ΜΕΡΟΣ VII ΧΡΕΩΚΟΠΙΑ - ΔΙΑΛΥΣΙΣ
Περιθώριον φερεγγυότητος

36.-(1) Επιφυλαττομένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, των άρθρων 56 και 57 ως και του Δευτέρου Πίνακος, ασφαλιστική εταιρεία υποκειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου, λογίζεται, διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ως και του άρθρου 211 του περί Εταιρειών Νόμου (όπερ παρέχει τω δικαστηρίω εξουσίαν προς δάλυσιν εταιρείας μη δυναμένης να εξοφλήση τας οφειλάς αυτής), ως μη δυναμένη να εξοφλήση τας οφειλάς της εφ' όσον δεν κατέχη το περιθώριον φερεγγυότητος ως τούτο καθορίζεται εν εδαφίω (2):

Νοείται ότι, εκτός καθ' όσον αφορά εις τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 8, το παρόν άρθρον δεν τυγχάνει εφαρμογής επί ασφαλιστικής εταιρείας προ της παρόδου δύο ετών ή μείζονος χρονικής περιόδου ως ο Έφορος ήθελεν εν οιαδήποτε περιπτώσει καθορίσει, αφ' ης η εταιρεία ήρξατο ασκούσα ασφαλιστικήν τινα επιχείρησιν.

(2) Ασφαλιστική εταιρεία λογίζεται κατέχουσα το απαιτούμενον περιθώριον φερεγγυότητος, εάν-

(α) εν τη περιπτώσει εταιρείας ασκούσης ασφαλίσεις γενικού κλάδου μόνον, η αξία του ενεργητικού υπερβαίνει το παθητικόν αυτής κατά-

(ι) εκατόν χιλιάδας λιρών ή

(ιι) το δεκαέξ επί τοις εκατόν των γενικών εξ ασφαλίστρων εσόδων της

εταιρείας κατά το αμέσως προηγούμενον οικονομικόν αυτής έτος,

λαμβανομένου υπ' όψιν του μείζονος των ανωτέρω δύο ποσών-

(β) εν τη περιπτώσει εταιρείας ασκούσης μόνον ασφαλίσεις του κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών-

(ι) αι υποχρεώσεις αυτής δυνάμει μη ληξάντων ασφαλιστηρίων ζωής δεν υπερβαίνωσι το ποσόν του αποθέματος αυτής διά τον κλάδον ζωής-

(ιι) αι υποχρεώσεις αυτής δυνάμει μη ληξάντων ασφαλιστηρίων βιομηχανικού κλάδου ζωής δεν υπερβαίνωσι το ποσόν του αποθέματος αυτής διά τον βιομηχανικόν κλάδον ζωής

(ιιι) αι υποχρεώσεις αυτής δυνάμει μη ληξάντων ασφαλιστηρίων κλάδου επενδύσεως ομολόγων δεν υπερβαίνωσι το ποσόν του αποθέματος αυτής διά τον κλάδον επενδύσεως ομολόγων και

(ιν) αι υποχρεώσεις αυτής δυνάμει μη ληξάντων ασφαλιστηρίων κλάδου αποσβέσεως αποθέματος δεν υπερβαίνωσι το ποσόν του αποθέματος αυτής διά τον κλάδον αποσβέσεως αποθέματος·

(γ) εν τη περιπτώσει εταιρείας ασκούσης ασφαλίσεις τόσον του γενικού κλάδου όσον και του κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών-

(ι) καθ' όσον αφορά εις τον κλάδον μακροπροθέσμων εργασιών, κατέχη τα αντίστοιχα περιθώρια φερεγγυότητος ως ταύτα καθορίζονται εν παραγράφω (β)· και

(ιι) η αξία του ενεργητικού αυτής αναφορικώς προς άπαντας τους υπ' αυτής ασκουμένους ασφαλιστικούς κλάδους υπερβαίνη το άθροισμα των εν παραγράφω (β) αποθεμάτων και πασών των υποχρεώσεων αυτής πλην των αναφερομένων εν τη ως είρηται παραγράφω, κατά-

(Α) εκατόν χιλιάδας λιρών ή

(Β) το δεκαέξ επί τοις εκατόν των γενικών εξ ασφαλίστρων εσόδων της εταιρείας κατά το αμέσως προηγούμενον οικονομικόν αυτής έτος,

λαμβανομένου υπ' όψιν του μείζονος των ανωτέρω δύο ποσών.

(3) Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-

(α) κατά τον υπολογισμόν του ενεργητικού ασφαλιστικής τίνος εταιρείας δεν λαμβάνονται υπ' όψιν τα δυνάμει της παραγράφου (β) της επιφυλάξεως του άρθρου 22 εκδοθέντα δάνεια·

(β) κατά τον υπολογισμόν του παθητικού ασφαλιστικής τίνος εταιρείας, λαμβάνονται υπ' όψιν άπασαι αι υπό αίρεσιν και μέλλουσαι υποχρεώσεις, ουχί όμως αι αφορώσαι εις το μετοχικόν κεφάλαιον υποχρεώσεις

(γ) ως γενικόν εξ ασφαλίστρων έσοδον της ασφαλιστικής εταιρείας καθ' οιονδήποτε έτος θεωρείται το καθαρόν ποσόν των ασφαλίστρων, αφαιρουμένων των δι' αντασφάλισιν καταβληθέντων υπό της εταιρείας ασφαλίστρων όπερ εισεπράχθη υπό της εταιρείας κατά το εν λόγω έτος αναφορικώς προς πάσαν υπ' αυτής ασκουμένην ασφαλιστικήν επιχείρησιν (ανεξαρτήτως του εάν εμπίπτη εις τινα των εν άρθρω 3 αναφερομένων κλάδων ή μη), πλην της ασφαλιστικής επιχειρήσεως του κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών

(δ) μνεία γενομένη εις τα αποθέματα κλάδου ζωής, βιομηχανικού κλάδου ζωής, κλάδου επενδύσεως ομολόγων, καθώς και προς το απόθεμα το τηρούμενον εν σχέσει προς τον κλάδον αποσβέσεως αποθέματος εταιρείας τινός, δέον όπως ερμηνεύηται ως αναφερομένη εις τα αντίστοιχα αποθέματα, άτινα τηρούνται διά τους εν λόγω ασφαλιστικούς κλάδους συμφώνως τω εδαφίω (1) του άρθρου 24.

(4) Κανονισμοί, οίτινες ήθελον εκδοθή διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, δυνατόν να επιβάλωσι την υποχρέωσιν όπως εν εκάστω ισολογισμώ παρασκευαζόμενω υπό τίνος ασφαλιστικής εταιρείας δυνάμει του άρθρου 25, περιλαμβάνηται πιστοποιητικόν-

(α) ο τύπος του οποίου ως και τα υπογράφοντα τούτο πρόσωπα καθορίζονται εν τοις Κανονισμοίς και

(β) περιέχον κατάστασιν δεικνύουσαν το ενεργητικόν και παθητικόν της εταιρείας, ως ήθελεν εκάστοτε καθορισθή

εάν δε η εταιρεία παραλείψη να συμμορφωθή προς τους ούτω εκδιδομένους Κανονισμούς, εις οιονδήποτε δικαστικόν μέτρον όπερ ήθελε ληφθή δυνάμει του παρόντος άρθρου προς διάλυσιν της εταιρείας, η αξία του ενεργητικού αυτής θα λογίζεται - μέχρις αποδείξεως του εναντίου - ως μη υπερβαίνουσα το παθητικόν αυτής κατά το προνοούμενον εν εδαφίω (1) ποσόν.

(5) Ουδέν των εν τω παρόντι άρθρω διαλαμβανομένων δύναται να ερμηνευθή ως επηρεάζον την μεταχείρισιν ης θα τύχωσι κατά την διάλυσιν της εταιρείας, οιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις αυτής δυνάμει του άρθρου 24 ή άλλως πως.

(6) Οσάκις, τη αιτήσει ασφαλιστικής τίνος εταιρείας, ο Υπουργός ικανοποιήται ότι-

(α) αύτη ασκεί επιχείρησιν αφορώσαν, αποκλειστικώς ή κυρίως εις την ασφάλισιν περιωρισμένης τάξεως προσώπων εχόντων κοινόν οικονομικόν ή έτερον συμφέρον και

(β) λαμβανομένης υπ' όψιν της περιωρισμένης φύσεως των εργασιών αυτής, αντενδείκνυται η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ή ότι η εφαρμογή τούτων είναι ιδιαζόντως επαχθής διά την εταιρείαν,

ο Υπουργός δύναται διά διατάγματος να διατάξη όπως, τηρουμένων οιωνδήποτε εν τω διατάγματι καθοριζομένων όρων η εταιρεία εξαιρήται της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ή όπως αι εν λόγω διατάξεις τυγχάνουσι μεν εφαρμογής προνοούσαι όμως έτερον ποσόν καθ' ο το ενεργητικόν της εταιρείας θα υπερβαίνη το παθητικόν αυτής, και δη έλασσον του προνοουμένου εν τω παρόντι άρθρω ποσού.

(7) Διάταγμα εκδοθέν δυνάμει του εδαφίου (6) ανακαλείται υπό του Υπουργού-

(α) εάν ούτος δεν είναι πλέον ικανοποιημένος καθ' όσον αφορά εις το ζήτημα βάσει του οποίου εξεδόθη το διάταγμα, ή

(β) εφ' όσον ούτος ήθελεν ικανοποιηθή ότι δεν ετηρήθη οιοσδήποτε των εν τω διατάγματι περιληφθέντων όρων.

Διεξαγωγή ερεύνης περί εταιρείας αμφιβόλου φερεγγυότητος

37.-(1) Δι' εγγράφου ειδοποιήσεως του Εφόρου επιδιδομένης εις ασφαλιστικήν εταιρείαν υποκειμένην εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου και δυναμένην να διαλυθή υπό του Δικαστηρίου δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου, ο Έφορος-

(α) δύναται να απαιτήση όπως η εταιρεία παράσχη αυτώ εντός της εν τη ειδοποιήσει τεταγμένης προθεσμίας τοιαύτης φύσεως επεξηγήσεις, στοιχεία, λογαριασμούς, ισολογισμούς, συνόψεις και καταστάσεις, ως ούτος ήθελε κρίνει αναγκαίας ίνα διαπιστώση κατά πόσον η εταιρεία είναι, ή ήτο φερέγγυος εις δεδομένην ημερομηνίαν (ουχί προγενεστέραν της περιόδου εις ην αφορώσιν οι δυνάμει του άρθρου 28 τελευταίοι κατατεθέντες λογαριασμοί και ισολογισμός της εταιρείας) ειδικώς καθοριζομένην εν τη ειδοποιήσει και

(β) δύναται να απαιτήση όπως αι τοιαύται επεξηγήσεις, στοιχεία, λογαριασμοί, ισολογισμοί, συνόψεις ή καταστάσεις υπογράφωνται υπό των εν τη ειδοποιήσει καθοριζομένων μελών του διοικητικού συμβουλίου και ετέρων υπαλλήλων της εταιρείας

, όπως συνοδεύωνται υπό αντιγράφων των εν τη ειδοποιήσει ωσαύτως καθοριζομένων εγγράφων και όπως η ορθότης τούτων πιστοποιήται υπό ελεγκτού εγκεκριμένου παρά του Εφόρου, ή υπό ούτω εγκεκριμένου αναλογιστού, ή υπό αμφοτέρων.

(2) Εάν μετά την δυνάμει του εδαφίου (1) γενομένην επίδοσιν ειδοποιήσεως εις τινα ασφαλιστικήν εταιρείαν-

(α) αύτη, προ της παρελεύσεως της εν τη ειδοποιήσει τεταγμένης προθεσμίας, δεν συμμορφωθή προς τας εν τη ειδοποιήσει περιεχομένας απαιτήσεις, εκτός καθ' ην έκτασιν αύται ήθελον ανακληθή υπό του Εφόρου · ή

(β) ο Έφορος, εξετάσας τα παρασχεθέντα συμφώνως τη ειδοποιήσει στοιχεία, κρίνη σκόπιμον διά τον ως είρηται σκοπόν όπως πράξη ούτω,

ο Έφορος δύναται να ειδοποιήση εγγράφως την εταιρείαν ότι προτίθεται να διορίση ένα ή πλείονα πρόσωπα προς διεξαγωγήν ερεύνης επί της καταστάσεως της εταιρείας, εφ' ης και θα υποβάλωσιν έκθεσιν εν ω τρόπω ήθελεν ο Έφορος καθορίσει- περαιτέρω δε ότι θα χωρήση εις τον τοιούτον διορισμόν μετά την πάροδον επτά ημερών από της επιδόσεως της ειδοποιήσεως, εκτός εάν αύτη εντός της άνω προθεσμίας των επτά ημερών ήθελεν υποβάλει έγγραφον ένστασιν κατά του τοιούτου διορισμού.

(3) Εάν η εταιρεία εντός της ειρημένης προθεσμίας υποβάλη τω Εφόρω έγγραφον ένστασιν κατά του τοιούτου διορισμού, ο Έφορος δύναται να ζητήση την επί τούτω άδειαν του δικαστηρίου, ήτις και χορηγείται εκτός εάν αποδειχθή τω δικαστηρίω επαρκώς υπό της εταιρείας ότι δεν απαιτείται ευλόγως τοιούτος διορισμός διά τον ως είρηται σκοπόν ο Έφορος προβαίνει εις τον διορισμόν ευθύς ως ήθελε χορηγηθή η αιτηθείσα άδεια.

(4) Επί διορισμών γενομένων δυνάμει του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αι διατάξεις του άρθρου 160 του περί Εταιρειών Νόμου, καθ' ον τρόπον τυγχάνουσιν εφαρμογής και επί προσώπων διοριζομένων δυνάμει του εν λόγω άρθρου.

(5) Ο Έφορος καταβάλλει εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας παν έξοδον συναφές προς έρευναν διεξαγομένην υπό προσώπου διοριζομένου δυνάμει του παρόντος άρθρου:

Νοείται ότι-

(ι) εν η περιπτώσει το δικαστήριον ήθελε παράσχει άδειαν διορισμού, δύναται συγχρόνως κατά το δοκούν να διατάξη την εταιρείαν όπως καταβάλη τω Εφόρω ολόκληρον το ποσόν ή μέρος των τοιούτων εξόδων· και

(ιι) εν η περιπτώσει ήθελεν εκδοθή δικαστικόν διάταγμα διαλύσεως της εταιρείας καθ' οιονδήποτε χρόνον εντός δώδεκα μηνών από της ημερομηνίας καθ' ην εγένετο η έκθεσις του ούτω διορισθέντος προσώπου προς τον Έφορον, ή εάν εγένοντο πλείονες της μιας εκθέσεις, από της ημερομηνίας της πρώτης εκθέσεως, τα εν λόγω έξοδα λογίζονται, διά τους σκοπούς του περί Εταιρειών Νόμου, ως έξοδα προσηκόντως διενεργηθέντα διά την διάλυσιν της εταιρείας, το δε ποσόν τούτων, αφαιρουμένου προηγουμένως παντός ποσού όπερ ήθελε καταβληθή τω Εφόρω κατ' εντολήν του Δικαστηρίου δυνάμει της προηγουμένης παραγράφου, καταβάλλεται εκ των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας ίσω λόγω προς τα εγκεκριμένα έξοδα άτινα επάγεται η αίτησις διαλύσεως.

Διάλυσις

38.-(1) Το δικαστήριον δύναται, συμφώνως τω περί Εταιρειών Νόμω, να διατάξη την διάλυσιν ασφαλιστικής εταιρείας υποκειμένης εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου, αι δε διατάξεις του ως άνω Νόμου θα τυγχάνωσιν εφαρμογής, υπό την επιφύλαξιν, ότι το δικαστήριον δύναται να διατάξη διάλυσιν της εταιρείας τη αιτήσει δέκα ή πλειόνων κατόχων ασφαλιστηρίων συνολικής αξίας δέκα χιλιάδων τουλάχιστον λιρών:

Νοείται ότι δεν υποβάλλεται τοιαύτη αίτησις ειμή τη αδεία του δικαστηρίου·

τοιαύτη δε αδεία δεν παρέχεται μέχρις ου αποδειχθή τω δικαστηρίω ότι η σχετική αίτησις είναι εκ πρώτης όψεως (prima facie) δικαιολογημένη, και παρασχεθή τω δικαστηρίω η υπό τούτου κρινομένη ως εύλογος εγγύησις διά τα έξοδα, άτινα υπάγεται η αίτησις διαλύσεως.

(2) Ο Έφορος δύναται, τη αδεία του δικαστηρίου, να υποβάλη, συμφώνως ταις διατάξεσι του περί Εταιρειών Νόμου, αίτησιν διαλύσεως ασφαλιστικής εταιρείας, υποκειμένης εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου, ήτις δύναται να διαλυθή δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου επί τω λόγω ότι-

(α) η εταιρεία αδυνατεί να εξοφλήση τας οφειλάς αυτής εν τη εννοία των άρθρων 211 και 212 του περί Εταιρειών Νόμου ή

(β) διορισθέντος προσώπου τινός προς διεξαγωγήν ερεύνης περί την κατάστασιν της εταιρείας δυνάμει του άρθρου 37, έλαβε χώραν τοιαύτη άρνησις ώστε, δυνάμει του εδαφίου (3) του άρθρου 161 του περί Εταιρειών Νόμου, ως τούτο εφαρμόζεται δυνάμει του ως είρηται άρθρου 37, αύτη να δύναται, ή θα ηδύνατο να δικαιολογήση την επιβολήν ποινής επί τίνος υπαλλήλου ή αντιπροσώπου της εταιρείας.

Εξηρτημέναι Εταιρείαι

39.-(1) Οσάκις χωρή μεταβίβασις των ασφαλιστικών εργασιών ασφαλιστικής τίνος εταιρείας, ή οιουδήποτε μέρους τοιούτων εργασιών, εις ασφαλιστικήν εταιρείαν υποκειμένην εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου και συμφωνείται ότι η πρώτη μνησθείσα εταιρεία (εν τω άρθρω καλουμένη "εξηρτημένη εταιρεία") ή οι πιστωταί αυτής έχουν απαιτήσεις εναντίον της προς ην η μεταβίβασις εταιρείας (εν τω παρόντι άρθρω καλούμενης "ιθύνουσα εταιρεία"), τότε εν η περιπτώσει η ιθύνουσα εταιρεία ήθελε διαλυθή υπό του δικαστηρίου ή υπό την εποπτείαν αυτού, το δικαστήριον διατάσσει όπως η εξηρτημένη εταιρεία διαλυθή από κοινού μετά της ιθυνούσης τοιαύτης επιφυλαττομένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου δύναται δε να διορίση διά του αυτού ή μεταγενεστέρου διατάγματος το αυτό πρόσωπον ως εκκαθαριστήν και των δύο εταιρειών και να προβή εις την λήψιν παντός ετέρου μέτρου, όπερ ήθελε φανή αυτώ αναγκαίον επί τω τέλει διαλύσεως των δύο εταιρειών, ως εάν επρόκειτο περί μιας και μόνης εταιρείας.

(2) Πλην ως άλλως ήθελεν ορίσει το δικαστήριον, η έναρξις της διαλύσεως της ιθυνούσης εταιρείας αποτελεί την έναρξιν και της διαλύσεως της εξηρτημένης τοιαύτης.

(3) Κατά την ρύθμισιν των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ των μελών των διαφόρων εταιρειών, το δικαστήριον λαμβάνει υπ' όψιν το καταστατικόν των εταιρειών και τας γενομένας μεταξύ των εταιρειών συμφωνίας κατά τον αυτόν τρόπον, ή τον πλησιέστερον υπό τας περιστάσεις, ως ήθελε λάβει υπ' όψιν τα δικαιώματα και υποχρεώσεις διαφόρων κατηγοριών εισφορέων εν περιπτώσει διαλύσεως μιας και μόνης εταιρείας.

(4) Εν η περιπτώσει εταιρεία, φερομένη ως εξηρτημένη ετέρας τοιαύτης, δεν ήθελε διαλυθή ταυτοχρόνως μετά της ιθυνούσης εταιρείας, το δικαστήριον δεν διατάσσει διάλυσιν της εξηρτημένης ειμή μόνον εάν, εκδικάσαν απάσας τας ενστάσεις αίτινες ήθελον προβληθή υπό ή εκ μέρους της εταιρείας εναντίον της σκοπούμενης διαλύσεως αυτής, ήθελεν εξεύρει ότι η εταιρεία είναι τω όντι εξηρτημένη εκ της ιθυνούσης τοιαύτης και ότι η διάλυσις αυτής από κοινού μετά της ιθυνούσης είναι ορθή και δικαία.

(5) Αίτησης διαλύσεως εξηρτημένης εταιρείας από κοινού μετά της ιθυνούσης τοιαύτης υποβάλλεται υπό παντός πιστωτού ή προσώπου έχοντος οιονδήποτε συμφέρον εις την ιθύνουσαν ή εξηρτημένην εταιρείαν.

(6) Οσάκις εταιρεία ίσταται έναντι εταιρείας τινός ως ιθύνουσα, έναντι δε ετέρας ως εξηρτημένη τοιαύτη ή οσάκις πλείονες της μιας εταιρείαι είναι εξηρτημέναι εκ της αυτής ιθυνούσης εταιρείας, το δικαστήριον δύναται κατά το δοκούν και βάσει των εν τω παρόντι άρθρω εκτιθεμένων αρχών να επιληφθή οιουδήποτε αριθμού τοιούτων εταιρειών ομού ή κατά χωριστός ομάδας.

Συμπληρωματικαί διατάξεις αφορώσαι εις την διάλυσιν

40.-(1) Εις πάσαν διαδικασίαν αρχομένην κατόπιν αιτήσεως προς διάλυσιν ασφαλιστικής εταιρείας, υποβαλλομένης υπό του Εφόρου δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 38, αποδεικτικά στοιχεία εμφαίνοντα ότι η εταιρεία ήτο αφερέγγυος κατά το τέλος της περιόδου εις ην αφορώσιν οι δυνάμει του άρθρου 28 τελευταίοι κατατεθέντες λογαριασμοί και ισολογισμός, ή ήτο αφερέγγυος καθ' οιανδήποτε ημερομηνίαν καθοριζομένην εν ειδοποιήσει επιδοθείση δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 37, συνιστώσι, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, απόδειξιν του γεγονότος ότι η εταιρεία εξακολουθεί να τελή εν αδυναμία εξοφλήσεως των οφειλών αυτής.

(2) Οσάκις εταιρεία υποκειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου διαλύεται υπό του δικαστηρίου, ή υπό την εποπτείαν του δικαστηρίου ή οικεία βουλήσει, η επιβεβλημένη κατά την διάλυσιν εκτίμησις της αξίας ασφαλιστηρίων οιουδήποτε κλάδου και των εκ τοιούτων ασφαλιστηρίων απορρεουσών υποχρεώσεων διενεργείται κατά τον προβλεπόμενον εν τω Τρίτω Πίνακι τρόπον, τον εφαρμοστέον επί ασφαλιστηρίων και υποχρεώσεων του εν λόγω κλάδου.

(3) Οι εν τω Τρίτω και Τετάρτω Πίνακι του παρόντος Νόμου διαλαμβανόμενοι Κανονισμοί κέκτηνται την αυτήν ισχύν, η ανάκλησις δε ή τροποποίησις αυτών χωρεί κατά τον αυτόν τρόπον, ως εάν επρόκειτο περί Κανονισμών εκδοθέντων συμφώνως τω άρθρω 333 του περί Εταιρειών Νόμου· είναι δε δυνατή η έκδοσις Κανονισμών δυνάμει του εν λόγω άρθρου διά την καλλιτέραν εφαρμογήν του παρόντος Νόμου, καθ' όσον αφορά εις την διάλυσιν ασφαλιστικής εταιρείας.

Μείωσις ποσών συμβάσεως αντί διαλύσεως

41. Εφ' όσον ήθελεν αποδειχθή ότι ασφαλιστική τις εταιρεία αδυνατεί να εξοφλήση τας οφειλάς αυτής, το δικαστήριον δύναται κατά το δοκούν, αντί να διατάξη διάλυσιν της εταιρείας να προβή εις μείωσιν του ποσού των συμβάσεων της εταιρείας υπό όρους εκάστοτε κρινομένους ως δικαίους.