ΜΕΡΟΣ Ι ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί του Δεύτερου Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμος του 2003.

Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια:

«αίτηση» σημαίνει αίτηση που υποβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου από υπήκοο κράτους μέλους στο αρμόδιο όργανο, και «αιτητής» ερμηνεύεται ανάλογα·

«αρμόδια αρχή» αναφορικά με ένα δίπλωμα ή πιστοποιητικό ή βεβαίωση επάρκειας ή τη διάρκεια της επαγγελματικής πείρας, ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται με βάση τον παρόντα Νόμο, σημαίνει την αρχή κράτους μέλους που έχει οριστεί, σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του εν λόγω κράτους μέλους, ως αρμόδια για την έκδοση, τη χορήγηση ή την αναγνώριση αυτού του διπλώματος ή του πιστοποιητικού ή της βεβαίωσης επάρκειας ή της βεβαίωσης διάρκειας της επαγγελματικής πείρας ή των άλλων αποδεικτικών στοιχείων·

«αρμόδιο όργανο» σημαίνει το όργανο που έχει οριστεί ως αρμόδιο, βάση οποιασδήποτε νομοθετικής ή διοικητικής διάταξης για την αναγνώριση του δικαιώματος ασκήσεως στη Δημοκρατία νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος·

«βεβαίωση επάρκειας» σημαίνει κάθε τίτλο:

(α) Που χορηγείται από αρμόδια αρχή κράτους μέλους και πιστοποιεί εκπαίδευση η οποία δεν αποτελεί μέρος ενός συνόλου που συνιστά δίπλωμα κατά την έννοια που δίδεται στην ερμηνεία του όρου στον περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων Νόμου του 2002, ή δίπλωμα ή πιστοποιητικό κατά την έννοια του παρόντος Νόμου· ή

(β) που χορηγείται από αρμόδια αρχή κράτους μέλους έπειτα από εκτίμηση των ατομικών προσόντων, των ικανοτήτων ή των γνώσεων του αιτούντος, που θεωρούνται απαραίτητες για την άσκηση επαγγέλματος, χωρίς να απαιτείται η απόδειξη προηγούμενης εκπαίδευσης.

«δίπλωμα» σημαίνει οποιοδήποτε τίτλο εκπαίδευσης ή οποιοδήποτε σύνολο τέτοιων τίτλων που χορηγείται από αρμόδια αρχή κράτους μέλους:

(α) Από τον οποίο προκύπτει ότι ο κάτοχός του παρακολούθησε με επιτυχία:

(i) είτε κύκλο μεταδευτεροβάθμιων σπουδών, εκτός από τον αναφερόμενο στην ερμηνεία του όρου “δίπλωμα” του περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων Νόμου του 2002, διάρκειας τουλάχιστον ενός έτους ή ισοδύναμης διάρκειας μερικής παρακολούθησης, προϋπόθεση πρόσβασης στον οποίο αποτελεί, κατά κανόνα, μεταξύ άλλων, η ολοκλήρωση του κύκλου δευτεροβάθμιων σπουδών που απαιτείται για την πρόσβαση στην πανεπιστημιακή ή άλλη τριτοβάθμια εκπαίδευση καθώς και η επαγγελματική εκπαίδευση που τυχόν απαιτείται επιπλέον αυτού του κύκλου σπουδών μεταδευτε-ροβάθμιας εκπαίδευσης,

(ii) είτε έναν από τους κύκλους εκπαίδευσης του Παραρτήματος Γ:

Νοείται ότι οποιοσδήποτε τίτλος εκπαίδευσης, ή οποιοδήποτε σύνολο τέτοιων τίτλων, έχει χορηγηθεί από αρμόδια αρχή σε κράτος μέλος, εφόσον πιστοποιεί εκπαίδευση που έχει πραγματοποιηθεί εντός της Κοινότητας και αναγνωρίζεται από αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους ως ισότιμου επιπέδου και εφόσον παρέχει τα ίδια δικαιώματα πρόσβασης σε νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα ή άσκησής του.

(β) Από τον οποίο προκύπτει ότι ο κάτοχος του διαθέτει τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα για την πρόσβαση σε επάγγελμα που είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο στο εν λόγω κράτος μέλος ή για την άσκηση του επαγγέλματος αυτού:

Νοείται ότι, η εκπαίδευση που πιστοποιείται από τον εν λόγω τίτλο έχει πραγματοποιηθεί κατά το μεγαλύτερο της μέρος στην Κοινότητα, ή εκτός Κοινότητας, σε εκπαιδευτικά ιδρύματα που παρέχουν εκπαίδευση σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ενός κράτους μέλους ή ο κάτοχος του εν λόγω τίτλου έχει τριετή επαγγελματική πείρα που βεβαιούται από το κράτος μέλος το οποίο έχει αναγνωρίσει έναν αποκτηθέντα σε κράτος μη μέλος τίτλο εκπαίδευσης˙

«δοκιμασία επάρκειας» έχει την έννοια που προσδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 12·

«επαγγελματική πείρα» σημαίνει την πραγματική και νόμιμη άσκηση σε ένα κράτος μέλος ενός επαγγέλματος που αντιστοιχεί προς ένα επάγγελμα που είναι κατοχυρωμένο στη Δημοκρατία·

«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·

«κατοχυρωμένη εκπαίδευση» σημαίνει την εκπαίδευση η οποία:

(α) Προετοιμάζει για την άσκηση ενός συγκεκριμένου επαγγέλματος· και

(β) συνίσταται σε κύκλο σπουδών που ενδεχομένως συμπληρώνεται από επαγγελματική εκπαίδευση, πρακτική εξάσκηση ή άσκηση του επαγγέλματος, των οποίων η διάρθρωση και το επίπεδο ρυθμίζονται από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του κράτους μέλους ή υπόκεινται σε έλεγχο ή έγκριση εκ μέρους της αρμόδιας προς τούτο αρχής·

«κατοχυρωμένη επαγγελματική δραστηριότητα» σημαίνει:

(α) Την επαγγελματική δραστηριότητα για την πρόσβαση στην οποία ή για την άσκησή της ή έναν από τους τρόπους άσκησης της σε ένα κράτος μέλος απαιτείται, αμέσως ή εμμέσως, βάσει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, η κατοχή τίτλου εκπαίδευσης ή βεβαίωσης επάρκειας. Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των προαναφερθέντων, τρόπους άσκησης μίας κατοχυρωμένης επαγγελματικής δραστηριότητας συνιστούν:

(i) Η άσκηση δραστηριότητας υπό επαγγελματικό τίτλο, εφόσον η χρήση αυτού του τίτλου επιτρέπεται μόνον στους κατόχους τίτλου εκπαίδευσης ή βεβαίωσης επάρκειας που καθορίζεται από τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του κράτους μέλους,

(ii) η άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας που αφορά στον τομέα της υγείας, εφόσον για την επί αμοιβή άσκηση αυτής της δραστηριότητας, ή/και την επιστροφή των ιατρικών δαπανών απαιτείται, σύμφωνα με το εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, η κατοχή τίτλου εκπαίδευσης ή βεβαίωσης επάρκειας, ή

(β) σε περίπτωση που δεν εφαρμόζεται το σημείο (i), εξομοιώνεται προς κατοχυρωμένη επαγγελματική δραστηριότητα, η επαγγελματική δραστηριότητα των μελών ένωσης ή οργάνωσης, στόχος της οποίας είναι, μεταξύ άλλων, η προαγωγή και η διατήρηση της στάθμης του οικείου επαγγέλματος σε υψηλά επίπεδα και, οι οποίες, για την επίτευξη αυτού του στόχου, τυγχάνουν αναγνώρισης υπό ειδική μορφή σε κράτος μέλος· και

(i) χορηγούν στα μέλη τους τίτλο εκπαίδευσης,

(ii) υποβάλλουν τα μέλη τους σε επαγγελματικούς κανόνες τους οποίους θεσπίζουν οι ίδιες, και

(iii) παρέχουν σ΄ αυτά το δικαίωμα να κάνουν χρήση τίτλου ή συντομογραφίας ή να επωφελούνται της ιδιότητας που αντιστοιχεί προς αυτόν τον τίτλο εκπαίδευσης˙

«κατοχυρωμένο επάγγελμα» σημαίνει τη κατοχυρωμένη επαγγελματική δραστηριότητα ή το σύνολο τέτοιων δραστηριοτήτων που αποτελούν το επάγγελμα αυτό σε ένα κράτος μέλος·

«Κοινότητα» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Κοινότητα·

«Κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και περιλαμβάνει τα κράτη μέλη του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και την Ελβετία·

«πρακτική άσκηση προσαρμογής» σημαίνει την άσκηση κατοχυρωμένου επαγγέλματος που πραγματοποιείται στη Δημοκρατία υπό την ευθύνη αναγνωρισμένου επαγγελματία·

«Πιστοποιητικό» σημαίνει οποιοδήποτε τίτλο εκπαίδευσης ή οποιοδήποτε σύνολο τέτοιων τίτλων:

(i) Που έχει χορηγηθεί από αρμόδια αρχή κράτους μέλους,

(ii) από το οποίο προκύπτει ότι o κάτοχός του, αφού παρακολούθησε κύκλο σπουδών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ολοκλήρωσε:

- είτε ένα κύκλο σπουδών ή επαγγελματικής εκπαίδευσης, εκτός εκείνων που οδηγούν στην παροχή «διπλώματος», σε εκπαιδευτικό ίδρυμα ή σε επιχείρηση ή εναλλάξ σε εκπαιδευτικό ίδρυμα και σε επιχείρηση, και τον οποίο, ενδεχομένως, συμπλήρωσε με την πρακτική άσκηση ή την άσκηση του επαγγέλματος, που απαιτείται επιπλέον αυτού του κύκλου,

- είτε την πρακτική άσκηση ή την περίοδο άσκησης του επαγγέλματος, που απαιτείται επιπλέον αυτού του κύκλου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ή

(iii) από το οποίο προκύπτει ότι ο κάτοχός του, αφού παρακολούθησε κύκλο σπουδών δευτεροβάθμιας τεχνικής ή επαγγελματικής εκπαίδευσης, ολοκλήρωσε ενδεχομένως:

- είτε ένα κύκλο σπουδών ή επαγγελματικής εκπαίδευσης, όπως αναφέρεται στη δεύτερη περίπτωση,

- είτε την πρακτική άσκηση ή την περίοδο εξάσκησης του επαγγέλματος, που απαιτείται επιπλέον αυτού του κύκλου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης τεχνικής ή επαγγελματικής κατεύθυνσης, και

(iv) από το οποίο προκύπτει ότι ο κάτοχός του διαθέτει τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα για την πρόσβαση σε επάγγελμα που είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο στο εν λόγω κράτος μέλος ή την άσκηση του επαγγέλματος αυτού, εφόσον η εκπαίδευση που πιστοποιείται από τον εν λόγω τίτλο έχει πραγματοποιηθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος της σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, σε εκπαιδευτικά ιδρύματα που παρέχουν εκπαίδευση σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ενός κράτους μέλους, ή εφόσον ο κάτοχός του έχει διετή επαγγελματική πείρα που βεβαιούται από το κράτος μέλος το οποίο έχει αναγνωρίσει έναν τίτλο εκπαίδευσης τρίτης χώρας:

Νοείται ότι, εξομοιώνεται με πιστοποιητικό κατά την έννοια των σημείων (i-iv), οποιοσδήποτε τίτλος εκπαίδευσης ή οποιοδήποτε σύνολο τέτοιων τίτλων, έχει χορηγηθεί από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, εφόσον πιστοποιεί εκπαίδευση που έχει πραγματοποιηθεί σε κράτος μέλος και αναγνωρίζεται από αρμόδια αρχή κράτους μέλους ως ισότιμου επιπέδου και εφόσον παρέχει τα ίδια δικαιώματα για την πρόσβαση σε ένα νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα ή για την άσκηση του επαγγέλματος αυτού·

«τρίτη χώρα» σημαίνει χώρα που δεν είναι κράτος μέλος.

Πεδίον εφαρμογής

3.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) ο παρών Νόμος εφαρμόζεται στους υπηκόους των κρατών μελών οι οποίοι επιθυμούν να ασκήσουν ως ελεύθεροι επαγγελματίες ή μισθωτοί, κατοχυρωμένο επάγγελμα στη Δημοκρατία.

(2) Οι Οδηγίες που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Β εφαρμόζονται και για την έναντι μισθού άσκηση των δραστηριοτήτων τις οποίες αφορούν.

(3) Εξαιρούνται των διατάξεων του παρόντος Νόμου τα επαγγέλματα τα οποία ρυθμίζονται με άλλη ειδική νομοθεσία κατ΄ εφαρμογή ειδικών Κοινοτικών Οδηγιών που καθιερώνουν αμοιβαία αναγνώριση διπλωμάτων μεταξύ των κρατών μελών,

και οι επαγγελματικές δραστηριότητες που διέπονται από τις Οδηγίες που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Α.

Σύστημα αναγνώρισης όταν απαιτείται δίπλωμα

4.-(1) Mε την επιφύλαξη της εφαρμογής του περί του Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμου του 2002, όταν η πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα ή η άσκησή του προϋποθέτει την κατοχή διπλώματος, όπως αυτό ορίζεται στον παρόντα Νόμο ή στον περί του Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμο του 2002, το αρμόδιο όργανο δεν μπορεί, επικαλούμενο την έλλειψη προσόντων, να αρνείται σε υπήκοο κράτους μέλους την πρόσβαση στο επάγγελμα αυτό ή την άσκηση του, υπό τους ίδιους όρους με τους ημεδαπούς, εφόσον ο αιτητής -

(α) Κατέχει το δίπλωμα, όπως ορίζεται στην ερμηνεία του όρου “δίπλωμα” του παρόντος νόμου ή στην ερμηνεία του όρου δίπλωμα στον περί του Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων Νόμο του 2002, και το οποίο επιβάλλεται από άλλο κράτος μέλος για την πρόσβαση στο εν λόγω επάγγελμα ή την άσκηση του και το οποίο έχει ληφθεί σε άλλο κράτος μέλος· ή

(β) έχει ασκήσει το επάγγελμα αυτό με πλήρη απασχόληση επί δύο έτη ή επί ισοδύναμο χρονικό διάστημα με μειωμένο ωράριο, κατά τη διάρκεια των δέκα τελευταίων ετών σε άλλο κράτος μέλος που δεν κατοχυρώνει αυτό το επάγγελμα ούτε κατά την έννοια που δίδεται στην ερμηνεία των όρων “κατοχυρωμένο επάγγελμα” και “κατοχυρωμένη επαγγελματική δραστηριότητα” ούτε κατά την έννοια που δίδεται στην ερμηνεία των όρων «κατοχυρωμένο επάγγελμα» και «κατοχυρωμένη επαγγελματική δραστηριότητα» στον περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων Νόμο του 2002, και έχει αποκτήσει έναν ή περισσότερους τίτλους εκπαίδευσης που έχουν χορηγηθεί από αρμόδια αρχή κράτους μέλους και οι οποίοι προετοίμασαν τον αιτούντα για την άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος και

(i) είτε πιστοποιούν ότι ο κάτοχός τους παρακολούθησε με επιτυχία κύκλο σπουδών μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, διαφορετικό από τον αναφερόμενο στην ερμηνεία του όρου “δίπλωμα” του Νόμου περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων, διάρκειας τουλάχιστον ενός έτους ή ισοδύναμης διάρκειας μερικής παρακολούθησης, για την πρόσβαση στον οποίο, κατά κανόνα, απαιτείται, μεταξύ άλλων, η ολοκλήρωση του κύκλου δευτεροβάθμιων σπουδών που απαιτείται για την πρόσβαση στην πανεπιστημιακή ή άλλη τριτοβάθμια εκπαίδευση και, ενδεχομένως, την επαγγελμα- τική εκπαίδευση που είναι ενσωματωμένη σ΄ αυτόν τον κύκλο σπουδών μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης,

(ii) είτε πιστοποιούν μία κατοχυρωμένη εκπαίδευση, όπως αναφέρεται στο Παράρτημα Δ. Σε περίπτωση που ο αιτών κατέχει τίτλο ή τίτλους που πιστοποιούν εκπαίδευση κατοχυρωμένη, δεν απαιτείται διετής επαγγελματική πείρα.

(2) Εξομοιώνεται προς τον τίτλο εκπαίδευσης που αναφέρεται στη παράγραφο (β) του εδαφίου (1), οποιοσδήποτε τίτλος εκπαίδευσης ή οποιοδήποτε σύνολο τέτοιων τίτλων έχει χορηγηθεί από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, εφόσον πιστοποιεί εκπαίδευση, που έχει αποκτηθεί στο έδαφος του και αναγνωρίζεται από αυτό ως ισοδύναμου επιπέδου, υπό τον όρο ότι η αναγνώριση αυτή έχει κοινοποιηθεί στα άλλα κράτη μέλη και στην Επιτροπή.

(3) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται όταν η πρόσβαση σε κατοχυρωμένο επάγγελμα ή η άσκησή του εξαρτάται από την κατοχή διπλώματος, όπως αυτό ορίζεται στην ερμηνεία του όρου “δίπλωμα” στον περί του Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων Νόμο του 2002, ένας από τους όρους χορήγησης του οποίου είναι η επιτυχής περάτωση κύκλου μεταδευτεροβάθμιων σπουδών διάρκειας άνω των τεσσάρων ετών.

Πρακτική άσκηση προσαρμογής

5.-(1) Οι λεπτομερείς κανόνες που αφορούν τη διεξαγωγή της πρακτικής άσκησης προσαρμογής καθορίζονται από το αρμόδιο όργανο, αφού λάβει υπόψη και το γεγονός ότι ο αιτητής είναι αναγνωρισμένος επαγγελματίας στο κράτος μέλος καταγωγής ή προέλευσής του.

(2) Η πρακτική άσκηση προσαρμογής -

(α) Υπόκειται σε αξιολόγηση από το αρμόδιο όργανο· και

(β) μπορεί κατά την κρίση του αρμόδιου οργάνου να συνοδεύεται από συμπληρωματική εκπαίδευση.

(3) Το νομικό καθεστώς του αιτητή στη Δημοκρατία κατά τη διάρκεια της πρακτικής άσκησης προσαρμογής καθορίζεται από το αρμόδιο όργανο.

Επιπρόσθετες απαιτήσεις για επαγγελματική πείρα

6.-(1) Το αρμόδιο όργανο δύναται να απαιτεί περαιτέρω από τον αιτούντα:

(α) Να αποδεικνύει ότι διαθέτει επαγγελματική πείρα, όταν η διάρκεια της εκπαίδευσης την οποία επικαλείται, σύμφωνα με τις παραγράφους (α) ή (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 4 είναι κατά ένα τουλάχιστον έτος κατώτερη από τη διάρκεια που απαιτείται στη Δημοκρατία:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η ελλείπουσα περίοδος εκπαίδευσης αφορά τον κύκλο μεταδευτεροβάθμιων σπουδών ή/και την επαγγελματική πρακτική εξάσκηση που πραγματοποιείται υπό την καθοδήγηση υπεύθυνου επαγγελματία και πιστοποιείται με εξετάσεις, η διάρκεια της απαιτούμενης επαγγελματικής πείρας δε μπορεί να υπερβαίνει το διπλάσιο της ελλείπουσας περιόδου εκπαίδευσης:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που η ελλείπουσα περίοδος εκπαίδευσης αφορά περίοδο εξάσκησης του επαγγέλματος που διεξάγεται με τη βοήθεια αναγνωρισμένου επαγγελματία, η διάρκεια της απαιτούμενης επαγγελματικής πείρας δε μπορεί να υπερβαίνει την ελλείπουσα περίοδο εκπαίδευσης. Όσον αφορά τα διπλώματα, η διάρκεια της εκπαίδευσης που αναγνωρίζεται ως ισοδύναμη υπολογίζεται σε συνάρτηση με την εκπαίδευση, η οποία ορίζεται στην ερμηνεία του ίδιου όρου. Κατά την εφαρμογή των ανωτέρω, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η επαγγελματική πείρα που αναφέρεται. Σε κάθε περίπτωση η διάρκεια στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 4 της απαιτούμενης επαγγελματικής πείρας δε μπορεί να υπερβαίνει τα τέσσερα έτη. Δεν απαιτείται επαγγελματική πείρα από τον αιτούντα, ο οποίος είναι κάτοχος διπλώματος που πιστοποιεί κύκλο σπουδών μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όπως ορίζεται στο Παράρτημα Γ του παρόντος Νόμου ή διπλώματος, όπως ορίζεται στην ερμηνεία του όρου “δίπλωμα” στον περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης Επαγγελμα-τικών Προσόντων Νόμο του 2002, και ο οποίος επιθυμεί να ασκήσει το επάγγελμα του στη Δημοκρατία όταν απαιτείται η κατοχή διπλώματος ή τίτλου εκπαίδευσης που πιστοποιεί έναν από τους κύκλους σπουδών που αναφέρονται στα Παραρτήματα Γ και Δ.

(β) Να πραγματοποιήσει πρακτική εξάσκηση προσαρμογής, επί τρία έτη κατ΄ ανώτατο όριο, ή να υποβληθεί σε δοκιμασία επάρκειας:

(i) Όταν η εκπαίδευση την οποία έχει λάβει σύμφωνα με τις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 4, αφορά τομείς θεωρητικών ή/και πρακτικών γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτονται από το δίπλωμα που απαιτείται στη Δημοκρατία όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2, ή στην ερμηνεία του όρου “δίπλωμα” που δίδεται στον περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων Νόμο του 2002:

Νοείται ότι, η πρακτική άσκηση προσαρμογής και η δοκιμασία επάρκειας δεν απαιτούνται παρά μόνο εάν εξακριβωθεί ότι οι γνώσεις που απέκτησε ο αιτών από την επαγγελματική πείρα του δεν είναι ικανές να καλύψουν, πλήρως ή εν μέρει, την ουσιώδη διαφορά που αναφέρεται στην παρούσα υποπαράγραφο, ή

(ii) όταν στην περίπτωση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 4 το κατοχυρωμένο επάγγελμα στη Δημοκρατία περιλαμβάνει μία ή περισσότερες κατοχυρωμένες επαγγελματικές δραστηριότητες οι οποίες δεν υφίστανται στο νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα στο κράτος μέλος καταγωγής ή προέλευσης του αιτούντος και η διαφορά αυτή έγκειται στην ειδική εκπαίδευση που απαιτείται στη Δημοκρατία και που αφορά τομείς γνώσεων θεωρητικών ή/και πρακτικών ουσιωδώς διαφορετικών από εκείνες που καλύπτονται από το δίπλωμα που προσκομίζει ο αιτών, όπως αυτό προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 4,

ή

(iii) όταν στην περίπτωση που προβλέπεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 4, το κατοχυρωμένο επάγγελμα στη Δημοκρατία περιλαμβάνει μια ή περισσότερες κατοχυ-ρωμένες επαγγελματικές δραστηριότητες, που δεν υφίστανται στο μη νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα, που ασκεί ο αιτών στο κράτος μέλος καταγωγής ή προέλευσης και η διαφορά έγκειται στην ειδική εκπαίδευση που απαιτείται στη Δημοκρατία και που αφορά τομείς θεωρητικών ή/και πρακτικών γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικών από εκείνες που καλύπτονται από τον ή τους τίτλους σπουδών, τους οποίους προσκομίζει ο αιτών. Οι διατάξεις των παραγράφων (α) και (β) δεν εφαρμόζονται σωρευτικά.

(2) Η επιλογή μεταξύ πρακτικής άσκησης προσαρμογής και δοκιμασίας επάρκειας ανήκει στον αιτούντα.

(3) Κατά παρέκκλιση των οριζόμενων στα εδάφια (1) και (2) το δικαίωμα της επιλογής δεν παρέχεται στον αιτούντα:

(α) Στην περίπτωση επαγγέλματος η άσκηση του οποίου απαιτεί επακριβή γνώση του εθνικού δικαίου και ως προς το οποίο η παροχή συμβουλών ή/και συνδρομής σε θέματα εθνικού δικαίου αποτελεί ουσιώδες και σταθερό στοιχείο της άσκησης των σχετικών επαγγελματικών δραστηριοτήτων· ή

(β) στην περίπτωση κατά την οποία η πρόσβαση στο επάγγελμα ή η άσκησή του εξαρτάται από την κατοχή διπλώματος, όπως αυτό ορίζεται στην ερμηνεία του όρου “δίπλωμα” στον περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων Νόμο του 2002, και του οποίου μια από τις προϋποθέσεις χορήγησης είναι η επιτυχής ολοκλήρωση κύκλου μεταδευτεροβάθμιων σπουδών διάρκειας μεγαλύτερης από τρία έτη ή ισοδύναμης διάρκειας μερικής παρακολούθησης και ο αιτών είναι κάτοχος είτε διπλώματος, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2, και έχει αποκτήσει ένα ή περισσότερους τίτλους εκπαίδευσης κατά την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 4 οι οποίοι δεν καλύπτονται από την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 4 του περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων Νόμου του 2002.

Σύστημα αναγνώρισης όταν απαιτείται δίπλωμα και ο αιτητής κατέχει πιστοποιητικό ή αντίστοιχο τίτλο εκπαίδευσης

7.-(1) Εάν η πρόσβαση σε κατοχυρωμένο επάγγελμα ή η άσκησή του προϋποθέτει την κατοχή διπλώματος, το αρμόδιο όργανο του άρθρου 15 δεν μπορεί να αρνείται σε υπήκοο κράτους μέλους την πρόσβαση στο επάγγελμα αυτό ή την άσκησή του, υπό τους ίδιους όρους με τους ημεδαπούς, επικαλούμενο την έλλειψη προσόντων, εφόσον:

(α) Ο αιτών κατέχει το πιστοποιητικό που επιβάλλεται από άλλο κράτος μέλος για την πρόσβαση στο ίδιο επάγγελμα ή την άσκησή του στο έδαφος του, και το οποίο έχει ληφθεί σε ένα κράτος μέλος· ή

(β) ο αιτών έχει ασκήσει το επάγγελμα αυτό με πλήρη απασχόληση επί δύο έτη στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας σε άλλο κράτος μέλος που δεν κατοχυρώνει αυτό το επάγγελμα κατά την έννοια του άρθρου 2 στην ερμηνεία των όρων “κατοχυρωμένο επάγγελμα” και “κατοχυρωμένη επαγγελματική δραστηριότητα” και κατέχει έναν ή περισσότερους τίτλους εκπαίδευσης που έχουν χορηγηθεί από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, έχουν προετοιμάσει τον κάτοχό τους για την άσκηση του επαγγέλματος αυτού και:

(i) είτε πιστοποιούν ότι ο κάτοχός τους, αφού παρακολούθησε κύκλο σπουδών δευτε-ροβάθμιας εκπαίδευσης ολοκλήρωσε,

- είτε κύκλο σπουδών ή επαγγελματικής εκπαίδευσης εκτός από τους αναφερόμενους στο άρθρο 2 στην ερμηνεία του όρου “πιστοποιητικό” σε εκπαιδευτικό ίδρυμα ή σε επιχείρηση, ή εναλλάξ, σε εκπαιδευτικό ίδρυμα και σε επιχείρηση, συμπληρωμένο, ενδεχομένως, με την περίοδο πρακτικής εξάσκησης ή την εξάσκηση του επαγγέλματος που εντάσσεται σ΄ αυτόν τον κύκλο σπουδών,

- είτε πρακτική εξάσκηση ή εξάσκηση του επαγγέλματος, που είναι ενσωματωμένα τμήματα στον εν λόγω κύκλο σπουδών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης·

(ii) είτε πιστοποιούν, ότι ο κάτοχος τους, αφού παρακολούθησε κύκλο σπουδών δευτεροβάθμιας τεχνικής ή επαγγελματικής εκπαίδευσης, ολοκλήρωσε, ενδεχομένως:

- είτε κύκλο σπουδών ή επαγγελματικής εκπαίδευσης όπως αναφέρεται στο στοιχείο (ι),

- είτε πρακτική εξάσκηση ή εξάσκηση του επαγγέλματος που είναι ενσωματωμένες στον εν λόγω κύκλο δευτεροβάθμιας τεχνικής ή επαγγελματικής εκπαίδευσης:

Νοείται ότι, δε μπορεί να απαιτείται η επαγγελματική πείρα που αναφέρεται στη παράγραφο (β), όταν ο τίτλος σπουδών που κατέχει ο αιτών και ο οποίος αναφέρεται στο παρόν άρθρο πιστοποιεί μια κατοχυρωμένη εκπαίδευση.

(2) Το αρμόδιο όργανο δύναται επιπρόσθετα να απαιτεί από τον αιτούντα να πραγματοποιήσει πρακτική εξάσκηση προσαρμογής επί τρία έτη κατ΄ ανώτατο όριο ή να υποβληθεί σε δοκιμασία επάρκειας. Η επιλογή μεταξύ πρακτικής άσκησης προσαρμογής και δοκιμασίας επάρκειας ανήκει στον αιτούντα:

Νοείται ότι, η πρακτική άσκηση προσαρμογής και η δοκιμασία επάρκειας δεν απαιτούνται παρά μόνο εάν εξακριβωθεί ότι οι γνώσεις που απέκτησε ο αιτών από την επαγγελματική πείρα του δεν είναι ικανές να καλύψουν, πλήρως ή εν μέρει, την ουσιώδη διαφορά μεταξύ του διπλώματος και του πιστοποιητικού.

Σύστημα αναγνώρισης όταν απαιτείται κατοχή πιστοποιητικού

8.-(1) Εάν στη Δημοκρατία η πρόσβαση σε κατοχυρωμένο επάγγελμα ή η άσκηση του προϋποθέτει την κατοχή πιστοποιητικού, το αρμόδιο όργανο δε μπορεί να αρνείται σε υπήκοο κράτους μέλους την πρόσβαση στο επάγγελμα αυτό ή την άσκησή του, υπό τους ίδιους όρους με τους ημεδαπούς, επικαλούμενο την έλλειψη προσόντων εφόσον:

(α) Ο αιτών κατέχει δίπλωμα όπως ορίζεται στο άρθρο 2 ή στην ερμηνεία του όρου “δίπλωμα” στον περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης Επαγγελμα-τικών Προσόντων Νόμο του 2002, ή το πιστοποιητικό που επιβάλλεται από άλλο κράτος μέλος για την πρόσβαση στο εν λόγω επάγγελμα ή την άσκησή του στο έδαφος του και το οποίο έχει ληφθεί σε ένα κράτος μέλος· ή

(β) ο αιτών έχει ασκήσει το επάγγελμα αυτό με πλήρη απασχόληση επί δύο έτη, ή επί ισοδύναμη περίοδο με μειωμένο ωράριο κατά τη διάρκεια των δέκα τελευταίων ετών σε άλλο κράτος μέλος που δεν κατοχυρώνει αυτό το επάγγελμα, κατά την έννοια που δίδεται στην ερμηνεία των όρων “κατοχυρωμένο επάγγελμα” και “κατοχυρωμένη επαγγελματική δραστηριότητα” στο άρθρο 2 και κατέχει έναν ή περισσότερους τίτλους εκπαίδευσης που έχουν χορηγηθεί από αρμόδια αρχή κράτους μέλους έχουν προετοιμάσει τον κάτοχο τους για την εξάσκηση αυτού του επαγγέλματος και οι οποίοι τίτλοι:

(i) είτε πιστοποιούν ότι ο κάτοχός τους, αφού παρακολούθησε επιτυχώς κύκλο σπουδών μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης διαφορετικό από εκείνο που αναφέρεται στην ερμηνεία του όρου “δίπλωμα” στον περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων Νόμο του 2002, διάρκειας τουλάχιστο ενός έτους ή ισοδύναμης διάρκειας μερικής παρακολούθησης, στον οποίο προϋπόθεση πρόσβασης κατά κανόνα αποτελεί μεταξύ άλλων η ολοκλήρωση του κύκλου των δευτεροβάθμιων σπουδών που απαιτείται για την πρόσβαση στην πανεπιστημιακή ή άλλη τριτοβάθμια εκπαίδευση και ότι παρα-κολούθησε με επιτυχία την επαγγελματική εκπαίδευση που, ενδεχομένως εντάσσεται σ΄ αυτόν τον κύκλο σπουδών μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης,

(ii) είτε πιστοποιούν ότι ο κάτοχος αφού παρακολούθησε κύκλο σπουδών δευτερο-βάθμιας εκπαίδευσης ολοκλήρωσε είτε κύκλο σπουδών ή επαγγελματικής εκπαίδευσης εκτός από τους αναφερόμενους στο στοιχείο (α) που παρέχεται σε εκπαιδευτικό ίδρυμα ή σε επιχείρηση, ή εναλλάξ σε εκπαιδευτικό ίδρυμα και σε επιχείρηση και που συμπληρώθηκε ενδεχομένως με την περίοδο πρακτικής εξάσκησης ή την άσκηση του επαγγέλματος που εντάσσεται σ΄ αυτόν τον κύκλο σπουδών, είτε πρακτική εξάσκηση ή άσκηση του επαγγέλματος, που εντάσσεται στον εν λόγω κύκλο δευτεροβάθμιων σπουδών,

(iii) είτε πιστοποιούν ότι ο κάτοχος αφού παρακολούθησε κύκλο σπουδών δευτερο-βάθμιας τεχνικής ή επαγγελματικής εκπαίδευσης ολοκλήρωσε ενδεχομένως:

- είτε κύκλο σπουδών ή επαγγελματικής εκπαίδευσης όπως ορίζεται στο στοιχείο (ii),

- είτε πρακτική εξάσκηση ή άσκηση του επαγγέλματος που εντάσσεται στον εν λόγω κύκλο σπουδών δευτεροβάθμιας τεχνικής ή επαγγελματικής εκπαίδευσης.

Η διετής επαγγελματική πείρα δεν απαιτείται όταν ο τίτλος ή οι τίτλοι εκπαίδευσης του αιτούντος, πιστοποιούν κατοχυρωμένη εκπαίδευση·

(γ) ο αιτών, ο οποίος δεν έχει ούτε δίπλωμα, ούτε πιστοποιητικό, ούτε τίτλο εκπαίδευσης, κατά την έννοια της παραγράφου (β), εδάφιο 1 του άρθρου 4 ή κατά την έννοια της παραγράφου (β) του παρόντος άρθρου, έχει ασκήσει το επάγγελμα με πλήρη απασχόληση σε άλλο κράτος μέλος το οποίο δεν κατοχυρώνει το επάγγελμα αυτό κατά την έννοια που δίδεται στην ερμηνεία των όρων “κατοχυρωμένο επάγγελμα” και “κατοχυρωμένη επαγγελματική δραστηριότητα” στο άρθρο 2, επί τρία συνεχή έτη ή για ισοδύναμο χρονικό διάστημα με μειωμένο ωράριο κατά τα προηγούμενα δέκα έτη.

(2) Εξομοιώνεται προς τον τίτλο εκπαίδευσης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) οποιοσδήποτε τίτλος εκπαίδευσης ή οποιοδήποτε σύνολο τέτοιων τίτλων έχει χορηγηθεί από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, εφόσον πιστοποιεί εκπαίδευση που έχει αποκτηθεί σε κράτος μέλος και αναγνωρίζεται από αυτό ως ισοδύναμου επιπέδου, υπό τον όρο ότι η αναγνώριση αυτή έχει κοινοποιηθεί στα άλλα κράτη μέλη και στην Επιτροπή.

Επιπρόσθετες απαιτήσεις

9. Επιπρόσθετα των όσων αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου 8 το αρμόδιο όργανο του άρθρου 15 δύναται να απαιτεί επιπλέον από τον αιτούντα:

(α) Την πραγματοποίηση πρακτικής άσκησης προσαρμογής επί δύο έτη κατ΄ ανώτατο όριο ή την υποβολή σε δοκιμασία επάρκειας, όταν η εκπαίδευση την οποία έλαβε σύμφωνα με τις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου 1 του άρθρου 8 καλύπτει θεωρητικούς ή/και πρακτικούς τομείς ουσιωδώς διαφορετικούς από αυτούς που καλύπτει το πιστοποιητικό, που απαιτείται στη Δημοκρατία ή όταν υπάρχουν διαφορές στα πεδία δραστηριότητας με αποτέλεσμα να απαιτείται ειδική εκπαίδευση σε θεωρητικούς ή/και πρακτικούς τομείς ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτει ο τίτλος εκπαίδευσης του αιτούντος. Η επιλογή μεταξύ πρακτικής άσκησης προσαρμογής και δοκιμασίας επάρκειας ανήκει στον αιτούντα:

Νοείται ότι, η πρακτική άσκηση προσαρμογής και η δοκιμασία επάρκειας δεν απαιτούνται παρά μόνο εάν εξακριβωθεί ότι οι γνώσεις που απέκτησε ο αιτών από την επαγγελματική πείρα του είναι ικανές να καλύψουν, πλήρως ή εν μέρει, την ουσιώδη διαφορά που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο.

(β) την πραγματοποίηση πρακτικής άσκησης προσαρμογής επί δύο έτη κατ΄ ανώτατο όριο ή την υποβολή σε δοκιμασία επάρκειας όταν, στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) εδάφιο (1) του άρθρου 8, ο αιτών δεν έχει ούτε δίπλωμα, ούτε πιστοποιητικό, ούτε τίτλο εκπαίδευσης. Η επιλογή μεταξύ πρακτικής άσκησης προσαρμογής και δοκιμασίας επάρκειας ανήκει στο αρμόδιο όργανο που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 15.

Σύστημα αναγνώρισης όταν απαιτείται βεβαίωση επάρκειας

10. Όταν η πρόσβαση σε κατοχυρωμένο επάγγελμα ή η πρακτική άσκησή του προϋποθέτει την κατοχή βεβαίωσης επάρκειας, το αρμόδιο όργανο δεν μπορεί να αρνείται σε υπήκοο κράτους μέλους την πρόσβαση στο επάγγελμα αυτό ή την άσκηση του, υπό τους ίδιους όρους με τους ημεδαπούς, επικαλούμενο την έλλειψη τυπικών προσόντων:

(α) Εάν ο αιτών κατέχει βεβαίωση επάρκειας που απαιτείται από άλλο κράτος μέλος για την πρόσβαση στο ίδιο επάγγελμα στο έδαφός του, ή την άσκησή του, και η οποία ελήφθη σε άλλο κράτος μέλος· ή

(β) εάν ο αιτών αποδεικνύει ότι έχει προσόντα που απέκτησε σε άλλα κράτη μέλη, και που παρέχουν ισοδύναμες εγγυήσεις ιδίως όσον αφορά την υγεία, την ασφάλεια, την προστασία του περιβάλλοντος και των καταναλωτών, με εκείνες που απαιτούν οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις της Δημοκρατίας.

Σύστημα αναγνώρισης όταν απαιτείται τίτλος γενικής πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης

11. Όταν, η πρόσβαση σε κατοχυρωμένο επάγγελμα ή η άσκηση του προϋποθέτει μόνο την κατοχή τίτλου που πιστοποιεί γενική εκπαίδευση επιπέδου πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, το αρμόδιο όργανο δεν μπορεί να αρνείται σε υπήκοο κράτους μέλους την πρόσβαση στο επάγγελμα αυτό ή την άσκηση του, υπό τους ιδίους όρους με τους ημεδαπούς, επικαλούμενο την έλλειψη προσόντων, αν ο αιτών κατέχει τίτλο εκπαίδευσης ισοδύναμου επιπέδου που χορηγήθηκε σε άλλο κράτος μέλος:

Νοείται ότι, ο τίτλος εκπαίδευσης πρέπει, στο κράτος μέλος που χορηγείται, να χορηγείται από αρμόδια αρχή η οποία έχει οριστεί σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του κράτους μέλους αυτού.

Δοκιμασία επάρκειας

12.-(1) Η δοκιμασία επάρκειας στην οποία μπορεί να υποβληθεί ο αιτητής με βάση τα άρθρα 6, 7 και 9 -

(α) Αφορά αποκλειστικά τις επαγγελματικές του γνώσεις· και

(β) έχει ως σκοπό να διαπιστωθεί η ικανότητα του αιτητή να ασκήσει το κατοχυρωμένο επάγγελμα στη Δημοκρατία, λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι ο αιτητής είναι αναγνωρισμένος επαγγελματίας στο κράτος μέλος καταγωγής ή προέλευσής του.

(2) Το αρμόδιο όργανο επιλέγει τα θέματα στα οποία οι αιτητές μπορούν να εξεταστούν στη δοκιμασία επάρκειας, ως ακολούθως:

(α) Καταρτίζει κατάλογο με τα θέματα τα οποία, με βάση τη σύγκριση της εκπαίδευσης που απαιτείται στη Δημοκρατία για την άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος με την εκπαίδευση του αιτητή δεν καλύπτονται από το δίπλωμα ή τους τίτλους που απέκτησε ο αιτητής· και

(β) από τα θέματα που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου, επιλέγονται για τη δοκιμασία επάρκειας αυτά των οποίων η γνώση αποτελεί βασική προϋπόθεση για την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος στη Δημοκρατία.

(3) Ο αναφερόμενος στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) έλεγχος, δύναται να αφορά και γνώση των σχετικών με το επάγγελμα κανόνων δεοντολογίας που ισχύουν στη Δημοκρατία.

(4) Οι λεπτομερείς κανόνες που αφορούν στην εφαρμογή της δοκιμασίας επάρκειας καθώς και το νομικό καθεστώς του αιτητή στη Δημοκρατία που επιθυμεί να υποβληθεί σε δοκιμασία επάρκειας καθορίζονται από το αρμόδιο όργανο.

Αποδεικτικά στοιχεία

13.-(1) Όταν για την πρόσβαση ή την άσκηση κατοχυρωμένου επαγγέλματος στη Δημοκρατία απαιτείται η προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με -

(α) Την εντιμότητα, το ήθος, ή τη μη κήρυξη σε πτώχευση· ή

(β) περί μη αναστολής ή μη απαγόρευσης της άσκησης του κατοχυρωμένου επαγγέλματος σε περίπτωση σοβαρού επαγγελματικού παραπτώ-ματος ή ποινικού αδικήματος, επαρκή απόδειξη αποτελούν:

(i) Τα οικεία πιστοποιητικά που έχουν εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ή προέλευσης και από τα οποία προκύπτει ότι πληρούνται οι όροι αυτοί, ή

(ii) εάν τα αναφερόμενα στο σημείο (i) της παραγράφου (β) πιστοποιητικά δεν προβλέπονται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους καταγωγής ή προέλευσης, ένορκη δήλωση του αιτητή ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου ή, σε κράτος μέλος όπου δεν προβλέπεται όρκος αυτού του είδους, επίσημη δήλωση στην οποία προβαίνει ο αιτητής ενώπιον αρμόδιας δικαστικής ή διοικητικής αρχής ή, κατά περίπτωση, ενώπιον συμβολαιογράφου ή αναγνωρισμένης επαγγελματικής οργάνωσης του κράτους μέλους καταγωγής ή προέλευσης που εκδίδουν πιστοποιητικά που βεβαιώνουν την αυθεντικότητα του όρκου ή της επίσημης δήλωσης.

(2) Όταν για την πρόσβαση ή την άσκηση κατοχυρωμένου επαγγέλματος στη Δημοκρατία απαιτείται η προσκόμιση πιστοποιητικού σωματικής ή/και ψυχικής υγείας, επαρκή απόδειξη αποτελεί -

(α) Το προσκομιζόμενο έγγραφο που απαιτείται για το σκοπό αυτό στο κράτος μέλος καταγωγής ή προέλευσης· ή

(β) εάν το αναφερόμενο στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) πιστοποιητικό δεν προβλέπεται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους καταγωγής ή προέλευσης, η προσκομιζόμενη βεβαίωση που χορηγείται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αυτού, η οποία αντιστοιχεί στο πιστοποιητικό σωματικής ή/και ψυχικής υγείας, που εκδίδεται για το σκοπό αυτό στη Δημοκρατία.

(3) Τα έγγραφα που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2), πρέπει να έχουν εκδοθεί το πολύ τρεις μήνες πριν από την ημερομηνία υποβολής τους στο αρμόδιο όργανο.

(4) Όταν για την πρόσβαση ή την άσκηση κατοχυρωμένου επαγγέλματος στη Δημοκρατία απαιτείται όρκος ή επίσημη δήλωση και ο τύπος του όρκου ή της δήλωσης αυτής δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον ενδιαφερόμενο, όταν αυτός είναι υπήκοος άλλου κράτους μέλους, αυτός υποβάλλεται σε κατάλληλο τύπο όρκου ή σε επίσημη δήλωση που αντιστοιχεί στον προαναφερόμενο τύπο.

(5) Όταν για την πρόσβαση ή την άσκηση κατοχυρωμένου επαγγέλματος στη Δημοκρατία απαιτείται η προσκόμιση πιστοποιητικού οικονομικής επάρκειας, τα προσκομιζόμενα πιστοποιητικά που εκδίδουν τράπεζες στο κράτος μέλος καταγωγής ή προέλευσης θεωρούνται ως ισοδύναμα με εκείνα που εκδίδονται από τις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας.

(6)(α) Όταν για την πρόσβαση ή την άσκηση κατοχυρωμένου επαγγέλματος στη Δημοκρατία απαιτείται η προσκόμιση πιστοποιητικού ασφαλιστικής κάλυψης έναντι αστικής ευθύνης, τα πιστοποιητικά που εκδίδουν ασφαλιστικές επιχειρήσεις άλλου κράτους μέλους θεωρούνται ως ισοδύναμα με εκείνα που εκδίδονται από εταιρείες που εδρεύουν στη Δημοκρατία·

(β) τα αναφερόμενα στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου πιστοποιητικά, βεβαιώνουν ότι ο ασφαλιστής τηρεί τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις που ισχύουν στη Δημοκρατία όσον αφορά τους όρους και την έκταση της ασφαλιστικής κάλυψης·

(γ) τα πιστοποιητικά που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου, πρέπει να έχουν εκδοθεί το πολύ τρεις μήνες πριν από την ημερομηνία υποβολής τους στα αρμόδια όργανα.

Δικαίωμα χρήσης επαγγελματικού και ακαδημαϊκού τίτλου

14.-(1) Σ΄ όλους όσους ασκούν, κατά τους όρους του παρόντος Νόμου κατοχυρωμένο επάγγελμα στη Δημοκρατία το αρμόδιο όργανο του άρθρου 15, αναγνωρίζει το δικαίωμα να φέρουν τον επαγγελματικό τίτλο που αντιστοιχεί στο επάγγελμα αυτό, να συνοδεύουν δε τον επαγγελματικό τίτλο με το νόμιμο τίτλο εκπαίδευσης, τον οποίο απέκτησαν στο κράτος μέλος καταγωγής ή προέλευσης και ενδεχομένως την σύντμησή του στη γλώσσα του κράτους αυτού. Το αρμόδιο όργανο μπορεί να επιβάλει να συνοδεύεται ο τίτλος αυτός από το όνομα και τον τόπο του εκπαιδευτικού ιδρύματος ή της εξεταστικής επιτροπής που τον χορήγησε.

(2) Όταν ένα επάγγελμα κατοχυρώνεται στη Δημοκρατία από ένωση ή οργάνωση που αναφέρεται στην ερμηνεία του όρου “κατοχυρωμένη επαγγελματική δραστηριότητα”, οι υπήκοοι των κρατών μελών δικαιούνται να φέρουν τον επαγγελματικό τίτλο ή τη σχετική σύντμηση που απονέμει η ένωση ή οργάνωση αυτή, μόνο εφόσον αποδεικνύουν ότι είναι μέλη της.

(3) Όταν η ένωση ή η οργάνωση εξαρτά την ιδιότητα του μέλους της από την ύπαρξη ορισμένων προσόντων, μπορεί να εφαρμόσει την απαίτηση αυτή σε υπηκόους άλλων κρατών μελών κατόχους διπλώματος κατά την έννοια που δίδεται στην ερμηνεία του όρου «δίπλωμα», στο άρθρο 2, ή πιστοποιητικού κατά την έννοια που δίδεται στην ερμηνεία του όρου “πιστοποιητικό” στο ίδιο άρθρο, ή τίτλου εκπαίδευσης κατά την έννοια της παραγράφου (β) εδάφιο (1) του άρθρου 4 ή της παραγράφου (β) εδάφιο (1) του άρθρου 7, ή του άρθρου 11, μόνο υπό τους όρους του παρόντος νόμου και ιδίως των άρθρων 4,6 και 7.