16. –(1) Κάθε Ταμείο περιορίζει τις δραστηριότητές του σε αυτές που συνδέονται με συνταξιοδοτικές παροχές και σε δραστηριότητες που απορρέουν από αυτές.
(2) Όταν, βάσει της παραγράφου (α) του εδαφίου (3) του άρθρου 3, ασφαλιστική επιχείρηση του Κλάδου Ζωής διαχειρίζεται τις δραστηριότητές της, οι οποίες σχετίζονται με την παροχή επαγγελματικών συνταξιοδοτήσεων μέσω ξεχωριστής παρουσίασης και διαχείρισης του ενεργητικού και του παθητικού, η δραστηριότητα αυτή περιορίζεται στις πράξεις, οι οποίες σχετίζονται με τις συνταξιοδοτικές παροχές και σε δραστηριότητες που σχετίζονται άμεσα με αυτές.
17. –Η χρηματοδοτούσα επιχείρηση και το Ταμείο αποτελούν διαφορετικές νομικές οντότητες με ξεχωριστή νομική προσωπικότητα, έτσι ώστε, σε περίπτωση πτώχευσης της χρηματοδοτούσας επιχείρησης, να διαφυλάσσονται τα περιουσιακά στοιχεία του Ταμείου προς το συμφέρον των μελών και των δικαιούχων του.
18. –(1) Κάθε Ταμείο διοικείται από Διαχειριστική Επιτροπή, η οποία απαρτίζεται από έντιμα πρόσωπα, τα οποία, είτε διαθέτουν τα ίδια τα κατάλληλα επαγγελματικά προσόντα και εμπειρία, είτε επικουρούνται από προσληφθέντες συμβούλους με τα κατάλληλα επαγγελματικά προσόντα και εμπειρία:
Νοείται ότι, η Διαχειριστική Επιτροπή αποτελείται από τρία τουλάχιστον πρόσωπα:
Νοείται περαιτέρω ότι, η Αρμόδια Αρχή εκδίδει Οδηγίες που καθορίζουν τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα, ανάλογα με το μέγεθος και τη φύση των εργασιών του Ταμείου.
(2) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου, έντιμο πρόσωπο θεωρείται το πρόσωπο, το οποίο σέβεται τα όρια της επαγγελματικής δεοντολογίας και της νομιμότητας και, το οποίο -
(α) δεν έχει καταδικαστεί για αδίκημα σχετικά με την επαγγελματική του διαγωγή, ή για απάτη, υπεξαίρεση και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος·
(β) δεν έχει καταδικαστεί για ψευδείς δηλώσεις κατά την παροχή πληροφοριών που απαιτούνται κατ’ εφαρμογή του παρόντος Νόμου·
(γ) δεν τελεί υπό πτώχευση ή εκκαθάριση και δεν έχει κινηθεί εναντίον του οποιαδήποτε διαδικασία κήρυξης πτώχευσης ή εκκαθάρισης.
(3) Τα επαγγελματικά προσόντα και η εμπειρία κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο αποδεικνύονται με πιστοποιητικά, που εκδίδονται από εγκεκριμένους εκπαιδευτικούς και επαγγελματικούς φορείς αναλόγως, τα οποία καταδεικνύουν την απόκτηση των σχετικών με το αντικείμενο του έργου της Διαχειριστικής Επιτροπής γνώσεων και προσόντων.
(4) Η Διαχειριστική Επιτροπή κάθε Ταμείου επιμελείται των υποθέσεων του Ταμείου και αντιπροσωπεύει αυτό δικαστικώς και εξωδίκως.
(5) Η έκταση της εξουσίας της Διαχειριστικής Επιτροπής προσδιορίζεται από το Έγγραφο Εγκαθίδρυσης, ο δε προσδιορισμός αυτός ισχύει και έναντι τρίτου. Η εξουσία αυτής εν αμφιβολία εκτείνεται και σε κάθε συναφή πράξη.
(6) Δικαιοπραξία η οποία επιχειρείται από τη Διαχειριστική Επιτροπή Ταμείου εντός των ορίων της εξουσίας της δεσμεύει το Ταμείο αυτό.
(7) Το Ταμείο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή παράλειψη έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση των ανατιθεμένων σε αυτά καθηκόντων και συνεπάγεται υποχρέωση αποζημίωσης. Ευθύνεται επί πλέον εξ ολοκλήρου και το υπαίτιο πρόσωπο.
19. –(1) Κάθε Ταμείο εφαρμόζει τους θεσπισμένους κανόνες λειτουργίας των συνταξιοδοτικών σχεδίων που διαχειρίζεται και ενημερώνει επαρκώς τα μέλη του για τους κανόνες αυτούς.
(2) Όλα τα τεχνικά αποθεματικά υπολογίζονται και πιστοποιούνται από αναλογιστή ή, από άλλο πρόσωπο που κατέχει εξειδικευμένες γνώσεις και που η Αρμόδια Αρχή κρίνει ως κατάλληλο, στη βάση αναλογιστικών μεθόδων αναγνωρισμένων από αυτήν.
(3) Εάν η χρηματοδοτούσα επιχείρηση εγγυάται την πληρωμή συνταξιοδοτικών παροχών, δεσμεύεται να καταβάλλει τακτική χρηματοδότηση.
(4) Τα μέλη πληροφορούνται επαρκώς σ’ ό,τι αφορά τους όρους του συνταξιοδοτικού σχεδίου και ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά-
(α) στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των συμμετεχόντων στο συνταξιοδοτικό σχέδιο,
(β) στους οικονομικούς, τεχνικούς και άλλους κινδύνους που συνδέονται με το συνταξιοδοτικό σχέδιο, και
(γ) στη φύση και την κατανομή αυτών των κινδύνων.
(5)(α) Όταν συντρέχει ανάγκη προστασίας του ενεργητικού, των συμφερόντων των μελών και των δικαιούχων του, το Ταμείο μπορεί να υποβάλει αίτηση στην Αρμόδια Αρχή για την έγκριση της ανάθεσης της διαχείρισής του, ολικά ή μερικά, σε πρόσωπα, τα οποία θα ενεργούν για λογαριασμό του.
(β) Η Αρμόδια Αρχή μπορεί να απαιτήσει αυτεπάγγελτα την ανάθεση ολικά ή μερικά της διαχείρισης Ταμείου, όταν συντρέχει ανάγκη προστασίας του ενεργητικού, των συμφερόντων των μελών και των δικαιούχων του, σε πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό του.
(6) Σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 36, οι όροι λειτουργίας κάθε Ταμείου εγκρίνονται προηγουμένως από την Αρμόδια Αρχή.
20. –Η Διαχειριστική Επιτροπή κάθε Ταμείου τηρεί ή φροντίζει όπως τηρούνται-
(α) βιβλία πρακτικών όπως προνοείται στους κανόνες λειτουργίας του ή καθορίζεται με Οδηγίες στα οποία θα καταγράφονται τα πρακτικά και οι αποφάσεις της και της συνέλευσης των μελών,
(β) μητρώο των μελών του Ταμείου με οιονδήποτε τρόπο και περιέχει τέτοιες λεπτομέρειες όπως δύναται να καθορίζονται με Οδηγίες,
(γ) κανονικά λογιστικά βιβλία τα οποία, δείχνουν σαφή εικόνα των δικαιοπραξιών και δοσοληψιών ως και αποδεικτικά των εισπράξεων και πληρωμών του Ταμείου, και
(δ) οποιαδήποτε αλλά βιβλία και λογαριασμοί όπως καθορίζονται με Οδηγίες.
21. –(1) Κάθε Ταμείο καταρτίζει ετήσιους λογαριασμούς και ετήσιες εκθέσεις, λαμβάνοντας υπόψη κάθε συνταξιοδοτικό σχέδιο που διαχειρίζεται και, όπου είναι εφαρμοστέο, ετήσιους λογαριασμούς και ετήσιες εκθέσεις για κάθε ένα συνταξιοδοτικό σχέδιο.
(2) Οι λογαριασμοί και οι εκθέσεις κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1), παρουσιάζουν την πραγματική και ακριβή εικόνα των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού, των εσόδων και εξόδων και της χρηματοοικονομικής κατάστασης του Ταμείου και ετοιμάζονται με βάση τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης:
Νοείται ότι, οι ετήσιοι λογαριασμοί και οι πληροφορίες που περιέχονται στις εκθέσεις είναι συνεπείς, περιεκτικοί και ακριβείς, και ελέγχονται από ελεγκτή διοριζόμενο, εφόσον οι κανόνες λειτουργίας δεν ορίζουν διαφορετικά, από τη Διαχειριστική Επιτροπή.
(3) Ο ελεγκτής δύναται να επιθεωρεί τα βιβλία, έγγραφα και λογαριασμούς του Ταμείου, δύναται δε να απαιτήσει από οποιοδήποτε μέλος της Διαχειριστικής Επιτροπής ή άλλων αξιωματούχων του Ταμείου αυτού, την παροχή πληροφοριών ή επεξηγήσεων, τις οποίες θεωρεί αναγκαίες για την εκτέλεση του καθήκοντός του.
(4) Ο ελεγκτής ετοιμάζει και υποβάλλει την έκθεση του εντός εύλογου χρονικού διαστήματος προς τη Διαχειριστική Επιτροπή, η οποία την δημοσιεύει με τους λογαριασμούς του Ταμείου με τρόπο τον οποίο η Αρμόδια Αρχή θεωρεί ικανοποιητικό.
22. –(1) Τα μέλη και οι δικαιούχοι του Ταμείου, και, όπου είναι δυνατόν, οι εκπρόσωποί τους, λαμβάνουν -
(α) κατόπιν αιτήματος, τους ετήσιους λογαριασμούς και τις εκθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 21:
Νοείται ότι, όταν το Ταμείο είναι υπεύθυνο για περισσότερα του ενός συνταξιοδοτικά σχέδια, λαμβάνουν τους λογαριασμούς και την έκθεση για κάθε ξεχωριστό σχέδιο,
(β) οποιαδήποτε πληροφορία σχετική με αλλαγές των κανόνων του συνταξιοδοτικού σχεδίου εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
(2) Η δήλωση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 23, κοινοποιείται στα μέλη και τους δικαιούχους του Ταμείου, και, όπου είναι εφαρμοστέο, στους εκπροσώπους τους κατόπιν σχετικής αίτησης.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2), κάθε μέλος λαμβάνει, κατόπιν σχετικής αίτησης του, αναλυτικές και ουσιαστικές πληροφορίες, σχετικά με -
(α) το επιδιωκόμενο επίπεδο συνταξιοδοτικών παροχών, εφόσον αυτό εφαρμόζεται·
(β) το επίπεδο των παροχών, σε περίπτωση τερματισμού της απασχόλησης·
(γ) το φάσμα των επενδυτικών επιλογών, εάν υπάρχουν, και το υφιστάμενο χαρτοφυλάκιο επενδύσεων, όταν το μέλος επωμίζεται τον επενδυτικό κίνδυνο, καθώς επίσης και πληροφορίες σχετικά με τον κίνδυνο και τις δαπάνες που συνδέονται με τις επενδύσεις·
(δ) τις λεπτομέρειες μεταφοράς των ασφαλιστικών δικαιωμάτων σε άλλο Ταμείο σε περίπτωση λήξεως της σχέσεως εργασίας.
(4) Τα μέλη λαμβάνουν, τουλάχιστον μια φορά το χρόνο, συνοπτικές πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση του Ταμείου, καθώς και την τρέχουσα κατάσταση σ’ ότι αφορά στη χρηματοδότηση των δεδουλευμένων ατομικών δικαιωμάτων τους.
(5) Κάθε δικαιούχος λαμβάνει, κατά τη συνταξιοδότηση ή όταν άλλες παροχές καθίστανται πληρωτέες, τις αναγκαίες πληροφορίες για τις οφειλόμενες παροχές και τις αντίστοιχες επιλογές για την καταβολή τους.
23. –(1) Κάθε Ταμείο καταρτίζει και επανεξετάζει τουλάχιστον ανά τριετία, γραπτή δήλωση των αρχών περί επενδυτικής πολιτικής:
Νοείται ότι, η δήλωση αναθεωρείται αμέσως μετά από οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή της επενδυτικής πολιτικής.
(2) Η δήλωση του εδαφίου (1) περιέχει τουλάχιστον θέματα που αφορούν, μεταξύ άλλων, στις μεθόδους μέτρησης του επενδυτικού κινδύνου, τις εφαρμοζόμενες τεχνικές διαχείρισης του κινδύνου και τη στρατηγική κατανομή των στοιχείων του ενεργητικού, όσον αφορά στη φύση και στη διάρκεια των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων.
24. –(1) Η Αρμόδια Αρχή μπορεί να ζητά πληροφορίες ή οποιοδήποτε σχετικό έγγραφο από Ταμείο, για όλα τα θέματα που έχουν σχέση με τις δραστηριότητές του:
Νοείται ότι, οι εν λόγω πληροφορίες μπορούν να ζητηθούν όχι μόνο από το Ταμείο, και από τη Διαχειριστική Επιτροπή, αλλά και από πρόσωπα, στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση του Ταμείου, καθώς επίσης και από κάθε άτομο που είναι επιφορτισμένο με τον έλεγχο του Ταμείου.
(2) Η Αρμόδια Αρχή εποπτεύει τις σχέσεις μεταξύ του Ταμείου και άλλων επιχειρήσεων ή μεταξύ Ταμείων, όταν το Ταμείο εκχωρεί αρμοδιότητες σε επιχειρήσεις ή σε Ταμείο μέσω υπεργολαβίας, επηρεάζοντας τη χρηματοοικονομική του κατάστασή ή την αποτελεσματικότητα της εποπτείας σε σημαντικό βαθμό.
25. –(1) Το Ταμείο υποβάλλει στην Αρμόδια Αρχή-
(α) τη δήλωση των αρχών περί επενδυτικής πολιτικής που καταρτίζει σύμφωνα με το άρθρο 23.
(β) εντός εννέα μηνών από τη λήξη του οικονομικού έτους, τους ετήσιους λογαριασμούς και την ετήσια έκθεση που καταρτίζει σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου21, συμπεριλαμβανομένης και της έκθεσης του ελεγκτή.
(γ) αναλογιστικές εκτιμήσεις και αναλογιστική μελέτη που ετοιμάζεται σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 19:
Νοείται ότι, τα Ταμεία Προνοίας καθορισμένης εισφοράς, που δεν έχουν εξασφαλισμένη αξία των ωφελημάτων, εξαιρούνται από την υποχρέωση υποβολής στην Αρμόδια Αρχή αναλογιστικής εκτίμησης και αναλογιστικής μελέτης.
(2) Προς το σκοπό άσκησης των αρμοδιοτήτων της, η Αρμόδια Αρχή, δύναται να απαιτήσει από το Ταμείο, οποιαδήποτε έγγραφα θεωρεί αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, συμπεριλαμβανομένων-
(i) μελετών για τα πάγια και τις υποχρεώσεις·
(ii) αποδεικτικών στοιχείων για τη σωστή εφαρμογή των αρχών περί επενδυτικής πολιτικής·
(iii) αποδεικτικών στοιχείων για την καταβολή των εισφορών βάσει των κανόνων λειτουργίας του Ταμείου ή βάσει προγράμματος·
(iv) εσωτερικών ενδιάμεσων εκθέσεων.
26. –(1) Κάθε εργοδότης καταβάλλει στο Ταμείο -
(α) κάθε ποσό, το οποίο λήφθηκε ή παρακρατήθηκε από αυτόν ως εισφορά μέλους προς το Ταμείο αυτό·και
(β) την υπ’ αυτού καταβλητέα εισφορά αναφορικά προς την περίοδο, για την οποία έλαβε ή παρακράτησε εισφορά μέλους.
(2) Ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής εισφορών προς το Ταμείο καθορίζεται με Οδηγίες.
27. –(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου τα ωφελήματα, τα οποία καταβάλλονται από Ταμείο καθορίζονται από τους κανόνες λειτουργίας του.
(2) Ωφελήματα από Ταμείο δύνανται να καταβάλλονται μόνο σε μέλος του Ταμείου αυτού ή τους νόμιμους κληρονόμους του μέλους-
(α) σε περίπτωση αφυπηρέτησης, ήτοι όταν το μέλος υπερβεί την καθοριζόμενη από τους κανόνες λειτουργίας ηλικία,
(β) σε περίπτωση, κατά την οποία το μέλος κατέστη μόνιμα ανίκανο για εργασία,
(γ) σε περίπτωση θανάτου του μέλους,
(δ) σε περίπτωση τερματισμού της απασχόλησης του μέλους ή
(ε) σε περίπτωση διάλυσης του Ταμείου:
Νοείται ότι, όταν πρόκειται για μέλος Ταμείου, το οποίο λειτουργεί για μισθωτούς πέραν του ενός εργοδότη, τερματισμός της απασχολήσεως του μέλους αυτού δεν παρέχει δικαίωμα σε ωφέλημα δυνάμει της παραγράφου (δ), εφ’ όσον εντός έξι μηνών από τον τερματισμό της απασχόλησης του μέλους απασχοληθεί από άλλο εκ των εν λόγω εργοδοτών.
(3) Κάθε εκχώρηση ή επιβάρυνση ωφελήματος από Ταμείο, καθώς και κάθε συμφωνία για εκχώρηση ή επιβάρυνση, του, είναι άκυρη και σε περίπτωση πτώχευσης προσώπου το οποίο δικαιούται ωφέλημα, το ωφέλημα αυτό δεν περιέρχεται στο σύνδικο της πτώχευσης ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό των πιστωτών του προσώπου που πτώχευσε.
(4) Ωφέλημα από Ταμείο δεν υπόκειται σε κατάσχεση με βάση τον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο:
Νοείται ότι, οι διατάξεις των εδαφίων (3) και (4) δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση που μέλος του Ταμείου συνάπτει δάνειο με το ίδιο το Ταμείο του οποίου είναι μέλος.
28. –Παρά τις διατάξεις του άρθρου 46, Κανονισμοί καθορίζουν τις προϋποθέσεις, με τις οποίες η αξίωση μέλους Ταμείου προς λήψη του εις πίστη του ποσού παραγράφεται, ως και τον τρόπον διάθεσης του ποσού, το οποίον ελλείψει του παρόντος άρθρου θα καταβάλλετο εις το μέλος.