ΜΕΡΟΣ II ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΙΚΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ
Απαγόρευση σε πρόσωπα ή επιχειρήσεις εκτός των πιστωτικών ιδρυμάτων της δραστηριότητας αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό

3.- (1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 10Α, απαγορεύεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο που δεν είναι ΑΠΙ να ασκεί κατ’ επάγγελμα τη δραστηριότητα της αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό, στη Δημοκρατία ή στο εξωτερικό από τη Δημοκρατία.

(2) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα έχει εύλογες υπόνοιες ότι οποιοδήποτε πρόσωπο ασκεί δραστηριότητα που αναφέρεται στο εδάφιο (1), δύναται, με γραπτή ειδοποίηση προς το πρόσωπο αυτό, να το καλέσει να παρουσιάσει σε αρμόδιο λειτουργό της, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην ειδοποίηση, οποιαδήποτε βιβλία ή έγγραφα που ορίζονται στην ειδοποίηση για να εξακριβωθεί από το λειτουργό αυτό κατά πόσο ασκήθηκε οποιαδήποτε εργασία η οποία απαγορεύεται σύμφωνα με το εδάφιο (1).

(3) Η Κεντρική Τράπεζα έχει εξουσία να εξαιρεί ορισμένες συναλλαγές από τον ορισμό της <κατάθεσης>, με αναφορά σε οποιουσδήποτε παράγοντες που κρίνει κατάλληλους και, ιδιαίτερα, με αναφορά σε οποιουσδήποτε από τους ακόλουθους όρους -

(α) Tο ποσό της κατάθεσης·

(β) τη συνολική υποχρέωσή του προσώπου που αποδέχεται την κατάθεση προς τους καταθέτες του·

(γ) τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες ή το σκοπό, για τον οποίο έγινε η κατάθεση·

(δ) τον αριθμό ή τα ποσά των συναλλαγών οποιασδήποτε ιδιαίτερης περιγραφής που διενεργούνται από το πρόσωπο που αποδέχεται την κατάθεση ή τη συχνότητα, με την οποία το πρόσωπο αυτό διενεργεί συναλλαγές οποιασδήποτε ιδιαίτερης περιγραφής.

(4) Το εδάφιο (1) δεν ισχύει για την αποδοχή καταθέσεων ή άλλων κεφαλαίων επιστρεπτέων από κράτος-μέλος, από τις περιφερειακές ή τοπικές αρχές κράτους-μέλους, από δημόσιους διεθνείς οργανισμούς στους οποίους είναι μέλη ένα ή περισσότερα κράτη μέλη ή για τις περιπτώσεις που αναφέρονται ρητά στον παρόντα Νόμο ή στο ενωσιακό δίκαιο, υπό την προϋπόθεση ότι οι δραστηριότητες αυτές υπόκεινται σε κανονισμούς και ελέγχους που αποσκοπούν στην προστασία των καταθετών και των επενδυτών.

(5)(α) ΑΠΙ δεν επιτρέπεται να δέχεται καταθέσεις αν δεν συμμετέχει στο ΣΕΚ που συστάθηκε σύμφωνα με τον περί  Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο.

(β) ΑΠΙ που αποτελεί υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος τρίτης χώρας και δεν συμμετέχει στο ΣΕΚ επιτρέπεται να δέχεται καταθέσεις μόνο εάν συμμετέχει σε σύστημα εγγύησης καταθέσεων στην τρίτη χώρα το οποίο, με βάση έλεγχο που διενεργήθηκε σύμφωνα με τον περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμο και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, διαθέτει προστασία ισοδύναμη με την προστασία που παρέχεται με την Οδηγία 2014/49/ΕΕ.

(6) Η Κεντρική Τράπεζα κοινοποιεί στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ τυχόν νομοθεσία της Δημοκρατίας που επιτρέπει ρητά σε επιχειρήσεις πλην των ΑΠΙ να ασκούν τη δραστηριότητα της αποδοχής καταθέσεων και άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό.

(7) Σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η Κεντρική Τράπεζα δεν δύναται να απαλλάσσει ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία από την εφαρμογή των εναρμονιστικών με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικών διατάξεων και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Άδεια λειτουργίας

4.- (1)(α) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 10Α, πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα πριν την έναρξη των δραστηριοτήτων του στη Δημοκρατία ή στο εξωτερικό από τη Δημοκρατία.

(β)(i) Τηρουμένων των διατάξεων του Μέρους IV, άδεια λειτουργίας εκδίδεται από την Κεντρική Τράπεζα μόνο σε νομικό πρόσωπο που συστάθηκε στη Δημοκρατία δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου ή του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, και σε πιστωτικό ίδρυμα που έχει συσταθεί και έχει λάβει άδεια σε τρίτη χώρα δυνάμει ανάλογης νομοθεσίας της χώρας αυτής, προκειμένου να λειτουργεί στη Δημοκρατία μέσω υποκασταστήματος.

(ii) Πιστωτικό ίδρυμα που συστάθηκε στη Δημοκρατία οφείλει να έχει την καταστατική του έδρα καθώς και την έδρα της κεντρικής του διοίκησης  στη Δημοκρατία·

(iii) Πιστωτικά ιδρύματα εκτός εκείνων που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (ii), έχουν την έδρα της κεντρικής τους διοίκησης στο κράτος το οποίο χορήγησε την άδεια λειτουργίας τους και στο οποίο διεξάγουν πράγματι τις εργασίες τους.

(β1) Η Κεντρική Τράπεζα αρνείται τη χορήγηση άδειας έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, σε περίπτωση κατά την οποία το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει χωριστά ίδια κεφάλαια ή όταν το αρχικό του κεφάλαιο είναι μικρότερο από πέντε εκατομμύρια ευρώ (€5.000.000).

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα αρνείται τη χορήγηση άδειας έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, εκτός εάν το πιστωτικό ίδρυμα της έχει προηγουμένως γνωστοποιήσει την ταυτότητα των μετόχων ή μελών, είτε άμεσων είτε έμμεσων, φυσικών ή νομικών προσώπων, οι οποίοι κατέχουν ειδική συμμετοχή καθώς και το ποσοστό αυτών των συμμετοχών ή σε περίπτωση που δεν υπάρχουν ειδικές συμμετοχές, των είκοσι (20) μεγαλύτερων μετόχων ή μελών.

Για να καθοριστεί εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου που προβλέπουν τα άρθρα 28, 29 και 30 του περί των Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Νόμου καθώς και οι όροι για την άθροισή τους που προβλέπονται στα άρθρα 34 και 35 του εν λόγω Νόμου.

Η Κεντρική Τράπεζα δε λαμβάνει υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή τις μετοχές τις οποίες τυχόν κατέχουν πιστωτικά ιδρύματα, ως αποτέλεσμα αναδοχής ή τοποθέτησης χρηματοοικονομικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του Μέρους Ι του Τρίτου Παραρτήματος του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου όπως διορθώθηκε, υπό τον όρο ότι τα δικαιώματα, αφενός, δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και, αφετέρου, εφόσον μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.

(δ) Η Κεντρική Τράπεζα αρνείται τη χορήγηση άδειας έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, εφόσον, ενόψει της αναγκαιότητας να διασφαλιστεί η υγιής και συνετή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος δεν έχει πειστεί για την καταλληλότητα των μετόχων ή εταίρων σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 17Α(1)∙ οι διατάξεις του άρθρου 17Α(3) και (4) και του άρθρου 17Β εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν.

(ε) Όταν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο εάν οι δεσμοί αυτοί δεν παρεμποδίζουν τη σωστή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της.

(στ) Η Κεντρική Τράπεζα αρνείται τη χορήγηση άδειας έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος εάν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας στις οποίες υπάγονται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, με τα οποία το πιστωτικό ίδρυμα έχει στενούς δεσμούς ή δυσχέρειες σχετικές με την εφαρμογή των εν λόγω νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, παρεμποδίζουν την αποτελεσματική εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της.

(ζ) Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να παρέχουν στην Κεντρική Τράπεζα τις πληροφορίες που ζητεί, ώστε να δύναται να παρακολουθεί σε συνεχή βάση τη συμμόρφωση με τους όρους που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

(2)(α) Αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας υποβάλλεται, από ή εκ μέρους του αιτητή, στην Κεντρική Τράπεζα και συνοδεύεται από το πρόγραμμα δραστηριοτήτων το οποίο περιγράφει τα είδη των προβλεπόμενων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και την οργανωτική διάρθρωση του πιστωτικού ιδρύματος συμπεριλαμβανομένης της ένδειξης των μητρικών επιχειρήσεων, των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών εντός του ομίλου, και από περιγραφή των ρυθμίσεων, των διαδικασιών και των μηχανισμών που αναφέρονται στο άρθρο 19(2) και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα και πληροφορίες που δυνατό να απαιτήσει η Κεντρική Τράπεζα.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα αρνείται τη χορήγηση άδειας έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, εκτός εάν έχει πειστεί ότι οι ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που αναφέρονται στο άρθρο 19(2) καθιστούν δυνατή την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων από το εν λόγω ίδρυμα.

(γ) Το αρχικό κεφάλαιο αποτελείται από  ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που αναφέρονται στο Άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχεία α) έως ε), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(δ) Η Κεντρική Τράπεζα έχει τη δυνατότητα να χορηγεί άδεια σε ειδικές κατηγορίες πιστωτικών ιδρυμάτων το αρχικό κεφάλαιο των οποίων είναι μικρότερο από το προβλεπόμενο στο εδάφιο (1), εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

(i) το αρχικό κεφάλαιο δεν είναι μικρότερο από ένα εκατομμύριο ευρώ (€1.000.000),

(ii) η Κεντρική Τράπεζα γνωστοποιεί στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ τους λόγους για τους οποίους κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής.

(2Α)(α) Η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί άδεια έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος μόνο με την προϋπόθεση ότι δύο τουλάχιστον πρόσωπα κατευθύνουν αποτελεσματικά τις εργασίες του αιτούντος πιστωτικού ιδρύματος.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα αρνείται τη χορήγηση άδειας έναρξης δραστηριότητας εάν -

(i) τα μέλη του διοικητικού οργάνου, δεν έχουν καλή φήμη και επαρκείς γνώσεις, προσόντα και εμπειρία για την εκτέλεση των καθηκόντων τους,

(ii) η συνολική σύνθεση του διοικητικού οργάνου δεν αποτυπώνει ένα αρκούντως ευρύ φάσμα εμπειριών, και

(iii) τα μέλη του διοικητικού οργάνου δεν πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίζονται στην περί της Αξιολόγησης της Ικανότητας και Καταλληλότητας Μελών του Διοικητικού Οργάνου και των Διευθυντών των Αδειοδοτημένων Πιστωτικών Ιδρυμάτων Οδηγία του 2014.

(3)(α) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα αρνείται τη χορήγηση άδειας έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος ενημερώνει γραπτώς τον αιτούντα για την απόφασή της καθώς και τους λόγους που οδήγησαν σε αυτή  εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης ή εάν η αίτηση δεν είναι πλήρης, εντός έξι (6) μηνών από την παραλαβή όλων των πληροφοριών που απαιτούνται για την λήψη απόφασης.

(β) Σε κάθε περίπτωση, εκδίδεται απόφαση χορήγησης ή άρνησης άδειας λειτουργίας εντός   δώδεκα (12) μηνών από την παραλαβή της αίτησης.

(4)(α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (3) η Κεντρική Τράπεζα δύναται, να τροποποιεί ή να ανακαλεί οποτεδήποτε, είτε μόνιμα είτε προσωρινά, οποιουσδήποτε όρους που έχουν επιβληθεί σε χορηγηθείσα άδεια λειτουργίας, ή να επιβάλλει οποιουσδήποτε νέους όρους σε αυτή.

(β) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των εδαφίων (1), (2), (2Α) και (5), η Κεντρική Τράπεζα καθορίζει με οδηγία της τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας τις οποίες κοινοποιεί στην ΕΑΤ.

(5) Η Κεντρική Τράπεζα δεν εξετάζει την αίτηση για άδεια λειτουργίας βάσει των οικονομικών αναγκών της αγοράς.

(6)(α) Πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο χορηγήθηκε άδεια λειτουργίας δύναται να παραδώσει την άδεια λειτουργίας του με γραπτή ειδοποίηση προς την Κεντρική Τράπεζα.

(β) Η παράδοση ισχύει από την ημερομηνία της ειδοποίησης ή αν σε αυτή καθορίζεται μεταγενέστερη ημερομηνία ισχύει η ημερομηνία εκείνη και όπου καθορίζεται μεταγενέστερη ημερομηνία στην ειδοποίηση, το πιστωτικό ίδρυμα δύναται με νέα γραπτή ειδοποίηση προς την Κεντρική Τράπεζα να καθορίσει ενωρίτερη ημερομηνία παράδοσης, η οποία δεν μπορεί να είναι ενωρίτερα από την ημερομηνία της αρχικής ειδοποίησής της.

(γ) Η παράδοση άδειας λειτουργίας είναι ανέκκλητη εκτός εάν ρητά καθορίζεται ότι θα ισχύσει σε μεταγενέστερη ημερομηνία και πριν την ημερομηνία εκείνη η Κεντρική Τράπεζα με γραπτή ειδοποίησή της προς το πιστωτικό ίδρυμα επιστρέψει την ανάκλησή της.

(7)  Η πολιτική σε ότι αφορά την αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας καθορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα με οδηγία που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 41.

(8) Η Κεντρική Τράπεζα ζητεί τη γνώμη της αρμόδιας αρχής άλλου κράτους-μέλους, προτού χορηγήσει άδεια λειτουργίας όταν το πιστωτικό ίδρυμα -

(i) είναι θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος-μέλος ή

(ii) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος-μέλος ή

(iii) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος-μέλος.

(9) Η Κεντρική Τράπεζα προτού χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα, ζητεί τη γνώμη της αρμόδιας αρχής του οικείου κράτους-μέλους, η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ΕΠΕΥ,  όπου το πιστωτικό ίδρυμα-

(α) Είναι θυγατρική ασφαλιστικής επιχείρησης ή Ε.Π.Ε.Υ. με άδεια λειτουργίας στην Ένωση, ή

(β) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ασφαλιστικής επιχείρησης ή ΕΠΕΥ με άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή

(γ) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν ασφαλιστική επιχείρηση ή ΕΠΕΥ με άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

(10) Η Κεντρική Τράπεζα και οι σχετικές αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στα εδάφια (8) και (9) διαβουλεύονται μεταξύ τους, ιδίως κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μετόχων, καθώς και της φήμης και της εμπειρίας των μελών του διοικητικού οργάνου που συμμετέχουν στη διαχείριση άλλης οντότητας του ίδιου ομίλου, και ανταλλάσσουν οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την καταλληλότητα των μετόχων και τη φήμη και εμπειρία των μελών του διοικητικού οργάνου,  που είναι σχετική για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, καθώς και για τη συνεχή αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τους όρους λειτουργίας.

(11)(α)  Η Κεντρική Τράπεζα κοινοποιεί στην ΕΑΤ κάθε άδεια λειτουργίας την οποία χορηγεί δυνάμει του παρόντος Νόμου, η δε κοινοποίηση περιλαμβάνει τις επωνυμίες των επιχειρήσεων που αναφέρονται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 1), στοιχείο β) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και προσδιορίζει τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα ως τέτοια.

(α1) Όταν η Κεντρική Τράπεζα γνωστοποιεί, σύμφωνα με την παράγραφο (α), στην ΕΑΤ τις άδειες λειτουργίας που χορηγεί σύμφωνα με το εδάφιο (1), δηλώνει το σύστημα εγγύησης καταθέσεων στο οποίο είναι μέλος το ΑΠΙ.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία, παρέχει στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές και στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες σχετικά με τον όμιλο ΑΠΙ σύμφωνα με τις παραγράφους (ε), (στ) και (ζ) του εδαφίου (1) του  παρόντος άρθρου, τα εδάφια (2), (3) και (5) του άρθρου 19, το άρθρο 19ΣΤ και το άρθρο 30Β του παρόντος Νόμου και την Οδηγία Διακυβέρνησης, ιδίως σχετικά με τη νομική και οργανωτική διάρθρωση του ομίλου καθώς και τη διακυβέρνησή του.

(γ) Ο κατάλογος που αναφέρεται στο εδάφιο (1) περιλαμβάνει τις επωνυμίες των ΑΠΙ που συστάθηκαν στην Δημοκρατία που δεν διαθέτουν το κεφάλαιο που καθορίζεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) και καθορίζει τα εν λόγω ΑΠΙ ως τέτοια.

(12)(α) Η Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή κράτους-μέλους υποδοχής δεν απαιτεί άδεια λειτουργίας ή προικώο κεφάλαιο για υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλα κράτη-μέλη.

(β) Η εγκατάσταση και η εποπτεία των υποκαταστημάτων αυτών διέπονται από τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 6, της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 10Α, των εδαφίων (4) και (5) του άρθρου 10Α, του εδαφίου (1) και της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 10Β, των εδαφίων (1), (1Α), (2), (4) και (7) του άρθρου 10Γ, του εδαφίου (4) του άρθρου 10Γδις, των άρθρων 10Δ, 10Ε και 10ΣΤ, των εδαφίων (2), (3) και (5) του άρθρου 19, των εδαφίων (1) και (1Β) του άρθρου 26,  του εδαφίου (2) του άρθρου 26Γ, του εδαφίου (1) του άρθρου 26Δ και του άρθρου 30Β.

Ανάκληση άδειας λειτουργίας

4Α. (1)  Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ανακαλέσει την άδεια ΑΠΙ μόνον όταν το ΑΠΙ –

(α) δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός έτους, παραιτείται ρητώς απ’ αυτήν ή έπαυσε να ασκεί τη δραστηριότητά του για περίοδο μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών, εκτός αν η Κεντρική Τράπεζα έχει θέσει ως προϋπόθεση ότι στις περιπτώσεις αυτές η άδεια παύει να ισχύει,

(α1) χρησιμοποιεί την άδεια λειτουργίας του αποκλειστικά για την άσκηση των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 1), στοιχείο β) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και έχει, για περίοδο πέντε (5) συναπτών ετών, μέσο όρο συνολικών στοιχείων ενεργητικού μικρότερο από τα όρια που καθορίζονται στο εν λόγω άρθρο,

(β) απέκτησε την άδεια με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιοδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο,

(γ) δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους του χορηγήθηκε η άδεια,

(δ) δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στο Τρίτο, Τέταρτο ή Έκτο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκτός από τις απαιτήσεις που ορίζονται στα Άρθρα 92 α) και 92 β) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 26Θ ή 30(1)(β)(vi) του παρόντος Νόμου ή δεν παρέχει πλέον την εγγύηση ότι δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του και ιδίως δεν παρέχει πλέον την ασφάλεια των κεφαλαίων που του έχουν εμπιστευθεί οι καταθέτες του,

(ε) υπάγεται σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση ανάκλησης άδειας λειτουργίας που προβλέπεται στην κυπριακή νομοθεσία, ως το εδάφιο (9) του άρθρου 45 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου,

(στ) διαπράττει μία από τις παραβάσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 41Δ.

(2) Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας πρέπει να είναι αιτιολογημένη και οι λόγοι να γνωστοποιούνται από την Κεντρική Τράπεζα στους ενδιαφερόμενους.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα κοινοποιεί στην ΕΑΤ κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας μαζί με τους λόγους της σχετικής ανάκλησης.

Αδειοδότηση και λειτουργία μεταβατικού ΑΠΙ

4Β.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να χορηγήσει άδεια σε μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα που συστήνεται δυνάμει του άρθρου 50 του Νόμου Εξυγίανσης, προκειμένου αυτό να διεκπεραιώσει τις δραστηριότητες που αποκτά δυνάμει της μεταβίβασης που πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 50 του Νόμου Εξυγίανσης.

(2) Το μεταβατικό αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα πληροί τις εποπτικές απαιτήσεις και υπόκειται σε εποπτεία σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τον παρόντα Νόμο και τον περί  Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων Νόμο  και τις δυνάμει αυτών εκδιδόμενες οδηγίες.

(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2), η Κεντρική Τράπεζα δύναται, κατόπιν αιτήματος της αρχής εξυγίανσης προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι εξυγίανσης, να χορηγήσει άδεια σε μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα που δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου για σύντομο χρονικό διάστημα κατά την έναρξη της λειτουργίας του, υποδεικνύοντας την περίοδο για την οποία το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα απαλλάσσεται από τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου.

Έγκριση των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών

4Γ.-(1)(α) Οι μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών στη Δημοκρατία, οι μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών στη Δημοκρατία, οι μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ και οι μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ ζητούν έγκριση σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Άλλες χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών ζητούν έγκριση σύμφωνα με το παρόν άρθρο, όταν απαιτείται συμμόρφωσή τους με τις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις ή τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε υποενοποιημένη βάση.

(2)(α) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που αναφέρονται στο εν λόγω εδάφιο, παρέχουν στην Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας και, εφόσον είναι διαφορετική, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένες, τις ακόλουθες πληροφορίες:

(i) Την οργανωτική διάρθρωση του ομίλου του οποίου η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών αποτελεί μέρος, με σαφή αναφορά στις οικείες θυγατρικές και, κατά περίπτωση, στις μητρικές επιχειρήσεις, καθώς και τον τόπο και το είδος της δραστηριότητας που ασκείται από καθεμία από τις οντότητες του ομίλου·

(ii) πληροφορίες σχετικά με τον διορισμό τουλάχιστον δύο προσώπων που πράγματι διευθύνουν τη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή τη μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του άρθρου 19(4) περί της επάρκειας των μελών του διοικητικού οργάνου·

(iii) πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση προς τα κριτήρια του άρθρου 4(1)(γ) έως (ζ) περί των μετόχων και των μελών, εφόσον η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών έχει πιστωτικό ίδρυμα ως θυγατρική της·

(iv) την εσωτερική οργάνωση και την κατανομή καθηκόντων στο εσωτερικό του ομίλου· 

(v) κάθε άλλη πληροφορία που δυνατό να είναι αναγκαία για τη διενέργεια των αξιολογήσεων που αναφέρονται στα εδάφια (3) και (4).

(β) Στην περίπτωση κατά την οποία η έγκριση χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών συμπίπτει χρονικώς με την αξιολόγηση που αναφέρεται στο άρθρο 17, η Κεντρική Τράπεζα συντονίζεται καταλλήλως με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών∙ στην περίπτωση αυτή, η περίοδος αξιολόγησης που αναφέρεται στο άρθρο 17(2)(β) αναστέλλεται για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τις είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες, έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, δύναται να χορηγεί σε χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών σύμφωνα με το παρόν άρθρο, μόνο εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Οι εσωτερικές ρυθμίσεις και η κατανομή καθηκόντων στο εσωτερικό του ομίλου επαρκούν για τον σκοπό της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις που επιβάλλουν οι εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις και ο Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση και είναι, ιδίως, κατάλληλες για-

(i) τον συντονισμό όλων των θυγατρικών της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, μεταξύ άλλων, εφόσον απαιτείται, μέσω της κατάλληλης κατανομής καθηκόντων μεταξύ των θυγατρικών ιδρυμάτων,

(ii) την πρόληψη ή τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων στο εσωτερικό του ομίλου, και

(iii) την επιβολή πολιτικών, οι οποίες αφορούν ολόκληρο τον όμιλο και καθορίζονται από τη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή τη μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών σε ολόκληρο τον όμιλο·

(β) η οργανωτική διάρθρωση του ομίλου, μέρος του οποίου αποτελεί η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, δεν εμποδίζει κατ' άλλον τρόπο την αποτελεσματική εποπτεία των θυγατρικών ιδρυμάτων ή των μητρικών ιδρυμάτων όσον αφορά τις ατομικές, τις ενοποιημένες και, κατά περίπτωση, τις υποενοποιημένες υποχρεώσεις στις οποίες υπόκεινται· για την αξιολόγηση του εν λόγω κριτηρίου λαμβάνονται υπόψη ιδίως-

(i) η θέση της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σε πολυεπίπεδο όμιλο,

(ii) η μετοχική δομή∙ και

(iii) ο ρόλος της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εντός του ομίλου·

(γ) πληρούνται τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 4(1)(γ) έως (ζ) και οι απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 19(4).

(4)(α) Δεν απαιτείται έγκριση της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών βάσει του παρόντος άρθρου, όταν πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) Κύρια δραστηριότητα της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών είναι η απόκτηση συμμετοχών σε θυγατρικές ή, στην περίπτωση μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, κύρια δραστηριότητά της έναντι ιδρυμάτων ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων είναι η απόκτηση συμμετοχών σε θυγατρικές·

(ii) η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν έχει οριστεί ως οντότητα εξυγίανσης σε οποιονδήποτε από τους ομίλους εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με τη στρατηγική εξυγίανσης που καθορίζεται από την αρμόδια αρχή εξυγίανσης βάσει του Νόμου Εξυγίανσης ή, κατά περίπτωση, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

(iii) ένα θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα έχει οριστεί υπεύθυνο για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης του ομίλου με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και του παρέχονται όλα τα αναγκαία μέσα και η νόμιμη εξουσία να εκπληρώνει αποτελεσματικά τις εν λόγω υποχρεώσεις·

(iv) η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν προβαίνει στη λήψη διαχειριστικών, επιχειρησιακών ή οικονομικών αποφάσεων που επηρεάζουν τον όμιλο ή τις θυγατρικές του οι οποίες είναι ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα·

(v) δεν υπάρχει κώλυμα για την αποτελεσματική εποπτεία του ομίλου σε ενοποιημένη βάση.

(β) Χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών απαλλασσόμενες από τις απαιτήσεις έγκρισης σύμφωνα με το παρόν εδάφιο δεν αποκλείονται από την περίμετρο της ενοποίησης όπως καθορίζεται στις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(5)(α)  Η Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, παρακολουθεί τη συμμόρφωση με τους όρους του εδαφίου (3) ή, κατά περίπτωση, του εδαφίου (4) εξακολουθητικά.

(β) Οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών παρέχουν στην Κεντρική Τράπεζα, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, τις πληροφορίες που ζητεί για να παρακολουθεί εξακολουθητικά την οργανωτική διάρθρωση του ομίλου και τη συμμόρφωση προς τους όρους του εδαφίου (3) ή, κατά περίπτωση, του εδαφίου (4).

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, κοινοποιεί τις εν λόγω πληροφορίες στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.

(6)(α) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, διαπιστώσει ότι δεν πληρούνται ή έχουν παύσει να πληρούνται οι όροι του εδαφίου (3), η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε ενδεδειγμένα μέτρα εποπτείας για τη διασφάλιση ή την αποκατάσταση, κατά περίπτωση, της συνέχειας και της ακεραιότητας της ενοποιημένης εποπτείας και της εξασφάλισης της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ  νομοθετικές διατάξεις και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σε ενοποιημένη βάση∙ στην περίπτωση μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, τα μέτρα εποπτείας λαμβάνουν, ιδίως, υπόψη τις επιπτώσεις στον χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων.

(β) Τα μέτρα εποπτείας που αναφέρονται στην παράγραφο (α) δύναται να περιλαμβάνουν-

(i) αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές ή μερίδια των θυγατρικών ιδρυμάτων που κατέχει η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών·

(ii) έκδοση προσωρινών μέτρων ή κυρώσεων κατά της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών, της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών ή των μελών του διοικητικού οργάνου και των διευθυντικών στελεχών, τηρουμένων των άρθρων 17(8) και (9), 41Α, 41Γ, 41Δ, 41Ε, 42Β, 42Γ και 42Δ·

(iii) παροχή εντολών ή οδηγιών στη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή στη μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών να μεταβιβάσει στους μετόχους της τις συμμετοχές στα θυγατρικά της ιδρύματα·

(iv) καθορισμό σε προσωρινή βάση άλλης χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών, μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών ή ιδρύματος εντός του ομίλου, ως υπευθύνων για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ  νομοθετικές διατάξεις και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σε ενοποιημένη βάση·

(v) περιορισμό ή απαγόρευση της διανομής κερδών ή της καταβολής τόκων στους μετόχους·

(vi) απαίτηση από τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών να προβούν σε εκποίηση ή περιορισμό των συμμετοχών σε ιδρύματα ή άλλες οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα·

(vii) απαίτηση από τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών να υποβάλουν σχέδιο για την αποκατάσταση, χωρίς καθυστέρηση, της συμμόρφωσης.

(7)   Εφόσον η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, διαπιστώσει ότι οι όροι του εδαφίου (4) δεν πληρούνται πλέον, η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ζητεί έγκριση σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(8) Για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την έγκριση και την απαλλαγή από την υποχρέωση έγκρισης κατά τα εδάφια (3) και (4), αντίστοιχα, και τα μέτρα εποπτείας κατά τα εδάφια (6) και (7), στην περίπτωση που η αρχή ενοποιημένης εποπτεία είναι διαφορετική από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η Κεντρική Τράπεζα συμμορφώνεται με το Άρθρο 21α, παράγραφος 8 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.

(9)(α)  Στην περίπτωση μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμε-τοχών, εάν η Κεντρική Τράπεζα, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, είναι διαφορετική από τον συντονιστή που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 11 των περί της Συμπληρωματικής Εποπτείας Τραπεζών που ανήκουν σε Χρηματοπιστωτικό Όμιλο Ετερογενών Δραστηριοτήτων Οδηγιών του 2012 και 2016 ή, κατά περίπτωση, με το Άρθρο 10 της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ, τότε απαιτείται η συγκατάθεση του συντονιστή για τους σκοπούς των αποφάσεων ή των κοινών αποφάσεων που αναφέρονται στα εδάφια (3), (4), (6) και (7), κατά περίπτωση.

(β) Σε περίπτωση  που απαιτείται η συγκατάθεση του συντονιστή, σύμφωνα με την παράγραφο (α), οι διαφωνίες παραπέμπονται στην ΕΑΤ ή την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) (EIOPA), που συστάθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010. 

(γ) Οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται σύμφωνα με το παρόν εδάφιο δεν θίγει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις περί της Συμπληρωματικής Εποπτείας Τραπεζών που ανήκουν σε Χρηματοπιστωτικό Όμιλο Ετερογενών Δραστηριοτήτων Οδηγίες του 2012 και 2016 ή τον περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμο ή, κατά περίπτωση, στην Οδηγία 2002/87/ΕΚ ή την Οδηγία 2009/138/ΕΚ.

(10)(α) Εφόσον η έγκριση χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σύμφωνα με το παρόν άρθρο έχει απορριφθεί, η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, ενημερώνει τον αιτούντα για την απόφαση και το σκεπτικό της εντός τεσσάρων (4) μηνών από την παραλαβή της αίτησης ή, εφόσον η αίτηση είναι ελλιπής, εντός τεσσάρων (4) μηνών από την παραλαβή του συνόλου των πληροφοριών που απαιτούνται για την απόφαση.

(β) Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση χορήγησης ή άρνησης έγκρισης εκδίδεται εντός έξι (6) μηνών από την παραλαβή της αίτησης.

(γ) Η άρνηση δύναται να συνοδεύεται, εφόσον απαιτείται, από οποιοδήποτε εκ των προβλεπόμενων  μέτρων στο εδάφιο (6).

Ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση

4Δ.-(1) Δύο ή περισσότερα ιδρύματα εγκατεστημένα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα οποία αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου τρίτης χώρας, έχουν μία μόνο ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση η οποία είναι εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή  Ένωση:

Νοείται ότι, το παρόν εδάφιο εφαρμόζεται σε περίπτωση που οποιοδήποτε από τα προαναφερόμενα ιδρύματα είναι εγκατεστημένο στη Δημοκρατία.

(2)  Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να επιτρέπει στα ιδρύματα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) να έχουν δύο ενδιάμεσες ενωσιακές μητρικές επιχειρήσεις, εάν διαπιστώσει ότι η εγκατάσταση μίας μόνο ενδιάμεσης ενωσιακής μητρικής επιχείρησης-

(α) θα ήταν ασυμβίβαστη με την υποχρεωτική απαίτηση για διαχωρισμό των δραστηριοτήτων που επιβάλλουν οι κανόνες ή οι εποπτικές αρχές της τρίτης χώρας στην οποία έχει την έδρα της η τελική μητρική επιχείρηση του ομίλου τρίτης χώρας∙ ή

(β) θα καθιστούσε λιγότερο αποτελεσματική τη δυνατότητα εξυγίανσης από ό,τι στην περίπτωση που υπήρχαν δύο ενδιάμεσες ενωσιακές μητρικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με αξιολόγηση που έχει διενεργήσει η αρμόδια αρχή εξυγίανσης της ενδιάμεσης ενωσιακής μητρικής επιχείρησης:

Νοείται ότι, το παρόν εδάφιο εφαρμόζεται σε περίπτωση που οποιοδήποτε από τα προαναφερόμενα ιδρύματα είναι εγκατεστημένο στη Δημοκρατία.

(3)(α) Η ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση είναι πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, το Άρθρο 8 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η οποία έχει λάβει έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 4Γ του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, το Άρθρο 21α της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(β) Ανεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου (α), εάν κανένα από τα ιδρύματα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα ή εάν η δεύτερη ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση πρέπει να συσταθεί σε σχέση με επενδυτικές δραστηριότητες, προκειμένου να συμμορφωθεί με υποχρεωτική απαίτηση, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (2), η ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση ή η δεύτερη ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση επιτρέπεται να είναι επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 5(1) του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου και η οποία υπόκειται στον Νόμο Εξυγίανσης ή, κατά περίπτωση, που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το Άρθρο 5, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και η οποία υπόκειται στο Νόμο Εξυγίανσης, στον περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο και στον περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων Νόμο, στον Κανονισμό 6 των περί Συστημάτων Εγγύησης Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Κανονισμών ή, κατά περίπτωση, στην Οδηγία 2014/59/ΕΕ.

(4) Τα εδάφια (1), (2) και (3) δεν εφαρμόζονται όταν η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού του ομίλου τρίτης χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι χαμηλότερη από σαράντα δισεκατομμύρια ευρώ (€40.000.000.000).

(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου -

(α) η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού στην Ευρωπαϊκή Ένωση του ομίλου τρίτης χώρας είναι το άθροισμα των ακόλουθων:

(i) Tης συνολικής αξίας των στοιχείων του ενεργητικού κάθε ιδρύματος του ομίλου τρίτης χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως αυτό προκύπτει από τον ενοποιημένο ισολογισμό του ή όπως προκύπτει από τους χωριστούς ισολογισμούς τους, όταν ο ισολογισμός του ιδρύματος δεν είναι ενοποιημένος και

(ii) της συνολικής αξίας των στοιχείων ενεργητικού κάθε υποκαταστήματος του ομίλου τρίτης χώρας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση σύμφωνα  με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ, την Οδηγία 2014/65/ΕΕ ή τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

(β) ο όρος “ίδρυμα” περιλαμβάνει και τις επιχειρήσεις επενδύσεων.

(6) Η Κεντρική Τράπεζα γνωστοποιεί στην ΕΑΤ για κάθε όμιλο τρίτης χώρας που λειτουργεί στη δικαιοδοσία της τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α) Επωνυμίες και συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού των εποπτευόμενων ιδρυμάτων που ανήκουν σε όμιλο τρίτης χώρας·

(β) επωνυμίες και συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού που αντιστοιχούν στα υποκαταστήματα στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας στη Δημοκρατία  σύμφωνα με τις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις ή τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και τα είδη δραστηριοτήτων που έχουν λάβει άδεια να εκτελούν·

(γ) επωνυμία και είδος, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (3), οποιασδήποτε ενδιάμεσης ενωσιακής μητρικής επιχείρησης που έχει συσταθεί στη Δημοκρατία και επωνυμία του ομίλου τρίτης χώρας στον οποίο ανήκει.

(7) Η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι κάθε ίδρυμα που υπάγεται στη δικαιοδοσία της και ανήκει σε όμιλο τρίτης χώρας πληροί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Έχει ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση·

(β) είναι ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση·

(γ) είναι το μόνο ίδρυμα του ομίλου τρίτης χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση· ή

(δ) ανήκει σε όμιλο τρίτης χώρας με συνολική αξία στοιχείων ενεργητικού στην Ευρωπαϊκή Ένωση κάτω από σαράντα δισεκατομμύρια ευρώ (€40.000.000.000).

(8) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (1), οι όμιλοι τρίτης χώρας, που λειτουργούν μέσω περισσότερων του ενός ιδρυμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και με συνολική αξία στοιχείων ενεργητικού στην Ευρωπαϊκή Ένωση ίση ή μεγαλύτερη από σαράντα δισεκατομμύρια ευρώ (€40.000.000.000) κατά την 27η Ιουνίου 2019, επιτρέπεται να έχουν ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση ή, σε περίπτωση που εφαρμόζεται το εδάφιο (2), δύο ενδιάμεσες ενωσιακές μητρικές επιχειρήσεις έως την 30ή Δεκεμβρίου 2023.

Ειδικές απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος που αναφέρεται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 1), στοιχείο β), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

4Ε.-(1) Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 4 παράγραφος 1, σημείο 1), στοιχείο β), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και οι οποίες έχουν ήδη λάβει άδεια λειτουργίας, βάσει του Τίτλου II του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, υποβάλλουν αίτηση άδειας λειτουργίας, σύμφωνα με το άρθρο 4, το αργότερο την ημέρα κατά την οποία λαμβάνει χώρα οποιοδήποτε από τα ακόλουθα γεγονότα:

(α) Ο μέσος όρος του μηνιαίου συνόλου των στοιχείων ενεργητικού, υπολογιζόμενος σε περίοδο δώδεκα (12) συναπτών μηνών, είναι ίσος ή υπερβαίνει το ποσό των τριάντα δισεκατομμυρίων ευρώ (€30.000.000.000)∙ ή

(β) ο μέσος όρος του μηνιαίου συνόλου των στοιχείων ενεργητικού, υπολογιζόμενος σε περίοδο δώδεκα (12) συναπτών μηνών, είναι χαμηλότερος από τριάντα δισεκατομμύρια ευρώ (€30.000.000.000) και η επιχείρηση αποτελεί μέρος ομίλου στον οποίο η συνολική αξία των ενοποιημένων στοιχείων ενεργητικού όλων των επιχειρήσεων εντός του ομίλου, οι οποίες μεμονωμένα διαθέτουν στοιχεία ενεργητικού συνολικής αξίας χαμηλότερης των τριάντα δισεκατομμυρίων ευρώ (€30.000.000.000) και ασκούν οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο Πρώτο Παράρτημα, Μέρος Ι, σημεία 3) και 6), του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, είναι ίση ή υπερβαίνει τα τριάντα δισεκατομμύρια ευρώ (€30.000.000.000), αμφότερα υπολογιζόμενα κατά μέσο όρο σε περίοδο δώδεκα (12) συναπτών μηνών.

(2) Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) δύναται να συνεχίσουν να ασκούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 1), στοιχείο β), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, μέχρι να λάβουν την άδεια λειτουργίας που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου.

(3) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (1), οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 1), στοιχείο β), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και οι οποίες στις 24 Δεκεμβρίου 2019 ασκούσαν δραστηριότητες ως επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, υποβάλλουν αίτηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος Νόμου, έως την 27η Δεκεμβρίου 2020.

(4) Όταν η Κεντρική Τράπεζα, αφού λάβει τις πληροφορίες που απαιτούνται, σύμφωνα με τις εναρμονιστικές διατάξεις του κυπριακού νόμου που μεταφέρει το Άρθρο 95α της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, θεωρεί ότι μια επιχείρηση πρέπει να λάβει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 4, ειδοποιεί την επιχείρηση και την αρμόδια αρχή ως ορίζεται στο άρθρο 2(1) του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου και αναλαμβάνει τη διαδικασία χορήγησης άδειας λειτουργίας από την ημερομηνία της εν λόγω ειδοποίησης.

(5) Σε περίπτωση χορήγησης νέας άδειας, η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι η διαδικασία είναι όσο το δυνατόν πιο εξορθολογισμένη και ότι λαμβάνονται υπόψη οι πληροφορίες από τις υφιστάμενες άδειες.

Τέλη αδειοδότησης

4ΣΤ.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί όπως τα νομικά πρόσωπα, τα οποία υποβάλλουν αίτηση για εξασφάλιση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος καταβάλλουν σε αυτή τα έξοδα που σχετίζονται με την εξέταση της αίτησής τους.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να εκδίδει οδηγίες δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου για τον κοστοστρεφή καθορισμό και την καταβολή των εν λόγω εξόδων.