ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ Εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης
Αρμόδια δικαστική αρχή εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης

11. (1) Αρμόδια δικαστική αρχή για την σύλληψη και κράτηση του εκζητουμένου και την απόφαση εκτέλεσης για την παράδοση ή μη του εκζητουμένου είναι:

(α) Ο αρμόδιος Επαρχιακός Δικαστής στην περιφέρεια του οποίου ευρίσκεται ή πιστεύεται ότι ευρίσκεται ο εκζητούμενος.

(β) Επαρχιακός Δικαστής Λευκωσίας στην περίπτωση που είναι άγνωστη η διαμονή του εκζητουμένου.

(2) Όταν ο εκζητούμενος συγκατατίθεται να παραδοθεί στο κράτος έκδοσης του εντάλματος, αρμόδια δικαστική αρχή για την έκδοση της απόφασης εκτέλεσης του εντάλματος είναι ο Επαρχιακός Δικαστής, στην περιφέρεια του οποίου διαμένει ή συλλαμβάνεται ο εκζητούμενος.

(3) Όταν ο εκζητούμενος δεν συγκατατίθεται να παραδοθεί στο κράτος έκδοσης του εντάλματος, αρμόδια δικαστική αρχή για την έκδοση της απόφασης εκτέλεσης του εντάλματος είναι Επαρχιακός Δικαστής στην περιφέρεια του οποίου διαμένει ή συλλαμβάνεται ο εκζητούμενος.

Εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης

12. (1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 13 έως 15 του παρόντος Νόμου, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκτελείται εφόσον:

(α) Η πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, συνιστά έγκλημα το οποίο τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους που το εκδίδει και είναι αξιόποινη σύμφωνα και με τους Κυπριακούς ποινικούς νόμους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού. Στις περιπτώσεις που η αξιόποινη πράξη συνιστά έγκλημα περί φόρων, τελών, τελωνείων και συναλλάγματος δεν αποτελεί λόγο άρνησης εκτέλεσης του εντάλματος η διαπίστωση ότι το Κυπριακό κράτος δεν επιβάλλει ιδίου τύπου φόρους ή τέλη ή δεν προβλέπει ιδίου τύπου ρύθμιση περί φόρων, τελών, τελωνείων και συναλλάγματος με εκείνη του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος.

(β) Τα δικαστήρια του κράτους έκδοσης του εντάλματος καταδίκασαν τον εκζητούμενο σε ποινή ή μέτρο ασφαλείας, στερητικά της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων (4) μηνών για αξιόποινη πράξη.

(2) Η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης επιτρέπεται, χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου, για τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις, όπως αυτές ορίζονται από το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, εφόσον τιμωρούνται στο κράτος αυτό με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφάλειας, ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον τριών (3) ετών:

(α) Εγκληματική οργάνωση,

(β) τρομοκρατικές πράξεις,

(γ) εμπορία ανθρώπων και σωματεμπορία,

(δ) σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκων, πορνογραφία ανηλίκων,

(ε) παράνομη εμπορία και διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών,

(στ) παράνομη εμπορία και διακίνηση όπλων, πυρομαχικών και εκρηκτικών,

(ζ) εγκλήματα διαφθοράς,

(η) εγκλήματα σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

(θ) νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες,

(ι) εγκλήματα σχετικά με το νόμισμα, περιλαμβανομένου του ευρώ,

(ια) εγκλήματα σχετικά με ηλεκτρονικούς υπολογιστές,

(ιβ) εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, περιλαμβανομένου του παράνομου εμπορίου απειλουμένων ζωϊκών ειδών και του παράνομου εμπορίου απειλουμένων φυτικών ειδών και φυτικών ποικιλιών.

(ιγ) παροχή βοήθειας για παράνομη είσοδο και διαμονή,

(ιδ) φόνος, βαριά σωματική βλάβη,

(ιε) παράνομο εμπόριο ανθρωπίνων οργάνων και ιστών,

(ιστ) απαγωγή, παράνομη κατακράτηση, αρπαγή και ομηρία,

(ιζ) ρατσισμός και ξενοφοβία,

(ιη) οργανωμένες ή ένοπλες ληστείες και κλοπές,

(ιθ) παράνομη εμπορία πολιτιστικών αγαθών, περιλαμβανομένων των αρχαιοτήτων και των έργων τέχνης,

(κ) απάτη,

(κα) εκβίαση,

(κβ) παράνομη απομίμηση και πειρατεία προϊόντων,

(κγ) πλαστογραφία δημοσίων εγγράφων και εμπορία πλαστών εγγράφων,

(κδ) πλαστογραφία μέσων πληρωμής,

(κε) λαθρεμπορία ορμονικών ουσιών και άλλων αυξητικών παραγόντων,

(κστ) λαθρεμπορία πυρηνικών και ραδιενεργών ουσιών,

(κζ) εμπορία κλεμμένων οχημάτων,

(κη) βιασμός,

(κθ) εμπρησμός με πρόθεση,

(λ) εγκλήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου,

(λα) αεροπειρατεία και πειρατεία,

(λβ) δολιοφθορά.

Λόγοι υποχρεωτικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης

13. Η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αρνείται την εκτέλεση του εντάλματος στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Αν η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, καλύπτεται από αμνηστία σύμφωνα με τους Κυπριακούς ποινικούς νόμους, εφόσον η Κυπριακή Δημοκρατία είχε την αρμοδιότητα για τη δίωξη αυτής της αξιόποινης πράξης,

(β) αν από τις πληροφορίες που διαθέτει η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος προκύπτει ότι ο εκζητούμενος έχει δικασθεί τελεσιδίκως για τις ίδιες πράξεις από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση,

(γ) αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, είναι ανεύθυνο ποινικά λόγω της ηλικίας του για την αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ένταλμα, σύμφωνα με τους Κυπριακούς ποινικούς νόμους,

(δ) αν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς το σκοπό της δίωξης ή τιμωρίας προσώπου λόγω του φύλου, της φυλής, της θρησκείας, της εθνοτικής καταγωγής, της ιθαγένειας, της γλώσσας, των πολιτικών φρονημάτων, ή του γενετήσιου προσανατολισμού του.

Λόγοι προαιρετικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης

14.-(1) Η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δύναται να αρνηθεί την εκτέλεση του εντάλματος στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, διώκεται στην Κυπριακή Δημοκρατία για την ίδια αξιόποινη πράξη με εκείνη που αναφέρεται στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης,

(β) αν οι Κυπριακές αρχές αποφάσισαν είτε να μην ασκήσουν ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, είτε να παύσουν τη δίωξη,

(γ) αν έχει επέλθει παραγραφή της ποινικής δίωξης ή της ποινής σύμφωνα με τους νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας και η αξιόποινη πράξη υπάγεται στην αρμοδιότητα των Κυπριακών δικαστικών αρχών σύμφωνα με τους Κυπριακούς Ποινικούς νόμους,

(δ) αν ο εκζητούμενος έχει δικασθεί αμετακλήτως για την αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να κωλύεται η μεταγενέστερη άσκηση δίωξης,

(ε) αν από τις πληροφορίες που διαθέτει η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος προκύπτει ότι ο εκζητούμενος έχει δικασθεί αμετακλήτως για τις ίδιες πράξεις σε τρίτη χώρα, εφόσον, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση,

(στ) αν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί για αξιόποινη πράξη, η οποία: (i) θεωρείται κατά τον Κυπριακό ποινικό νόμο ότι τελέστηκε εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας ή σε εξομοιούμενο προς αυτό τόπο ή (ii) τελέστηκε εκτός του εδάφους του Κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και κατά τους Κυπριακούς ποινικούς νόμους δεν επιτρέπεται η δίωξη για την ίδια αξιόποινη πράξη που διαπράττεται εκτός του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας,

(ζ) αν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς το σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου ασφαλείας, στερητικών της ελευθερίας, εφόσον ο εκζητούμενος είναι ημεδαπός ή κατοικεί ή διαμένει στην Κύπρο και η Κυπριακή Δημοκρατία αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει την ποινή ή το μέτρο ασφαλείας σύμφωνα με τους ποινικούς της νόμους.

(2)  Επιπροσθέτως των διατάξεων του εδαφίου (1), η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δύναται να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που έχει εκδοθεί με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας, σε περίπτωση που ο εκζητούμενος δεν εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, εκτός εάν στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αναφέρεται ότι, βάσει δικονομικών απαιτήσεων που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης, ο εκζητούμενος-

(α) εν ευθέτω χρόνω-

(i) είτε είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως και με την κλήτευση είχε ενημερωθεί σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, είτε είχε δι’ άλλων μέσων ενημερωθεί πραγματικά και επισήμως για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης αυτής, κατά τρόπον ώστε να αποδεικνύεται σαφώς ότι τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης· και

(ii)είχε ενημερωθεί ότι δύναται να εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση που δεν εμφανισθεί στη δίκη· ή

(β) τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, είχε δώσει εντολή σε δικηγόρο, τον οποίον διόρισε είτε ίδιος είτε το κράτος, να τον ή την εκπροσωπήσει στη δίκη και όντως εκπροσωπήθηκε στη δίκη από τον εν λόγω δικηγόρο· ή

(γ) αφού του επεδόθη η απόφαση και ενημερώθηκε ρητά για το δικαίωμά του να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικό μέσο, σε διαδικασία όπου δικαιούται να παρίσταται και όπου η ουσία της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, επανεξετάζεται και η δίκη δύναται να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφασης-

(i) έχει δηλώσει ρητώς ότι δεν αμφισβητεί την απόφαση· ή

(ii) δεν έχει ζητήσει να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο εντός της ταχθείσας προθεσμίας· ή

(δ) δεν έλαβε προσωπικά επίδοση της απόφασης αλλά-

(i) η απόφαση θα του επιδοθεί προσωπικά και αμελλητί μετά την παράδοσή του και θα ενημερωθεί ρητά για το δικαίωμά του να δικασθεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, σε διαδικασία όπου δικαιούται να παρίσταται  και όπου η ουσία της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, επανεξετάζεται και η διαδικασία αυτή δύναται να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφασης· και

(ii) θα ενημερωθεί σχετικά με την προθεσμία εντός της οποίας δικαιούται να ζητήσει να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, ως προβλέπεται στο σχετικό ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

(3) Σε περίπτωση που το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας υπό τους όρους της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) ανωτέρω και ο εκζητούμενος δεν έχει λάβει προηγουμένως επίσημη ενημέρωση για την ύπαρξη δικαστικής διαδικασίας εναντίον του, ο εκζητούμενος έχει το δικαίωμα, κατά την ενημέρωσή του για το περιεχόμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και προτού παραδοθεί στις αρμόδιες αρχές εκτέλεσης, να ζητήσει να λάβει αντίγραφο της απόφασης. Μόλις η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος ενημερωθεί για το ως άνω αίτημα του εκζητουμένου, παρέχει ευθύς στον εκζητούμενο, μέσω της δικαστικής αρχής εκτέλεσης του εντάλματος, αντίγραφο της απόφασης:

Νοείται ότι σε καμία περίπτωση το αίτημα του εκζητουμένου για λήψη αντιγράφου απόφασης δεν καθυστερεί τη διαδικασία παράδοσής του ή την απόφαση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης:

Νοείται, περαιτέρω, ότι η διαβίβαση της απόφασης στον εκζητούμενο γίνεται αποκλειστικά για ενημερωτικούς σκοπούς και δεν κινεί τις όποιες προθεσμίες ενδέχεται να ισχύουν για αίτηση επανεκδίκασης της υπόθεσης ή άσκησης έφεσης.

(4) Σε περίπτωση που ο εκζητούμενος παραδίδεται υπό τους όρους της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) ανωτέρω και έχει ζητήσει επανεκδίκαση της υπόθεσης ή άσκηση έφεσης, μέχρι την ολοκλήρωση της επανεκδίκασης ή της έφεσης η κράτηση του εκζητουμένου επανεξετάζεται, ανά τακτά διαστήματα ή κατόπιν αίτησης του εκζητουμένου, στη βάση του δικαίου του κράτους έκδοσης. Η επανεξέταση παρέχει ειδικότερα  τη δυνατότητα αναστολής ή διακοπής της κράτησης. Η επανεκδίκαση της υπόθεσης ή η άσκηση της έφεσης αρχίζει εν ευθέτω χρόνω μετά την παράδοση.

Εγγυήσεις για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης

15. (1) Αν η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη ή με μέτρο στερητικό της ελευθερίας εφ΄ όρου ζωής, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από την αρμόδια δικαστική αρχή μπορεί να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι στο νομικό σύστημα του κράτους έκδοσης του εντάλματος ισχύουν διατάξεις για την επανεξέταση της επιβληθείσας ποινής - κατ΄ αίτηση ή το αργότερο μετά την πάροδο είκοσι (20) ετών - ή για την εφαρμογή των μέτρων επιείκειας που προβλέπει υπέρ του προσώπου του δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος και τα οποία αποσκοπούν στην μη εκτέλεση μιας τέτοιας ποινής ή μέτρου.

(2) Αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό της δίωξης, είναι ημεδαπός ή κατοικεί στην Κυπριακή Δημοκρατία, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από την αρμόδια δικαστική αρχή μπορεί να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι ο εκζητούμενος, μετά από ακρόαση του, θα διαμεταχθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία, ώστε να εκτίσει σ΄ αυτό την στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που θα απαγγελθεί εναντίον του στο κράτος έκδοσης του εντάλματος.

Παραλαβή του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης

16.(1) Όταν η κεντρική αρχή λαμβάνει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης μεριμνά για τη σύλληψη του εκζητούμενου προσώπου.

(2)(α) Σε περίπτωση επείγουσας φύσης η αρμόδια δικαστική αρχή του κράτους εκτέλεσης δύναται να εκδώσει προσωρινό ένταλμα σύλληψης εκζητούμενου προσώπου για το οποίο εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ή για το οποίο υπάρχουν πληροφορίες ότι κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης προτίθεται να εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και πριν τη διαβίβαση ή την έκδοσή του, ανάλογα με την περίπτωση, αφού υποβληθεί σχετική αίτηση από το κράτος έκδοσης ταχυδρομικώς, τηλεγραφικώς, διά της Διεθνούς Οργάνωσης Εγκληματολογικής Αστυνομίας ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ζητείται η έκδοση προσωρινού εντάλματος σύλληψης εκζητουμένου προσώπου στη βάση πληροφοριών ότι κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης προτίθεται να εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψής του η σχετική αίτηση του κράτους έκδοσης περιλαμβάνει το ένταλμα σύλληψης του εκζητουμένου αυτού προσώπου που εκδόθηκε από τις αρχές του κράτους έκδοσης ή την απόφαση για την επιβολή ποινής φυλάκισης.

(β) Η αναφερόμενη στην παράγραφο (α) προσωρινή σύλληψη δεν μπορεί να υπερβαίνει τις οκτώ (8) ημέρες από την ημερομηνία σύλληψης του εκζητούμενου προσώπου.

(γ) Αν δεν ληφθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εντός της προθεσμίας η οποία προνοείται στην παράγραφο (β) του παρόντος εδαφίου ο συλληφθείς αφήνεται ελεύθερος:

Νοείται ότι, η απελευθέρωση του συλληφθέντος δεν αντίκειται σε νεότερη σύλληψη, εάν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ληφθεί μεταγενέστερα.

Σύλληψη και δικαιώματα του εκζητουμένου

17. (α) Όταν ο εκζητούμενος συλλαμβάνεται βάσει του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, οδηγείται το συντομότερο δυνατόν και εν πάση περιπτώσει εντός 24 ωρών σε αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστή. Ο Επαρχιακός Δικαστής, αφού ικανοποιηθεί για την ταυτότητά του, τον ενημερώνει για την ύπαρξη και το περιεχόμενο του εντάλματος, για το δικαίωμά του να προσφύγει στις υπηρεσίες δικηγόρου και διερμηνέα καθώς και για τη δυνατότητα που παρέχεται να συγκατατεθεί στην παράδοσή του στο κράτος έκδοσης του εντάλματος.

(β) Όσον αφορά στο περιεχόμενο του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο, ο εκζητούμενος έχει τα ακόλουθα δικαιώματα:

(i) Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο εντός προθεσμίας και κατά τρόπο που να επιτρέπει στον εκζητούμενο να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματά του και σε κάθε περίπτωση χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας του·

(ii) το δικαίωμα συνάντησης και επικοινωνίας με το δικηγόρο που τον εκπροσωπεί·

(iii) το δικαίωμα να ζητά την παρουσία και τη συμμετοχή του δικηγόρου του κατά την εξέτασή του από τον αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστή, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι, στην περίπτωση που συμμετέχει δικηγόρος κατά την εξέταση, το γεγονός αυτό καταγράφεται στο σχετικό φάκελο μαζί με την ημερομηνία και ώρα που ασκήθηκε αυτό το δικαίωμα.

(γ) Τα δικαιώματα που προβλέπονται στα άρθρα 3, 5, 6, 11, 12, 15 και 16 του περί των Δικαιωμάτων Προσώπων που Συλλαμβάνονται και Τελούν υπό Κράτηση Νόμου εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στις διαδικασίες που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο.

(1Α) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), διασφαλίζεται η άμεση παροχή στον εκζητούμενο ενός εγγράφου δικαιωμάτων, σε απλή και κατανοητή σε αυτόν γλώσσα, με πληροφορίες για τα δικαιώματά του, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(2) Ο συλληφθείς δικαιούται ο ίδιος ή μέσω του συνηγόρου του να ζητήσει και να λάβει αντίγραφα όλων των εγγράφων με δική του δαπάνη.

(3) Με την καταχώρηση στο Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν (SIS), σύμφωνα με το άρθρο 95 της Σύμβασης του έτους 1990 περί εφαρμογής της Συμφωνίας Σένγκεν του έτους 1985, η οποία καταχώρηση δεν αποτελεί ακόμη ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, όταν οι σχετικές πρόνοιες της Σύμβασης εφαρμοστούν στην Κυπριακή Δημοκρατία, είναι δυνατό να γίνει η σύλληψη του εκζητούμενου με εντολή του αρμόδιου Δικαστή. Η κράτηση του εκζητουμένου μπορεί να διαρκέσει είκοσι (20) ημέρες, εντός των οποίων πρέπει να παραληφθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί από τον αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστή αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι. Για την παράταση αυτή, ο Επαρχιακός Δικαστής ενημερώνει τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος. Σε κάθε περίπτωση μετά την παρέλευση σαράντα (40) ημερών από τη σύλληψη, ο κρατούμενος απολύεται.

(4) Αν ο συλληφθείς κατά τις προηγούμενες παραγράφους αμφισβητεί την ταυτότητά του, ο Δικαστής αποφασίζει αμετάκλητα εντός πέντε (5) ημερών, αφού ακούσει τον συλληφθέντα και το συνήγορό του.

(5) Ο αρμόδιος Επαρχιακός Δικαστής ενημερώνει τον εκζητούμενο, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας του, ότι έχει δικαίωμα να ορίσει δικηγόρο στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος:

Νοείται ότι, ο δικηγόρος στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος βοηθά το δικηγόρο στη Δημοκρατία με την παροχή πληροφοριών και συμβουλών προς τον τελευταίο, ώστε ο εκζητούμενος να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματά του δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(6) (α) Σε περίπτωση που ο εκζητούμενος επιθυμεί να ασκήσει το δικαίωμά του να ορίσει δικηγόρο στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος και δεν έχει ήδη τέτοιο δικηγόρο, η αρμόδια αρχή ενημερώνει ταχέως την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος.

(β) Σε περίπτωση που το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος είναι η Δημοκρατία, η τελευταία παρέχει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στον εκζητούμενο πληροφορίες που τον διευκολύνουν να ορίσει δικηγόρο στη Δημοκρατία.

(γ) Χωρίς περιορισμό των διατάξεων της παραγράφου (β), παρέχεται στον εκζητούμενο κατάλογος στον οποίο καταγράφεται το όνομα και ο αριθμός τηλεφώνου όλων των δικηγόρων που είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο των Δικηγόρων που Ασκούν το Επάγγελμα, που τηρείται δυνάμει των διατάξεων του περί Δικηγόρων Νόμου και ο οποίος καταρτίζεται για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και αναθεωρείται σε τακτά χρονικά διαστήματα από το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου.

(7) Το δικαίωμα  του εκζητούμενου να ορίσει δικηγόρο στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δεν επηρεάζει τις προθεσμίες που τίθενται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή την υποχρέωση του αρμόδιου Επαρχιακού Δικαστή να αποφασίσει εντός των προθεσμιών και των όρων που τίθενται από τον παρόντα Νόμο, για την παράδοση ή μη του προσώπου αυτού στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος.

(8)(α) Στην περίπτωση που ο εκζητούμενος παραιτείται των προβλεπόμενων στο παρόν άρθρο δικαιωμάτων εξασφαλίζεται ότι -

(i) Έχει λάβει προφορικά ή εγγράφως σαφή και επαρκή ενημέρωση σε απλή και κατανοητή γλώσσα σχετικά με το περιεχόμενο των συγκεκριμένων δικαιωμάτων και τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραίτησης από αυτά· και

(ii) η παραίτηση είναι αναμφισβήτητη και οικειοθελής.

(β) Η παραίτηση του εκζητουμένου από τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο δικαιώματά του δυνατό να είναι γραπτή ή προφορική.

(γ) Η παραίτηση του εκζητουμένου από τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο δικαιώματά του, καθώς και οι περιστάσεις υπό τις οποίες δόθηκε η παραίτηση, καταγράφονται στο φάκελο του δικαστηρίου.

(δ) Εκζητούμενος ο οποίος παραιτήθηκε των προβλεπόμενων στο παρόν άρθρο δικαιωμάτων του, δεν αποστερείται του δικαιώματος να τα ασκήσει ακολούθως σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας και ενημερώνεται για το δικαίωμά του αυτό:

Νοείται ότι, η ανάκληση της παραίτησης του εκζητουμένου από τα δικαιώματά του τίθεται σε ισχύ από τη χρονική στιγμή της άσκησής της.

(9) Σε περίπτωση παραβίασης των προβλεπόμενων στο παρόν άρθρο δικαιωμάτων του εκζητουμένου, εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, τα ένδικα βοηθήματα και οι  θεραπείες που προβλέπονται στα άρθρα 33, 34, 35 και 36 του περί των Δικαιωμάτων Προσώπων που Συλλαμβάνονται και Τελούν υπό Κράτηση Νόμου.

Κράτηση του εκζητουμένου

18. (1) Μετά τη σύλληψη του εκζητουμένου και τη βεβαίωση της ταυτότητάς του, ο αρμόδιος Επαρχιακός Δικαστής αποφασίζει εάν είναι σκόπιμο να τηρηθεί υπό κράτηση, ώστε να αποφευχθεί η διαφυγή του ή να αφεθεί ελεύθερος με την επιβολή ή μη περιοριστικών όρων. Ο Επαρχιακός Δικαστής μπορεί να διατάξει την προσωρινή απόλυση του εκζητουμένου και την επιβολή περιοριστικών όρων.

(2) Οι περιοριστικοί όροι που επιβλήθηκαν στον εκζητούμενο μπορούν να αντικατασταθούν με κράτηση, αν ανακύψει κίνδυνος φυγής.

Συγκατάθεση στην παράδοση

19. (1) Αν ο συλληφθείς δηλώσει ότι συγκατατίθεται να παραδοθεί, η συγκατάθεση αυτή και ενδεχομένως η ρητή παραίτηση από τον κανόνα της ειδικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 36 του παρόντος Νόμου, δίδονται ενώπιον του αρμόδιου Επαρχιακού Δικαστή,

(2) Ο Επαρχιακός Δικαστής ενημερώνει με σαφήνεια τον εκζητούμενο για τις συνέπειες της συγκατάθεσης παράδοσης, της παραίτησης από τον κανόνα της ειδικότητας καθώς και για το δικαίωμά του να παρίσταται με συνήγορο όπως και με διερμηνέα. Επίσης του επισημαίνει το αμετάκλητο των ανωτέρω δηλώσεών του.

(3) Για την ενημέρωση της προηγούμενης παραγράφου και τις απαντήσεις του εκζητουμένου συντάσσεται πρακτικό. Εφόσον, μετά την ανωτέρω ενημέρωση, ο εκζητούμενος δηλώσει ότι επιθυμεί να προβεί στις σχετικές δηλώσεις, στο πρακτικό αυτό καταχωρίζονται στη συνέχεια η συγκατάθεση και ενδεχομένως η παραίτηση που αναφέρονται στο εδάφιο 1 του παρόντος.

Μη συγκατάθεση στην παράδοση

20. (1) Αν ο συλληφθείς δεν συγκατατίθεται στην παράδοσή του, ο αρμόδιος Δικαστής ορίζει ημερομηνία ακροάσεως της υπόθεσης.

(2)  Ο συλληφθείς δυνάμει του εδαφίου (1), δικαιούται να παραστεί με συνήγορο της επιλογής του και διερμηνέα ή, αν δεν έχει συνήγορο της επιλογής του, να ζητήσει να διοριστεί συνήγορος από τον αρμόδιο Δικαστή.

Απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης

21. (1) Η απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδίδεται εντός των προθεσμιών που ορίζονται στο άρθρο 23 του παρόντος Νόμου.

(2) Αν η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος κρίνει ότι οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δεν αρκούν, ώστε να της επιτρέψουν να αποφασίσει για την παράδοση, ζητεί, μέσω της Κεντρικής Αρχής, την κατεπείγουσα προσκόμιση των απαραίτητων συμπληρωματικών στοιχείων, ιδίως σε σχέση με τα άρθρα 4 και 13 έως 15 του παρόντος Νόμου και μπορεί να τάξει προθεσμία για την παραλαβή τους, λαμβάνοντας υπόψη την υποχρέωση τήρησης των προθεσμιών που ορίζονται στο άρθρο 23 του παρόντος Νόμου.

(3) Η απόφαση για την εκτέλεση ή μη του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης πρέπει να είναι αιτιολογημένη.

Απόφαση σε περίπτωση συρροής αιτήσεων

22. (1) Αν πλείονα κράτη έχουν εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για το ίδιο πρόσωπο, η επιλογή του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που θα εκτελεσθεί γίνεται από τον αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος. Κατά τη λήψη της απόφασης συνεκτιμώνται όλες οι περιστάσεις και ιδίως η σχετική βαρύτητα και ο τόπος τέλεσης των αξιοποίνων πράξεων, οι αντίστοιχες ημερομηνίες έκδοσης των ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης καθώς και το εάν το ένταλμα εκδόθηκε προς το σκοπό της δίωξης ή προς το σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου ασφαλείας στερητικών της ελευθερίας.

(2) Ο αρμόδιος Δικαστής που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος μπορεί να ζητήσει τη γνώμη της “Eurojust”, προκειμένου να λάβει την απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

(3) Σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και αίτησης έκδοσης που υποβάλλεται από τρίτη χώρα, η απόφαση για το εάν πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στο ένταλμα σύλληψης ή στην αίτηση έκδοσης λαμβάνεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης με συνεκτίμηση όλων των περιστάσεων, ιδίως όσων αναφέρονται στο εδάφιο 1 καθώς και εκείνων που μνημονεύονται στην εφαρμοστέα σύμβαση.

(4) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν τις υποχρεώσεις των κρατών μελών που απορρέουν από το καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.

Προθεσμίες της εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης

23. (1) Στην περίπτωση που ο εκζητούμενος έχει συγκατατεθεί στην παράδοσή του, ο αρμόδιος Επαρχιακός Δικαστής αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εντός δέκα (10) ημερών από τη δήλωση συγκατάθεσης του εκζητουμένου.

(2) Στην περίπτωση που ο εκζητούμενος δεν συγκατατίθεται στην παράδοσή του, η τελεσίδικη απόφαση για την εκτέλεση του εντάλματος λαμβάνεται εντός εξήντα (60) ημερών από τη σύλληψη του εκζητουμένου.

(3) Σε ειδικές περιπτώσεις, όταν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν μπορεί να εκτελεσθεί εντός των προβλεπομένων στα εδάφια 1 και 2 προθεσμιών, το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση ενημερώνει αμέσως, μέσω της Κεντρικής Αρχής, τη δικαστική αρχή έκδοσης αναφέροντας τους σχετικούς λόγους. Στις περιπτώσεις αυτές, οι προθεσμίες μπορεί να παραταθούν μέχρι τριάντα (30) ημέρες.

(4) Όταν σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος, περιλαμβανομένου και του Εφετείου σε περίπτωση έφεσης, δεν μπορεί να τηρήσει τις προβλεπόμενες στο παρόν άρθρο προθεσμίες, ενημερώνει σχετικά την “Eurojust”, αναφέροντας τους λόγους της καθυστέρησης.

(5) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, η διαδικασία εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης διεξάγεται χωρίς καθυστέρηση.

Ένδικο μέσο κατά την απόφασης

24. (1) Σε περίπτωση μη συγκατάθεσης του εκζητουμένου επιτρέπεται η άσκηση έφεσης στο Εφετείο επί νομικών σημείων μόνο, από τον εκζητούμενο ή το Γενικό Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας κατά της οριστικής απόφασης του αρμοδίου Δικαστή, εντός 3 ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης.

(2)(α) Το Εφετείο καθορίζει τις προθεσμίες ακρόασης της έφεσης και έκδοσης της απόφασης με διαδικαστικό κανονισμό που εκδίδει δυνάμει του άρθρου 39, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 23.

(β) Ο εκζητούμενος κλητεύεται αυτοπροσώπως ή μέσω αντικλήτου, όπως ήθελε καθορισθεί με διαδικαστικό κανονισμό που εκδίδεται από το Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 39.

Ακρόαση ή προσωρινή μεταγωγή του εκζητουμένου μέχρι τη λήψη της απόφασης εκτέλεσης του εντάλματος

25. (1) Όταν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς το σκοπό της δίωξης και, εκκρεμούσης της λήψης απόφασης για εκτέλεση του εντάλματος, ζητείται από το κράτος μέλος έκδοσης του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης η προσωρινή μεταγωγή του εκζητουμένου, η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος υποχρεούται:

(α) Είτε να δεχθεί σε ακρόαση τον εκζητούμενο κατά τα οριζόμενα στα εδάφια 2 και 3 του παρόντος,

(β) είτε να δεχθεί την προσωρινή μεταγωγή του εκζητουμένου στο κράτος έκδοσης του εντάλματος κατά τα οριζόμενα στα εδάφια 4 και 5 του παρόντος.

(2) Η ακρόαση του εκζητουμένου διεξάγεται από τον κατά τόπο αρμόδιο Δικαστή, επικουρούμενο από κάθε άλλο πρόσωπο που ορίζεται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους του αιτούντος δικαστηριου.

(3) Η ακρόαση του εκζητουμένου διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ανάλογα με την ιδιότητα που έχει ο εκζητούμενος κατά το στάδιο της εξέτασής του και με τους όρους που συμφωνούνται αμοιβαίως μεταξύ της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος και της δικαστικής αρχής που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος.

(4) Οι όροι και η διάρκεια της προσωρινής μεταγωγής συμφωνούνται αμοιβαίως μεταξύ της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος και της δικαστικής αρχής που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος.

(5) Σε περίπτωση προσωρινής μεταγωγής ο εκζητούμενος έχει το δικαίωμα επιστροφής στην Κύπρο, προκειμένου να παρίσταται στη διαδικασία παράδοσης που τον αφορά.

Προνόμια και ασυλίες

26. (1) Σε περίπτωση που ο εκζητούμενος απολαμβάνει είτε προνόμιο είτε εξαίρεση δικαιοδοσίας ή εκτέλεσης κατά την Κυπριακή νομοθεσία, οι προθεσμίες του άρθρου 23 αρχίζουν από την ημέρα κατά την οποία ο αρμόδιος Δικαστής πληροφορήθηκε την άρση του προνομίου ή της εξαίρεσης.

(2) Αν η άρση του προνομίου ή της εξαίρεσης εμπίπτει στην αρμοδιότητα μιας αρχής της Κυπριακής Δημοκρατίας, η δικαστική αρχή διαβιβάζει το θέμα της άρσης της ασυλίας στο Γενικό Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας για ενδεχόμενη λήψη μέτρων άρσης της ασυλίας.

(3) (α) Μετά τη λήψη απόφασης από το Γενικό Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο Γενικός Εισαγγελέας ενημερώνει την αρμόδια δικαστική αρχή.

(β) Μετά τη γνωστοποίηση της άρσης του προνομίου ή της εξαίρεσης κινείται η διαδικασία παράδοσης που αφορά τον εκζητούμενο κατά τα οριζόμενα στο παρόν.

Συρροή διεθνών υποχρεώσεων

27. (1) Όταν ο εκζητούμενος έχει εκδοθεί στο κυπριακό κράτος από τρίτο κράτος και προστατεύεται από διατάξεις σχετικές με τον κανόνα της ειδικότητας σύμφωνα με τη σύμβαση, με την οποία εκδόθηκε, η αρμόδια δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση για την εκτέλεση του εντάλματος, αν προηγουμένως δεν δοθεί η συγκατάθεση του κράτους, από το οποίο εκδόθηκε ο εκζητούμενος, για την παράδοσή του στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος. Για το σκοπό αυτό η αρχή εκτέλεσης του εντάλματος υποβάλει μέσω της Κεντρικής Αρχής σχετικό αίτημα στην αρμόδια αρχή του τρίτου κράτους.

(2) Η έναρξη των προβλεπόμενων στο άρθρο 23 προθεσμιών υπολογίζεται από την ημερομηνία παύσης της εφαρμογής του κανόνα της ειδικότητας.

Κοινοποίηση της απόφασης

28. Η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης κοινοποιεί αμελλητί στη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος την απόφαση επί του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

Προθεσμία παράδοσης του εκζητουμένου

29. (1) Με μέριμνα της Κεντρικής Αρχής, ο εκζητούμενος παραδίδεται το ταχύτερο δυνατόν σε ημερομηνία που συμφωνείται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης του εντάλματος. Η προθεσμία παράδοσης του εκζητουμένου δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δέκα (10) ημέρες, αφότου εκδόθηκε η τελεσίδικη απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Κατά την παράδοση, με μέριμνα της Κεντρικής Αρχής, διαβιβάζονται στην αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης του εντάλματος όλες οι πληροφορίες σχετικά με τη διάρκεια κράτησης του εκζητουμένου στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

(2) Αν η παράδοση του εκζητουμένου, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1, εμποδίζεται λόγω περιστάσεων που δεν ελέγχονται από τα κράτη μέλη, ο Δικαστής και η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος συμφωνούν αμέσως νέα ημερομηνία παράδοσης. Στην περίπτωση αυτή, η παράδοση διενεργείται εντός δέκα (10) ημερών από τη συμφωνηθείσα νέα ημερομηνία.

(3) Κατ΄ εξαίρεση, η παράδοση μπορεί να αναστέλλεται προσωρινά για σοβαρούς ανθρωπιστικούς λόγους, ιδίως όταν ευλόγως εκτιμάται ότι αυτή θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή ή την υγεία του εκζητουμένου. Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκτελείται μόλις παύσουν να υφίστανται οι λόγοι αυτοί. Ο Δικαστής, ενημερώνει σχετικά τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος και συμφωνεί με αυτή νέα ημερομηνία παράδοσης. Στην περίπτωση αυτή, η παράδοση διενεργείται εντός δέκα ημερών μετά τη συμφωνηθείσα νέα ημερομηνία.

(4) Αν μετά την παρέλευση των ανωτέρω προθεσμιών ο εκζητούμενος εξακολουθεί να κρατείται, απολύεται. Σε περίπτωση που έχουν επιβληθεί σε βάρος του περιοριστικοί όροι, αυτοί αίρονται αυτοδικαίως.

Αναβολή της παράδοσης ή παράδοση υπό όρους

30. (1) Η αρμόδια δικαστική αρχή μπορεί, αφού αποφασίσει την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, να αναβάλει την παράδοση του εκζητουμένου, ώστε να διωχθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία ή, αν έχει ήδη καταδικασθεί, να εκτίσει στη Κυπριακή Δημοκρατία καταγνωσθείσα ποινή για έγκλημα διαφορετικό από εκείνο για το οποίο εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

(2) Η δικαστική αρχή που αποφασίζει την εκτέλεση του εντάλματος, μπορεί, αντί να αναβάλει την παράδοση, να παραδώσει προσωρινά τον εκζητούμενο στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος υπό όρους που συμφωνούνται με τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος και διατυπώνονται εγγράφως.

Κατάσχεση και παράδοση αντικειμένων

31. (1) Η αρμόδια δικαστική αρχή για την εκτέλεση του εντάλματος προβαίνει αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος σε κατάσχεση και παράδοση των αντικειμένων, τα οποία δύνανται να χρησιμεύσουν ως τεκμήρια ή βρίσκονται στην κατοχή του εκζητουμένου ως αποτέλεσμα της αξιόποινης πράξης.

(2) Η παράδοση των αντικειμένων πραγματοποιείται ακόμη και όταν δεν είναι δυνατό να εκτελεστεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης λόγω θανάτου ή απόδρασης του εκζητουμένου.

(3) Όταν τα αντικείμενα υπόκεινται σε κατάσχεση ή δήμευση στην Κυπριακή Δημοκρατία, η αρμόδια αρχή μπορεί, αν αυτά χρειάζονται για τη διεξαγωγή εκκρεμούσας ποινικής διαδικασίας, να τα κρατήσει προσωρινά ή να τα παραδώσει στο κράτος έκδοσης του εντάλματος με την επιφύλαξη επιστροφής.

(4) Τα δικαιώματα, τα οποία οι αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας ή τρίτα μέρη τυχόν έχουν επί των κατασχεθέντων αντικειμένων, διατηρούνται.