το οποίο απαιτεί πληρωμή και όταν η συναλλαγματική πληρωθεί ο κάτοχος πρέπει αμέσως να την παραδώσει προς το μέρος που πληρώνει αυτήν.
53. Συναλλαγματική, από μόνη της, δεν ενεργεί ως εκχώρηση χρηματικών ποσών στα χέρια του πληρωτή τα οποία είναι διαθέσιμα προς πληρωμή αυτής και ο πληρωτής συναλλαγματικής ο οποίος δεν αποδέχεται όπως απαιτείται από το Νόμο αυτό δεν υπέχει υποχρέωση επί του εγγράφου.
54. Ο αποδέκτης συναλλαγματικής, με την αποδοχή αυτής-
(α) αναλαμβάνει την υποχρέωση όπως πληρώσει αυτή σύμφωνα με το περιεχόμενο της αποδοχής του~
(β) παρεμποδίζεται από του να αρνηθεί προς τον κατά τον προσήκοντα τρόπο κάτοχο-
(i) την ύπαρξη του εκδότη, τη γνησιότητα της υπογραφής του και την ικανότητα και εξουσία του να εκδώσει τη συναλλαγματική~
(ii) σε περίπτωση συναλλαγματικής πληρωτέας σε διαταγή του εκδότη, την τότε ικανότητα του εκδότη να οπισθογραφεί, αλλά όχι τη γνησιότητα ή εγκυρότητα της οπισθογράφησης του~
(iii) σε περίπτωση συναλλαγματικής πληρωτέας σε διαταγή τρίτου προσώπου, την ύπαρξη του δικαιούχου και την τότε ικανότητα του να οπισθογραφεί, αλλά όχι την γνησιότητα ή εγκυρότητα της οπισθογράφησης του.
55.-(1) Ο εκδότης συναλλαγματικής με την έκδοση αυτής-
(α) Αναλαμβάνει την υποχρέωση όπως αποδεκτεί αυτήν κατόπι δέουσας παρουσίασης και πληρώσει αυτή, σύμφωνα με το περιεχόμενο της και αν δεν τιμηθεί αυτός θα αποζημιώσει τον κάτοχο ή οποιονδήποτε οπισθογράφο που υποχρεούται να πληρώσει αυτή, νοουμένου ότι έχουν τηρηθεί δεόντως οι απαιτούμενες διαδικασίες λόγω μη τίμησης~
(β) παρεμποδίζεται από του να αρνηθεί στον κατά τον προσήκοντα τρόπο κάτοχο την ύπαρξη του δικαιούχου και την τότε ικανότητα του να οπισθογραφεί.
(2) Ο οπισθογράφος συναλλαγματικής με την οπισθογράφηση αυτής-
(α) Αναλαμβάνει την υποχρέωση όπως γίνει αυτή αποδεκτή κατόπι δέουσας παρουσίασης της και πληρωθεί σύμφωνα με το περιεχόμενο της, και αν δεν τιμηθεί αυτός θα αποζημιώσει τον κάτοχο ή μεταγενέστερο οπισθογράφο ο οποίος είναι υποχρεωμένος να πληρώσει αυτή, νοουμένου ότι έχουν ληφθεί δεόντως οι απαιτούμενες διαδικασίες λόγω μη τίμησης~
(β) παρεμποδίζεται από του να αρνηθεί προς τον κατά τον προσήκοντα τρόπο κάτοχο την από κάθε άποψη γνησιότητα και κανονικότητα της υπογραφής του εκδότη και όλων των προηγούμενων οπισθογραφήσεων~
(γ) παρεμποδίζεται από του να αρνηθεί προς τον πλησιέστερο του ή μεταγενέστερο υπέρ του οποίου η οπισθογράφηση ότι η συναλλαγματική ήταν κατά το χρόνο της οπισθογράφησης του έγκυρη και υφιστάμενη συναλλαγματική και ότι αυτός είχε τότε καλό τίτλο επ’ αυτής.
56. Όταν πρόσωπο υπογράφει συναλλαγματική διαφορετικά παρά ως εκδότης ή αποδέκτης, υπέχει τις υποχρεώσεις οπισθογράφου έναντι κατόχου κατά προσήκοντα τρόπο.
57. Όταν συναλλαγματική δεν τιμηθεί, το ύψος των αποζημιώσεων οι οποίες θεωρούνται ως αποζημιώσεις που δύνανται να διεκδικηθούν, έχει ως ακολούθως:
(α) Ο κάτοχος δύναται να ανακτήσει από οποιοδήποτε μέρος που ευθύνεται στη συναλλαγματική, και ο εκδότης ο οποίος έχει υποχρεωθεί να πληρώσει τη συναλλαγματική δύναται να ανακτήσει από τον αποδέκτη, και οπισθογράφος ο οποίος έχει υποχρεωθεί να πληρώσει τη συναλλαγματική δύναται να ανακτήσει από τον αποδέκτη, ή από τον εκδότη, ή από προηγούμενο οπισθογράφο-
(i) Το ποσό της συναλλαγματικής~
(ii) τόκο επί αυτού από το χρόνο της παρουσίασης προς πληρωμή αν η συναλλαγματική είναι πληρωτέα εν όψει και από τη λήξη της συναλλαγματικής σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση~
(iii) τα έξοδα της διαμαρτύρησης όταν η διαμαρτύρηση είναι αναγκαία~
(β) σε περίπτωση συναλλαγματικής η οποία δεν έχει τιμηθεί στο εξωτερικό, αντί των πιο πάνω αποζημιώσεων ο κάτοχος, δύναται να ανακτήσει από τον εκδότη ή οπισθογράφο και ο εκδότης ή οπισθογράφος ο οποίος έχει υποχρεωθεί να πληρώσει τη συναλλαγματική δύναται να ανακτήσει από οποιοδήποτε μέρος υπόχρεο προς αυτόν, το ποσό της επισυναλλαγματικής με τόκο επί αυτού μέχρι το χρόνο της πληρωμής~
(γ) όταν δυνάμει του Νόμου αυτού δύναται να ανακτηθεί τόκος, ως αποζημιώσεις, ο τόκος αυτός δύναται, αν η δικαιοσύνη απαιτεί αυτό, να παρακρατηθεί ολόκληρος ή μέρος αυτού και όταν αναφέρεται ρητά ότι συναλλαγματική είναι πληρωτέα με τόκο με ορισμένο επιτόκιο, ο τόκος ως αποζημιώσεις δύναται ή δεν δύναται να δοθεί με το ίδιο επιτόκιο ως κανονικός τόκος.
58.-(1) Όταν ο κάτοχος συναλλαγματικής πληρωτέας στον κομιστή διαπραγματεύεται αυτήν με παράδοση χωρίς να την οπισθογραφήσει, αυτός καλείται “εκχωρητής με παράδοση”.
(2) Ο Εκχωρητής με παράδοση δεν ευθύνεται για το έγγραφο.
(3) Εκχωρητής με παράδοση ο οποίος διαπραγματεύεται συναλλαγματική, εγγυάται προς τον αμέσως επόμενο εκδοχέα ο οποίος είναι κάτοχος για αξία ότι η συναλλαγματική είναι αυτή που εμφανίζεται ότι είναι, ότι έχει δικαίωμα να μεταβιβάσει αυτή και ότι κατά το χρόνο της μεταβίβασης δεν γνώριζε οποιοδήποτε γεγονός το οποίο καθιστά αυτήν χωρίς αξία.
59.-(1) Συναλλαγματική εξοφλείται με προσήκουσα πληρωμή από ή εκ μέρους του πληρωτή ή αποδέκτη.
“Προσήκουσα πληρωμή” σημαίνει πληρωμή η οποία έγινε κατά ή μετά τη λήξη της συναλλαγματικής προς τον κάτοχο αυτής καλή τη πίστει και χωρίς ειδοποίηση ότι ο τίτλος του επί της συναλλαγματικής είναι ελαττωματικός.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων που περιλαμβάνονται πιο κάτω, όταν συναλλαγματική πληρωθεί από τον εκδότη ή από οπισθογράφο δεν εξοφλείται~ αλλά-
(α) όταν συναλλαγματική πληρωτέα σε τρίτο μέρος ή σε διαταγή αυτού πληρωθεί από τον εκδότη, ο εκδότης δύναται να επιβάλει πληρωμή αυτής εναντίον του αποδέκτη, αλλά δεν δύναται να επανεκδώσει τη συναλλαγματική~
(β) όταν συναλλαγματική πληρωθεί από οπισθογράφο, ή όταν συναλλαγματική πληρωτέα σε διαταγή του εκδότη πληρωθεί από τον εκδότη, το μέρος που πληρώνει την συναλλαγματική αποκαθίσταται στα προηγούμενα δικαιώματα του όσον αφορά τον αποδέκτη ή τα προηγούμενα μέρη, και δύναται, αν κρίνει τούτο σκόπιμο, να διαγράψει τη δική του και τις μεταγενέστερες οπισθογραφήσεις και να μεταβιβάσει εκ νέου τη συναλλαγματική.
(3) Όταν συναλλαγματική ευκολίας πληρωθεί προσηκόντως από το μέρος που διευκολύνεται η συναλλαγματική εξοφλείται.
60. Όταν συναλλαγματική πληρωτέα σε διαταγή εν όψει εκδίδεται επί τραπεζίτη, και ο τραπεζίτης επί του οποίου εκδίδεται πληρώνει τη συναλλαγματική καλή τη πίστει και στη συνήθη πορεία των εργασιών, δεν επιβάλλεται στον τραπεζίτη να δείξει ότι η οπισθογράφηση του δικαιούχου ή οποιαδήποτε μεταγενέστερη οπισθογράφηση έγινε από ή με εξουσιοδότηση του προσώπου του οποίου η οπισθογράφηση εμφανίζεται ότι είναι, και ο τραπεζίτης θεωρείται ότι έχει πληρώσει προσηκόντως τη συναλλαγματική παρόλο που η οπισθογράφηση αυτή πλαστογραφήθηκε ή έγινε χωρίς εξουσιοδότηση.
61. Όταν ο αποδέκτης συναλλαγματικής είναι ή καθίσταται ο κάτοχος αυτής κατά ή μετά τη λήξη της, δικαιωματικά, η συναλλαγματική εξοφλείται.
62.-(1) Όταν ο κάτοχος συναλλαγματικής κατά ή μετά τη λήξη της απόλυτα και χωρίς όρους παραιτείται από τα δικαιώματα του εναντίον του αποδέκτη η συναλλαγματική εξοφλείται.
Η παραίτηση πρέπει να είναι γραπτή, εκτός αν η συναλλαγματική παραδοθεί προς τον αποδέκτη.
(2) Ο κάτοχος δύναται με τον ίδιο τρόπο να απαλλάξει από τις υποχρεώσεις του οποιοδήποτε μέρος στη συναλλαγματική πριν, κατά ή μετά τη λήξη της αλλά καμιά διάταξη στο άρθρο αυτό δεν θα επηρεάζει τα δικαιώματα του κατά προσήκοντα τρόπο κατόχου χωρίς ειδοποίηση περί της απαλλαγής.
63.-(1) Όταν συναλλαγματική ακυρωθεί εσκεμμένα από τον κάτοχο ή τον αντιπρόσωπο του και η ακύρωση είναι εμφανής επ’ αυτής, η συναλλαγματική εξοφλείται.
(2) Κατά τον ίδιο τρόπο οποιοδήποτε μέρος που ευθύνεται στη συναλλαγματική δύναται να απαλλαγεί από την εσκεμμένη ακύρωση της υπογραφής του από τον κάτοχο ή τον αντιπρόσωπο του. Σε τέτοια περίπτωση οποιοσδήποτε οπισθογράφος που θα είχε δικαίωμα προσφυγής κατά του μέρους του οποίου η υπογραφή ακυρώνεται, απαλλάσσεται ομοίως.
(3) Ακύρωση που γίνεται χωρίς πρόθεση ή από λάθος, ή χωρίς την εξουσιοδότηση του κατόχου είναι χωρίς ισχύ~ αλλά όταν συναλλαγματική ή υπογραφή σε αυτή φαίνεται να έχει ακυρωθεί, το βάρος της απόδειξης φέρει το μέρος που ισχυρίζεται ότι η ακύρωση έγινε χωρίς πρόθεση, ή από λάθος, ή χωρίς εξουσιοδότηση.
64.-(1) Όταν συναλλαγματική ή αποδοχή αλλοιωθεί ουσιωδώς χωρίς τη συγκατάθεση όλων των μερών που ευθύνονται στη συναλλαγματική, η συναλλαγματική ακυρώνεται, όχι όμως εναντίον του μέρους το οποίο το ίδιο προέβη, εξουσιοδότησε ή συναίνεσε στην μετατροπή και εναντίον μεταγενέστερων οπισθογράφων:
Νοείται ότι:
Όταν συναλλαγματική έχει αλλοιωθεί ουσιωδώς, αλλά η αλλοίωση δεν είναι εμφανής και η συναλλαγματική βρίσκεται στα χέρια του κατά προσήκοντα τρόπο κατόχου, ο κάτοχος αυτός δύναται να χρησιμοποιήσει ο ίδιος τη συναλλαγματική ωσάν να μην είχε αλλοιωθεί και δύναται να επιβάλει πληρωμή αυτής σύμφωνα με το αρχικό της περιεχόμενο.
(2) Ειδικότερα οι πιο κάτω αλλοιώσεις είναι ουσιώδεις δηλαδή, οποιαδήποτε αλλοίωση της ημερομηνίας, του πληρωτέου ποσού, του χρόνου πληρωμής, του τόπου πληρωμής, και, όταν η συναλλαγματική έχει γίνει γενικά αποδεκτή, η προσθήκη τόπου πληρωμής χωρίς τη συγκατάθεση του αποδέκτη.
65.-(1) Όταν συναλλαγματική έχει διαμαρτυρηθεί για τη μη τίμηση λόγω μη αποδοχής, ή διαμαρτυρήθηκε για καλύτερη ασφάλεια και δεν είναι ληξιπρόθεσμη, οποιοδήποτε πρόσωπο, που δεν είναι μέρος το οποίο ευθύνεται για αυτή δύναται με τη συναίνεση του κατόχου, να παρέμβει και να αποδεχθεί κατά παρέμβαση τη συναλλαγματική υπέρ οποιουδήποτε μέρους που ευθύνεται γι’ αυτή ή υπέρ του προσώπου, για λογαριασμό του οποίου η συναλλαγματική εκδόθηκε.
(2) Συναλλαγματική δύναται να γίνει αποδεκτή κατά περέμβαση για μέρος μόνο του ποσού για το οποίο αυτή εκδόθηκε.
(3) Κατά παρέμβαση αποδοχή για να είναι έγκυρη πρέπει -
(α) να είναι γραμμένη επι της συναλλαγματικής και να δείχνει ότι είναι κατά παρέμβαση αποδοχή~
(β) να είναι υπογραμμένη από τον κατά παρέμβαση αποδέκτη.
(4) Όταν κατά παρέμβαση αποδοχή δεν αναφέρει ρητά υπέρ ποιου αυτή γίνεται, θεωρείται ότι είναι κατά παρέμβαση αποδοχή υπέρ του εκδότη.
(5) Όταν συναλλαγματική πληρωτέα μετά προθεσμία από της όψεως γίνεται κατά παρέμβαση αποδεκτή, η λήξη αυτής υπολογίζεται από την ημερομηνία της διαμαρτύρησης για μη αποδοχή και όχι από την ημερομηνία της κατά παρέμβαση αποδοχής.
66.-(1) Ο κατά παρέμβαση αποδέκτης συναλλαγματικής με την αποδοχή αυτής δεσμεύεται όπως, με τη δέουσα παρουσίαση, πληρώσει τη συναλλαγματική σύμφωνα με το περιεχόμενο της αποδοχής του, αν δεν έχει πληρωθεί από τον πληρωτή, νοουμένου ότι αυτή έχει δεόντως παρουσιαστεί προς πληρωμή και διαμαρτυρήθηκε για μη πληρωμή και ότι αυτός έλαβε γνώση των γεγονότων αυτών.
(2) Ο κατά παρέμβαση αποδέκτης ευθύνεται έναντι του κατόχου και όλων των μερών στη συναλλαγματική που είναι μεταγενέστερα του μέρους υπέρ του οποίου αυτός έχει αποδεχθεί.
67.-(1) Όταν συναλλαγματική που δεν έχει τιμηθεί γίνει αποδεκτή κατά παρέμβαση, ή περιλαμβάνει παραπομπή σε διαιτησία σε περίπτωση ανάγκης πρέπει να διαμαρτυρηθεί για μη πληρωμή προτού αυτή παρουσιαστεί προς πληρωμή στον κατά παρέμβαση αποδέκτη ή στον διαιτητή σε περίπτωση ανάγκης.
(2) Όταν η διεύθυνση του κατά παρέμβαση αποδέκτη βρίσκεται στον ίδιο τόπο όπου η συναλλαγματική διαμαρτύρεται για μη πληρωμή, η συναλλαγματική πρέπει να παρουσιαστεί σε αυτόν όχι αργότερα από την επόμενη ημέρα της λήξη της~ και όταν η διεύθυνση του κατά παρέμβαση αποδέκτη βρίσκεται σε τόπο άλλο από τον τόπο όπου αυτή διαμαρτυρήθηκε για μη πληρωμή, η συναλλαγματική πρέπει να αποσταλεί προς αυτόν για παρουσίαση όχι αργότερα από την επόμενη ημέρα της λήξης της.
(3) Καθυστέρηση στην παρουσίαση ή μη παρουσίαση δικαιολογείται σε οποιαδήποτε περίπτωση η οποία θα δικαιολογούσε καθυστέρηση στην παρουσίαση προς πληρωμή ή για μη παρουσίαση προς πληρωμή.
(4) Όταν συναλλαγματική δεν τιμηθεί από τον κατά παρέμβαση αποδέκτη πρέπει να διαμαρτυρηθεί για μη πληρωμή από αυτόν.
68.-(1) Όταν συναλλαγματική έχει διαμαρτυρηθεί για μη πληρωμή οποιοδήποτε πρόσωπο δύναται να παρέμβει και να πληρώσει αυτή κατά παρέμβαση υπέρ οποιουδήποτε μέρους που ευθύνεται σε αυτή, ή υπέρ του προσώπου για λογαριασμό του οποίου εκδόθηκε η συναλλαγματική.
(2) Όταν δύο ή περισσότερα πρόσωπα προσφέρονται να πληρώσουν τη συναλλαγματική υπέρ διαφορετικών μερών, το πρόσωπο του οποίου η πληρωμή θα απαλλάξει περισσότερα μέρη της συναλλαγματικής τυγχάνει προτεραιότητας.
(3) Πληρωμή κατά παρέμβαση, για να ισχύει ως τέτοια και όχι ως απλή εκούσια πληρωμή, πρέπει να επικυρωθεί με σημείωση του Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου στο οποίο διαμαρτυρήθηκε η συναλλαγματική η οποία σημείωση δύναται να επισυναφθεί στη διαμαρτύρηση ή να αποτελεί προέκταση αυτής.
(4) Ο κατά παρέμβαση πληρωτής, ή ο αντιπρόσωπος του, πρέπει να δηλώνει την πρόθεση του να πληρώσει τη συναλλαγματική κατά παρέμβαση και υπέρ ποιου πληρώνει.
(5) Όταν συναλλαγματική έχει πληρωθεί κατά παρέμβαση όλα τα μέρη που είναι μεταγενέστερα του μέρους υπέρ του οποίου αυτή πληρώνεται απαλλάσσονται, αλλά ο κατά παρέμβαση πληρωτής αποκαθίσταται και διαδέχεται τον κάτοχο τόσο στα δικαιώματα όσο και στις υποχρεώσεις του σε σχέση προς το μέρος υπέρ του οποίου αυτός πληρώνει κα προς όλα τα μέρη που ευθύνονται προς το εν λόγω μέρος.
(6) Ο κατά παρέμβαση πληρωτής πληρώνοντας στον κάτοχο το ποσό της συναλλαγματικής και τις δαπάνες τις σχετικές προς τη μη τίμηση της δικαιούται να παραλάβει τόσο τη συναλλαγματική όσο και τη διαμαρτύρηση. Αν ο κάτοχος δεν παραδώσει αυτά προς αυτό όταν του ζητηθεί θα ευθύνεται προς τον κατά παρέμβαση πληρωτή για αποζημιώσεις.
(7) Όταν ο κάτοχος συναλλαγματικής αρνείται να δεχθεί κατά παρέμβαση πληρωμή αυτός χάνει το δικαίωμα προσφυγής εναντίον οποιουδήποτε μέρους το οποίο θα είχε απαλλαγεί από τέτοια πληρωμή.
69. Όταν συναλλαγματική απωλεσθεί προτού καταστεί ληξιπρόθεσμη το πρόσωπο που ήταν κάτοχος αυτής δύναται να απευθυνθεί στον εκδότη για να του παράσχει άλλη συναλλαγματική με το ίδιο περιεχόμενο, παρέχοντας ασφάλεια στον εκδότη αν τούτο απαιτηθεί προς αποζημίωση του έναντι όλων των προσώπων σε οποιαδήποτε περίπτωση κατά την οποία η συναλλαγματική για την οποία υπάρχει ισχυρισμός ότι έχει χαθεί ήθελε βρεθεί εκ νέου.
Αν ο εκδότης κατόπι παράκλησης όπως λέχθηκε πιο πάνω αρνηθεί να παράσχει τέτοιο αντίγραφο συναλλαγματικής, αυτός δύναται να υποχρεωθεί να πράξει τούτο.
70. Σε οποιαδήποτε αγωγή ή διαδικασία για συναλλαγματική, το Δικαστήριο ή ο Δικαστής δύναται να διατάξει όπως μη προβληθεί η απώλεια του εγγράφου, νοουμένου ότι παρέχεται εγγύηση που ικανοποιεί το Δικαστήριο ή το Δικαστή εναντίον των αξιώσεων οποιουδήποτε άλλου προσώπου επί του εν λόγω εγγράφου.
71.-(1) Όταν εκδίδεται συναλλαγματική σε σειρά, κάθε μέρος της σειράς αριθμείται και περιέχει αναφορά στα άλλα μέρη, το σύνολο των μερών αποτελεί μια συναλλαγματική.
(2) Όταν ο κάτοχος σειράς οπισθογραφήσει δύο ή περισσότερα μέρη σε διαφορετικά πρόσωπα, αυτός ευθύνεται για κάθε τέτοιο μέρος και κάθε οπισθογράφος μεταγενέστερος αυτού ευθύνεται για το μέρος το οποίο αυτός οπισθογράφησε ωσάν τα αναφερόμενα μέρη να αποτελούσαν χωριστές συναλλαγματικές.
(3) Όταν δύο ή περισσότερα μέρη σειράς μεταβιβασθούν σε διαφορετικούς κατά προσήκοντα τρόπο κατόχους, ο κάτοχος ο οποίος απέκτησε πρώτος τίτλο θεωρείται, μεταξύ των κατόχων αυτών, ως ο πραγματικός κύριος της συναλλαγματικής~ αλλά καμιά διάταξη που περιέχεται στο εδάφιο αυτό δεν επηρεάζει τα δικαιώματα προσώπου ο οποίος προσηκόντως αποδέχεται ή πληρώνει το μέρος που παρουσιάζεται πρώτο προς αυτό.
(4) Η αποδοχή δύναται να γραφτεί σε οποιοδήποτε μέρος και πρέπει να γραφτεί σε ένα μέρος μόνο.
Αν ο πληρωτής αποδεχθεί περισσότερα από ένα μέρη και τα μέρη αυτά που έγιναν αποδεκτά περιέλθουν στα χέρια διαφορετικών κατά προσήκοντα τρόπο κατόχων, αυτός ευθύνεται για κάθε τέτοιο μέρος ωσάν αυτό να αποτελούσε χωριστή συναλλαγματική.
(5) Όταν ο αποδέκτης συναλλαγματικής που εκδίδεται σε σειρά πληρώνει αυτή χωρίς να απαιτήσει όπως του παραδοθεί το μέρος που φέρει την αποδοχή του, και το μέρος αυτό κατά τη λήξη του είναι οφειλόμενο στα χέρια του κατά προσήκοντα τρόπο κατόχου αυτός ευθύνεται έναντι του κατόχου αυτού.
(6) Τηρουμένων των προηγούμενων κανόνων, όταν οποιοδήποτε μέρος συναλλαγματικής που εκδίδεται σε σειρά εξοφλείται με πληρωμή ή διαφορετικά, ολόκληρη η συναλλαγματική εξοφλείται.
72.-(1) Όταν συναλλαγματική που εκδόθηκε σε κάποια χώρα διαπραγματεύεται, γίνεται αποδεκτή, ή είναι πληρωτέα σε άλλη χώρα, τα δικαιώματα, τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις των μερών σε αυτή ορίζονται ως ακολούθως:
(α) η εγκυρότητα της συναλλαγματικής όσον αφορά τις τυπικές προϋποθέσεις ορίζεται από το δίκαιο του τόπου της έκδοσης, και
(β) η εγκυρότητα όσον αφορά τις τυπικές προϋποθέσεις για τις παρεμπίπτουσες συμβάσεις, όπως η αποδοχή, ή η οπισθογράφηση, ή η κατά παρέμβαση αποδοχή ορίζεται από το δίκαιο του τόπου όπου έγινε τέτοια σύμβαση:
Νοείται ότι:
(i) όταν συναλλαγματική εκδίδεται εκτός Κύπρου δεν είναι άκυρη εξαιτίας μόνο ότι δεν είναι χαρτοσημασμένη σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου έκδοσης~
(ii) όταν συναλλαγματική που εκδόθηκε εκτός Κύπρου, συνάδει, όσον αφορά τις τυπικές προϋποθέσεις προς το δίκαιο της Κύπρου, δύναται για σκοπούς επιβολής πληρωμής αυτής, να θεωρηθεί ως έγκυρη μεταξύ όλων των προσώπων τα οποία διαπραγματεύονται, κατέχουν ή καθίστανται μέρη σε αυτή στην Κύπρο.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, η ερμηνεία της έκδοσης, οπισθογράφησης, αποδοχής, ή κατά παρέμβαση αποδοχής συναλλαγματικής ορίζεται από το δίκαιο του τόπου όπου έγινε τέτοια σύμβαση:
Νοείται ότι όταν συναλλαγματική εσωτερικού οπισθογραφείται εκτός Κύπρου η οπισθογράφηση ερμηνεύεται, όσον αφορά τον πληρωτή, σύμφωνα με το δίκαιο της Κύπρου.
(3) Τα καθήκοντα του κατόχου σε σχέση με την παρουσίαση προς αποδοχή ή πληρωμή και η αναγκαιότητα ή επάρκεια διαμαρτύρησης ή ειδοποίησης περί μη αποδοχής, ή διαφορετικά, ορίζονται από το δίκαιο του τόπου όπου έγινε η πράξη ή δεν τιμήθηκε η συναλλαγματική.
(4) Όταν συναλλαγματική εκδίδεται εκτός Κύπρου αλλά είναι πληρωτέα στην Κύπρο και το πληρωτέο ποσό δεν εκφράζεται στο νόμισμα της Κύπρου, το ποσό, ελλείψει κάποιου ρητού ορού, υπολογίζεται σύμφωνα με την τιμή συναλλάγματος για συναλλαγματικές όψης στον τόπο πληρωμής κατά την ημέρα κατά την οποία η συναλλαγματική είναι πληρωτέα.
(5) Όταν συναλλαγματική εκδίδεται σε μια χώρα και είναι πληρωτέα σε άλλη, η ημερομηνία λήξης αυτής ορίζεται σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου όπου αυτή είναι πληρωτέα.
73. Επιταγή είναι συναλλαγματική που εκδίδεται επί τραπεζίτη πληρωτέα εν όψει.
Εκτός αν υπάρχει διαφορετική πρόνοια στο Μέρος αυτό, οι διατάξεις του Νόμου αυτού που εφαρμόζονται σε συναλλαγματική πληρωτέα εν όψει εφαρμόζονται σε επιταγή.
74. Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού-
(α) Όταν επιταγή δεν παρουσιάζεται προς πληρωμή εντός εύλογου χρόνου από την έκδοση της και ο εκδότης ή το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου αυτή εκδίδεται είχε το δικαίωμα κατά το χρόνο της παρουσίασης αυτής όσον αφορά μεταξύ αυτού και του τραπεζίτη να είχε ήδη πληρώσει την επιταγή και υφίσταται πραγματική ζημιά εξαιτίας της καθυστέρησης, αυτός απαλλάσσεται κατά την έκταση της ζημιάς αυτής, δηλαδή, κατά την έκταση που ο εκδότης αυτό ή πρόσωπο είναι πιστωτής του τραπεζίτη αυτού για ποσό μεγαλύτερο εκείνου για το οποίο θα ήταν αν είχε πληρωθεί η εν λόγω επιταγή~
(β) κατά τον ορισμό του τι είναι εύλογος χρόνος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η φύση του εγγράφου, τα εμπορικά και τραπεζικά έθιμα και τα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης~
(γ) ο κάτοχος της επιταγής αυτής αναφορικά με την οποία ο εκδότης ή το πρόσωπο αυτό απαλλάσσεται θα είναι πιστωτής του τραπεζίτη αυτού, αντί του εν λόγω εκδότη ή προσώπου, κατά την έκταση της απαλλαγής αυτής και θα δικαιούται να ανακτήσει το ποσό από αυτόν.
74.Α Οποιοσδήποτε τραπεζίτης, δύναται αφού εξασφαλίσει την προηγούμενη έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας, να υιοθετήσει τις προνοούμενες στα άρθρα 74Β και 74Γ διαδικασίες παρουσίασης επιταγών:
Νοείται ότι η έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας δύναται να παραχωρηθεί υπό τέτοιους όρους και προϋποθέσεις, όπως η ίδια ήθελε κρίνει σκόπιμο.
74.Β Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 45, όταν τραπεζίτης, επί του οποίου σύρεται η επιταγή, με ανακοίνωσή του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, έχει καθορίσει διεύθυνση, στην οποία μπορούν να παρουσιάζονται επιταγές που σύρονται επί του ιδίου και δεν έχει δημοσιεύσει με παρόμοιο τρόπο ανακοίνωση ακύρωσης της διεύθυνσης αυτής, η επιταγή θεωρείται ότι παρουσιάζεται στον κατάλληλο τόπο, εάν η παρουσίαση έγινε στην εν λόγω διεύθυνση.
74.Γ- (1) Τραπεζίτης δύναται να παρουσιάσει επιταγή για πληρωμή στον τραπεζίτη, επί του οποίου σύρεται η επιταγή, με το να του διαβιβάσει τα ουσιώδη στοιχεία της επιταγής με ηλεκτρονικά μέσα, αντί με το να του παρουσιάσει το πρωτότυπο της επιταγής.
(2) Εάν επιταγή παρουσιάζεται για πληρωμή δυνάμει του παρόντος άρθρου, η παρουσίαση δε απαιτείται να γίνει σε καθορισμένο τόπο εργασίας ή εργάσιμο χρόνο.
(3) Εάν, πριν το κλείσιμο της εργάσιμης ημέρας που ακολουθεί την παρουσίαση επιταγής δυνάμει του παρόντος άρθρου, ο τραπεζίτης, επί του οποίου σύρεται η επιταγή, απαιτήσει από τον τραπεζίτη ο οποίος έχει παρουσιάσει την επιταγή, να παρουσιάσει το πρωτότυπο της επιταγής, τότε –
(α) η παρουσίαση δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν αναγνωρίζεται, και
(β) το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται όσον αφορά τη μεταγενέστερη παρουσίαση του πρωτοτύπου της επιταγής.
(4) Απαίτηση δυνάμει του εδαφίου (3) για παρουσίαση του πρωτοτύπου επιταγής δεν συνιστά ένδειξη πρόθεσης μη εξόφλησης της επιταγής.
(5) Οποτεδήποτε η παρουσίαση επιταγής γίνεται δυνάμει του παρόντος άρθρου, ο τραπεζίτης, ο οποίος παρουσίασε την επιταγή, και ο τραπεζίτης επί του οποίου σύρεται η επιταγή, υπόκεινται στις ίδιες υποχρεώσεις σε σχέση με την είσπραξη και πληρωμή της επιταγής, ως εάν να είχε παρουσιασθεί για πληρωμή το πρωτότυπο της επιταγής.
(6) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου, τα ουσιώδη στοιχεία επιταγής είναι –
(α) ο αύξων αριθμός της επιταγής,
(β) ο κωδικός αριθμός του τραπεζίτη επί του οποίου σύρεται η επιταγή,
(γ) ο αριθμός λογαριασμού του εκδότη της επιταγής, και
(δ) το ποσό της επιταγής, το οποίο έχει αναγραφεί από τον εκδότη της επιταγής.
74.Δ - (1) Υπό την επιφύλαξη του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, το εδάφιο (4) του άρθρου 52 -
(α) όσον αφορά την παρουσίαση συναλλαγματικής για πληρωμή, δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση παρουσίασης επιταγής για πληρωμή δυνάμει του άρθρου 74Γ, και
(β) όσον αφορά συναλλαγματική που πληρώνεται, δεν εφαρμόζεται σε επιταγή η οποία πληρώνεται μετά από παρουσίαση δυνάμει του ίδιου άρθρου 74Γ.
(2) Η πρόνοια του εδαφίου (1) εφαρμόζεται αναφορικά με επιταγές που εκδίδονται κατά ή μετά την ημέρα έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου.
75. Το καθήκον και η εξουσία τραπεζίτη να πληρώνει επιταγή που εκδίδεται σε αυτόν από πελάτη του τερματίζονται με-
(α) ανάκληση της πληρωμής~
(β) ειδοποίηση περί του θανάτου του πελάτη.
76.-(1) Όταν επιταγή φέρει εγκαρσίως ή καθέτως της πρόσθιας όψης αυτής προσθήκη-
(α) των λέξεων “και συντροφιά” ή οποιαδήποτε σύντμηση τους μεταξύ δύο παράλληλων εγκάρσιων γραμμών, είτε με είτε χωρίς τις λέξεις “μη διαπραγματεύσιμη”~ ή
(β) απλώς, δυο παράλληλων εγκάρσιων γραμμών, είτε με είτε χωρίς τις λέξεις “μη διαπραγματεύσιμη”,
η προσθήκη αυτή συνιστά διγράμμιση και η επιταγή είναι γενικά διγραμμισμένη.
(2) Όταν επιταγή φέρει εγκαρσίως ή καθέτως της πρόσθιας όψης αυτής προσθήκη του ονόματος τραπεζίτη, είτε με είτε χωρίς τις λέξεις “μη διαπραγματεύσιμη”, η προσθήκη αυτή συνιστά διγράμμιση και η επιταγή είναι διγραμμισμένη ειδικά και για τον τραπεζίτη αυτό.
77.-(1) Η επιταγή δύναται να διγραμμιστεί γενικά ή ειδικά από τον εκδότη.
(2) Όταν επιταγή είναι μη δίγραμμη, ο κάτοχος δύναται να διγραμμίσει αυτή γενικά ή ειδικά.
(3) Όταν επιταγή είναι γενικά διγραμμισμένη, ο κάτοχος δύναται να διγραμμίσει αυτήν ειδικά.
(4) Όταν επιταγή είναι γενικά ή ειδικά διγραμμισμένη, ο κάτοχος δύναται να προσθέσει τις λέξεις “μη διαπραγματεύσιμη”.
(5) Όταν επιταγή είναι ειδικά διγραμμισμένη, ο τραπεζίτης στον οποίο είναι ειδικά διγραμμισμένη δύναται να τη διγραμμίσει εκ νέου ειδικά προς άλλο τραπεζίτη για είσπραξη.
(6) Όταν μη διγραμμισμένη επιταγή, ή επιταγή γενικά διγραμμισμένη, αποστέλλεται σε τραπεζίτη για είσπραξη, αυτός δύναται να τη διγραμμίσει ειδικά προς τον εαυτό του.
78. Διγράμμιση που επιτρέπεται από το Νόμο αυτό είναι ουσιώδες μέρος της επιταγης~ δεν είναι νόμιμο για οποιοδήποτε πρόσωπο να διαγράψει ή, εκτός όπως προβλέπεται από το Νόμο αυτό, να προσθέσει στη διγράμμιση ή να μετατρέψει αυτή.
79.-(1) Όταν επιταγή είναι ειδικά διγραμμισμένη σε περισσότερους από ένα τραπεζίτες εκτός όταν αυτή είναι δίγραμμη προς αντιπρόσωπο για είσπραξη ο οποίος είναι τραπεζίτης, ο τραπεζίτης επί του οποίου αυτή εκδίδεται πρέπει να αρνηθεί την πληρωμή αυτής.
(2) Όταν ο τραπεζίτης επί του οποίου εκδίδεται επιταγή η οποία διγραμμίστηκε με τον τρόπο αυτό παρόλα αυτά πληρώνει την επιταγή, ή πληρώνει επιταγή γενικά διγραμμισμένη άλλως πως παρά προς τραπεζίτη, ή αν διγραμμίστηκε ειδικά πληρώνει αυτή διαφορετικά παρά προς τον τραπεζίτη προς τον οποίο αυτή διγραμμίστηκε, ή προς τον αντιπρόσωπο του για είσπραξη αυτής ο οποίος είναι τραπεζίτης, αυτός ευθύνεται έναντι του πραγματικού κυρίου της επιταγής για οποιαδήποτε ζημιά την οποία αυτός δυνατό να υποστεί ένεκα της επιταγής που πληρώθηκε με τον τρόπο αυτό:
Νοείται ότι όταν επιταγή η οποία κατά το χρόνο της παρουσίασης της προς πληρωμή δεν φαίνεται να είναι διγραμμισμένη, ή να είχε διγράμμιση η οποία να διαγράφτηκε, ή προστέθηκε κάτι επ’ αυτής ή να τροποποιήθηκε διαφορετικά παρά όπως προβλέπεται από το Νόμο αυτό, ο τραπεζίτης που πληρώνει την επιταγή καλή τη πίστει και χωρίς αμέλεια δεν ευθύνεται ή δεν υπέχει οποιαδήποτε ευθύνη ούτε αμφισβητείται η πληρωμή λόγω του ότι η επιταγή διγραμμίστηκε ή λόγω του ότι η διγράμμιση διαγράφτηκε ή λόγω προσθήκης επ’ αυτής ή τροποποίησης της διαφορετικά παρά όπως επιτρέπεται από το Νόμο αυτό, και λόγω του ότι η πληρωμή που έγινε διαφορετικά παρά προς τραπεζίτη ή προς τον τραπεζίτη στον οποίο η επιταγή διγραμμίζεται ή διγραμμίστηκε ή προς τον αντιπρόσωπο της για είσπραξη ο οποίος είναι τραπεζίτης, ανάλογα με την περίπτωση.
80. Όταν ο τραπεζίτης, στο οποίο εκδόθηκε δίγραμμη επιταγή περιλαμβανομένης επιταγής η οποία δυνάμει του άρθρου 82 (μη μεταβιβάσιμη επιταγή) ή άλλου νόμου δεν είναι μεταβιβάσιμη, καλή τη πίστει και χωρίς αμέλεια πληρώνει αυτήν, αν διγραμμίστηκε γενικά, προς τραπεζίτη, και αν διγραμμίστηκε ειδικά προς τον τραπεζίτη στον οποίο αυτή είναι δίγραμμη ή προς τον αντιπρόσωπο αυτού για είσπραξη αυτής ο οποίος είναι τραπεζίτης, ο τραπεζίτης πληρώνοντας την επιταγή και, αν η επιταγή περιήλθε στα χέρια του δικαιούχου, ο εκδότης έχει αντίστοιχα τα ίδια δικαιώματα και τίθεται στην ίδια θέση ωσάν η πληρωμή της επιταγής να είχε γίνει προς τον πραγματικό κύριο αυτής.
- ΚΕΦ.262
- 32(I)/1997
81. Όταν πρόσωπο λαμβάνει δίγραμμη επιταγή η οποία φέρει επ’ αυτής τις λέξεις “μη διαπραγματεύσιμη”, δεν έχει και δεν είναι ικανό να παράσχει καλύτερο τίτλο στην επιταγή από αυτό που είχε το πρόσωπο από το οποίο την έλαβε.
82.-(1) Όταν επιταγή είναι δίγραμμη και φέρει επ’ αυτής, σε συσχετισμό με τη διγράμμιση, τις λέξεις “για λογαριασμό του δικαιούχου” με ή χωρίς τη λέξη “μόνο” η επιταγή δεν είναι μεταβιβάσιμη αλλά ισχύει μόνο μεταξύ των μερών.
(2) Για σκοπούς του άρθρου 80 τραπεζίτης δε θα τύχει μεταχείρισης ως έχων διαπράξει αμέλεια για μόνο το λόγο της παράλειψης του να ενδιαφερθεί για οποιαδήποτε φαινομενική οπισθογράφηση επιταγής η οποία δυνάμει του εδαφίου (1) ή άλλως πως δεν είναι μεταβιβάσιμη.
- ΚΕΦ.262
- 32(I)/1997
82Α.-(1) Στην περίπτωση όπου τραπεζίτης με καλή πίστη και κατά τη συνήθη διεξαγωγή των εργασιών πληρώνει επιταγή η οποία έχει συρθεί επ’ αυτού και η οποία δεν είναι οπισθογραφημένη ή είναι μη κανονικά οπισθογραφημένη, με αυτή του την πράξη δε φέρει ευθύνη για μόνο το λόγο της απουσίας ή της αντικανονικότητας της οπισθογράφησης και συνεπώς θεωρείται ότι έχει πληρώσει την επιταγή κατά προσήκοντα τρόπο.
(2) Στην περίπτωση όπου τραπεζίτης με καλή πίστη και κατά τη συνήθη διεξαγωγή των εργασιών πληρώνει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες έγγραφες εντολές, συγκεκριμένα-
(α) Έγγραφη εντολή που εκδίδεται από πελάτη του η οποία, ενώ δεν είναι συναλλαγματική, σκοπό έχει να επιτρέψει σε πρόσωπο να πληρωθεί από αυτόν το ποσό που αναφέρεται στην έγγραφη εντολή~
(β) επιταγή που εκδίδεται από τον τραπεζίτη επ’ αυτού του ιδίου και η οποία, ενώ δεν είναι συναλλαγματική, είναι πληρωτέα εν όψει είτε στο κεντρικό γραφείο είτε σε κάποιο άλλο γραφείο της τράπεζας του,
δε φέρει οποιαδήποτε ευθύνη για την απουσία ή αντικανονικότητα της οπισθογράφησης και η πληρωμή απαλλάσσει την έγγραφη εντολή.
- ΚΕΦ.262
- 32(I)/1997
82Β. Τραπεζίτης που δίδει αξία ή που έχει δικαίωμα επίσχεσης σε επιταγή πληρωτέα εις διαταγή την οποία ο δικαιούχος ή κάτοχος παραδίδει σ’ αυτόν για είσπραξη χωρίς να την έχει οπισθογραφήσει, έχει τέτοια (αν υπάρχουν) δικαιώματα όπως θα είχε αν, με την παράδοση, ο δικαιούχος ή κάτοχος την είχε οπισθογραφήσει εν λευκώ.
- ΚΕΦ.262
- 32(I)/1997
82Γ.-(1) Μη οπισθογραφημένη επιταγή, ή δεόντως πιστοποιημένο από την εισπράττουσα τράπεζα αντίγραφο της οποίας φέρεται να έχει πληρωθεί από τον τραπεζίτη επί του οποίου σύρεται, αποτελεί απόδειξη είσπραξης από το δικαιούχο του πληρωτέου με την επιταγή ποσού.
(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), αντίγραφο μη οπισθογραφημένης επιταγής, για την οποία εφαρμόζεται το εν λόγω εδάφιο, συνιστά απόδειξη πληρωμής της επιταγής, εάν το αντίγραφο γίνεται από τον τραπεζίτη, στην κατοχή του οποίου βρίσκεται η επιταγή μετά την παρουσίαση, και πιστοποιείται από τον ίδιο ότι αποτελεί πιστό αντίγραφο του πρωτοτύπου της επιταγής.
- ΚΕΦ.262
- 32(I)/1997
- 96(I)/2003
82Δ.-(1) Σε περίπτωση όπου τραπεζίτης, με καλή πίστη και χωρίς αμέλεια-
(α) Δέχεται για λογαριασμό πελάτη του πληρωμή έγγραφης εντολής για την οποία το άρθρο αυτό ισχύει~ ή
(β) έχοντας πιστώσει λογαριασμό πελάτη του με το ποσό τέτοιας έγγραφης εντολής, εισπράττει την πληρωμή αυτής για τον ευατό του,
και ο πελάτης δεν έχει τίτλο, ή έχει ελαττωματικό τίτλο στην έγγραφη εντολή, ο τραπεζίτης δε φέρει ευθύνη προς τον πραγματικό ιδιοκτήτη της έγγραφης εντολής με το να εισπράξει πληρωμή επ’ αυτής.
(2) Το άρθρο αυτό ισχύει για τις ακόλουθες έγγραφες εντολές:
(α) Επιταγές περιλαμβανομένων επιταγών οι οποίες δυνάμει του άρθρου 82(1) του Νόμου αυτού, ή άλλως πως, δεν είναι μεταβιβάσιμες~
(β) έγγραφες εντολές που έχουν εκδοθεί από πελάτη τραπεζίτη οι οποίες, ενώ δεν είναι συναλλαγματικές σκοπό έχουν να καταστήσουν πρόσωπο ικανό να λάβει πληρωμή από τον τραπεζίτη του ποσού που αναφέρεται στις έγγραφες εντολές~
(γ) έγγραφες εντολές που εκδόθηκαν από δημόσιο υπάλληλο οι οποίες σκοπό έχουν να επιτρέψουν σε πρόσωπο να λάβει πληρωμή από το Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας του ποσού που αναφέρεται στις έγγραφες εντολές οι οποίες δεν είναι συναλλαγματικές~
(δ) επιταγή πληρωτέα εν όψει που εκδίδεται από τον τραπεζίτη επί του ιδίου, είτε είναι πληρωτέα στο κεντρικό γραφείο είτε σε κάποιο άλλο γραφείο της τράπεζας του.
(3) Για σκοπούς του άρθρου αυτού τραπεζίτης δε θα τύχει μεταχείρισης ως έχων ενεργήσει αμελώς λόγω μόνο της παράλειψης του να λάβει υπόψη απουσία οπισθογράφησης εγγράφου εντολής ή την αντικανονικότητα στην οπισθογράφηση εγγράφου εντολής.
- ΚΕΦ.262
- 32(I)/1997
82Ε. Οι διατάξεις του περί Συναλλαγματικών Νόμου, όπου έχουν εφαρμογή καθ’ όσον αφορά δίγραμμες επιταγές, ισχύουν, σε σχέση με έγγραφες εντολές (εκτός από επιταγές) για τις οποίες έχουν εφαρμογή τα άρθρα 82Α-82Δ, όπως ισχύουν σε σχέση με τις επιταγές.
- ΚΕΦ.262
- 32(I)/1997
82ΣΤ. Οι διατάξεις των άρθρων 82Α-82Ε δεν καθιστούν διαπραγματεύσιμη οποιαδήποτε έγγραφη εντολή η οποία χωρίς τις εν λόγω διατάξεις δεν είναι διαπραγματεύσιμη.
- ΚΕΦ.262
- 32(I)/1997
82Ζ.-(1) Ο εύλογος χρόνος, ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 49(ιβ)του βασικού νόμου, σε σχέση με τη μη τίμηση επιταγών θα καθορίζεται από το Κυπριακό Γραφείο Συμψηφισμού.
(2) Για τους σκοπούς του πιο πάνω εδαφίου, “Κυπριακό Γραφείο Συμψηφισμού” σημαίνει το Γραφείο το οποίο έχει συσταθεί δυνάμει του Καταστατικού Ίδρυσης του εν λόγω Γραφείου με απόφαση του Συμβουλίου Κυπριακών Τραπεζών σε σύσκεψη του, την 1η Ιουνίου 1964.
- ΚΕΦ.262
- 32(I)/1997
83.-(1) Γραμμάτιο σε διαταγή είναι η χωρίς όρους γραπτή υπόσχεση που παρέχεται από ένα πρόσωπο σε άλλο υπογεγραμμένη από τον εκδότη ο οποίος υπόσχεται να πληρώσει, εν όψει ή σε ορισμένο ή προσδιορίσιμο μέλλοντα χρόνο, ορισμένο ποσό χρημάτων σε ορισμένο πρόσωπο ή σε διαταγή ορισμένου προσώπου ή στον κομιστή.
(2) Έγγραφο υπό μορφή γραμματίου πληρωτέο σε διαταγή του εκδότη δεν είναι γραμμάτιο εντός της έννοιας του άρθρου αυτού εκτός και μέχρις ότου τούτο οπισθογραφηθεί από τον εκδότη.
(3) Γραμμάτιο δεν είναι άκυρο λόγω μόνο ότι περιλαμβάνει επίσης ενέχυρο παράλληλης ασφάλειας με εξουσία περί πώλησης ή διάθεσης αυτού.
(4) Γραμμάτιο το οποίο εκδόθηκε και είναι πληρωτέο στην Κύπρο ή εμφανίζεται ως τέτοιο επι της πρόσθιας όψης του, και είναι πληρωτέο στην Κύπρο είναι γραμμάτιο εσωτερικού. Κάθε άλλο γραμμάτιο είναι γραμμάτιο εξωτερικού.
(5) Έγγραφο υπό μορφή γραμματίου ασφαλισμένο με υποθήκη ακίνητης περιουσίας δεν είναι γραμμάτιο εντός της έννοιας του άρθρου αυτού.
(6) Έγγραφο υπό μορφή γραμματίου το οποίο περιέχει στο κείμενο του τις λέξεις “Αυτό δεν είναι γραμμάτιο σε διαταγή εντός της έννοιας του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ.262,“ ή λέξεις του ιδίου περιεχομένου δεν αποτελεί γραμμάτιο εντός της έννοιας του άρθρου αυτού.
84. Γραμμάτιο σε διαταγή είναι ατελές και ασυμπλήρωτο μέχρι την παράδοση του προς το δικαιούχο ή τον κομιστή.
85.-(1) Γραμμάτιο σε διαταγή δύναται να εκδοθεί από δυο ή περισσότερους εκδότες και αυτοί δύνανται να ευθύνονται για αυτό από κοινού, ή από κοινού και χωριστά, σύμφωνα με το περιεχόμενο του.
(2) Όταν επί γραμματίου σημειώνεται “Υπόσχομαι να πληρώσω” και αυτό υπογράφεται από δυο ή περισσότερα πρόσωπα, θεωρείται ως από κοινού και κεχωρισμένο γραμμάτιο.
86.-(1) Όταν γραμμάτιο πληρωτέο εν όψει οπισθογραφηθεί, πρέπει να παρουσιαστεί προς πληρωμή εντός εύλογου χρόνου από την οπισθογράφηση. Αν δεν παρουσιαστεί με τον τρόπο αυτό ο οπισθογράφος απαλλάσσεται.
(2) Κατά τον ορισμό του τι είναι εύλογος χρόνος, πρέπει να ληφθούν υπόψη η φύση του εγγράφου, τα συναλλακτικά ήθη και τα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης.
(3) Όταν γραμμάτιο πληρωτέο εν όψει διαπραγματεύεται, δεν θεωρείται ως ληξιπρόθεσμο, προς το σκοπό να επηρεάσει τον κάτοχο με ελαττώματα του τίτλου για τα οποία αυτός δεν είχε καμιά ειδοποίηση εξαιτίας του ότι φαίνεται ότι έχει παρέλθει εύλογος χρόνος από την έκδοση του για την παρουσίαση του προς πληρωμή.
87.-(1) Όταν γραμμάτιο σε διαταγή είναι από τη φύση του πληρωτέο σε συγκεκριμένο τόπο, πρέπει να παρουσιαστεί προς πληρωμή στον τόπο αυτό για να καταστεί ο εκδότης αυτού υπόχρεος. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, εμφάνιση προς πληρωμή δεν είναι αναγκαία για να καταστεί ο εκδότης υπόχρεος.
(2) Παρουσίαση προς πληρωμή είναι αναγκαία για να καταστεί ο οπισθογράφος γραμματίου υπόχρεος.
(3) Όταν γραμμάτιο είναι από τη φύση του πληρωτέο σε συγκεκριμένο τόπο, η παρουσίαση στον τόπο αυτό είναι αναγκαία για να καταστεί ο οπισθογράφος υπόχρεος~ αλλά όταν ο τόπος πληρωμής υποδεικνύεται με σημείωμα μόνο, η παρουσίαση στον τόπο αυτό είναι αρκετή για να καταστεί ο οπισθογράφος υπόχρεος, αλλά παρουσίαση στον εκδότη οπουδήποτε αλλού, αν κατά τα άλλα είναι επαρκής, θα είναι επίσης αρκετή.
88. Ο εκδότης γραμματίου σε διαταγή με την έκδοση του-
(α) Δεσμεύεται όπως πληρώσει αυτό σύμφωνα με το περιεχόμενο του~
(β) αποκλείεται από του να αρνηθεί στον κατά προσήκοντα τρόπο κάτοχο την ύπαρξη του δικαιούχου και την τότε ικανότητα του να οπισθογραφεί.
89.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Μέρους αυτού και εκτός όπως προνοείται από το άρθρο αυτό, οι διατάξεις του Νόμου αυτού που αφορούν συναλλαγματικές εφαρμόζονται, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις, σε γραμμάτια σε διαταγή.
(2) Κατά την εφαρμογή των διατάξεων αυτών ο εκδότης γραμματίου θεωρείται ότι αντιστοιχεί προς τον αποδέκτη συναλλαγματικής και ο πρώτος οπισθογράφος γραμματίου θεωρείται ότι αντιστοιχεί προς εκδότη συναλλαγματικής που έγινε αποδεκτή πληρωτέα σε διαταγή του εκδότη.
(3) Οι πιο κάτω διατάξεις αναφορικά με συναλλαγματικές δεν εφαρμόζονται σε γραμμάτια~ δηλαδή, διατάξεις που αφορούν:
(α) Παρουσίαση προς αποδοχή~
(β) αποδοχή~
(γ) κατά παρέμβαση αποδοχή~
(δ) συναλλαγματικές σε σειρά.
(4) Όταν γραμμάτιο εξωτερικού δεν τιμηθεί η διαμαρτύρηση αυτού δεν είναι αναγκαία.
90. Πράγμα θεωρείται ότι τελείται καλή τη πίστει εντός της έννοιας του Νόμου αυτού, όταν αυτό πράγματι τελείται έντιμα, ανεξάρτητα αν τελείται με αμέλεια ή όχι.
91.-(1) Όταν, δυνάμει του Νόμου αυτού, απαιτείται όπως υπογραφτεί οποιοδήποτε έγγραφο ή γραπτό κείμενο από οποιοδήποτε πρόσωπο, δεν είναι αναγκαίο όπως αυτό υπογράψει τούτο ιδιοχείρως, αλλά είναι αρκετό αν η υπογραφή του τεθεί επ’ αυτού από κάποιο άλλο πρόσωπο με ή δυνάμει εξουσιοδότησης του.
(2) Σε περίπτωση νομικού προσώπου όταν, δυνάμει του Νόμου αυτού απαιτείται όπως, υπογραφτεί οποιοδήποτε έγγραφο ή γραπτό κείμενο, είναι αρκετό αν το έγγραφο ή γραπτό κείμενο σφραγιστεί με την σφραγίδα του νομικού προσώπου.
Αλλά καμιά διάταξη που περιέχεται στο άρθρο αυτό δεν θα ερμηνεύεται ως να απαιτεί όπως η συναλλαγματική ή το γραμμάτιο νομικού προσώπου φέρει σφραγίδα.
92. Όταν, με το Νόμο αυτό το χρονικό όριο για την τέλεση οποιασδήποτε πράξης ή πράγματος είναι μικρότερο των τριών ημερών κατά τον υπολογισμό του χρόνου, αποκλείονται οι μη εργάσιμες μέρες.
“Μη εργάσιμη ημέρα” για τους σκοπούς του Νόμου αυτού σημαίνει οποιαδήποτε ημέρα που καθορίζεται ως τραπεζική αργία σύμφωνα ή δυνάμει του περί Τραπεζικών Αργιών Νόμου. Οποιαδήποτε άλλη ημέρα είναι εργάσιμη μέρα.
93. Οι διατάξεις του Νόμου αυτού αναφορικά με δίγραμμες επιταγές εφαρμόζονται σε ένταλμα πληρωμής μερίσματος.
95.-(1) Οι κανονισμοί περί πτώχευσης που αφορούν σε συναλλαγματικές, γραμμάτια σε διαταγή και επιταγές εφαρμόζονται σε αυτά ανεξάρτητα από οποιαδήποτε διάταξη που περιέχεται στο Νόμο αυτό.
(2) Καμιά διάταξη στο Νόμο αυτό, ή σε οποιαδήποτε κατάργηση που γίνεται δυνάμει αυτού δεν επηρεάζει-
(α) τις διατάξεις του περί Χαρτοσήμων Νόμου, ή των Νόμων που τροποποιούν αυτόν, ή οποιουδήποτε Νόμου ή νομοθετήματος που ισχύει εκάστοτε αναφορικά με δημόσιες προσόδους~
(β) τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου, ή Νόμων που τροποποιούν αυτόν ή οποιουδήποτε Νόμου που αφορά εταιρείες.
(3) Καμιά διάταξη που περιέχεται στο Νόμο αυτό δεν εφαρμόζεται σε συναλλαγματικές, γραμμάτια σε διαταγή, ή επιταγές που εκδόθηκαν προτού ο Νόμος αυτός τεθεί σε ισχύ.
(Άρθρο 51)
1. Πιστό και ακριβές αντίγραφο συναλλαγματικής ή άλλου εγγράφου που θα διαμαρτυρηθεί και όλων των αναγραφομένων και οπισθογραφήσεων επ’ αυτής κατά το χρόνο της διαμαρτύρησης, μαζί με γραπτή έκθεση στο τέλος του αντιγράφου αυτού
η οποία να αναφέρει ότι η συναλλαγματική ή άλλο έγγραφο διαμαρτύρεται και οι λόγοι της διαμαρτύρησης (το εν λόγω αντίγραφο και η δήλωση καλείται στη συνέχεια “το έγγραφο διαμαρτύρησης”), πρέπει να παρουσιαστεί ενώπιον του Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου της Επαρχίας εντός της οποίας η συναλλαγματική αυτή ή άλλο έγγραφο απαιτείται με νόμο να διαμαρτυρηθεί.
2. Ο Πρωτοκολλητής με την παρουσίαση σε αυτόν οποιουδήποτε εγγράφου διαμαρτύρησης σημειώνει επ’ αυτού την ημερομηνία κατά την οποία τούτο παρουσιάστηκε ενώπιον του και επιθέτει την υπογραφή του επί της εν λόγω σημείωσης και φυλάττει το έγγραφο διαμαρτύρησης ως πρακτικό του Δικαστηρίου.
3. Κάθε έγγραφο διαμαρτύρησης συναλλαγματικής της οποίας το πληρωτέο ποσό είναι μέχρι χίλιες λίρες, πρέπει να φέρει χαρτόσημο ή χαρτόσημα αξίας μιας λίρας, άνω των χίλιων λιρών και κάτω των πέντε χιλιάδων λιρών πρέπει να φέρει χαρτόσημο ή χαρτόσημα αξίας δυο λιρών, άνω των πέντε χιλιάδων λιρών και κάτω των δέκα χιλιάδων λιρών πρέπει να φέρει χαρτόσημο ή χαρτόσημα αξίας τριών λιρών και άνω των δέκα χιλιάδων λιρών πρέπει να φέρει χαρτόσημο ή χαρτόσημα αξίας πέντε λιρών, το οποίο χαρτόσημο ή χαρτόσημα μπορεί να είναι τέτοιας αξίας και είτε με ανάγλυφη σφραγίδα είτε να επικολλάται ως το Υπουργικό Συμβούλιο ήθελε διατάξει από καιρό σε καιρό~ και σε περίπτωση έλλειψης ή μεχρις ότου δοθεί τέτοια διαταγή πρέπει να χρησιμοποιηθούν κινητά χαρτόσημα για τους σκοπούς της διάταξης αυτής.
Κανένα έγγραφο διαμαρτύρησης δεν θα λαμβάνεται από τον Πρωτοκολλητή εκτός αν φέρει το καθορισμένο τέλος.
4. Για την έκδοση αντιγράφων εγγράφων διαμαρτύρησης από το Δικαστήριο και πιστοποίηση αντιγράφων ως πιστών αντιγράφων, πρέπει να καταβάλλονται τέτοια τέλη τα οποία διατάσσεται όπως εισπράττονται αντίστοιχα για την έκδοση αντιγράφων από φάκελο δικογραφίας σε αγωγή και για την πιστοποίηση αντιγράφων από φάκελο δικογραφίας ως πιστών αντιγράφων αυτού, και κάθε τέλος που εισπράττεται κατά τον τρόπο αυτό, εισπράττεται, χρησιμοποιείται και διατίθεται κατά τον ίδιο τρόπο ωσάν τούτο να εισπράττετο σε σχέση προς αντίγραφο οποιουδήποτε τέτοιου φάκελου δικογραφίας.
(ΑΡΘΡΟ 51)
ΤΥΠΟΣ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΗΣΗΣ ΓΙΑ ΜΗ ΑΠΟΔΟΧΗ
(Να εκθέσετε το έγγραφο που διαμαρτύρεται, με όλες τις αναγραφές και οπισθογραφήσεις επ’ αυτού)
Το έγγραφο του οποίου αντίγραφο εκτίθεται πιο πάνω παρουσιάστηκε δεόντως προς αποδοχή στον πιο πάνω Α.Β. ο οποίος αδυνατεί ή αρνείται να υπογράψει επ’ αυτού το όνομα του προς αποδοχή, και το εν λόγω έγγραφο διά του παρόντος διαμαρτύρεται.
Παρουσιάστηκε ενώπιον μου την…………………ημέρα του…………..19…………….
(Υπογραφή)
Πρωτοκολλητής Επαρχιακού Δικαστηρίου
ΤΥΠΟΣ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΗΣΗΣ ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΠΟΥ ΕΥΘΥΝΕΤΑΙ
ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΕΙ ΤΟ ΠΟΣΟ ΤΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΖΕΙ
(Να εκθέσετε το έγγραφο που διαμαρτύρεται, με όλες τις αναγραφές και
οπισθογραφήσεις επ’ αυτού).
Το έγγραφο του οποίου αντίγραφο εκτίθεται πιο πάνω αφού έχει παρουσιαστεί δεόντως προς πληρωμή και ο πιο πάνω Α.Β. απουσιάζει, το εν λόγω έγγραφο διά του παρόντος διαμαρτύρεται.
Παρουσιάστηκε ενώπιον μου την……………….ημέραν του……………..19…………
(Υπογραφή)
Πρωτοκολλητής Επαρχιακού Δικαστηρίου
ΤΥΠΟΣ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΗΣΗΣ ΓΙΑ ΜΗ ΠΛΗΡΩΜΗ
ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΠΟΥ ΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΕΙ ΤΟ ΠΟΣΟ
ΤΗΣ ΣΥΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΟΝ
(Να εκθέσετε το έγγραφο που διαμαρτυρήθηκε, με όλες τις αναγραφές και
οπισθογραφήσεις επ’ αυτού).
Το έγγραφο του οποίου αντίγραφο εκτίθεται πιο πάνω αφού έχει παρουσιαστεί δεόντως για πληρωμή και ο πιο πάνω Α.Β. που είναι παρόν έχει αρνηθεί να πληρώσει τη συναλλαγματική λόγω του ότι (αναφέρετε λόγους, αν είναι γνωστοί) το πιο πάνω έγγραφο διά του παρόντος διαμαρτύρεται.
Παρουσιάστηκε ενώπιον μου την……………………..ημέρα του………………….19…
(Υπογραφή)
Πρωτοκολλητής Επαρχιακού Δικαστηρίου
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν.66(Ι)/2012] τίθεται σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2012.
29.-(1) Από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.66(I)/2012] καταργούνται οι νόμοι που αναφέρονται στην πρώτη στήλη του Παραρτήματος και στην έκταση που αναφέρεται στη δεύτερη στήλη του εν λόγω Παραρτήματος.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 24 του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.66(I)/2012], ανεξάρτητα από την προβλεπόμενη σε οποιοδήποτε ειδικό νόμο προθεσμία για παραγραφή, σε περίπτωση σύγκρουσης υπερισχύουν οι πρόνοιες του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.66(I)/2012].
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
(άρθρο 29)
ΠΡΩΤΗ ΣΤΗΛΗ | ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΤΗΛΗ |
ΝΟΜΟΙ | |
Ο περί Παραγραφής Νόμος, Κεφ. 15. | Ολόκληρος |
Ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος, Κεφ. 148. | άρθρο 68, αλλά μόνο σε σχέση με πράξη ή παράλειψη που επισυνέβηκε κατά ή μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου |
Ο περί Αναστολής του Χρόνου Παραγραφής (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 2002. | ολόκληρος |
Ο περί Συναλλαγματικών Νόμος, Κεφ. 262. | άρθρο 94 |
Οι περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης Έναντι Τρίτου) Νόμοι του 2000 έως 2010. | άρθρο 22 |
Οι περί Υποχρεωτικής Ασφάλισης της Ευθύνης των Εργοδοτών Νόμοι του 1989 έως 2011. | άρθρο 19 |