27. Ο εκτελεστής υποχρεούται να καταβάλη τον φόρον κληρονομίας αναφορικώς προς άπαντα τα περιουσιακά στοιχεία άτινα εκέκτητο ο αποθανών κατά τον χρόνο του θανάτου αυτού ή άτινα ο αποθανών ήτο ικανός να διαθέση κατά τον θάνατον αυτού, και δύναται να καταβάλη τον φόρον κληρονομίας αναφορικώς προς οιαδήποτε έτερα περιουσιακά στοιχεία περιερχόμενα επί τω αυτώ θανάτω, εάν τα πρόσωπα άτινα υποχρεούνται όπως καταβάλωσι τον φόρον επί των τοιούτων στοιχείων ζητήσωσι παρ’ αυτού όπως προβή εις την τοιαύτην πληρωμήν. αλλ’ ο εκτελεστής δεν θα είναι υπόχρεως δι’ οιονδήποτε ποσόν φόρου πέραν του ποσού του ενεργητικού της περιουσίας του ληφθέντος υπ’ αυτού εν τη ιδιότητι αυτού ως εκτελεστού, ή πέραν του ποσού όπερ θα ηδύνατο να ληφθή αλλά δεν ελήφθη λόγω αμελείας ή πταίσματος αυτού.
28. Εις περιπτώσεις καθ’ άς περιουσιακά στοιχεία περιέρχονται εις άλλους επί τω θανάτω του αποθανόντος και ο εκτελεστής αυτού δεν είναι υπόχρεως εις την καταβολήν του φόρου κληρονομίας αναφορικώς προς τα τοιαύτα στοιχεία, παν πρόσωπον εις ο περιουσιακόν τι στοιχείον ούτω περιέρχεται ή εις ο συμφέρον τι επικαρπίας δύναται να λογισθή ως περιερχόμενον, και πας επίτροπος, κηδεμών, διαχειριστής ή έτερόν τι πρόσωπον εις την κατοχήν του οποίου τελεί εκάστοτε η επικαρπία ή είναι εμπεπιστευμένη η διαχείρισις ταύτης, καθ’ ήν έκτασιν περιουσιακά στοιχεία ελήφθησαν εν τη πραγματικότητι και διετέθησαν υπ’ αυτού, ως και παν πρόσωπον εις την κατοχήν του οποίου περιέρχεται τοιούτον τι περιουσιακόν στοιχείον δι’ απαλλοτριώσεως ή άλλου τινός τρόπου αποκτήσεως τίτλου, θα είναι υπόχρεων όπως καταβάλη τον φόρον κληρονομίας επί του τοιούτου περιουσιακού στοιχείου και όπως επιδώση εις τον Έφορον, εντός της υπό του παρόντος Νόμου καθοριζόμενης προθεσμίας ή εντός τοιαύτης παρατάσεως ταύτης οία ήθελε χορηγηθή, δήλωσιν περιουσίας:
Νοείται ότι ουδέν των εν τω παρόντι άρθρω διαλαμβανομένων θα καθιστά πρόσωπόν τι όπερ ενεργεί απλώς ως αντιπρόσωπος ετέρου προσώπου διαμένοντος εν τη Δημοκρατία υπόχρεων εις την πληρωμήν του φόρου κληρονομίας.
29.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (2)
(α) ο φόρος κληρονομίας ο πληρωτέος υπό του εκτελεστού θα είναι, κατά σειράν προτεραιότητος, η πρώτη επιβάρυνσις εφ’ εκάστου των περιουσιακών στοιχείων άτινα επέκτητο ο αποθανών κατά τον θάνατον αυτού, ή άτινα ηδύνατο ούτος να διαθέση κατά τον θάνατον αυτού και η τοιαύτη επιβάρυνσις θα δύναται να χωρήση εις καταναγκαστικήν πώλησιν τοιαύτης περιουσίας διά την είσπραξιν του όλου ή μέρους του τοιούτου φόρου κληρονομίας.
(β) ο φόρος κληρονομίας, ο πληρωτέος υφ’ οιουδήποτε ετέρου προσώπου πλην του εκτελεστού αναφορικώς προς περιουσιακά στοιχεία, θα είναι κατά σειράν προτεραιότητος η πρώτη επιβάρυνσις επί των περιουσιακών τούτων στοιχείων.
(2) Τηρουμένων των εν τοις εφεξής προβλεπομένων, η εν τη παραγράφω (1) αναφερομένη πρώτη επιβάρυνσις θα επέχη θέσιν προτεραιότητος έναντι πάσης απαλλοτριώσεως, μισθώσεως και εμπραγμάτου ασφαλείας συναφθείσης ή συσταθείσης προ ή μετά τον θάνατον.
Νοείται ότι-
(α) η τοιαύτη επιβάρυνσις δεν θα επεκτείνεται επί περιουσιακών στοιχείων πωληθέντων προ της ημερομηνίας καθ’ ήν ταύτα κατεσχέθησαν προς καταναγκαστικήν πώλησιν διά την είσπραξιν του οφειλομένου φόρου, εις καλόπιστον αγοραστήν, έναντι αντιπαροχής εχούσης χρηματικήν αξίαν, τελούντα εν αγνοία της τοιαύτης επιβαρύνσεως.
(β) αναφορικώς προς ακίνητον περιουσίαν, η τοιαύτη επιβάρυνσις δεν θα έχη προτεραιότητα έναντι μισθώσεως, υποθήκης ή ετέρας τινός εμπραγμάτου ασφαλείας συσταθείσης ή δημιουργηθείσης, καλή τη πίστει, επί αντιπαροχή, δι’ εγγράφου δεόντως υπογραφέντος προ της ημερομηνίας του θανάτου.
(γ) αναφορικώς προς κινητήν περιουσίαν, η τοιαύτη επιβάρυνσις δεν θα έχη προτεραιότητα έναντι οιασδήποτε υποθήκης ή οιουδήποτε ενεχύρου της τοιαύτης περιουσίας συσταθέντος, καλή τη πίστει, επί αντιπαροχή, δι’ εγγράφου δεόντως υπογραφέντος προ της ημερομηνίας του θανάτου.
(3) Δεν θα επιτρέπηται η μεταβίβασις μετοχών εταιρείας συσταθείσης εν τη Δημοκρατία εγγεγραμμένων επ’ ονόματι του αποθανόντος και η ανάληψις χρημάτων κατατεθειμένων παρά τραπεζιτικώ ή ετέρω χρηματικώ ιδρύματι εις πίστιν του αποθανόντος υφ’ οιουδήποτε προσώπου δικαιουμένου να προβή εις την τοιαύτην μεταβίβασιν ή ανάληψιν άνευ της προσαγωγής εις τον γραμματέα ή διευθυντήν της ενδιαφερομένης εταιρείας ή ετέρου τραπεζιτικού ή χρηματιστικού ιδρύματος-
(α) πιστοποιητικού εκδοθέντος υπό του Εφόρου, δηλούντος ότι ούτος ουδεμίαν ένστασιν έχει διά την ειρημένη μεταβίβασιν ή ανάληψιν. ή
(β) πιστοποιητικού εκδοθέντος υπό του Εφόρου δυνάμει της παραγράφου (1) του άρθρου 47, εν ω αι μεταβιβασθησόμεναι μετοχαί ή τα αναληφθησόμενα χρήματα αναφέρονται μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων αναφορικώς προς άτινα κατεβλήθη ο φόρος κληρονομίας ή παρεσχέθη εγγύησις διά την τοιαύτην καταβολήν. ή
(γ) πιστοποιητικού εκδοθέντος υπό του Εφόρου δυνάμει της παραγράφου (2) του άρθρου 47, εν ω αι μεταβιβασθησόμεναι μετοχαί ή τα αναληφθησόμενα χρήματα αναφέρονται μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων αναφορικώς προς άτινα δεν δύναται να επιβληθή φόρος κληρονομίας. ή
(δ) πιστοποιητικού εκδοθέντος υπό του Εφόρου δυνάμει της παραγράφου (1) ή της παραγράφου (2) του άρθρου 48, εν ω αι μεταβιβασθησόμεναι μετοχαί ή τα αναληφθησόμενα χρήματα αναφέρονται μεταξύ των εν τω τοιούτω πιστοποιητικώ αναγραφομένων περιουσιακών στοιχείων.
(4) Ουδείς διευθυντής τραπεζιτικού ή ετέρου χρηματιστικού ιδρύματος λειτουργούντος εν τη Δημοκρατία, θα επιτρέπη το άνοιγμα χρηματοκιβωτίου μισθωθέντος υπό του αποθανόντος χωρίς να καλέση τον Έφορον όπως αντιπροσωπευθή κατά το άνοιγμα.
(5) Ουδέν των εν τω παρόντι νόμω διαλαμβανομένων θα δύναται να θεωρηθή ως συνιστούν εμπράγματον βάρος διά φόρον κληρονομίας επί περιουσιακών στοιχείων κειμένων εκτός της Δημοκρατίας.
30.-(1) Παν πρόσωπον εξουσιοδοτημένον ή υπόχρεων εις την καταβολήν του φόρου κληρονομίας αναφορικώς προς οιονδήποτε περιουσιακόν στοιχείον, θα δικαιούται, επί τω τέλει πληρωμής του φόρου ή ανακτήσεως του ποσού του ήδη καταβληθέντος φόρου, είτε τα περιουσιακά στοιχεία περιήλθον εις αυτόν είτε όχι, να εξεύρη, τη συναινέσει Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου ή Επαρχιακού Δικαστού, το ποσόν του τοιούτου φόρου ως και πάντα τόκον ή δαπάνας δεόντως γενομένας ή καταβληθείσας υπ’ αυτού αναφορικώς προς τούτον, διά της πωλήσεως ή υποθηκεύσεως του περιουσιακού τούτου στοιχείου ή μέρους αυτού, ή δι’ εμπραγμάτου βάρους περιωρισμένης χρονικής διαρκείας επί του περιουσιακού τούτου στοιχείου ή μέρους αυτού.
(2) Πρόσωπον έχον περιωρισμένον συμφέρον εφ’ οιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, και ο μισθωτής ή ενυπόθηκος δανειστής οιωνδήποτε περιουσιακών στοιχείων, όστις καταβάλλει τον φόρον κληρονομίας αναφορικώς προς ταύτα, θα έχη τα αυτά δικαιώματα ως εάν ο φόρος κληρονομίας αναφορικώς προς τα στοιχεία ταύτα εξευρέθη διά της συστάσεως υποθήκης υπέρ αυτού.
31. Εν σχέσει προς τα διάφορα πρόσωπα άτινα έχουσιν οιονδήποτε κληρονομικόν συμφέρον επί περιουσιακών στοιχείων του αποθανόντος αναφορικώς προς τα οποία ο εκτελεστής εξουσιοδοτείται ή υποχρεούται, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου, να πληρώση τον φόρον κληρονομίας, ο φόρος κληρονομίας ο καταβληθείς αναφορικώς προς την τοιαύτην περιουσίαν θα θεωρήται ως χρέος συναφθέν υπό του αποθανόντος και, εκτός εάν άλλως διέταξεν ο αποθανών εν τη διαθήκη αυτού, θα επιμερίζηται μεταξύ των τοιούτων προσώπων κατ’ αναλογίαν της αξίας του συμφέροντός των επί της περιουσίας του αποθανόντος.