1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί των Εποπτών Οδικών Μεταφορών (Εξουσίες και Ευθύνες) Νόμος του 2010.
2.(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -
«Διευθυντής» σημαίνει τον Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών·
«Επόπτης» σημαίνει το πρόσωπο που ορίζεται από τον Έφορο Μηχανοκίνητων Οχημάτων με βάση το άρθρο 3 του παρόντος Νόμου·
«Έφορος Μηχανοκινήτων Οχημάτων», σημαίνει τον κατά τους εκάστοτε ισχύοντες περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμους, οριζόμενον Έφορο Μηχανοκινήτων Οχημάτων, ο οποίος στο εξής θα αναφέρεται ως "Έφορος", περιλαμβάνει δε και οποιονδήποτε λειτουργό που ο Έφορος ορίζει ως Αναπληρωτή Έφορο για την άσκηση των εξουσιών και καθηκόντων του που πηγάζουν από τον παρόντα Νόμο και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς·
«Τμήμα» σημαίνει το Τμήμα Οδικών Μεταφορών του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων.
(2) Όροι, που χρησιμοποιούνται στον παρόντα Νόμο, εάν δεν καθορίζεται διαφορετικά, έχουν την έννοια που αποδίδεται στους όρους αυτούς από τους εκάστοτε ισχύοντες Νόμους που αναφέρονται στο άρθρο 10 και των δυνάμει αυτών εκδιδόμενων κανονισμών, διαταγμάτων και γνωστοποιήσεων, ανάλογα με το νόμο που εφαρμόζεται κατά περίπτωση.
3. (1) Επόπτης ορίζεται από τον Έφορο πρόσωπο που απασχολείται ή προσλαμβάνεται στο επάγγελμα του Επόπτη Οδικών Μεταφορών στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών.
(2) Ο Έφορος ανακαλεί τον ορισμό Επόπτη εφόσον δεν συντρέχουν πλέον λόγοι που κατέστησαν τον ορισμό του αναγκαίο.
(3) Ο Επόπτης ενεργεί κάτω από τις οδηγίες του Διευθυντή ή εξουσιοδοτημένων για το σκοπό αυτό εκπροσώπων του.
4. (1) Ο Επόπτης, κατά τη διάρκεια του εντεταλμένου καθήκοντος του φέρει στολή, εκτός αν του δοθούν άλλες οδηγίες από τον Διευθυντή ή από εξουσιοδοτημένο από αυτόν πρόσωπο.
(2) Τα ειδικά χαρακτηριστικά της στολής που αναφέρεται στο εδάφιο (1) καθορίζονται από τον Έφορο, με γνωστοποίηση του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας:
Νοείται ότι η στολή θα φέρει ευδιάκριτα το ονοματεπώνυμο του Επόπτη.
5. Ο Επόπτης, κατά τη διάρκεια του εντεταλμένου καθήκοντος του φέρει ειδική ταυτότητα Επόπτη, που επιδεικνύεται όταν ζητηθεί από τον ελεγχόμενο. Το περιεχόμενο, οι διαστάσεις και το υλικό κατασκευής της ταυτότητας καθορίζονται από τον Έφορο, με γνωστοποίηση του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
6. Επόπτης δύναται, προς το σκοπό της διαπίστωσης οποιασδήποτε παράβασης των Νόμων που αναφέρονται στο άρθρο 10 του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτών εκδιδόμενων κανονισμών, διαταγμάτων και γνωστοποιήσεων, που για τους σκοπούς τους θεωρείται ως όργανο τήρησης της τάξης -
(α) να σταματά οποιοδήποτε όχημα που βρίσκεται σε οδό, να ζυγίζει το όχημα και το φορτίο του και να εισέρχεται και επιθεωρεί το όχημα ή σταθμευμένο όχημα καθώς και οποιαδήποτε έγγραφα, άδειες, στοιχεία, βιβλία, φορτίο, εξοπλισμό ή συσκευή, που μεταφέρονται από το όχημα ή που βρίσκονται σε αυτό ή φυλάσσονται από τον οδηγό του οχήματος ή χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς των εν λόγω νόμων, κανονισμών, διαταγμάτων ή γνωστοποιήσεων,
(β) να ακινητοποιεί όχημα για το οποίο έχει εύλογη υποψία ότι δεν τηρούνται οι εν λόγω νόμοι, κανονισμοί, διατάγματα ή γνωστοποιήσεις και εφ όσον διακριβωθεί ότι το όχημα χρησιμοποιείται κατά παράβαση των ανωτέρω, να μεταφέρει το όχημα στο πλησιέστερο Κέντρο Επιθεώρησης Μηχανοκινήτων Οχημάτων του Τμήματος ή σε αστυνομικό σταθμό ή άλλο ασφαλή τόπο και να κρατήσει το όχημα μέχρις ότου εξακριβωθεί η ταυτότητα του οχήματος και του οδηγού και επισκευαστεί κάθε τυχόν μηχανική βλάβη του οχήματος ή σημείο ακαταλληλότητας του ή μέχρι να παύσει να υφίσταται η διαπιστούμενη παράβαση,
(γ) για τους σκοπούς τήρησης της παραγράφου (β) του παρόντος άρθρου ή για να ζυγιστεί το όχημα ή φορτίο του, να δίνει εντολή στον οδηγό του οχήματος να μεταφέρει το όχημα στον πλησιέστερο κατάλληλο χώρο ή να ζητά από τον οδηγό όπως τον ακολουθήσει ή οδηγήσει στον εν λόγω χώρο με τη συνοδεία του Επόπτη, υπό τους όρους που θα επιβάλει, περιλαμβανομένης συγκεκριμένης πορείας και μέγιστης ταχύτητας που θα αναπτύξει το όχημα ή ο ίδιος ο Επόπτης να οδηγήσει το όχημα προς τον επιλεγμένο χώρο, ως εάν τούτο ήταν υπηρεσιακό όχημα και νοουμένου ότι κατέχει την κατάλληλη άδεια οδήγησης,
(δ) να εισέρχεται, χωρίς δικαστικό ένταλμα, σε συναφές υποστατικό ή χώρο το οποίο εύλογα πιστεύει ότι χρησιμοποιείται για σκοπούς των εν λόγω νόμων, κανονισμών, διαταγμάτων ή γνωστοποιήσεων ή ότι όχημα που χρησιμοποιείται για αυτούς τους σκοπούς βρίσκεται στον χώρο ή το υποστατικό και να επιθεωρήσει το όχημα και οποιαδήποτε σχετικά έγγραφα, άδειες, στοιχεία, βιβλία, συσκευή ή εξοπλισμό:
Νοείται ότι είσοδος σε ιδιωτική κατοικία χωρίς την έγκριση του ιδιοκτήτη επιτρέπεται ΅όνο ΅ε δικαστικό ένταλ΅α,
(ε) να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται στο χώρο ή υποστατικό ή στο όχημα, για το οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι μπορεί να παράσχει πληροφορίες, την παρουσίαση οποιωνδήποτε εγγράφων, αδειών, στοιχείων, βιβλίων, συσκευής ή εξοπλισμού, που φυλάσσονται ή χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς των εν λόγω νόμων, κανονισμών, διαταγμάτων ή γνωστοποιήσεων,
(στ) να επιθεωρεί, εξετάζει, λαμβάνει αντίγραφα και αποσπάσματα από οποιαδήποτε έγγραφα, στοιχεία ή βιβλία, συσκευή ή εξοπλισμό, που φυλάσσονται ή χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς των εν λόγω νόμων, κανονισμών, διαταγμάτων ή γνωστοποιήσεων και να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο από το οποίο τα πιο πάνω έγγραφα, άδειες, στοιχεία ή βιβλία φυλάσσονται ή χρησιμοποιούνται ή παρουσιάζονται, την πιστοποίηση οποιουδήποτε αντιγράφου ως ακριβούς αντιγράφου,
(ζ) εάν τούτο απαιτείται, να μεταφέρει και να κατακρατήσει οποιαδήποτε έγγραφα, στοιχεία, άδειες, βιβλία, συσκευή ή εξοπλισμό, που φυλάσσονται ή χρησιμοποιούνται στο υπό εξέταση όχημα ή υποστατικό, σε χώρο που είναι κατάλληλος για τη διεξαγωγή περαιτέρω απαιτούμενων ελέγχων ή εξετάσεων.
7. (1) Επόπτης προβαίνει σε καταγγελία όταν διαπιστώνει παράβαση των διατάξεων των Νόμων που αναφέρονται στο άρθρο 10 του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτών εκδιδόμενων κανονισμών, διαταγμάτων και γνωστοποιήσεων.
(2) Επόπτης που διαπιστώνει παράβαση των διατάξεων των Νόμων που αναφέρονται στο άρθρο 10 του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτών εκδιδόμενων κανονισμών, διαταγμάτων και γνωστοποιήσεων δύναται να λαμβάνει κατάθεση από πρόσωπο για το οποίο κατά την κρίση του εμπλέκεται ή είναι δυνατόν να μαρτυρήσει για την εν λόγω παράβαση. Προς το σκοπό αυτό, δύναται να ζητεί από οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο έχει λόγο να θεωρεί ενήμερο των γεγονότων ή περιστατικών της παράβασης να παρουσιαστεί σε εύλογη ώρα και μέρα στο πλησιέστερο για το πρόσωπο αυτό υποστατικό του Τμήματος για λήψη κατάθεσης. Ο Επόπτης, αφού προειδοποιήσει το πρόσωπο αυτό ότι οτιδήποτε αυτό αναφέρει στην κατάθεσή του μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον του σε οποιαδήποτε διαδικασία, καταγράφει οποιαδήποτε κατάθεση, η οποία διαβάζεται στο πρόσωπο που την έδωσε, το οποίο στη συνέχεια την υπογράφει ή αν είναι αναλφάβητο, θέτει το δακτυλικό του αποτύπωμα σε αυτήν. Σε περίπτωση που το πρόσωπο που έδωσε την κατάθεση αρνείται να ενεργήσει με τον προαναφερόμενο τρόπο, ο Επόπτης σημειώνει την άρνηση στο τέλος της κατάθεσης αναφέροντας επίσης το λόγο της, αν εξακριβώθηκε, και η κατάθεση στη συνέχεια υπογράφεται από τον Επόπτη.
(3) Οι διαπιστούμενες παραβάσεις σύμφωνα με το εδάφιο (1), μπορούν να τύχουν εξώδικης ρύθμισης, εφόσον τυγχάνουν εφαρμογής για αυτές οι περί Εξωδίκου Ρυθμίσεως Αδικημάτων Νόμοι του 1997 έως 2010. Η εξώδικη ρύθμιση, τυγχάνει εφαρμογής εφόσον οι διαπιστούμενες παραβάσεις είναι δυνατόν να ρυθμιστούν εξώδικα με βάση τις διατάξεις των Νόμων που αναφέρονται στο άρθρο 10 του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτών εκδιδόμενων κανονισμών, διαταγμάτων και γνωστοποιήσεων και για το σκοπό αυτό ακολουθούνται οι διαδικασίες και οι ειδικές ρυθμίσεις που προβλέπονται στους εν λόγω νόμους, κανονισμούς, διατάγματα και γνωστοποιήσεις:
Νοείται ότι, για τους σκοπούς εφαρμογής τους παρόντος εδαφίου, Επόπτης ενεργεί στη βάση των εξουσιών, υποχρεώσεων και διαδικασιών που ενεργεί αστυνομικός που καθορίζεται στους νόμους που αναφέρονται στο άρθρο 10 του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτών εκδιδόμενων κανονισμών, διαταγμάτων και γνωστοποιήσεων, ανάλογα με τη διαπιστούμενη παράβαση, περιλαμβανομένων των διατάξεων του άρθρου 20Α των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμων του 1972 έως (Αρ. 2) του 2010.
8. (1) Κάθε πρόσωπο που οδηγεί όχημα σε οδό οφείλει, μετά από υπόδειξη Επόπτη εν στολή, που βρίσκεται σε οδό ή εντός οχήματος που φέρει διακριτικά και εν χρήσει αναλάμποντες φανούς, όπως ο Έφορος θα τα καθορίσει με γνωστοποίηση του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας -
(α) να ελαττώνει την ταχύτητα του οχήματος, να ακολουθεί τα σήματα και τις εντολές του Επόπτη και να σταματά το όχημα του μέχρις ότου ο Επόπτης επιτρέψει σε αυτόν να συνεχίσει την πορεία του,
(β) να σταματά και να επιτρέπει έλεγχο από Επόπτη, οφείλει δε να του παρέχει κάθε δυνατή βοήθεια ως προς τον έλεγχο και να ακολουθεί οποιεσδήποτε οδηγίες που εύλογα δίνονται για τους σκοπούς του ελέγχου,
(γ) να παρουσιάσει και παραδώσει στον Επόπτη σχετικά έγγραφα που κατέχει ή βρίσκονται υπό τη φύλαξη του ή βρίσκονται στο όχημα,
(δ) να δίνει στον Επόπτη τα ακριβή στοιχεία της ταυτότητας του και τη διεύθυνση του, καθώς και τα στοιχεία της ταυτότητας και τον τόπο διαμονής ή εργασίας του ιδιοκτήτη του μηχανοκίνητου οχήματος.
(2) Εφόσον υπάρχει ισχυρισμός ότι έχει διαπραχθεί αδίκημα αναφορικά με τη χρήση μηχανοκίνητου οχήματος και εφόσον κριθεί αναγκαία η διακρίβωση της ταυτότητος του οδηγού -
(α) ο ιδιοκτήτης του μηχανοκινήτου οχήματος οφείλει να παράσχει κάθε πληροφορία που εύλογα γνωρίζει σε Επόπτη, καθ όσον αφορά την ταυτότητα του οδηγού και κάθε προσώπου που χρησιμοποίησε το όχημα· και
(β) κάθε άλλο πρόσωπο που κληθεί να παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία που εύλογα γνωρίζει και είναι δυνατόν να οδηγήσει στην ανακάλυψη της ταυτότητας του οδηγού ή άλλου προσώπου που χρησιμοποίησε το όχημα οφείλει να παράσχει την ζητηθείσα πληροφορία.
(3) Κάθε πρόσωπο που βρίσκεται σε υποστατικό ή χώρο που αναφέρεται στις παραγράφους (δ), (ε), (στ) και (ζ) του άρθρου 6, οφείλει να παράσχει σε Επόπτη κάθε δυνατή βοήθεια προς τον σκοπό άσκησης των εξουσιών του, όπως καθορίζονται στις εν λόγω παραγράφους.
9. Επόπτης δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια ή ζημιά που προκαλείται σε οποιοδήποτε όχημα ή για οποιαδήποτε σωματική βλάβη του οδηγού ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου, ως αποτέλεσμα παράλειψης του οδηγού του οχήματος αυτού να υπακούσει Επόπτη που ενεργεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
10. Επόπτης ασκεί τις εξουσίες του που απορρέουν από τους ακόλουθους νόμους και τους δυνάμει αυτών εκδιδόμενους κανονισμούς, διατάγματα και γνωστοποιήσεις, όπως τροποποιούνται ή αντικαθίστανται:
(α) Οι περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμοι του 1972 έως (Αρ. 2) του 2010.
(β) Οι περί Οδικής Ασφάλειας Νόμοι του 1986 έως 2007.
(γ) Οι περί Οδικής Μεταφοράς Επικίνδυνων Εμπορευμάτων Νόμοι του 2004 έως 2010.
(δ) Οι περί ’δειας Οδήγησης Νόμοι του 2001 έως 2010.
(ε) Οι περί Έγκρισης Τύπου Οχημάτων Νόμοι του 2005 και 2010.
(στ) Οι περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων (Εκπαίδευση Οδηγών) Νόμοι του 1968 έως 2006.
(ζ) Οι περί Εμπόρων Μηχανοκίνητων Οχημάτων (Επίδειξη και Δοκιμή) Νόμοι του 2000 και 2002.
(η) Οι περί Ελέγχου των Ωρών Οδήγησης και Ανάπαυσης των Οδηγών Ορισμένων Οχημάτων Νόμοι του 2007 και 2010.
(θ) Ο περί Εξουσιοδότησης Συνεργείων και Έκδοσης Καρτών Συσκευής Ελέγχου Νόμος του 2004.
(ι) Οι περί της Πρόσβασης στο Επάγγελμα του Οδικού Μεταφορέα Νόμοι του 2001 έως (Αρ. 2) του 2009.
(ια) Οι περί της Επαγγελματικής ’δειας Οδηγού Νόμοι του 1989 έως 2009.
(ιβ) Ο περί της Αρχικής Επιμόρφωσης και της Περιοδικής Κατάρτισης των Οδηγών Ορισμένων Οδικών Οχημάτων τα οποία Χρησιμοποιούνται για τη Μεταφορά Εμπορευμάτων ή Επιβατών Νόμος του 2007.
(ιγ) Οι περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμοι του 1982 έως (Αρ. 3) του 2009.
(ιδ) Οι περί Ρυθμίσεως και Ελέγχου της Λειτουργίας Γραφείων Ενοικίασης Μηχανοκίνητων Δίκυκλων ή Τρίκυκλων Οχημάτων Νόμοι του 1991 έως 2002.
(ιε) Οι περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμοι του 2000 έως 2010.
(ιστ) Οποιοσδήποτε άλλος νόμος ή Ευρωπαϊκός Κανονισμός που αφορά οδικές μεταφορές, για τον οποίο ορίζεται ο Έφορος ή ο Διευθυντής ως αρμόδια αρχή για τους σκοπούς επιτήρησης της εφαρμογής τους.
(ιζ) Οι περί Εξωδίκου Ρυθμίσεως Αδικημάτων Νόμοι του 1997 έως 2010 στο βαθμό που καλύπτουν τα αναφερόμενα στις παραγράφους (α) μέχρι (ιστ) του παρόντος άρθρου.
11.(1) Εφόσον δεν προβλέπεται άλλη ποινή για ίδιο αδίκημα στους Νόμους που αναφέρονται στο άρθρο 10 του παρόντος Νόμου και στους δυνάμει αυτών εκδιδόμενους κανονισμούς, πρόσωπο το οποίο -
(α) παρακωλύει Επόπτη από του να ενεργήσει σύμφωνα ΅ε τα άρθρα 6, 7 και 8,
(β) παραλείπει να συμμορφωθεί σε οποιαδήποτε απαίτηση που επιβάλλεται σ' αυτό από Επόπτη δυνάμει των άρθρων 6, 7 και 8,
(γ) χωρίς εύλογη αιτία, παραλείψει να παρουσιαστεί για κατάθεση κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 7,
(δ) χωρίς εύλογη αιτία, παραλείπει να παράσχει σε Επόπτη οποιαδήποτε άλλη βοήθεια ή πληροφορία, την οποία εύλογα ήθελε ζητήσει ο εν λόγω Επόπτης προς το σκοπό εκπλήρωσης των καθηκόντων του, δυνάμει των εν λόγω νόμων, κανονισμών ή διαταγμάτων, ή
(ε) παρέχοντας οποιαδήποτε πληροφορία προβαίνει εν γνώση του σε ανακριβή δήλωση,
είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες Ευρώ (2.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Όταν νομικό πρόσωπο διαπράττει αδίκημα βάσει του παρόντος άρθρου, κάθε πρόσωπο που το αντιπροσωπεύει για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και κάθε Διευθυντής ή μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ή διευθύνων σύμβουλος ή γραμματέας ή άλλος αξιωματούχος του νομικού αυτού προσώπου ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εμφανιζόταν ότι κατέχει οποιαδήποτε από τις προαναφερθείσες ιδιότητες, που εξουσιοδοτεί ή παρακινεί ή επιτρέπει την τέλεση της πράξης ή την παράλειψη η οποία συνιστά το αδίκημα, είναι ένοχο του αδικήματος αυτού, ταυτόχρονα με το νομικό πρόσωπο, και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται στις ποινές που προβλέπει ο παρών Νόμος για το εν λόγω αδίκημα.
(3) Πρόσωπο που φέρει στολή Επόπτη ενώ δεν είναι Επόπτης και με τον τρόπο αυτό παραπλανεί οποιονδήποτε ότι είναι Επόπτης ή εμφανίζεται ότι είναι Επόπτης είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις έξι χιλιάδες Ευρώ (6.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.