1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί των Συμβάσεων Καταναλωτικής Πίστης Νόμος του 2010.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·
«δικαστήριο» σημαίνει δικαστήριο αρμόδιας δικαιοδοσίας·
«δυνατότητα υπερανάληψης» σημαίνει ρητή σύμβαση πίστωσης με την οποία πιστωτικός φορέας διαθέτει σε καταναλωτή κεφάλαια που υπερβαίνουν το τρέχον υπόλοιπο του τρέχοντος λογαριασμού του καταναλωτή·
«Ενιαίος Φορέας Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσης» σημαίνει τον φορέα που συνίσταται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 του περί της Σύστασης και Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως Νόμου∙
«ευρωπαϊκές πληροφορίες καταναλωτικής πίστης» σημαίνει τις πληροφορίες που καθορίζονται στο Παράρτημα Ι∙
«Έφορος Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών» σημαίνει τον δυνάμει του άρθρου 4 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου διοριζόμενον Έφορο∙
«Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1011» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός 2016/2011 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2016 σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙
«καταναλωτής» σημαίνει κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο για σκοπούς συναλλαγής που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου, ενεργεί εκτός της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητάς του·
«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«μεσίτης πιστώσεων» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο δεν ενεργεί ως πιστωτικός φορέας και το οποίο στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας, έναντι αμοιβής η οποία μπορεί να είναι χρηματική ή να έχει οποιαδήποτε άλλη συμφωνηθείσα μορφή οικονομικού ανταλλάγματος-
(α) προτείνει ή προσφέρει συμβάσεις πίστωσης στους καταναλωτές·
(β) παρέχει βοήθεια στους καταναλωτές αναλαμβάνοντας προπαρασκευαστικές εργασίες, για τη σύναψη συμβάσεων πίστωσης, άλλων από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο (α)· ή
(γ) συνάπτει συμβάσεις πίστωσης με τους καταναλωτές εξ ονόματος του πιστωτικού φορέα·
«Οδηγία 2008/48/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2008 για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου» όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙
«πιστωτικός φορέας» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χορηγεί ή υπόσχεται να χορηγήσει πίστωση στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας·
«σταθερό μέσο» σημαίνει κάθε μέσο που επιτρέπει στον καταναλωτή να αποθηκεύει πληροφορίες απευθυνόμενες προσωπικά σε αυτόν, κατά τρόπο προσπελάσιμο για μελλοντική αναδρομή επί χρονικό διάστημα επαρκές για τους σκοπούς που εξυπηρετούν οι πληροφορίες και το οποίο επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών·
«σταθερό χρεωστικό επιτόκιο» σημαίνει όρο στη σύμβαση πίστωσης με τον οποίο ο πιστωτής και ο καταναλωτής συμφωνούν για όλη τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης ως προς ένα χρεωστικό επιτόκιο ή ως προς πλείονα χρεωστικά επιτόκια για τμηματικές περιόδους, εφαρμόζοντας αποκλειστικά συγκεκριμένο σταθερό ποσοστό:
Νοείται ότι, εάν η σύμβαση πίστωσης δεν ορίζει όλα τα χρεωστικά επιτόκια, το χρεωστικό επιτόκιο τεκμαίρεται ότι ορίζεται μόνο για τις τμηματικές περιόδους, στην περίπτωση των οποίων τα χρεωστικά επιτόκια ορίζονται αποκλειστικά με συγκεκριμένο σταθερό ποσοστό που συμφωνείται κατά τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης·
«σύμβαση πίστωσης» σημαίνει σύμβαση δυνάμει της οποίας πιστωτικός φορέας χορηγεί ή υπόσχεται να χορηγήσει σε καταναλωτή πίστωση υπό μορφή προθεσμιακής καταβολής, δανείου ή οποιασδήποτε άλλης παρόμοιας χρηματοδοτικής διευκόλυνσης, εξαιρουμένης σύμβασης που συνάπτεται για τη συνεχή παροχή υπηρεσιών ή για την προμήθεια αγαθών του ίδιου είδους, σύμφωνα με την οποία ο καταναλωτής καταβάλλει με δόσεις το τίμημα για τις εν λόγω υπηρεσίες ή αγαθά κατά τη διάρκεια της παροχής τους·
«συνδεδεμένη σύμβαση πίστωσης» σημαίνει σύμβαση πίστωσης στην οποία:
(α) η πίστωση χρησιμεύει αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση σύμβασης που αφορά την προμήθεια συγκεκριμένων αγαθών ή την παροχή συγκεκριμένης υπηρεσίας· και
(β) οι δυο συνδεδεμένες συμβάσεις συνιστούν αντικειμενικά μία οικονομική ενότητα· θεωρείται ότι υπάρχει οικονομική ενότητα όταν ο προμηθευτής του αγαθού ή ο πάροχος της υπηρεσίας χρηματοδοτεί ο ίδιος την πίστωση του καταναλωτή ή σε περίπτωση χρηματοδότησης της πίστωσης από τρίτο, εάν ο πιστωτικός φορέας χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του προμηθευτή του αγαθού ή του παρόχου της υπηρεσίας για τη σύναψη ή την προετοιμασία της σύμβασης πίστωσης ή εάν τα συγκεκριμένα αγαθά ή η παροχή συγκεκριμένης υπηρεσίας καθορίζονται ρητώς στη σύμβαση πίστωσης·
«συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο» σημαίνει το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, εκφραζόμενο ως ετήσιο ποσοστό του συνολικού ποσού της πίστωσης, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του κόστους σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 19·
«συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή» σημαίνει το σύνολο των χρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των τόκων, των προμηθειών, των φόρων, των τελών, και των κάθε άλλου είδους αμοιβών, που καλείται να πληρώσει ο καταναλωτής για τη σύμβαση πίστωσης και τα οποία γνωρίζει ο πιστωτικός φορέας, εξαιρουμένων των συμβολαιογραφικών δαπανών και περιλαμβάνει τα έξοδα που αφορούν συμπληρωματικές υπηρεσίες σχετικές με τη σύμβαση πίστωσης, ιδίως τα ασφάλιστρα εάν, επιπρόσθετα, η σύναψη της σύμβασης υπηρεσίας είναι υποχρεωτική για την έγκριση της πίστωσης ή για τη χορήγησή της υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που διαφημίζονται·
«συνολικό ποσό πληρωτέο από τον καταναλωτή» σημαίνει το άθροισμα του συνολικού ποσού της πίστωσης και του συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή·
«συνολικό ποσό της πίστωσης» σημαίνει το ανώτατο όριο ή το σύνολο των ποσών που διατίθενται βάσει σύμβασης πίστωσης·
«τυποποιημένες ευρωπαϊκές πληροφορίες καταναλωτικής πίστης» σημαίνει τις πληροφορίες που καθορίζονται στο Παράρτημα ΙΙ∙
«Υπηρεσία» σημαίνει το Διευθυντή της Υπηρεσίας Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού και οποιονδήποτε λειτουργό της Υπηρεσίας Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών ο οποίος είναι γραπτώς εξουσιοδοτημένος από τον Διευθυντή για να ενεργεί εκ μέρους αυτού·
«υπέρβαση» σημαίνει σιωπηρή αποδοχή υπερανάληψης στο πλαίσιο της οποίας ο πιστωτικός φορέας διαθέτει σε καταναλωτή κεφάλαια που υπερβαίνουν το τρέχον υπόλοιπο του τρέχοντος λογαριασμού του καταναλωτή ή τη συμφωνημένη δυνατότητα υπερανάληψης·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.
«χρεωστικό επιτόκιο» σημαίνει επιτόκιο εκφραζόμενο ως σταθερό ή μεταβλητό ποσοστό, το οποίο εφαρμόζεται σε ετήσια βάση στο ποσό της πίστωσης που αναλαμβάνεται.
3.-(1) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται στις συμβάσεις πίστωσης εκτός από-
(α) τις συμβάσεις πίστωσης που εξασφαλίζονται είτε με υποθήκη είτε με άλλη παρόμοια εγγύηση που επιβαρύνει ακίνητα περιουσιακά στοιχεία ή που εξασφαλίζονται βάσει δικαιώματος σχετιζομένου με ακίνητα περιουσιακά στοιχεία·
(β) τις συμβάσεις πίστωσης, σκοπός των οποίων είναι η απόκτηση ή διατήρηση δικαιωμάτων ιδιοκτησίας επί ακίνητης ιδιοκτησίας ή επί υπάρχοντος ή υπό κατασκευή κτιρίου·
(γ) τις συμβάσεις πίστωσης που αφορούν συνολικό ποσό πίστωσης μικρότερο των διακόσιων ευρώ (€200) ή μεγαλύτερο των εβδομήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (€75.000)·
(δ) τις συμβάσεις μίσθωσης ή χρηματοδοτικής μίσθωσης στις οποίες ούτε η ίδια η σύμβαση ούτε τυχόν άλλη αυτοτελής σύμβαση ορίζει υποχρέωση αγοράς του αντικειμένου της σύμβασης:
(ε) τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (8) του άρθρου 6, τις συμβάσεις πίστωσης υπό μορφή δυνατότητας υπερανάληψης και στις οποίες η πίστωση πρέπει να εξοφληθεί εντός ενός (1) μηνός·
(στ) τις συμβάσεις πίστωσης δυνάμει των οποίων η πίστωση χορηγείται άτοκα και χωρίς άλλες χρεώσεις καθώς και συμβάσεις πίστωσης δυνάμει των οποίων η πίστωση πρέπει να εξοφληθεί εντός τριών (3) μηνών και για τις οποίες η καταβλητέα χρέωση είναι μικρότερη των δέκα ευρώ (€10) ·
(ζ) τις συμβάσεις πίστωσης δυνάμει των οποίων η πίστωση χορηγείται από εργοδότη στους εργαζομένους του ως δευτερεύουσα δραστηριότητα άτοκα ή με συνολικά ετήσια ποσοστά χρέωσης χαμηλότερα από εκείνα που επικρατούν στην αγορά και τα οποία δεν προσφέρονται γενικά στο κοινό·
(η) τις συμβάσεις πίστωσης, οι οποίες συνάπτονται με επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2 του περί των Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου ή με πιστωτικά ιδρύματα όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου με σκοπό την παροχή της δυνατότητας στον επενδυτή να διενεργήσει συναλλαγή όσον αφορά μία ή περισσότερες από τις πράξεις, οι οποίες αφορούν οποιοδήποτε από τα χρηματοπιστωτικά μέσα που προσδιορίζονται στο Μέρος ΙΙΙ του Τρίτου Παραρτήματος του περί των Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, όταν η επενδυτική επιχείρηση ή το πιστωτικό ίδρυμα που χορηγεί την πίστωση συμμετέχει στην εν λόγω συναλλαγή·
(θ) τις συμβάσεις πίστωσης που απορρέουν από διακανονισμό που επιτεύχθηκε ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης δημόσιας αρχής·
(ι) τις συμβάσεις πίστωσης που αφορούν την προθεσμιακή εξόφληση υπάρχουσας οφειλής χωρίς χρεώσεις·
(ια) τις συμβάσεις πίστωσης, κατά τη σύναψη των οποίων ο καταναλωτής καλείται να καταθέσει εμπράγματη ασφάλεια στον πιστωτικό φορέα ως ενέχυρο και στις οποίες η ευθύνη του καταναλωτή περιορίζεται αυστηρά στο εν λόγω ενέχυρο·
(ιβ) τις συμβάσεις πίστωσης που σχετίζονται με δάνεια χορηγούμενα σε περιορισμένο κοινό δυνάμει νόμου για σκοπούς κοινής ωφελείας, με επιτόκιο χαμηλότερο από το συνήθως προτεινόμενο στην αγορά ή άτοκα ή με άλλους όρους, οι οποίοι είναι πιο ευνοϊκοί για τον καταναλωτή από αυτούς που επικρατούν στην αγορά και με επιτόκιο όχι υψηλότερο από αυτό που επικρατεί στην αγορά.
(1Α) Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), ο παρών Νόμος εφαρμόζεται σε μη εξασφαλισμένες συμβάσεις πίστωσης, για την ανακαίνιση ακινήτου που προορίζεται για κατοικία και οι οποίες συνεπάγονται συνολικό ποσό πίστωσης που υπερβαίνει τις εβδομήντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€75.000).
(2) Στην περίπτωση των συμβάσεων πίστωσης υπό μορφή δυνατότητας υπερανάληψης και όταν η πίστωση εξοφλείται όταν ζητηθεί ή εντός τριών (3) μηνών εφαρμόζονται μόνο οι διατάξεις του άρθρου 2, των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 4, των παραγράφων (α) έως (γ) του εδαφίου (3) του άρθρου 4, των άρθρων 6 έως 9, των εδαφίων (1), (2), (6) και (7) του άρθρου 10 και των άρθρων 12, 15, 17, 19 και 20 έως 33.
(3) Στην περίπτωση των συμβάσεων πίστωσης υπό μορφή υπέρβασης, εφαρμόζονται μόνο οι διατάξεις των άρθρων 2, 18, και 21 έως 33.
(4) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (5), στην περίπτωση σύμβασης πίστωσης που συνάπτεται από οργανισμό,
(α) ο οποίος -
(i) ιδρύεται προς αμοιβαίο όφελος των μελών του·
(ii) δεν παράγει κέρδη για άλλα πρόσωπα πλην των μελών του·
(iii) πληροί κοινωνικό σκοπό σύμφωνα με τις διατάξεις νόμου με βάση τον οποίο εγκαθιδρύεται·
(iv) παραλαμβάνει και διαχειρίζεται τις αποταμιεύσεις των μελών του και παρέχει σ’ αυτά πιστώσεις· και
(v) παρέχει πίστωση βάσει συνολικού ετησίου πραγματικού επιτοκίου το οποίο είναι κατώτερο από αυτά που επικρατούν στην αγορά ή υπόκειται σε ανώτατο όριο, το οποίο καθορίζεται από νόμο, και
(β) μέλη του οποίου μπορούν να είναι μόνο πρόσωπα που κατοικούν ή εργάζονται σε συγκεκριμένη περιοχή ή υπάλληλοι και συνταξιούχοι πρώην υπάλληλοι συγκεκριμένου εργοδότη ή πρόσωπα τα οποία πληρούν άλλα κριτήρια οριζόμενα από το νόμο με βάση τον οποίο εγκαθιδρύεται ο οργανισμός ή άλλοι ανάλογοι οργανισμοί, ως βάση για την ύπαρξη κοινού δεσμού μεταξύ των μελών,
εφαρμόζονται μόνο οι διατάξεις των άρθρων 2, 4, 6, 7, 9, των εδαφίων (1), (2), των παραγράφων (α) έως (η) και (ιβ) του εδαφίου (3) και του εδαφίου (6) του άρθρου 10 και των άρθρων, 11, 13 και 16 έως 33.
(5)(α) Στην περίπτωση συμβάσεων πίστωσης που συνάπτονται από οργανισμό κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (4) και εφόσον η συνολική αξία όλων των εν ισχύ συμβάσεων πίστωσης, οι οποίες έχουν συναφθεί από τον οργανισμό είναι ασήμαντη σε σχέση με τη συνολική αξία όλων των υφιστάμενων συμβάσεων πίστωσης που έχουν συναφθεί στη Δημοκρατία και η συνολική αξία όλων των υφιστάμενων συμβάσεων πίστωσης που έχουν συναφθεί στη Δημοκρατία από όλους τους ανάλογους οργανισμούς είναι μικρότερη του ένα τοις εκατόν (1%) της συνολικής αξίας όλων των υφιστάμενων συμβάσεων πίστωσης που έχουν συναφθεί στη Δημοκρατία, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(β) Η απόδειξη ισχύος των προϋποθέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) βαρύνει τον οργανισμό και τους ανάλογους οργανισμούς που επικαλούνται εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου (α).
(γ) Η εξαίρεση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) παύει να ισχύει όταν οι όροι εφαρμογής της δεν πληρούνται πλέον.
(6)(α) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (β), στην περίπτωση σύμβασης πίστωσης, στην οποία προβλέπεται ότι ο πιστωτικός φορέας και ο καταναλωτής μπορούν να συνάψουν συμφωνία για προθεσμιακή καταβολή ή για τις μεθόδους εξόφλησης της πίστωσης, σε περίπτωση που ο καταναλωτής έχει ήδη καθυστερήσει την εξόφληση της αρχικής σύμβασης πίστωσης και όταν:
(i) τέτοιες διευθετήσεις δυνατόν να αποτρέψουν την ενδεχόμενη κίνηση νομικών διαδικασιών για την καθυστέρηση αυτή· και
(ii) ο καταναλωτής δεν υπόκειται, λόγω των διευθετήσεων αυτών, σε λιγότερο ευνοϊκούς όρους απ’ ότι με την αρχική σύμβαση πίστωσης,
εφαρμόζονται μόνο οι διατάξεις των άρθρων 2, 4, 6, 7, 9 των εδαφίων (1), (2) των παραγράφων (α) έως (θ), (ιβ) και (ιη) του εδαφίου (3) και του εδαφίου (6) του άρθρου 10 και των άρθρων 11, 13, 16 και 18 έως 33.
(β) Σε περίπτωση σύμβασης πίστωσης που εμπίπτει στις διατάξεις του εδαφίου (2) εφαρμόζονται μόνο οι διατάξεις του εν λόγω εδαφίου.