23.- (1) Το σύνολο του χρόνου των μελών της Αστυνομίας τελεί στη διάθεση της Δημοκρατίας, εκτός αν προβλέπεται, ρητά, διαφορετικά στους όρους του διορισμού τους.
(2) Μέλος της Αστυνομίας του οποίου το σύνολο του χρόνου τελεί στη διάθεση της Δημοκρατίας δεν επιτρέπεται να ασκεί οποιοδήποτε επάγγελμα ή επιτήδευμα ή να ασχολείται ή μετέχει σε οποιαδήποτε εργασία ή επιχείρηση:
(α) κρίνεται ότι αυτή δεν επηρεάζει την άρτια εκτέλεση των καθηκόντων του,
(β) εξασφαλίζεται προς τούτο η σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, και
(γ) χορηγείται σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις που καθορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο για την παραχώρηση άδειας μερικής ιδιωτικής απασχόλησης στους δημόσιους υπαλλήλους:
(3) Κάθε μέλος της Αστυνομίας του οποίου μέλος της οικογένειας διατηρεί κατάστημα ή ασκεί εμπόριο ή προτίθεται να ανοίξει κατάστημα ή να ασκήσει εμπόριο οφείλει να δώσει γι’ αυτό γραπτή ειδοποίηση στον Αρχηγό.
Για τους σκοπούς του εδαφίου αυτού “μέλος της οικογένειας” σημαίνει σύζυγο με την οποία το μέλος της Αστυνομίας δε βρίσκεται σε διάσταση και τέκνο του μέλους της Αστυνομίας που διαμένει μαζί του.
(4)(α) Δεν επιτρέπεται σε μέλος της Αστυνομίας να-
(i) συμμετέχει στη διοίκηση οποιασδήποτε μη δημόσιας εταιρείας ή συνεταιρισμού ή άλλης επιχείρησης ιδιωτικής φύσης∙ και
(ii) κατέχει μετοχές, ή άλλο συμφέρον σε οποιαδήποτε μη δημόσια εταιρεία ή συνεταιρισμό ή άλλη επιχείρηση ιδιωτικής φύσης∙
εφόσον δεν έχει προηγουμένως εξασφαλίσει άδεια από τον Υπουργό, η οποία δύναται να χορηγηθεί κατόπιν σύστασης του Αρχηγού, με τέτοιους όρους όπως ήθελε καθορίσει ο Υπουργός, υπό την προϋπόθεση ότι η χορήγηση τέτοιας άδειας δεν είναι ασυμβίβαστη με την εκτέλεση των καθηκόντων του ως μέλους της Αστυνομίας.
(β) Δεν επιτρέπεται σε μέλος της Αστυνομίας να συμμετέχει στη διοίκηση οποιασδήποτε δημόσιας εταιρείας.
(5) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (4), ο Υπουργός χορηγεί σε μέλος της Αστυνομίας άδεια, όπως αυτή προβλέπεται στις διατάξεις της παραγράφου (α) αυτού, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Όταν η χορήγησή της εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον∙
(β) όταν το συμφέρον του μέλους της Αστυνομίας στην εταιρεία, στον συνεταιρισμό ή στην επιχείρηση ιδιωτικής φύσης προήλθε από κληρονομική διαδοχή και η κατοχή των μετοχών δεν επηρεάζει το μέλος στην εκτέλεση των καθηκόντων του.
(6) Μέλος της Αστυνομίας δύναται να κατέχει μετοχές δημόσιων εταιρειών, ο αριθμός των οποίων δεν υπερβαίνει το ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου, το οποίο καθορίζει ο Υπουργός Οικονομικών, για ανάλογες περιπτώσεις, για τους δημόσιους υπαλλήλους της Δημοκρατίας:
(7) Κάθε μέλος της Αστυνομίας, μετά τον διορισμό του στην Αστυνομία και στη συνέχεια κάθε έτος, δηλώνει στον Αρχηγό τα στοιχεία οποιασδήποτε επένδυσης ή συμφέροντος τα οποία τυχόν έχει σε οποιαδήποτε εταιρεία ή συνεταιρισμό ή επιχείρηση ιδιωτικής φύσης, οι εργασίες της οποίας σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τα καθήκοντά του.
24.- (1) Κάθε μέλος της Αστυνομίας ασκεί τέτοιες εξουσίες και εκτελεί τέτοια καθήκοντα που δυνατό να ανατίθενται ή επιβάλλονται σε μέλος της Αστυνομίας βάσει οποιουδήποτε νόμου και υπακούει σε όλες τις νόμιμες διαταγές σε σχέση με την άσκηση του αξιώματός του, τις οποίες δύναται από καιρό σε καιρό να λαμβάνει από τους ανωτέρους του στην Αστυνομία.
(2) Είναι καθήκον κάθε μέλους της Αστυνομίας πρόθυμα να υπακούει και να εκτελεί όλες τις διαταγές και εντάλματα που νόμιμα εκδίδονται σε αυτόν από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή, να συλλέγει και να μεταδίδει πληροφορίες που επηρεάζουν τη δημόσια γαλήνη και την ασφάλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, να εμποδίζει τη διάπραξη αδικημάτων και δημόσιας οχληρίας, να ανακαλύπτει και να προσάγει παραβάτες ενώπιον της δικαιοσύνης και να συλλαμβάνει όλα τα πρόσωπα τα οποία είναι νόμιμα εξουσιοδοτημένος να συλλαμβάνει, για τη σύλληψη των οποίων υπάρχει ικανοποιητικός λόγος.
(3) Κάθε μέλος της Αστυνομίας θεωρείται ότι βρίσκεται σε καθήκον πάντοτε και δύναται, οποτεδήποτε, να κληθεί σε καθήκον σε οποιοδήποτε μέρος της Δημοκρατίας.
(4) Όταν μέλος της Αστυνομίας εκτελεί τα καθήκοντα δεσμοφύλακα, το μέλος αυτό της Αστυνομίας, ενώ είναι απασχολημένο με οποιοδήποτε τέτοιο καθήκον, θεωρείται ως δεσμοφύλακας και έχει όλες τις εξουσίες, την προστασία και τα προνόμια που δίδονται σε τέτοιο λειτουργό.
25.- (1) Κάθε μέλος της Αστυνομίας με βαθμό Λοχία ή ανώτερο μπορεί να λάβει ή να μεριμνήσει ώστε να ληφθούν από οποιοδήποτε πρόσωπο που τελεί υπό νόμιμη κράτηση ή το οποίο υπόκειται σε αστυνομική επιτήρηση, για σκοπούς καταχώρισης, σύγκρισης, αναγνώρισης και γενικά για σκοπούς διερεύνησης οποιουδήποτε αδικήματος:
(α) μετρήσεις, φωτογραφίες, δακτυλικά αποτυπώματα, αποτυπώματα παλάμης και πέλματος, δείγματα γραφικού χαρακτήρα, αποκόμματα ονύχων, δείγματα τριχών, σάλιου, κατάλοιπα ξένης ουσίας στο σώμα οποιουδήποτε από τα πρόσωπα αυτά με συναίνεσή του ή κατόπιν διαταγής του Δικαστηρίου, αν αυτό δε συναινεί.
(β) με τη βοήθεια ιατρικού λειτουργού δείγματα αίματος και ούρων οποιουδήποτε από τα πρόσωπα αυτά με συναίνεσή του ή κατόπιν διαταγής του Δικαστηρίου, αν αυτό δε συναινεί.
(2) Εάν το πρόσωπο στο οποίο αφορούν τα στοιχεία που λήφθηκαν με βάση το εδάφιο (1) δεν κατηγορηθεί στο δικαστήριο για αδίκημα ή εάν απολυθεί χωρίς να διατυπωθούν εναντίον του κατηγορίες ή αθωωθεί από το Δικαστήριο και δε βαρύνεται με προηγούμενη καταδίκη για ποινικό αδίκημα, τότε όλες οι καταχωρίσεις των μετρήσεων, φωτογραφιών, δακτυλικών αποτυπωμάτων και αποτυπωμάτων παλάμης και πέλματος και οποιαδήποτε αρνητικά αντίγραφα των φωτογραφιών αυτών ή των φωτογραφιών των δακτυλικών αυτών αποτυπωμάτων καταστρέφονται αμέσως ή παραδίδονται στο πρόσωπο στο οποίο αφορούν.
(3) Πρόσωπο που τελεί υπό νόμιμη κράτηση ή το οποίο υπόκειται σε αστυνομική επιτήρηση και αρνείται ή παρεμποδίζει ή δεν επιτρέπει να ληφθούν τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή μέχρι τετρακόσιες πενήντα λίρες ή και στις δυο αυτές ποινές.
26. Τηρουμένης οποιασδήποτε οδηγίας του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, θα είναι νόμιμο για οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας να προβαίνει σε μήνυση ή κατηγορία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου ενώπιον των Δικαστηρίων και να αιτείται την έκδοση κλήσης, εντάλματος, εντάλματος έρευνας ή τέτοιας άλλης νομικής διαδικασίας που δυνατό να εκδοθεί με νόμο εναντίον οποιουδήποτε προσώπου και να καλεί ενώπιον των Δικαστηρίων οποιοδήποτε πρόσωπο που κατηγορείται για αδίκημα και να διευθύνει δημόσιες ποινικές διώξεις εναντίον οποιουδήποτε τέτοιου προσώπου.
27.- (1) Όταν η υπεράσπιση σε οποιαδήποτε αγωγή που εγείρεται εναντίον μέλους της Αστυνομίας είναι ότι η πράξη για την οποία γίνεται η μήνυση διενεργείται προς υπακοή εντάλματος που φέρεται ότι εκδόθηκε από Δικαστήριο, το Δικαστήριο που εκδικάζει την αγωγή αυτή, με την προσαγωγή του εντάλματος που περιέχει την υπογραφή μέλους του Δικαστηρίου που αναφέρεται και με την απόδειξη ότι η πράξη για την οποία γίνεται η μήνυση διενεργήθηκε προς υπακοή προς στο ένταλμα αυτό, δύναται να εκδώσει απόφαση υπέρ του μέλους αυτού της Αστυνομίας:
Νοείται ότι η υπεράσπιση αυτή δεν παρέχεται σε μέλος της Αστυνομίας, αν αποδειχθεί ότι το ένταλμα εκδόθηκε ως αποτέλεσμα οποιασδήποτε ψευδούς δήλωσης ή απόκρυψης που έγινε στο Δικαστήριο από το μέλος της Αστυνομίας που επικαλείται την προστασία που προβλέπεται στο εδάφιο αυτό.
(2) Καμιά απόδειξη της υπογραφής του μέλους του Δικαστηρίου δεν απαιτείται, εκτός αν το Δικαστήριο που εκδικάζει την αγωγή έχει λόγο να αμφισβητεί τη γνησιότητά της και, όταν αποδειχθεί ότι η υπογραφή αυτή δεν είναι γνήσια, ανεξάρτητα από αυτό εκδίδεται απόφαση υπέρ του μέλους αυτού της Αστυνομίας, αν αποδειχθεί ότι, κατά το χρόνο κατά τον οποίο διαπράχθηκε η πράξη για την οποία γίνεται η μήνυση, είχε εύλογους λόγους να πιστεύει ότι η υπογραφή ήταν γνήσια.
28.- (1) Οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας-
(α) δύναται να ανακόπτει, κατακρατά και ερευνά οποιοδήποτε πρόσωπο για το οποίο έχει εύλογη υποψία ότι ενέχεται στη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος, κατά παράβαση οποιουδήποτε νόμου και ιδιαίτερα όταν-
(i) το βλέπει να προβαίνει σε οποιαδήποτε παράνομη πράξη ή ενέργεια ή
(ii) εύλογα υποψιάζεται ότι αυτό προβαίνει ή προτίθεται να προβεί σε οποιαδήποτε παράνομη πράξη ή ενέργεια ή ότι έχει παράνομα στην κατοχή του οποιοδήποτε αντικείμενο ή
(iii) το βλέπει να έχει παράνομα στην κατοχή του οποιοδήποτε αντικείμενο για το οποίο απαιτείται άδεια βάσει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου την οποία και δύναται να απαιτήσει να του παρουσιάσει, ή
(β) δύναται να ανακόπτει και ερευνά οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο για το οποίο έχει εύλογη υποψία ότι χρησιμοποιείται ή εμπλέκεται στη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος κατά παράβαση οποιουδήποτε νόμου.
(2) Πρόσωπο που παραλείπει να παρουσιάσει άδεια που ζητείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί προς οποιοδήποτε λογικό σήμα μέλους της Αστυνομίας δύναται να συλληφθεί χωρίς ένταλμα, εκτός αν δώσει το όνομα και τη διεύθυνσή του και διαφορετικά ικανοποιήσει το μέλος της Αστυνομίας ότι θα ανταποκριθεί δεόντως σε οποιαδήποτε κλήση ή άλλη διαδικασία η οποία δυνατό να εγερθεί εναντίον του.
(3) Πρόσωπο που παραλείπει να συμμορφωθεί προς οποιοδήποτε λογικό σήμα μέλους της Αστυνομίας, που τον καλεί να σταματήσει οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο βάσει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού, ή το οποίο παρεμποδίζει οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας κατά την εκτέλεση του καθήκοντός του που ασκείται βάσει των διατάξεων του εδαφίου αυτού, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατό πενήντα λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές και οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας δύναται να συλλάβει οποιοδήποτε τέτοιο πρόσωπο χωρίς ένταλμα και δύναται να φροντίσει όπως οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο που βρέθηκε από αυτόν ότι χρησιμοποιήθηκε για τη διάπραξη αδικήματος κατά παράβαση οποιουδήποτε νόμου μεταφερθεί στον πλησιέστερο αστυνομικό σταθμό ή σε οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο μέρος και να κρατηθεί εκεί, μέχρις ότου αφεθεί ελεύθερο από τον υπεύθυνο του αστυνομικού αυτού σταθμού:
Νοείται ότι καμιά τέτοια σύλληψη δεν ενεργείται, αν το πρόσωπο αυτό δώσει το όνομα και διεύθυνσή του και ικανοποιήσει το μέλος αυτό της Αστυνομίας, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (2) του άρθρου αυτού.
28A.-(1) Ο Αρχηγός ορίζει-
(α) μέλη της Αστυνομίας, τα οποία συγκροτούν την Αστυνομία για τα Ζώα, αρμοδιότητα της οποίας είναι η διερεύνηση υποθέσεων κακοποίησης και κακομεταχείρισης ζώων, όπως προβλέπεται στις διατάξεις του εδαφίου (2)· και
(β) Αξιωματικό, ο οποίος προΐσταται αυτής.
(2) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 39 ή οποιωνδήποτε άλλων αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Αστυνομία δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου και χωρίς επηρεασμό των αρμοδιοτήτων άλλων αρμόδιων αρχών σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία αυτών, τα μέλη της Αστυνομίας για τα Ζώα διερευνούν υποθέσεις που αφορούν παραβάσεις των διατάξεων του περί Προστασίας και Ευημερίας των Ζώων Νόμου και του περί Σκύλων Νόμου.
(3) Τα μέλη της Αστυνομίας για τα Ζώα παρέχουν την αναγκαία βοήθεια στα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα των αρμόδιων τοπικών αρχών, σε περίπτωση που-
(α) τα πρόσωπα αυτά αδυνατούν να εφαρμόσουν τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, λόγω άρνησης συμμόρφωσης των ελεγχόμενων προσώ-πων με τις υποδείξεις τους·
(β) προκύπτουν θέματα που εγκυμονούν κινδύνους για την ασφάλεια των εξουσιοδοτημένων προσώπων, άλλων προσώπων ή ζώων.
(4) Τα μέλη της Αστυνομίας για τα Ζώα λαμβάνουν, αμέσως μετά τον ορισμό τους από τον Αρχηγό και ανά τακτά χρονικά διαστήματα, κατάλληλη και ειδική εκπαίδευση σε θέματα διερεύνησης υποθέσεων κακομεταχείρισης και κακοποίησης ζώων που προβλέπονται στις διατάξεις του εδαφίου (2).
(5)(α) Τα μέλη της Αστυνομίας για τα Ζώα ασκούν τις αρμοδιότητές τους σε όλο τον εδαφικό χώρο στη Δημοκρατία και συνεργάζονται με τις Επαρχιακές Επιτροπές Ευημερίας των Ζώων και την Κοινοτική Αστυνόμευση, τα μέλη της οποίας λαμβάνουν κατάλληλη και ειδική εκπαίδευση.
(β) Η οργάνωση και η λειτουργία της Αστυνομίας για τα Ζώα ρυθμίζεται με αστυνομική διαταγή που εκδίδεται από τον Αρχηγό δυνάμει των προνοιών του Κανονισμού 46 των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών.
(γ) Τα μέλη της Αστυνομίας για τα Ζώα έχουν τα ίδια δικαιώματα, τις ίδιες υποχρεώσεις, τα ίδια καθήκοντα και τις ίδιες εξουσίες και υπόκεινται στις ίδιες διαδικασίες με τα υπόλοιπα μέλη της Αστυνομίας, όπως προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και στους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς.
29.- (1) Είναι καθήκον κάθε μέλους της Αστυνομίας-
(α) να ρυθμίζει και να ελέγχει την τροχαία κίνηση·
(β) να μεταβάλλει την κατεύθυνση όλων ή οποιουδήποτε είδους τροχοφόρων, όταν κατά τη γνώμη του υπεύθυνου μέλους της Αστυνομίας, το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει τέτοια ενέργεια·
(γ) να τηρεί την τάξη σε δημόσιους δρόμους, οδούς, διαβάσεις, αεροδρόμια και χώρους αποβίβασης και σε άλλους χώρους δημόσιας αναψυχής ή χώρους στους οποίους το κοινό έχει πρόσβαση· και
(δ) να ρυθμίζει την κίνηση και την τήρηση της τάξης σε περιπτώσεις εμφράξεων σε δημόσιους δρόμους και οδούς ή σε άλλους χώρους δημόσιας αναψυχής ή χώρους στους οποίους το κοινό έχει πρόσβαση.
(2) Πρόσωπο το οποίο ανθίσταται ή παρακούει οποιαδήποτε νόμιμη διαταγή που δίνεται από μέλος της Αστυνομίας κατά την εκτέλεση του καθήκοντός του βάσει του άρθρου αυτού, δύναται να συλληφθεί χωρίς ένταλμα, εκτός αν δώσει το όνομα και τη διεύθυνσή του και διαφορετικά ικανοποιήσει το μέλος της Αστυνομίας ότι θα συμμορφωθεί δεόντως σε οποιαδήποτε κλήση ή άλλη διαδικασία η οποία δυνατό να εγερθεί εναντίον του.
(3) Πρόσωπο το οποίο ανθίσταται ή παρακούει οποιαδήποτε νόμιμη διαταγή που δίνεται από μέλος της Αστυνομίας κατά την εκτέλεση του καθήκοντός του βάσει του άρθρου αυτού είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
(4) Οι εξουσίες που παρέχονται με το άρθρο αυτό θα είναι επιπρόσθετες και όχι ακυρωτικές οποιασδήποτε εξουσίας την οποία το μέλος της Αστυνομίας δύναται να ασκεί για το σκοπό αυτό βάσει οποιουδήποτε άλλου νόμου.
30.- (1) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε διάταξη που περιέχεται στον παρόντα Νόμο ή σε οποιοδήποτε άλλο νόμο, ο Αρχηγός δύναται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν κατά τη γνώμη του το δημόσιο συμφέρον το απαιτεί, να εκδίδει διάταγμα, που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, με το οποίο να απαγορεύει ή να περιορίζει, είτε γενικά είτε κατά τη διάρκεια συγκεκριμένων ωρών εντός οποιασδήποτε ορισμένης περιοχής ή σε οποιοδήποτε ορισμένο δρόμο, τέτοιο είδος τροχαίας κίνησης, που ορίζεται στο διάταγμα, εκτός από πεζούς.
(2) Διάταγμα που εκδίδεται βάσει του εδαφίου (1) παραμένει σε ισχύ για τέτοια περίοδο, που δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα, όπως δυνατό να ορίζεται σ’αυτό, εκτός αν στο μεταξύ διάστημα το διάταγμα επικυρωθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο και το διάταγμα αυτό δύναται οποτεδήποτε να ακυρωθεί ή τροποποιηθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(3) Πρόσωπο το οποίο χρησιμοποιεί όχημα, ή προκαλεί ή επιτρέπει τη χρησιμοποίηση οχήματος ή προβαίνει σε οποιαδήποτε άλλη πράξη, κατά παράβαση διατάγματος που εκδόθηκε βάσει του άρθρου αυτού, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τετρακόσιες πενήντα λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
(4) Ο Αρχηγός δύναται, με ενυπόγραφη απόφασή του, να εκχωρεί σε οποιοδήποτε Αστυνομικό Διευθυντή, σχετικά με την περιοχή της Περιφέρειας του Αστυνομικού αυτού Διευθυντή και τηρουμένων τέτοιων περιορισμών και οδηγιών όπως ο Αρχηγός δυνατό να καθορίσει στην απόφαση αυτή, οποιεσδήποτε από τις εξουσίες που παρέχονται σε αυτόν από τις διατάξεις του άρθρου αυτού.
31.- (1) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε διάταξη που περιέχεται στον παρόντα Νόμο ή οποιοδήποτε άλλο νόμο, οποιοσδήποτε Ανώτερος Αξιωματικός, δύναται, αν θεωρεί ότι είναι αναγκαίο να πράξει με τον τρόπο αυτό για τη διατήρηση και προστασία του Νόμου και της τάξης ή για πρόληψη ή εξιχνίαση του εγκλήματος, να ανεγείρει ή τοποθετεί φράγματα σε ή κατά πλάτος οποιουδήποτε δρόμου ή δημόσιου χώρου εντός της Δημοκρατίας με τέτοιο τρόπο τον οποίο δυνατό να θεωρεί κατάλληλο.
(2) Οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας δύναται να λάβει όλα τα εύλογα μέτρα για να εμποδίσει οποιοδήποτε όχημα από του να οδηγείται διαμέσου οποιουδήποτε τέτοιου οδοφράγματος και οποιοσδήποτε οδηγός που παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιοδήποτε λογικό σήμα μέλους της Αστυνομίας, που απαιτεί όπως το πρόσωπο αυτό ακινητοποιεί τέτοιο όχημα, πριν να πλησιάσει οποιοδήποτε τέτοιο φράγμα, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
(3) Κανένα μέλος της Αστυνομίας δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια ή ζημιά προκαλείται σε οποιοδήποτε όχημα ή για οποιαδήποτε σωματική βλάβη του οδηγού ή οποιουδήποτε άλλου επιβάτη του οχήματος αυτού, ως αποτέλεσμα παράλειψης του οδηγού του οχήματος αυτού να υπακούσει οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας ενεργεί βάσει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού.
32.- (1) Είναι καθήκον κάθε μέλους της Αστυνομίας να λαμβάνει τον έλεγχο κάθε αζήτητης περιουσίας και να την παραδίνει στον Αστυνομικό Διευθυντή, ο οποίος μεριμνά ώστε να τοιχοκολληθεί σε περίοπτο μέρος στους αστυνομικούς σταθμούς της Διεύθυνσης ειδοποίηση που περιγράφει την περιουσία αυτή και που καλεί οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο δυνατό να έχει οποιαδήποτε αξίωση σε αυτή να εμφανιστεί και αποδείξει την αξίωσή του εντός δύο μηνών από την ημερομηνία της ειδοποίησης αυτής.
(2) Αν κανένα πρόσωπο δεν αποδείξει την αξίωσή του στην περιουσία αυτή εντός δύο μηνών από την ημερομηνία της ειδοποίησης που αναφέρθηκε, η περιουσία αυτή δύναται να πωληθεί ή να διατεθεί διαφορετικά ή να καταστραφεί με τέτοιο τρόπο όπως ο Αρχηγός δυνατό να ορίσει:
Νοείται ότι, αν η περιουσία αυτή υπόκειται σε γρήγορη φθορά ή αν ο Αρχηγός είναι της γνώμης ότι η άμεση πώλησή της θα είναι προς όφελος του ιδιοκτήτη της περιουσίας αυτής, ο Αρχηγός δύναται να διατάξει την πώλησή της ή, αν θεωρεί ότι είναι επιθυμητό να πράξει με τον τρόπο αυτό, δύναται να μεριμνήσει, ώστε η περιουσία αυτή να καταστραφεί.
(3) Το προϊόν πώλησης της περιουσίας αυτής, αν δεν αποδειχθεί οποιαδήποτε αξίωση εντός της περιόδου που αναφέρεται πιο πάνω και μετά την αφαίρεση οποιωνδήποτε εξόδων που προκλήθηκαν από την πώληση αυτή, διατίθεται με τέτοιο τρόπο όπως το Υπουργικό Συμβούλιο δυνατόν να καθορίσει.