1. Οι περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμοι του 1990 έως 2000 θα αναφέρονται μαζί ως οι περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμοι του 1990 έως 2000.
2.-(1) Οι όροι του παρόντος Νόμου, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια, έχουν την έννοια που τους δίνει το άρθρο 2 των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 μέχρι 1988.
(2) “δικαστής” σημαίνει τον Πρόεδρο και τον Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου·
“δίκη διαζυγίου” σημαίνει δίκη για λύση γάμου·
“θρησκευτική ομάδα” σημαίνει τη θρησκευτική ομάδα για την οποία ισχύουν οι διατάξεις της παραγράφου (3) του Άρθρου 2 του Συντάγματος·
“παιδί” σημαίνει πρόσωπο ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ (18) ετών·
“περιουσιακές σχέσεις” σημαίνει τις σχέσεις που αφορούν κινητή και ακίνητη περιουσία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους, σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμων του 1991 έως 1999.
- 23/1990
- 33(I)/1996
- 26(I)/1998
- 96(I)/1999
- 2(I)/2023
3.-(1) Τα Οικογενειακά Δικαστήρια συγκροτούνται από έναν (1) Πρόεδρο και τέτοιο αριθμό Δικαστών, ως το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο ήθελε ορίσει.
(2) Τα Οικογενειακά Δικαστήρια συνεδριάζουν σε μονομελή σύνθεση.
- 23/1990
- 33(I)/1996
- 92(I)/1998
- 58(I)/2000
- 2(I)/2023
4.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, η Δημοκρατία διαιρείται σε επαρχίες και για κάθε επαρχία συγκροτείται ένα Οικογενειακό Δικαστήριο.
(2) Το Ανώτατο Δικαστήριο, με διάταγμα του που δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, μπορεί να μεταβάλλει τον αριθμό και τα όρια των επαρχιών αυτών, να ενοποιεί δύο ή περισσότερες επαρχίες ή να διαιρεί οποιαδήποτε επαρχία για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.
(3) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), οι εκάστοτε υφιστάμενες διοικητικές περιφέρειες θα είναι οι επαρχίες για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.
5.-(1)(α) Ουδείς διορίζεται ως Πρόεδρος ή ως Δικαστής Οικογενειακού Δικαστηρίου, εκτός εάν κατέχει τα προσόντα τα οποία απαιτούνται για διορισμό στη θέση του Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή ή του Επαρχιακού Δικαστή, αντίστοιχα, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Δικαστηρίων Νόμου.
(β) Ο Πρόεδρος και οι Δικαστές του Οικογενειακού Δικαστηρίου διορίζονται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), για τον διορισμό δικαστή απαιτείται επιπρόσθετα ευρεία γνώση σε θέματα οικογενειακού δικαίου ή αποδεδειγμένη εμπειρία στον χειρισμό δικαστικών υποθέσεων οι οποίες εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου.
(3) Οι δικαστές παρακολουθούν ετησίως εκπαιδευτικά προγράμματα, τα οποία διοργανώνονται από τη Σχολή Δικαστών δυνάμει των διατάξεων του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Σχολής Δικαστών Νόμου, ή αντίστοιχα προγράμματα.
(4) Οι δικαστές αποτελούν μέλη της δικαστικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας.
6.-(1) Οι δικαστές των Οικογενειακών Δικαστηρίων ασκούν τις εξουσίες και τα καθήκοντα που τους ανατίθενται από το Σύνταγμα, τον παρόντα ή οποιοδήποτε άλλο, εκάστοτε σε ισχύ Νόμο.
(2) Ο Πρόεδρος του Οικογενειακού Δικαστηρίου μεριμνά, ώστε ο ίδιος δικαστής να επιλαμβάνεται όλων των υποθέσεων οι οποίες εγείρονται σε οποιοδήποτε χρόνο μεταξύ των ίδιων διαδίκων ενώπιον του ίδιου Οικογενειακού Δικαστηρίου.
(3) Οι δικαστές, εφόσον κρίνουν ότι είναι προς το συμφέρον του παιδιού, δύνανται να διατάσσουν αυτεπαγγέλτως την παροχή συμβουλευτικής και/ή ψυχολογικής στήριξης σε παιδί, χωρίς να απαιτείται συγκατάθεση των γονέων του:
7. Ο Πρόεδρος και οι δικαστές των Οικογενειακών Δικαστηρίων θα έχουν την ίδια αντιμισθία και θα υπηρετούν με τους ίδιους όρους υπηρεσίας όπως Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής ή Επαρχιακός Δικαστής, αντίστοιχα.
8.-(1) Οι δικαστές των Οικογενειακών Δικαστηρίων οφείλουν, πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του λειτουργήματος τους, να ομόσουν και υπογράψουν ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου ή δύο τουλάχιστο μελών του το δικαστικό όρκο που καθορίζεται στον Πίνακα του περί Δικαστηρίων Νόμου.
(2) [Διαγράφηκε].
9.-(1) Σε περίπτωση προσωρινής απουσίας ή ανικανότητας Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο δύναται να διορίσει μέλος της δικαστικής υπηρεσίας το οποίο πληροί τα προσόντα τα οποία απαιτούνται για τη θέση Επαρχιακού Δικαστή, για να εκτελεί τα καθήκοντα και να ασκεί τις εξουσίες Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου για το χρονικό διάστημα και υπό τους όρους οι οποίοι καθορίζονται στο έγγραφο διορισμού του.
(2) Σε περίπτωση απουσίας ή ανικανότητας Προέδρου του Οικογενειακού Δικαστηρίου, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να διορίσει Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου ή Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή για να ασκεί τα καθήκοντα και τις εξουσίες Προέδρου του Οικογενειακού Δικαστηρίου για χρονικό διάστημα και υπό τους όρους οι οποίοι καθορίζονται στο έγγραφο διορισμού.
(3) Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο δύναται να διορίσει εκ των προτέρων πρόσωπα τα οποία θα εκτελούν δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2), τα καθήκοντα Προέδρου ή Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου σε περίπτωση προσωρινής απουσίας ή ανικανότητας.
11.-(1) Τα οικογενειακά δικαστήρια έχουν τη δικαιοδοσία και ασκούν τις εξουσίες που τους ανατίθενται δυνάμει του Άρθρου 111 του Συντάγματος, του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου νόμου.
(2) Χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα του εδαφίου (1), τα οικογενειακά δικαστήρια έχουν ειδικότερα την εξουσία να επιλαμβάνονται υποθέσεων που αφορούν-
(α) Λύση Θρησκευτικού γάμου, ο οποίος τελέσθηκε κατά τα θέσμια της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ή τους κανόνες θρησκευτικής ομάδας ή οποιασδήποτε άλλης θρησκείας ή οποιουδήποτε άλλου δόγματος.
(β) [Διαγράφηκε].
(γ) Λύση πολιτικού γάμου.
(δ) Θέματα οικογενειακών σχέσεων σε δικαστική διαδικασία που εγείρεται σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο ή με τις διατάξεις διμερών ή πολυμερών συμβάσεων στις οποίες έχει προσχωρήσει η Κυπριακή Δημοκρατία.
(ε) Θέματα γονικής μέριμνας, διατροφής, αναγνώρισης τέκνου, υιοθεσίας, περιουσιακών σχέσεων των συζύγων και οποιαδήποτε άλλη γαμική ή οικογενειακή διαφορά, εφόσον οι διάδικοι ή ένας από αυτούς έχουν τη διαμονή τους στη Δημοκρατία:
(3) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού “διαμονή” σημαίνει οποιαδήποτε συνεχή περίοδο πέραν των τριών μηνών.
- 23/1990
- 26(I)/1998
- 63(I)/2006
- 2(I)/2023
12.-(1) Το Οικογενειακό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ακούει και να αποφασίζει για οποιοδήποτε ζήτημα, όταν:
(α) Ο ενάγων ή ο εναγόμενος έχει τη διαμονή του ή τον τόπο διεξαγωγής της εργασίας του μέσα στην επαρχία για την οποία ιδρύθηκε το Οικογενειακό Δικαστήριο·
(β) η διαφορά αφορά ανήλικο και ο ανήλικος ή ο εναγόμενος διαμένει μέσα στην επαρχία για την οποία ιδρύθηκε το Οικογενειακό Δικαστήριο· και
(γ) ο ένας γονέας και το παιδί μετοικούν νόμιμα σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο άλλος γονέας, ο οποίος συνεχίζει να διαμένει στην επαρχία για την οποία ιδρύθηκε το Οικογενειακό Δικαστήριο, επιθυμεί την τροποποίηση διατάγματος επικοινωνίας το οποίο εκδόθηκε πριν από τη μετοίκηση του ενός γονέα και του παιδιού, για χρονική περίοδο τριών (3) μηνών από τη μετοίκηση:
(δ) η διαφορά αφορά περιουσία, σύμφωνα με την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τις διατάξεις του άρθρου 2 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου, και ουδείς από τους διάδικους διαμένει στη Δημοκρατία:
(1Α) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (1), η κατά τόπο αρμοδιότητα Οικογενειακού Δικαστηρίου δύναται να επεκταθεί, ώστε το ίδιο Οικογενειακό Δικαστήριο να επιληφθεί όλων των υποθέσεων οι οποίες εγείρονται μεταξύ των ίδιων διαδίκων, εφόσον προηγουμένως υποβληθεί σχετικό αίτημα ενός εκ των διαδίκων και το Οικογενειακό Δικαστήριο κρίνει ότι με αυτόν τον τρόπο εξυπηρετείται το συμφέρον απονομής της δικαιοσύνης, λαμβάνοντας υπόψη το συμφέρον του παιδιού, όταν η διαφορά αφορά παιδί:
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1Α), σε περίπτωση κατά την οποία το Οικογενειακό Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εγέρθηκε οποιοδήποτε ζήτημα, δεν είναι κατά τόπο αρμόδιο, δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο κατά τόπο Οικογενειακό Δικαστήριο.
14. Τα Οικογενειακά Δικαστήρια εφαρμόζουν, τηρουμένων των αναλογιών, το δίκαιο το οποίο προβλέπεται στις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 29 του περί Δικαστηρίων Νόμου.
- 23/1990
- 247/1990
- 231/1991
- 61(I)/1997
- 46(I)/1999
- 69(I)/2009
- 2(I)/2023
15.-(1) Η δικαιοδοσία των Οικογενειακών Δικαστηρίων θα ασκείται σύμφωνα με τη δικονομία και πρακτική που καθορίζεται από οποιοδήποτε διαδικαστικό κανονισμό που εκδίδεται από το Ανώτατο Δικαστήριο.
(2) Μέχρι την έκδοση διαδικαστικού κανονισμού δυνάμει του εδαφίου (1), τα Οικογενειακά Δικαστήρια θα ακολουθούν, κατά το δυνατόν, τους διαδικαστικούς κανονισμούς, τη δικονομία και πρακτική που ακολουθείται κατά την εκδίκαση αστικών υποθέσεων.
16.-(1) Τα Οικογενειακά Δικαστήρια ασκούν, τηρουμένων των αναλογιών, όλες τις εξουσίες που διαλαμβάνονται στο Τέταρτο Μέρος των περί Δικαστηρίων Νόμων.
(2) Τα Οικογενειακά Δικαστήρια ασκούν επίσης όλες τις εξουσίες που παρέχονται στα Επαρχιακά Δικαστήρια δυνάμει του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου.
- 23/1990
- 88(I)/1994
- 26(I)/1998
16Α. Τα Οικογενειακά Δικαστήρια, κατόπιν αιτήματος ενός εκ των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως σε περίπτωση κατά την οποία παιδί εμφανίζεται ως μάρτυρας, δύνανται να διατάξουν όπως η ακροαματική διαδικασία ή μέρος της διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών για σκοπούς διασφάλισης της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων ή/και του παιδιού ή/και του συμφέροντος του παιδιού.
17.-(1) Σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης ή σε περίπτωση που δίνεται γνωστοποίηση στον Επίσκοπο ή στον αρμόδιο θρησκευτικό ηγέτη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 και 10, αντίστοιχα, του περί Απόπειρας Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του Γάμου Νόμου ή σε περίπτωση που καταχωρείται αγωγή διαζυγίου, το Οικογενειακό Δικαστήριο μπορεί, ύστερα από αίτηση ενός από τους συζύγους, εφόσο το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας και ενόψει των ειδικών συνθηκών του καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των παιδιών, να παραχωρήσει στον ένα σύζυγο την αποκλειστική χρήση ολόκληρου ή τμήματος του ακινήτου που χρησιμεύει ως κύρια διαμονή των ιδίων (οικογενειακή στέγη), ανεξάρτητα από το ποιος από αυτούς είναι κύριος ή έχει απέναντι στον κύριο το δικαίωμα της χρήσης του. Η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου υπόκειται σε αναθεώρηση, όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις. Αν το δικαίωμα χρήσης της οικογενειακής στέγης πηγάζει από σχέση εργασίας ανάμεσα στον έναν από τους συζύγους και έναν τρίτο, η παραχώρηση της χρήσης της στον άλλο σύζυγο από το Οικογενειακό Δικαστήριο, σύμφωνα με τους όρους της προηγούμενης παραγράφου, μπορεί να γίνει, μόνο εφόσο συναινεί σ’ αυτό και ο τρίτος:
(2) Σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης ή σε περίπτωση που δίνεται γνωστοποίηση στον Επίσκοπο ή στον αρμόδιο θρησκευτικό ηγέτη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 και 10, αντίστοιχα, του περί Απόπειρας Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του Γάμου Νόμου ή σε περίπτωση που καταχωρείται αγωγή διαζυγίου, ο καθένας από τους συζύγους δικαιούται να παραλάβει τα κινητά που του ανήκουν, ακόμη και αν τα χρησιμοποιούσαν και οι δύο ή και μόνος ο άλλος σύζυγος. Υποχρεούται όμως να παραχωρήσει στον άλλο σύζυγο τη χρήση των οικιακών αντικειμένων που του είναι απολύτως απαραίτητα για τη χωριστή του εγκατάσταση, αν το επιβάλλουν οι περιστάσεις για λόγους επιείκειας.
(3) Οι σύζυγοι κατανέμουν, σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης ή σε περίπτωση που δίδεται γνωστοποίηση στον Επίσκοπο ή στον αρμόδιο θρησκευτικό ηγέτη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 και 10, αντίστοιχα, του περί Απόπειρας Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του Γάμου Νόμου ή σε περίπτωση που καταχωρείται αγωγή διαζυγίου, τη χρήση των κινητών που ανήκουν και στους δύο, σύμφωνα με τις προσωπικές τους ανάγκες. Αν διαφωνούν, η κατανομή γίνεται από το Οικογενειακό Δικαστήριο που μπορεί να επιδικάσει εύλογη αποζημίωση για τη χρήση που παραχωρεί.
17Α.-(1) Τα Οικογενειακά Δικαστήρια δύνανται, με την καταχώριση μίας αίτησης ενός εκ των συζύγων ή και των δύο (2) συζύγων από κοινού, να επιλαμβάνονται της εκδίκασης υποθέσεων σχετικά με τις σχέσεις συζύγων και σχέσεις γονέων και τέκνων στην οποία να περιλαμβάνονται θέματα που αφορούν τη γονική μέριμνα, τη διατροφή, την οικογενειακή στέγη και τη χρήση κινητής περιουσίας.
(2) Τα Οικογενειακά Δικαστήρια, στο πλαίσιο της εκδίκασης των προβλεπόμενων στις διατάξεις του εδαφίου (1) υποθέσεων, δύνανται να διατάσσουν όπως στην έκθεση, η οποία συντάσσεται από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας του Υφυπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας σχετικά με την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των διαδίκων, περιλαμβάνεται κατάσταση εισοδημάτων αμφότερων των διαδίκων.
17Β.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Οικογενειακό Δικαστήριο δύναται, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση ενός εκ των συζύγων ή και των δύο (2) συζύγων από κοινού, να εκδώσει, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, προσωρινό διάταγμα, με το οποίο να ρυθμίζονται οι σχέσεις των συζύγων και οι σχέσεις των γονέων και τέκνων σχετικά με θέματα τα οποία αφορούν τη γονική μέριμνα, τη διατροφή, την οικογενειακή στέγη και τη χρήση κινητής περιουσίας:
19. Οι συνεδρίες των Οικογενειακών Δικαστηρίων θα γίνονται στην κύρια πόλη της επαρχίας στην οποία έχουν την έδρα τους, σε κτίριο που ο Υπουργός Δικαιοσύνης θα παραχωρεί για το σκοπό αυτό.
20. Τα Οικογενειακά Δικαστήρια, με επιφύλαξη οποιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού, θα λειτουργούν καθόλη τη διάρκεια του έτους όλες τις εργάσιμες για τη δημόσια υπηρεσία ημέρες.
21.-(1) Οι αποφάσεις των Οικογενειακών Δικαστηρίων υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Εφετείου, στο οποίο ανατίθεται από τον Πρόεδρο του Εφετείου, με την έγκριση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η άσκηση δευτεροβάθμιας πολιτικής δικαιοδοσίας ή/και δικαιοδοσίας επί των δικαστηρίων ειδικής δικαιοδοσίας.
(2) Κατά την ακρόαση και την εκδίκαση οποιασδήποτε έφεσης, το Εφετείο δεν δεσμεύεται για τα πραγματικά γεγονότα από την εκδοθείσα από το πρωτόδικο δικαστήριο απόφαση και δύναται να αναθεωρεί προσαχθείσες αποδείξεις, να συνάγει τα δικά του συμπεράσματα, να ακούει και να δέχεται περαιτέρω αποδεικτικά μέσα και, όπου οι περιστάσεις της υπόθεσης το απαιτούν, να επανακροάται μάρτυρες και να εκδίδει οποιαδήποτε απόφαση ή διάταγμα που οι περιστάσεις της υπόθεσης δικαιολογούν, περιλαμβανομένου και διατάγματος για επανακρόαση της υπόθεσης από το δικαστήριο το οποίο την εκδίκασε ή άλλο αρμόδιο δικαστήριο της Δημοκρατίας.
22. Σε κάθε διαδικασία ενώπιον Οικογενειακού Δικαστηρίου τηρούνται πρακτικά και σημειώσεις για τη μαρτυρία που προσάγεται.
23. Κάθε δικαστήριο θα τηρεί τα βιβλία που καθορίζονται σε διαδικαστικό κανονισμό ή που προβλέπονται σε διαταγή που εκδίδει το Ανώτατο Δικαστήριο για την καταχώρηση των διαταγμάτων ή οποιασδήποτε άλλης διαδικασίας για την οποία υπάρχει διαταγή για καταχώρηση.
24. Κάθε Οικογενειακό Δικαστήριο θα έχει και θα χρησιμοποιεί, όταν οι περιστάσεις το απαιτούν, σφραγίδα που θα φέρει το όνομα του.
25. Τα εντάλματα, διατάγματα και άλλα έγγραφα που εκδίδονται από Οικογενειακό Δικαστήριο θα σφραγίζονται με τη σφραγίδα του Δικαστηρίου το οποίο τα έχει εκδώσει.
26. Το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να εκδίδει διαδικαστικό κανονισμό, που θα δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, για την καλύτερη εφαρμογή του παρόντος Νόμου.
27.-(1) Τα υφιστάμενα κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί της Πρώτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου του 1989 εκκλησιαστικά δικαστήρια των θρησκευτικών ομάδων, αναφορικά με τις οποίες ισχύουν οι διατάξεις της τρίτης παραγράφου του Άρθρου 2 του Συντάγματος, θα λειτουργούν ως Οικογενειακά Δικαστήρια των εν λόγω θρησκευτικών ομάδων μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1992.
(2) Τα δυνάμει του εδαφίου (1) Οικογενειακά Δικαστήρια κάθε θρησκευτικής ομάδας θα εφαρμόζουν, κατά την εκδίκαση οποιουδήποτε ζητήματος, το δίκαιο το οποίο εφάρμοζαν τα εκκλησιαστικά δικαστήρια της εν λόγω ομάδας κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί της Πρώτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου του 1989, εκτός αν το ζήτημα που εκδικάζεται ρυθμιστεί διαφορετικά με νόμο.
- 23/1990
- 247/1990
- 231/1991
29.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Θρησκευτικές Ομάδες) Νόμου, από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των διατάξεων του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2023, αίτηση για λύση γάμου δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 11 των περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμων του 1990 έως 2009, εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Οικογενειακών Δικαστηρίων τα οποία συγκροτούνται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου:
(2) Εκκρεμούσες διαδικασίες κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των διατάξεων του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2023, των οποίων η ακροαματική διαδικασία έχει αρχίσει με την κατάθεση μαρτύρων, συνεχίζονται και ολοκληρώνονται ενώπιον του Δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμούν, όπως αυτό ήταν συγκροτημένο πριν από την ημερομηνία της έναρξης της ισχύος των διατάξεων του εν λόγω Νόμου, ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου.
(3)(α) Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου (β), το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο διατηρεί και ασκεί τη δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου απονεμηθείσα δικαιοδοσία του, έως την ημερομηνία η οποία καθορίζεται στη Γνωστοποίηση του Δικαστηρίου που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 22 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) (Τροποποιητικού) Νόμου του 2022.
(β)(i) Οι καταχωρισθείσες στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο υποθέσεις οι οποίες εκκρεμούν ενώπιόν του πριν από την προβλεπόμενη στο εδάφιο (2) του άρθρου 22 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) (Τροποποιητικού) Νόμου του 2022 ημερομηνία, παραπέμπονται, κατά την εν λόγω ημερομηνία, προς εκδίκαση από το δυνάμει των διατάξεων του εν λόγω Νόμου, καθιδρυθέν Εφετείο.
(ii) Ανεξαρτήτως των διατάξεων της υποπαραγράφου (i), οι καταχωρισθείσες στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο υποθέσεις οι οποίες εκκρεμούν ενώπιόν του και των οποίων οι αποφάσεις επιφυλάχθηκαν πριν από την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 22 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) (Τροποποιητικού) Νόμου του 2022 ημερομηνία, εκδικάζονται από το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο:
(γ) Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, “Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο” σημαίνει το αρμόδιο δικαστήριο που επιλαμβάνεται τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των Οικογενειακών Δικαστηρίων, ως αυτό προβλέπετο πριν από την έναρξη της ισχύος του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2023.
5 του Ν.26(Ι)/98. Οποιεσδήποτε διαδικασίες εκκρεμούν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου ενώπιον άλλων δικαστηρίων, η δικαιοδοσία για τις οποίες έχει μεταβιβαστεί με το Νόμο αυτό στα οικογενειακά δικαστήρια θα συνεχιστούν και θα αποπερατωθούν ενώπιον των δικαστηρίων όπου εκκρεμούν:
Νοείται ότι τα οικογενειακά δικαστήρια θα συνεχίσουν και θα αποπερατώσουν τις εκκρεμούσες ενώπιον τους διαδικασίες που εμπίπτουν στις διατάξεις της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 11 του βασικού νόμου, όπως αυτό αντικαθίσταται με τον παρόντα Νόμο, ανεξάρτητα από το ότι έχουν καταχωρηθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου.
3 του Ν.92(Ι)/98. Εκκρεμείς διαδικασίες κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου που αφορούν περιουσιακή διαφορά που υπερβαίνει τις 50.000 λίρες παραπέμπονται στον Πρόεδρο του οικείου Δικαστηρίου, εάν δε η διαδικασία βρίσκεται στο ακροαματικό στάδιο ή εκκρεμεί επιφυλαχθείσα απόφαση, αρχίζει εξυπαρχής.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 20(Ι)/2023] τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία η οποία καθορίζεται στην προβλεπόμενη, στις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 22 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) (Τροποποιητικού) Νόμου του 2022 [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 145(Ι)/2022], Γνωστοποίηση.