29.-(1) Πρόσωπο, το οποίο παραβαίνει το άρθρο 5 και τα άρθρα 7 μέχρι 9, διαπράττει αδίκημα και είναι ένοχο αδικήματος για παράβαση των πιο πάνω άρθρων.
(2) Πρόσωπο ένοχο αδικήματος δυνάμει του εδαφίου (1) υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
30.-(1) Όταν Κανονισμοί ή/και Διατάγματα, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, απαγορεύουν σε πρόσωπο να διαθέτει ή να προσφέρει ή να συμφωνεί να διαθέτει οποιαδήποτε προϊόντα ή να εκθέτει ή να κατέχει για σκοπούς διάθεσης οποιαδήποτε προϊόντα, το πρόσωπο αυτό είναι ένοχο αδικήματος, αν παραβεί την απαγόρευση.
(2) Όταν Κανονισμοί ή/και Διατάγματα, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, επιβάλλουν σε πρόσωπο το οποίο κατασκευάζει ή επεξεργάζεται οποιαδήποτε προϊόντα, κατά τη διεξαγωγή της επιχείρησής του -
(α)Να διενεργεί συγκεκριμένη δοκιμή ή να χρησιμοποιεί συγκεκριμένη διαδικασία σε σχέση με την κατασκευή ή την επεξεργασία των προϊόντων με σκοπό να διακριβωθεί κατά πόσο τα προϊόντα ικανοποιούν οποιεσδήποτε απαιτήσεις των Κανονισμών ή/και Διαταγμάτων αυτών. ή
(β)να χειριστεί ή να μη χειριστεί κατά συγκεκριμένο τρόπο μια ποσότητα προϊόντων, το σύνολο ή μέρος των οποίων δεν ικανοποιεί τη δοκιμή αυτή ή δεν ικανοποιεί οποιαδήποτε πρότυπα αναφέρονται στους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα σχετικά με τη διαδικασία αυτή,
τότε το πρόσωπο αυτό είναι ένοχο αδικήματος, αν δε συμμορφωθεί με την υποχρέωση αυτή.
(3) Αν πρόσωπο, παραβεί οποιαδήποτε διάταξη των Κανονισμών ή/και Διαταγμάτων, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, η οποία απαγορεύει ή επιβάλλει την παροχή με τη βοήθεια σήμανσης ή άλλως πως, πληροφοριών συγκεκριμένου είδους σε σχέση με τα προϊόντα, το πρόσωπο αυτό είναι ένοχο αδικήματος.
(4) Όταν επιβάλλεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο να δώσει πληροφορίες σε άλλο για διευκόλυνση του προσώπου αυτού στην άσκηση οποιασδήποτε αρμοδιότητάς του, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα, το πρόσωπο αυτό είναι ένοχο αδικήματος -
(α)Αν παραλείψει χωρίς εύλογη αιτία να συμμορφωθεί στην υποχρέωση αυτή. ή
(β)αν δίδοντας τις πληροφορίες που του ζητούνται -
(i)προβαίνει σε οποιαδήποτε δήλωση που γνωρίζει ότι είναι αναληθής σε ουσιαστικό σημείο της. ή
(ii) απερίσκεπτα παράσχει πληροφορία που είναι αναληθής σε ουσιαστικό σημείο της.
(5) Πρόσωπο ένοχο αδικήματος δυνάμει οποιουδήποτε από τα εδάφια (1) μέχρι (4), υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
31. Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει ειδοποίηση αναστολής, είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
32.-(1) Πρόσωπο είναι ένοχο αδικήματος -
(α)Αν παραλείψει, χωρίς εύλογη αιτία, να συμμορφωθεί σε ειδοποίηση που επιδίδεται σ΄ αυτό δυνάμει της υποπαραγράφου (ιι) της παραγράφου (α) του άρθρου 11· ή
(β)αν στην προσπάθειά του να συμμορφωθεί σε απαίτηση ειδοποίησης που του επιβάλλεται δυνάμει της παραγράφου (α) παράσχει πληροφορία που γνωρίζει ότι είναι αναληθής σε ουσιαστικό σημείο της ή απερίσκεπτα παράσχει τέτοια πληροφορία.
(2)Πρόσωπο ένοχο αδικήματος δυνάμει του εδαφίου (1) υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες.
33.-(1) Πρόσωπο το οποίο -
(α)Εσκεμμένα παρακωλύει εξουσιοδοτημένο λειτουργό της αρμόδιας αρχής ή οποιοδήποτε τελωνειακό λειτουργό, ο οποίος ενεργεί κατ΄ εφαρμογή οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος Νόμου. ή
(β)εσκεμμένα παραλείπει να συμμορφωθεί σε οποιαδήποτε απαίτηση που επιβάλλεται σ΄ αυτό απ΄ οποιοδήποτε εξουσιοδοτημένο λειτουργό της αρμόδιας αρχής δυνάμει οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος Νόμου. ή
(γ)χωρίς εύλογη αιτία παραλείπει να παράσχει στον πιο πάνω εξουσιοδοτημένο λειτουργό οποιαδήποτε άλλη βοήθεια ή πληροφορία που εύλογα ζητά ο λειτουργός για το σκοπό ενάσκησης των αρμοδιοτήτων του δυνάμει του παρόντος Νόμου,
είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες.
(2) Πρόσωπο είναι ένοχο αδικήματος αν, δίδοντας οποιαδήποτε πληροφορία που του ζητείται δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) -
(α)Προβαίνει σ’ οποιαδήποτε δήλωση που γνωρίζει ότι είναι αναληθής σε ουσιαστικό σημείο. ή
(β)απερίσκεπτα προβαίνει σε δήλωση που είναι αναληθής σε ουσιαστικό σημείο.
(3) Πρόσωπο ένοχο αδικήματος δυνάμει του εδαφίου (2) υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες.
34.-(1) Όταν η διάπραξη απ΄ οποιοδήποτε πρόσωπο αδικήματος κατά παράβαση του παρόντος Νόμου οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη που γίνεται από άλλο πρόσωπο κατά τη διεξαγωγή οποιασδήποτε επιχείρησής του, το άλλο αυτό πρόσωπο είναι ένοχο του αδικήματος και μπορεί να διωχθεί ποινικά και να τιμωρηθεί δυνάμει του εδαφίου αυτού, ανεξάρτητα αν ασκήθηκε ή όχι ποινική δίωξη εναντίον του πρώτου αναφερόμενου προσώπου.
(2) Όταν νομικό πρόσωπο είναι ένοχο αδικήματος δυνάμει του παρόντος Νόμου, (περιλαμβανομένης και της ενοχής αυτού δυνάμει του εδαφίου (1)), αναφορικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη η οποία αποδεικνύεται ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση ή την ανοχή του ή ότι αυτή οφείλεται σε αμέλεια οποιουδήποτε διευθύνοντος συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή άλλου παρόμοιου αξιωματούχου του νομικού προσώπου ή οποιουδήποτε προσώπου το οποίο εμφανιζόταν ότι ενεργεί με οποιαδήποτε τέτοια ιδιότητα, τότε το πρόσωπο αυτό, καθώς και το νομικό πρόσωπο, είναι ένοχο του αδικήματος αυτού και υπόκειται σε ποινική δίωξη και τιμωρία ανάλογα.
(3) Όταν οι υποθέσεις ενός νομικού προσώπου διευθύνονται από τα μέλη του, το εδάφιο (2) εφαρμόζεται σε σχέση με τις πράξεις και τις παραλείψεις ενός μέλους αναφορικά με τις διευθυντικές του αρμοδιότητες ως εάν αυτό ήταν διευθύνων σύμβουλος του νομικού προσώπου.
35.-(1) Τηρουμένων των επόμενων διατάξεων του παρόντος άρθρου, σε ποινική διαδικασία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου για αδίκημα στο οποίο εφαρμόζεται το παρόν άρθρο, θα αποτελεί υπεράσπιση για το πρόσωπο αυτό αν αποδείξει ότι έλαβε κάθε λογικό μέτρο και άσκησε κάθε προσήκουσα επιμέλεια για την αποφυγή διάπραξης του αδικήματος.
(2) Όταν σ΄ οποιαδήποτε ποινική διαδικασία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου για τέτοιο αδίκημα, η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) υπεράσπιση συνεπάγεται ισχυρισμό ότι η διάπραξη του αδικήματος οφείλεται -
(α)Σε πράξη ή παράλειψη άλλου. ή
(β)στο γεγονός ότι αυτό έχει βασιστεί σε πληροφορίες που παρέσχε άλλος, τότε το πρόσωπο αυτό δε δικαιούται, χωρίς άδεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου, να επικαλεστεί την υπεράσπιση αυτή, εκτός εάν, τουλάχιστον επτά ημέρες πριν από την ακρόαση της υπόθεσης, έχει επιδώσει ειδοποίηση δυνάμει του εδαφίου (3) στο πρόσωπο το οποίο κινεί την ποινική διαδικασία.
(3) Ειδοποίηση δυνάμει του παρόντος εδαφίου πρέπει να παρέχει τέτοιες πληροφορίες για την ταυτότητα ή την υποβοήθηση της εξακρίβωσης της ταυτότητας του προσώπου που διέπραξε την πράξη ή την παράλειψη ή που παρέσχε τις πληροφορίες που είναι στην κατοχή του επιδίδοντος την ειδοποίηση προσώπου κατά το χρόνο της επίδοσής της.
(4) Πρόσωπο δε δικαιούται να επικαλεστεί την υπεράσπιση που προβλέπεται στο εδάφιο (1), με τη δικαιολογία ότι έχει βασιστεί σε πληροφορίες που παρέσχε άλλος, εκτός αν αποδείξει ότι ήταν εύλογο υπό τις περιστάσεις γι΄ αυτό να βασιστεί στις πληροφορίες, λαμβανομένων ιδιαίτερα υπόψη -
(α)Των μέτρων που αυτό το πρόσωπο έχει πάρει, καθώς και εκείνων που μπορούσαν εύλογα να έχουν ληφθεί, για το σκοπό επαλήθευσης των πληροφοριών. και
(β)του κατά πόσο αυτό το πρόσωπο είχε οποιοδήποτε λόγο να δυσπιστήσει προς τις πληροφορίες.
(5) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται στα αδικήματα δυνάμει των άρθρων 5, 7, 8, 30(1), (2) ή (3) και 31.
36.-(1) Τηρουμένων των επόμενων διατάξεων του παρόντος άρθρου, πρόσωπο είναι ένοχο αδικήματος, εάν αποκαλύψει ή επιτρέψει ή ανεχθεί να διαρρεύσει οποιαδήποτε πληροφορία, η οποία καλύπτεται από το επαγγελματικό απόρρητο και η οποία -
(α) Έχει ληφθεί από αυτό ως αποτέλεσμα συμμόρφωσης οποιουδήποτε άλλου προσώπου σε υποχρέωση που επιβάλλεται από Κανονισμούς ή/και Διατάγματα εκδιδόμενα δυνάμει του παρόντος Νόμου ή από οποιαδήποτε άλλη διάταξη του παρόντος Νόμου. ή
(β) συνίσταται σε μυστική κατασκευαστική μέθοδο ή σε εμπορικό μυστικό και η οποία έχει ληφθεί από αυτό κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Το εδάφιο (1) δεν εφαρμόζεται για τις πληροφορίες που αφορούν τα χαρακτηριστικά ασφάλειας των προϊόντων, οι οποίες πρέπει να δημοσιοποιούνται, εάν οι περιστάσεις το απαιτούν, προκειμένου να προστατεύεται η υγεία και η ασφάλεια των καταναλωτών.
(3) Η προστασία του επαγγελματικού απόρρητου δεν εμποδίζει:
(α) Τη διαβίβαση χρήσιμων πληροφοριών στην αρμόδια αρχή από άλλες κρατικές ή μη αρχές και αντίστροφα, με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των δραστηριοτήτων ελέγχου και επιτήρησης της αγοράς:
Νοείται ότι οι αρχές που λαμβάνουν τις πληροφορίες οι οποίες καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο εξασφαλίζουν την προστασία τους.
(β) την αποκάλυψη πληροφοριών :
(i) για σκοπούς απόδειξης σε ποινική υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου·
(ii) για σκοπούς προστασίας της δημόσιας υγείας ή άλλο υπηρεσιακό σκοπό.
(4) Πρόσωπο που παραβαίνει οποιαδήποτε διάταξη δυνάμει του παρόντος άρθρου είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
37.-(1) Ανεξάρτητα από την ποινική ευθύνη ή ποινική δίωξη οποιουδήποτε προσώπου, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες (2.000) λίρες-
(α)Στον παραγωγό ή το διανομέα, ανάλογα με την περίπτωση, όταν δεν παραχωρούν σε αυτή, μέσα σε τακτή προθεσμία, τα απαιτούμενα έγγραφα ή πληροφορίες που αφορούν συγκεκριμένα προϊόντα ή παρακωλύουν με οποιοδήποτε τρόπο τις διαδικασίες αυτές ή παρέχουν ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες.
(β)σε οποιοδήποτε πρόσωπο που εσκεμμένα παρακωλύει εξουσιοδοτημένο λειτουργό της αρμόδιας αρχής ή οποιοδήποτε τελωνειακό λειτουργό ο οποίος ενεργεί κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Σε περίπτωση συνέχισης της παράβασης, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλλει πρόστιμο από πενήντα μέχρι και εκατό λίρες για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης ανάλογα με τη βαρύτητα αυτής.
38.-(1) Το επιβαλλόμενο δυνάμει του άρθρου 37 πρόστιμο υπολογίζεται ανάλογα με τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης.
(2) Κατά την επιβολή του προστίμου, η αρμόδια αρχή δύναται, αν το θεωρήσει σκόπιμο, να λάβει υπόψη της οποιαδήποτε ανάληψη δέσμευσης που παρέχεται έναντί της από τον παραβάτη ή εκ μέρους του παραβάτη, αναφορικά με τη γενόμενη παράβαση και την προοπτική άρσης ή αποκατάστασης αυτής.
(3) Το πρόστιμο επιβάλλεται με αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας αρχής που βεβαιώνει την παράβαση, αφού ακούσει ή δώσει την ευκαιρία στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή εκπρόσωπό του να ακουστεί προφορικώς ή γραπτώς.
(4) Κατά της απόφασης για επιβολή προστίμου, επιτρέπεται η άσκηση ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον του Υπουργού, μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης στον παραβάτη.
(5) Το ποσό του προστίμου εισπράττεται από την αρμόδια αρχή όταν παρέλθει η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης για επιβολή χρηματικής ποινής ή σε περίπτωση που ασκείται προσφυγή ενώπιον του Υπουργού σύμφωνα με το εδάφιο (4), από την κοινοποίηση της επί της ιεραρχικής προσφυγής απόφασης του Υπουργού.
(6) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής των κατά τον παρόντα Νόμο επιβαλλόμενων από την αρμόδια αρχή προστίμων, η αρμόδια αρχή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττεται το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.