138.-(1) Αι άδειαι εκδίδονται εν ω τύπω και περιέχουσι τοιαύτα στοιχεία, ως ο Διευθυντής ήθελε καθορίσει, υπόκεινται δε εις τας διατάξεις παντός νομοθετήματος, αφορώντος εις την προκειμένην άδειαν ή εμπορίαν, και χορηγούνται υπό του αρμοδίου λειτουργού τη καταβολή του νενομισμένου τέλους.
(2) Η άδεια ενασκήσεως εμπορίας τινός χορηγείται αναφορικώς προς εν μόνον κτιριακόν συγκρότημα, δυνατόν όμως να χορηγηθώσιν πλείονες της μιας αδείας εις το αυτό πρόσωπον διά την αυτήν εμπορίαν, εφ' όσον ούτος κέκτηται πλείονα του ενός κτιριακά συγκροτήματα.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων παντός νομοθετήματος αφορώντος εις την προκειμένην άδειαν ή εμπορίαν, οσάκις ενασκείται εμπορία υπό δύο ή πλειόνων προσώπων συνεταιρικώς, εν ενί κτιριακώ συγκροτήματι, δεν απαιτείται η χορήγησις πλειόνων της μιας αδειών αναφορικώς προς το εν λόγω κτιριακόν συγκρότημα δι' έκαστον έτος αδείας.
(4) Άνευ επηρεασμού οιασδήποτε ετέρας διατάξεως περιεχομένης εν τω παρόντι Νόμω, ως προς την προσαγωγήν αδειών, πας όστις, κατέχων άδειαν ενασκήσεως οιασδήποτε εμπορίας ή κατασκευής ή πωλήσεως εμπορευμάτων, παραλείπει να προσαγάγη ταύτην προς εξέλεγξιν εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, αφ' ης κληθή προς τούτο υπό τίνος λειτουργού, υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £100.
139.-(1) Οιονδήποτε τμήμα ή τοπική αρχή, ήθελεν έχει εξουσίαν χορηγήσεως αδειών, δύναται κατά το δοκούν να παράσχη ταύτην επί τη λήψει επιταγής διά το ποσόν του πληρωτέου δι' αυτών νενομισμένου τέλους.
(2) Οσάκις χορηγείται άδεια εις οιονδήποτε πρόσωπον έναντι επιταγής, ήτις μετέπειτα ήθελε διαμαρτυρηθή, η άδεια είναι άκυρος από της χορηγήσεως αυτής, και το εκδόν ταύτην τμήμα ή τοπική αρχή αποστέλλει τω προσώπω τούτω διά συστημένης επιστολής, αποστελλομένης εν τη διευθύνσει τη σημειουμένη επί της αιτήσεως του προς παροχήν αδείας, ειδοποίησιν καλούσαν τούτο όπως επιστρέψη την άδειαν εντός επτά ημερών από της ταχυδρομήσεως της ειδοποιήσεως, εάν δε παραλείψη να πράξη ούτω εντός της νενομισμένης προθεσμίας, υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £250.
140. Οσάκις ετησία άδεια, αναφορικώς προς οιανδήποτε εμπορίαν, ανανεούται υπό του αδειούχου διά την αυτήν εμπορίαν και διά το αμέσως επόμενον έτος, εν τοιαύτη περιπτώσει, τηρουμένων των διατάξεων παντός νομοθετήματος, όπερ ήθελεν αφορά εις την προκειμένην άδειαν ή εμπορίαν, η ανανεουμένη άδεια φέρει την ημερομηνίαν της αμέσως επομένης της λήξεως της προηγουμένης αδείας ημέρας:
Νοείται ότι, εν η περιπτώσει η αίτησις ανανεώσεως της αδείας ήθελεν υποβληθή μετά την ως είρηται ημερομηνίαν ή τοιαύτην μετέπειτα ημερομηνίαν ως ο Διευθυντής ήθελεν εν εκάστη περιπτώσει καθορίσει, η άδεια φέρει την ημερομηνίαν της υποβολής της προς ανανέωσιν αιτήσεως.
141 .-(1) Τηρουμένων των εν τω παρόντι Νόμω διαλαμβανομένων διατάξεων ή των διατάξεων οιουδήποτε ετέρου νομοθετήματος αφορώντος εις την προκειμένην άδειαν ή εμπορίαν, οσάκις ο κάτοχος αδείας ενασκήσεως οιασδήποτε εμπορίας αποβιοί ή οσάκις ο κάτοχος τοιαύτης αδείας αναφορικώς προς οίκημα εν αυτή καθοριζομένω εγκαταλείπει τούτο, ο αρμόδιος λειτουργός δύναται να μεταβιβάση την άδεαν, εν ω τρόπω ο Διευθυντής ήθελε καθορίσει, άνευ προσθέτου καταβολής τέλους, εις έτερον τι πρόσωπον διά τον υπόλοιπον της ισχύος της εν λόγω αδείας χρόνον.
(2) Τηρουμένων των ως άνω διατάξεων, οσάκις πρόσωπον, κατέχον άδειαν αναφορικώς προς οιονδήποτε οίκημα, μεταφέρει την άσκησιν της εμπορίας του εις έτερον οίκημα, εν ω νομίμως δύναται να ενασκήση ταύτην, ο αρμόδιος λειτουργός δύναται να επιτρέψη, εν ω τρόπω ήθελεν ο Διευθυντής καθορίσει, άνευ προσθέτου καταβολής τέλους, την ενάσκησιν της εμπορίας ταύτης εν τω ετέρω τούτω οικήματι διά τον υπόλοιπον της ισχύος της εν λόγω αδείας χρόνον.
(3) Ανεξαρτήτως οιασδήποτε των προηγουμένων διατάξεων του παρόντος άρθρου, οσάκις δυνάμει οιουδήποτε ετέρου νομοθετήματος, αφορώντος εις την προκειμένην άδειαν ή εμπορίαν, απαιτείται διά τοιαύτην μεταβίβασιν ή μεταφοράν εμπορίας, ως η μνημονευομένη εν τω παρόντι άρθρω, η εξουσιοδότησις δικαστηρίου ή ετέρας τινός αρχής ή η προσκόμισις πιστοποιητικού τίνος, δεν επιτρέπεται η μεταβίβασις ή μεταφορά αδείας ενασκήσεως της εν λόγω εμπορίας, εκτός εάν αποδειχθή τω αρμοδίω λειτουργώ ότι παρεσχέθη η τοιαύτη εξουσιοδότησις ή εξεδόθη το τοιούτον πιστοποιητικόν.
142.-(1) Πας όστις, κατέχων άδειαν πωλήσεως οιωνδήποτε εμπορευμάτων, παραβαίνει τους όρους ταύτης ή πωλεί άλλως ή ως προβλέπεται εν τη αδεία, ή διά πράξεως ή παραλείψεως αυτού παραβαίνει οιανδήποτε διάταξιν του παρόντος ή ετέρου νόμου εφαρμοστέου επί τη αδείας, και δεν προβλέπεται ετέρα ποινή διά το εν λόγω αδίκημα, ούτος υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £250.
(2) Εν τη περιπτώσει εμπορευμάτων, διά την πώλησιν των οποίων απαιτείται η έκδοσις αδείας, πας όστις αγρεύει ή λαμβάνει παραγγελίας διά τοιαύτα εμπορεύματα άλλως ή δυνάμει αδείας εκδοθείσης διά την πώλησιν τούτων και αφορώσης εις το οίκημα, εν ω αγρεύεται ή λαμβάνεται η παραγγελία, υπόκειται εις την αυτήν ποινήν ως και ο πωλών τοιαύτα εμπορεύματα άνευ αδείας:
Νοείται ότι το παρόν εδάφιον δεν τυγχάνει εφαρμογής-
(α) αναφορικώς προς την πώλησιν εμπορευμάτων αποταμιευμένων εν τινι αποθήκη, δι' α δυνάμει του αμέσως προηγουμένου άρθρου δεν απαιτείται άδεια· ή
(β) επί παντός καλής πίστεως περιοδεύοντος αντιπροσώπου όστις λαμβάνει παραγγελίας διά εμπορεύματα, δι' άτινα ο εργοδότης αυτού κέκτηται νόμιμον άδειαν πωλήσεως των.
143.-(1) Πας λειτουργός δύναται να σταματήση οιονδήποτε πρόσωπον μεταφέρον ή, όπερ ως ούτος δεδικαιολογημένως πιστεύει μεταφέρει εμπορεύματα, άτινα δυνάμει των περί Τελωνείων ή Φόρων Καταναλώσεως Νόμων δέον να συνοδεύωνται κατά την μεταφοράν των υπό αδείας, πιστοποιητικού ή ετέρου καθωρισμένου εγγράφου και να απαίτηση την προσαγωγήν του εξουσιοδοτούντος την μεταφοράν εγγράφου, και να αναγράψη επ' αυτού τον τόπον και χρόνον της διενεργηθείσης εξελέγξεως.
144.-(1) Οσάκις, δυνάμει των περί Τελωνείων ή Φόρων Καταναλώσεως Νόμων απαιτείται άδεια, πιστοποιητικόν ή έτερον καθωρισμένον έγγραφον διά την μεταφοράν οιωνδήποτε εμπορευμάτων, εν τοιαύτη περιπτώσει πας όστις-
(α) αποστέλλει, μεταφέρει ή λαμβάνει εν τη κατοχή του ή προκαλεί την αποστολήν, μεταφοράν, ή την παραλαβήν τοιούτων εμπορευμάτων, μη συνοδευομένων υπό της κατά νόμον απαιτουμένης αδείας, πιστοποιητικού ή ετέρου εγγράφου ή πράττει ούτω κατά παράβασιν των όρων της συνοδευούσης ταύτα αδείας, πιστοποιητικού ή ετέρου καθωρισμένου εγγράφου· ή
(β) εφ' όσον ήθελεν εκδοθή άδεια, πιστοποιητικόν ή έτερον καθωρισμένον έγγραφον μη χρησιμοποιηθέν υπ' αυτού, δεν μεριμνά διά την ακύρωσιν και επιστροφήν αυτού· ή
(γ) ζητεί, λαμβάνει ή ποιείται χρήσιν ή προκαλεί ή επιτρέπει όπως ζητηθή, ληφθή ή χρησιμοποιηθή άδεια ή πιστοποιητικόν δι' οιονδήποτε σκοπόν κατά παράβασιν των όρων αυτού· ή
(δ) καθ' οιονδήποτε τρόπον ποιείται χρήσιν ή προκαλεί ή επιτρέπει την χρήσιν οιασδήποτε αδείας ή πιστοποιητικού ή του εντύπου οιουδήποτε πιστοποιητικού συμπεπληρωμένου ή μη, κατά τρόπον δυνάμενον να ματαιώση ή αποτρέψη την λήψιν ή εξέλεγξιν οιωνδήποτε λογαριασμών ή την διενέργειαν ελέγχου υπό τίνος λειτουργού· ή
(ε) προσκομίζει ή προκαλεί ή επιτρέπει την προσκόμισιν οιασδήποτε αδείας, πιστοποιητικού ή ετέρου καθωρισμένου εγγράφου εις λειτουργόν, ως παραληφθέντος μετά εμπορευμάτων ετέρων ή εκείνων, εις α τούτο αφορά,
υπόκειται, επιπροσθέτως οιασδήποτε ετέρας ποινής, εις ην ούτος δυνατόν να υπόκειται, εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν την εις τριπλούν αξίαν των εμπορευμάτων, αναφορικώς προς άτινα διαπράττεται το αδίκημα ή τας £500 ή το εν εκάστη περιπτώσει μείζον των άνω ποσών.
(2) Εμπορεύματα χρήζοντα ως εν τοις ανωτέρω αδείας, πιστοποιητικού ή ετέρου καθωρισμένου εγγράφου, άτινα αποστέλλονται, μεταφέρονται ή παραλαμβάνονται άνευ της κατά νόμον αδείας, πιστοποιητικού ή ετέρου καθωρισμένου εγγράφου ή συνοδευόμενα υπό ηλλοιωμένης ή αναληθούς αδείας, πιστοποιητικού ή ετέρου καθωρισμένου εγγράφου, υπόκεινται εις δήμευσιν, πας δε όστις εξευρίσκεται, έχων εν τη κατοχή του τοιαύτα εμπορεύματα, είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν της εις τριπλούν αξίαν των εμπορευμάτων ή τας £500 ή το εν εκάστη περιπτώσει μείζον των άνω ποσών.
145.-(1) Εάν εις οιανδήποτε διαδικασίαν δυνάμει του αμέσως προηγουμένου άρθρου αρξαμένην, αμφισβητηθή το ακριβές του χαρακτηρισμού οιωνδήποτε οινοπνευματωδών εν αδεία, πιστοποιητικώ ή ετέρω καθωρισμένω εγγράφω- (α)το βάρος της αποδείξεως, ότι τα οινοπνευματώδη ανταποκρίνονται εις τον γενόμενον χαρακτηρισμόν, κείται επί του ισχυριζομένου ότι ταύτα τω όντι ανταποκρίνονται εις τούτον, όστις και αποδεικνύει τον ισχυρισμόν αυτού διά της μαρτυρίας δύο προσώπων, αρμοδίων να αποφανθώσιν επί τούτω δι' εξετάσεως των οινοπνευματωδών·
(β) ο χαρακτηρισμός των οινοπνευματωδών δεν λογίζεται ανακριβής εκ μόνου του γεγονότος ότι είναι δυνάμεως διαφόρου της καθοριζομένης εν τη αδεία, πιστοποιητικώ ή ετέρω καθωρισμένω εγγράφω, εφ' όσον η πραγματική δύναμις δεν είναι κατά πλέον του ενός βαθμού προυφ ανωτέρα ή κατά δύο βαθμούς προυφ κατωτέρα της ούτω καθορισθείσης.
(2) Εάν οινοπνευματοποιός Α' ή Β' κατηγορίας ή ποτοποιός, έμπορος ή λιανοπώλης οινοπνευματωδών καταδικασθή δι' αδίκημα τι, αφορών εις τα οινοπνευματώδη δυνάμει του αμέσως προηγουμένου άρθρου, ο Διευθυντής δύναται να ανακαλέση την άδειαν αυτού και να αρνηθή να τω παράσχη άδειαν εκ νέου, διαρκούντος του υπολειπομένου της ισχύος της ανακληθείσης αδείας χρόνου.
145.-(1) Εάν εις οιανδήποτε διαδικασίαν δυνάμει του αμέσως προηγουμένου άρθρου αρξαμένην, αμφισβητηθή το ακριβές του χαρακτηρισμού οιωνδήποτε οινοπνευματωδών εν αδεία, πιστοποιητικώ ή ετέρω καθωρισμένω εγγράφω- (α)το βάρος της αποδείξεως, ότι τα οινοπνευματώδη ανταποκρίνονται εις τον γενόμενον χαρακτηρισμόν, κείται επί του ισχυριζομένου ότι ταύτα τω όντι ανταποκρίνονται εις τούτον, όστις και αποδεικνύει τον ισχυρισμόν αυτού διά της μαρτυρίας δύο προσώπων, αρμοδίων να αποφανθώσιν επί τούτω δι' εξετάσεως των οινοπνευματωδών·
(β) ο χαρακτηρισμός των οινοπνευματωδών δεν λογίζεται ανακριβής εκ μόνου του γεγονότος ότι είναι δυνάμεως διαφόρου της καθοριζομένης εν τη αδεία, πιστοποιητικώ ή ετέρω καθωρισμένω εγγράφω, εφ' όσον η πραγματική δύναμις δεν είναι κατά πλέον του ενός βαθμού προυφ ανωτέρα ή κατά δύο βαθμούς προυφ κατωτέρα της ούτω καθορισθείσης.
(2) Εάν οινοπνευματοποιός Α' ή Β' κατηγορίας ή ποτοποιός, έμπορος ή λιανοπώλης οινοπνευματωδών καταδικασθή δι' αδίκημα τι, αφορών εις τα οινοπνευματώδη δυνάμει του αμέσως προηγουμένου άρθρου, ο Διευθυντής δύναται να ανακαλέση την άδειαν αυτού και να αρνηθή να τω παράσχη άδειαν εκ νέου, διαρκούντος του υπολειπομένου της ισχύος της ανακληθείσης αδείας χρόνου.
146.-(1) Οσάκις δυνάμει των περί Φόρων Καταναλώσεως Νόμων απαιτείται η παρά τίνος προσώπου δήλωσις οικήματος ή αντικειμένου-
(α) η δήλωσις δέον όπως διενεργήται εν ω τύπω και τρόπω και περιέχη τοιαύτα στοιχεία, ως ο Διευθυντής ήθελεν εκάστοτε ορίσει· και
(β)το εν λόγω οίκημα ή αντικείμενον σημαίνεται και τηρείται σημασμένον εν ω τρόπω, ως ο Διευθυντής ήθελεν εκάστοτε ορίσει.
(2) Η δήλωσις δεν είναι έγκυρος εκτός εάν ο διενεργών ταύτην-
(α)έχη συμπεπληρωμένην, κατά τον χρόνον της διενεργείας της δηλώσεως, την ηλικίαν των δεκαοκτώ ετών· και
(β) κατά τον χρόνον τούτον ήτο και εξακολουθή να είναι ο αληθής και πραγματικός κύριος της εμπορίας, αναφορικώς προς ην εγένετο η δήλωσις.
(3) Οσάκις ο υπόχρεως προς διενέργειαν δηλώσεως είναι νομικόν πρόσωπον-
(α)η δήλωσις δέον όπως φέρη την υπογραφήν διευθύνοντος συμβούλου, γενικού διευθυντού, γραμματέως ή ετέρου παρομοίου αξιωματούχου του νομικού προσώπου, ωσαύτως δε την σφραγίδα του νομικού προσώπου, εκτός των περιπτώσεων καθ' ας η προς υπογραφήν εξουσιοδότησις του εν λόγω προσώπου παρεσχέθη αυτώ υπό την σφραγίδα του νομικού προσώπου·
(β)τόσον το νομικόν πρόσωπον όσον και το πρόσωπον, υφ' ου υπογράφεται η δήλωσις ενέχονται εις την πληρωμήν παντός δασμού και φόρου βαρύνοντος την εμπορίαν, εις ην αφορά η γενομένη δήλωσις.
(4) Πας όστις, εν τη διενεργεία δηλώσεως οικήματος τίνος ή αντικειμένου παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθή προς σχετικήν προς τούτο οδηγίαν του Διευθυντού, δυνάμει του παρόντος άρθρου εκδοθείσαν, είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £500.
147.-(1) Ο Διευθυντής δύναται κατά πάντα χρόνον δι' εγγράφου αυτού ειδοποιήσεως, απευθυνομένης προς το πρόσωπον, υφ' ου υπεγράφη υφισταμένη δήλωσις εις το υπ' αυτού δηλωθέν οίκημα, να απαιτήση την διενέργειαν νέας δηλώσεως του οικήματος ή αντικειμένου, εις ο αφορά η υφισταμένη δήλωσις, ήτις, άνευ επηρεασμού οιασδήποτε τυχόν υπεχομένης ευθύνης, καθίσταται άκυρος επί τη παρόδω δεκατεσσάρων ημερών από της επιδόσεως της ειδοποιήσεως.
(2) Εκτός ως ήθελεν επιτρέψει ο Διευθυντής, και υπό τους όρους, ους ούτος ήθελεν επιβάλει, ουδέν οίκημα ή αντικείμενον δηλωθέν υπό τίνος προσώπου δύναται, εν όσω η τοιαύτη δήλωσις παραμένη εν ισχύϊ, να δηλωθή υπό ετέρου τινός προσώπου δι' οιονδήποτε έτερον σκοπόν δυνάμει του παρόντος Νόμου· πάσα δήλωσις κατά παράβασιν του παρόντος εδαφίου γενομένη είναι άκυρος.
(3) Οσάκις το πρόσωπον, υφ' ου εγένετο η δήλωσις οικήματος, φυγοδική ή καταλείπη την κατοχήν του οικήματος και διακόπτη την εμπορίαν, αναφορικώς προς ην εγένετο η δήλωσις, και ο Διευθυντής επιτρέπη την διενέργειαν νέας δηλώσεως υπό ετέρου τινός προσώπου, η προηγουμένη δήλωσις λογίζεται ανακληθείσα και καθίσταται άκυρος.
148.Διά τους σκοπούς οιασδήποτε δικαστικής διαδικασίας, εφ' όσον ήθελεν ανακύψει αμφισβήτησις περί την διενέργειαν δηλώσεως υπό τίνος προσώπου δυνάμει των περί Φόρων Καταναλώσεως Νόμων, οικήματος ή αντικειμένου ή δι' οιονδήποτε σκοπόν-
(α)εάν έγγραφον φερόμενον ως πρωτότυπον, ούτω γενομένης δηλώσεως, προσαχθή τω Δικαστηρίω υπό λειτουργού, συνιστά, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, επαρκή απόδειξιν της διενεργείας της δηλώσεως· και
(β) εάν λειτουργός υπό την φύλαξιν, ούτινος θα ετέλει οιαδήποτε ούτω γενομένη δήλωσις, προσέλθη τω Δικαστηρίω και μαρτυρήση, ότι αι προσκομιζόμενοι υπ' αυτού τω Δικαστηρίω δηλώσεις είναι άπασαι αι υπό την φύλαξιν αυτού τελούσαι πρωτότυποι δηλώσεις και ότι η περί ης η αμφισβήτησις δήλωσις δεν περιλαμβάνεται εν αυτοίς, τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι η τοιαύτη δήλωσις μηδέποτε εγένετο.
149.-(1) Πας όστις ποιείται χρήσιν δι' εμπορικόν τινα σκοπόν οικήματος ή είδους αναγκαίως δηλουμένου διά τον σκοπόν τούτον δυνάμει των περί Φόρων Καταναλώσεως Νόμων, χωρίς να δηλώση κατά νόμον τούτο, είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £750, παν δε τοιούτον αντικείμενον και άπαντα τα εμπορεύματα, άτινα θέλουσιν εξευρεθή εν τω τοιούτω οικήματι ή αντικειμένω υπόκεινται εις δήμευσιν.
(2) Πας όστις, δηλώσας οιονδήποτε οίκημα ή αντικείμενον, δολίως ποιείται χρήσιν τούτου διά σκοπόν έτερον ή τον σκοπόν, δι' ον εγένετο η δήλωσις, υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £500.
150.-(1) Οιοσδήποτε λειτουργός δύναται κατά πάντα χρόνον (εν καιρώ όμως νυκτός μόνον τη συνοδεία αστυνομικού, εξαιρέσει της περιπτώσεως των μνημονευομένων εν τω επομένω εδαφίω εμπόρων) να εισέλθη εις οίκημα δηλωθέν ή χρήζον δηλώσεως δυνάμει των περί Φόρων Καταναλώσεως Νόμων, ή εις οιονδήποτε έτερον οίκημα, ανήκον κατά κυριότητα ή χρησιμοποιούμενον υπό εμπόρου υποκειμένου εις τας διατάξεις των περί Φόρων Καταναλώσεως Νόμων διά τους σκοπούς της εμπορίας αυτού, και να επιθεωρήση τούτο, διεξαγάγη ερεύνας, εξετάση και καταμετρήση τα μηχανήματα, αγγεία, σκεύη, εμπορεύματα ή υλικά, τα ανήκοντα ή καθ' οιονδήποτε έτερον τρόπον σχετιζόμενα μετά της εν λόγω εμπορίας.
(2) Ο λειτουργός όστις, απαιτήσας όπως τω επιτραπή είσοδος εις οίκημα, ανήκον εις οινοπνευματοποιόν Α' ή Β' κατηγορίας, ποτοποιόν ή ζυθοποιόν και δηλώσας το όνομα και την ιδιότητα αυτού εν τη εισόδω, δεν γενή πάραυτα δεκτός, ως και πας έτερος προστρέχων εις βοήθειαν αυτού δύναται (εν καιρώ νυκτός όμως, μόνον τη συνοδεία αστυνομικού) να παραβιάση οιανδήποτε θύραν ή παράθυρον οικήματος ή να ανοίξη ρήγμα εις οιονδήποτε τοίχον αυτού και να επιτύχη είσοδον εις αυτό.
151.-(1) Πας λειτουργός όστις ευλόγως υποψιάζεται ότι έμπορος υποκείμενος εις τας διατάξεις των περί Φόρων Καταναλώσεως Νόμων, εφ' ου τυγχάνει εφαρμογής το παρόν άρθρον, διατηρεί ή ποιείται χρήσιν μυστικού σωλήνος ή ετέρου αγωγού, κρουνού, αγγείου ή σκεύους, ο λειτουργός ούτος δύναται κατά πάντα χρόνον, εν καιρώ νυκτός όμως μόνον τη συνοδεία αστυνομικού, να παραβιάση οιονδήποτε μέρος του οικήματος του εν λόγω εμπόρου, να εισέλθη εν αυτώ βιαίως, και εφ' όσον δεδικαιολογημένως ήθελε παραστή ανάγκη να ανασκάψη το έδαφος του τοιούτου οικήματος ή παρακείμενον τοιούτο ή οιονδήποτε τοίχον αυτού, και να διεξαγάγη ερεύνας προς ανεύρεσιν του εν λόγω σωλήνος, αγωγού, κρουνού, αγγείου ή σκεύους.
(2) Εάν ο λειτουργός εξεύρη τοιούτον σωλήνα ή έτερον αγωγόν, άγοντα εις το οίκημα του εμπόρου ή εξ αυτού, ούτος δύναται να εισέλθη εις παν έτερον οίκημα εξ ου άρχεται ή εις ο αγάγει σωλήν ή έτερος αγωγός και, καθ' ην έκτασιν ήθελε παραστή δεδικαιολογημένως ανάγκη, να κατεδαφίση ή ανασκάψη οιονδήποτε μέρος του ετέρου τούτου οικήματος, ίνα καθορίση την πορείαν αυτού, αποκόψη τούτον και να κλείση οιονδήποτε επ' αυτού κρουνόν και εξετάση εάν τούτο μεταφέρη ή αποκρύπτη εμπορεύματα, υποκείμενα εις τίνα φόρον καταναλώσεως ή υλικά χρησιμοποιούμενα εις την κατασκευήν τοιούτων εμπορευμάτων κατά τρόπον παρακωλύοντα την επακριβή εξέλεγξιν τούτων.
(3) Πας ως εν τοις ανωτέρω σωλήν ή έτερος αγωγός, κρουνός, αγγείον ή σκεύος ως και άπαντα τα εμπορεύματα, τα υποκείμενα εις τινα φόρον καταναλώσεως ή τα χρησιμοποιούμενα διά την κατασκευήν αυτών υλικά, άτινα ήθελον εξευρεθή εν αυτώ, υπόκεινται εις δήμευσιν, ο δε έμπορος είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £500.
(4) Ο Διευθυντής δέον όπως αποκαθιστά πάσαν ζημίαν επαχθείσαν κατά την διάρκειαν ερεύνης, ήτις ήθελεν αποδειχθή ανεπιτυχής.
(5) Το παρόν άρθρον τυγχάνει εφαρμογής επί των οινοπνευματοποιών Α' και Β' κατηγορίας, ποτοποιών και ζυθοποιών.
152.-(1) Εφ' όσον ήθελε καταδειχθή τω Υπουργώ, ότι οιαδήποτε ουσία ή υγρόν χρησιμοποιείται ή δυνατόν να χρησιμοποιηθή εν τη κατασκευή ή παρασκευή προς πώλησιν οιωνδήποτε εμπορευμάτων υποκειμένων εις τινα φόρον καταναλώσεως, και ότι η ουσία αύτη ή υγρόν είναι μολυσματικής ή επιβλαβούς φύσεως ή, εφ' όσον πρόκειται περί χημικού ή τεχνητού αποστάγματος ή προϊόντος, δύναται να επηρεάση δυσμενώς τας δημοσίας προσόδους, ο Υπουργός δύναται διά κανονισμών να απαγορεύση την χρήσιν της τοιαύτης ουσίας ή υγρού εν τη κατασκευή ή παρασκευή προς πώλησιν οιωνδήποτε εμπορευμάτων, άτινα θέλουσι καθορισθή εν τοις Κανονισμοίς.
(2) Εν όσω τοιούτοι Κανονισμοί ήθελον τελή εν ισχύϊ, πας όστις εν γνώσει αυτού ποιείται χρήσιν οιασδήποτε διά των τοιούτων Κανονισμών απαγορευμένης ουσίας ή υγρού εν τη κατασκευή ή παρασκευή προς πώλησιν εμπορευμάτων, οριζομένων ωσαύτως εν τοις Κανονισμοίς, είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £250.
(3)Ουσίαι ή υγρά, εκάστοτε απηγορευμένα υπό τοιούτων Κανονισμών, άτινα ήθελον εξευρεθή εν τη κατοχή προσώπου κατέχοντος άδειαν κατασκευής ή πωλήσεως οιωνδήποτε εμπορευμάτων, καθωρισμένων εν τοις Κανονισμοίς, ως και άπαντα τα εμπορεύματα, εν τη κατασκευή ή παρασκευή των οποίων εχρησιμοποιήθη τοιαύτη ουσία ή υγρόν κατά παράβασιν οιουδήποτε τοιούτου Κανονισμού, υπόκεινται εις δήμευσιν.
153.-(1) Έκαστος έμπορος, υποκείμενος εις τας διατάξεις των περί Φόρων Καταναλώσεως Νόμων, δέον όπως καταβάλλη πάντα φόρον καταναλώσεως σχετικώς προς την εμπορίαν αυτού, εν ω χρόνω ή εντός τοιαύτης προθεσμίας και εις τοιούτον τόπον και πρόσωπον, ως ο Διευθυντής ήθελεν εκάστοτε ορίσει, ανεξαρτήτως εάν η πληρωμή του εν λόγω φόρου εξησφαλίσθη διά προσωπικής εγγυήσεως ή άλλως πως.
(2) Εάν οιοσδήποτε ούτω οφειλόμενος φόρος δεν καταβληθή ως εν τοις ανωτέρω, ούτος καταβάλλεται τη προσκλήσει του Διευθυντού είτε προσωπικώς είτε εγγράφως γενομένη και καταλειπομένη εις την κατοικίαν ή επαγγελματικήν αυτού εγκατάστασιν· εάν δεν καταβληθή δε κατόπιν της τοιαύτης προσκλήσεως, ο έμπορος υπόκειται επιπροσθέτως εις χρηματικήν ποινήν ίσην προς το διπλάσιον του οφειλομένου ποσού.
154.-(1) Οσάκις έμπορος υποκείμενος εις τας διατάξεις των περί Φόρων Καταναλώσεως Νόμων οφείλει ποσόν τι αναφορικώς προς οιονδήποτε φόρον καταναλώσεως ή διά ποινήν επιβληθείσαν αυτώ δυνάμει των ως είρηται Νόμων, άπαντα τα υποκείμενα εις φόρον καταναλώσεως εμπορεύματα, ανεξαρτήτως εάν ο αναλογών αυτοίς φόρος κατεβλήθη ή όχι και άπαντα τα υλικά κατασκευής ή παραγωγής τοιούτων εμπορευμάτων ως και άπασαι αι συσκευαί, εξοπλισμός, μηχανήματα, εργαλεία, σκεύη και αγγεία, τα χρησιμοποιούμενα εις την τοιαύτην κατασκευήν ή παραγωγήν ή εις την παρασκευήν των τοιούτων υλικών ή δι' ων ενασκείται η εμπορία, αναφορικώς προς ην οφείλεται ο τοιούτος φόρος, άτινα εξευρίσκονται εν τη κατοχή ή υπό την φύλαξιν του εν λόγω εμπόρου ή του αντιπροσώπου του ή οιουδήποτε ετέρου προσώπου ενεργούντος διά λογαριασμόν του ή άτινα διετέλεσαν εν τη κατοχή ή υπό την φύλαξιν τοιούτου προσώπου-
(α)καθ' ον χρόνον επεβλήθη ο φόρος ή ηδύνατο κατά νόμον να επιβληθή ή εν όσω ο τοιούτος φόρος ήτο πληρωτέος και απαιτητός· ή
(β) καθ' ον χρόνον διεπράχθη το αδίκημα δι' ο επεβλήθη η τοιαύτη ποινή, υπόκεινται εις κατάσχεσιν εν περιπτώσει μη πληρωμής του εν λόγω ποσού.
(2) Παν εν εδαφίω (1) μνημονευόμενον ποσόν εισπράττεται δυνάμει των διατάξεων του περί Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1962 ή της Ποινικής Δικονομίας, αναλόγως της περιπτώσεως.
155. Πας όστις εμφανίζεται ως ιδιοκτήτης ή όστις είναι ο κύριος διευθυντής επιχειρήσεως εμπόρου υποκειμένου εις τας διατάξεις των περί Φόρων Καταναλώσεως Νόμων σχετικώς προς ην εδηλώθη οιονδήποτε οίκημα ή αντικείμενον ή όστις κατέχει ή ποιείται χρήσιν οιουδήποτε δηλωθέντος οικήματος ή αντικειμένου, υπέχει την αυτήν ευθύνην, και εάν έτι δεν συνεπλήρωσε την ηλικίαν των δεκαοκτώ ετών, ως και ο πραγματικός και αληθής ιδιοκτήτης της επιχειρήσεως, δι' άπαντας τους φόρους τους βαρύνοντας την εν λόγω επιχείρησιν και πάσας τας χρηματικός ποινάς, αίτινες ήθελον επιβληθή αναφορικώς, προς την επιχείρησιν ταύτην.