Προοίμιο

Για σκοπούς αποτελεσματικής εφαρμογής της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο-

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 260/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Μαρτίου 2012 σχετικά με την καθιέρωση τεχνικών απαιτήσεων και επιχειρηματικών κανόνων για τις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις σε ευρώ και με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009»,

Για σκοπούς αποτελεσματικής εφαρμογής του Άρθρου 9 και για σκοπούς συμμόρφωσης με τα Άρθρα 10 και 11, της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 260/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Μαρτίου 2012 σχετικά με την καθιέρωση τεχνικών απαιτήσεων και επιχειρηματικών κανόνων για τις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις σε ευρώ και με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 248/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2014 [Σ.Σ.: προστέθηκε με Ν. 62(Ι)/2017],

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Υλοποίησης του Ενιαίου Χώρου Πληρωμών σε Ευρώ Νόμος του 2014.

Ερμηνεία

2. Εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ισχύουν οι ορισμοί του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012 και επιπρόσθετα-

«αντιπρόσωπος» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο παρέχει υπηρεσίες πληρωμών εξ ονόματος ενός παρόχου ΥΠ·

«αρμόδια αρχή» σημαίνει -

(α) την Κεντρική Τράπεζα, αναφορικά με την εφαρμογή και επιβολή  των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 260/2012 εξαιρουμένου  του Άρθρου 9 αυτού· και

(β) τη Διυπουργική Επιτροπή, αναφορικά με την εφαρμογή και επιβολή του Άρθρου 9 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012∙

«άλλο κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας·

«δικαιούχος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012·

«Διυπουργική Επιτροπή» σημαίνει τη Διυπουργική Επιτροπή η οποία συστήνεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 15Α·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 260/2012» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 260/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Μαρτίου 2012 σχετικά με την καθιέρωση τεχνικών απαιτήσεων και επιχειρηματικών κανόνων για τις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις σε ευρώ και με την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009» και περιλαμβάνει τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012 [Σ.Σ.: βλ. Υποσημείωση]·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 260/2012» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 260/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Μαρτίου 2012 σχετικά με την καθιέρωση τεχνικών απαιτήσεων και επιχειρηματικών κανόνων για τις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις σε ευρώ και με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 248/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2014∙

«καταναλωτής» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012·

«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου·

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλο κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο·

«κράτος μέλος καταγωγής» σημαίνει το κράτος μέλος, στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα του παρόχου ΥΠ ή στην περίπτωση που ο πάροχος ΥΠ με βάση τη νομοθεσία βάσει της οποίας ιδρύθηκε δεν έχει καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία του·

«κράτος μέλος υποδοχής» σημαίνει το κράτος μέλος, το οποίο είναι διαφορετικό από το κράτος μέλος καταγωγής, στο οποίο ένας πάροχος ΥΠ παρέχει υπηρεσίες πληρωμών·

«πάροχος ΥΠ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο «πάροχος υπηρεσιών πληρωμών» από το άρθρο 2 του περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμου ·

«πληρωτής» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012·

«Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο» σημαίνει τη Συμφωνία, η οποία υπογράφηκε στο Οπόρτο τη 2α Μαΐου 1992 και προσαρμόστηκε από το Πρωτόκολλο που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες τη 17η Μαρτίου 1993, όπως αυτή εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«συνεργατική εταιρεία» σημαίνει εταιρεία εγγεγραμμένη με βάση τον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο ή εταιρεία που έχει συσταθεί σε χώρα άλλη από τη Δημοκρατία σύμφωνα με ισχύουσα νομοθεσία αντίστοιχη με τον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο·

«συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό ο περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμος·

«τράπεζα» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και, επιπρόσθετα, περιλαμβάνει τη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ και τον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Στέγης·

«υπηρεσίες πληρωμών» σημαίνει υπηρεσίες που παρέχονται από παρόχους ΥΠ και οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής που καθορίζει το Άρθρο 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012·

«υποκατάστημα» σημαίνει σε σχέση με νομικό πρόσωπο, τόπο διεξαγωγής επιχειρηματικής δραστηριότητας πλην των κεντρικών γραφείων, ο οποίος αποτελεί τμήμα του νομικού προσώπου, στερείται νομικής προσωπικότητας και στον οποίο διενεργούνται απευθείας, εν όλω ή εν μέρει, οι πράξεις που συνιστούν την επιχειρηματική δραστηριότητα του εν λόγω νομικού προσώπου·

«Φορέας» σημαίνει τον Ενιαίο Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσης που συνίσταται δυνάμει του περί της Σύστασης και Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως Νόμου·

«χρήστης ΥΠ» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012·

«BBAN», δηλαδή «Basic Bank Account Number» (Βασικός Αριθμός Τραπεζικού Λογαριασμού) έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012·

«BIC», δηλαδή «Business Identifier Code» (Κωδικός Αναγνώρισης Επιχείρησης) έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012· και

«IBAN», δηλαδή «International Bank Account Number» (Διεθνής Αριθμός Τραπεζικού Λογαριασμού) έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012.

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

3. Με τον παρόντα Νόμο:

(α) θεσπίζονται μέτρα για την αποτελεσματική εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012 στη Δημοκρατία, περιλαμβανομένων των περιπτώσεων παροχής υπηρεσιών πληρωμών σε άλλα κράτη μέλη υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από πάροχο ΥΠ, για τον οποίο η Δημοκρατία είναι κράτος μέλος καταγωγής. και

(β) επιμηκύνεται ο χρόνος προσαρμογής ορισμένων διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012 κατά την εφαρμογή του στη Δημοκρατία.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΩΜΩΝ, ΠΑΡΟΧΟΙ ΥΠ ΚΑΙ ΧΡΗΣΤΕΣ ΥΠ
Συμμετοχή σε συστήματα πληρωμών

4. Απαγορεύεται σε πρόσωπο, το οποίο έχει συσταθεί ή έχει εγκατασταθεί στη Δημοκρατία, να χρησιμοποιεί σύστημα πληρωμών ή να συμμετέχει σε αυτό, σε περίπτωση κατά την οποία ο φορέας εκμετάλλευσης του συστήματος πληρωμών ή ελλείψει επίσημου φορέα εκμετάλλευσης, οι συμμετέχοντες στο σύστημα πληρωμών δεν συμμορφώνονται κατά την κρίση της Κεντρικής Τράπεζας με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012, οι οποίες επιβάλλουν υποχρεώσεις σε σχέση με το εν λόγω σύστημα πληρωμών.

Χρήστες ΥΠ

5. Κάθε πάροχος ΥΠ μεριμνά, μέσω της καταλληλότερης δυνατής για το σκοπό αυτό διαμόρφωσης των υπηρεσιών πληρωμών που παρέχει, ώστε οι οικείοι χρήστες ΥΠ να συμμορφώνονται με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012, οι οποίες επιβάλλουν υποχρεώσεις σε χρήστες ΥΠ.

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ
Επίβλεψη συστημάτων πληρωμών

6.-(1)Η Κεντρική Τράπεζα με βάση τις διατάξεις του άρθρου 48 του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου και με βάση τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 260/2012, διασφαλίζει τη συμμόρφωση των φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων πληρωμών που έχουν συσταθεί ή εγκατασταθεί στη Δημοκρατία με βάση τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012, οι οποίες επιβάλλουν υποχρεώσεις σε σχέση με τα εν λόγω συστήματα πληρωμών και ελλείψει επίσημου φορέα εκμετάλλευσης ενός συστήματος πληρωμών, διασφαλίζει τη συμμόρφωση των συμμετεχόντων στο σύστημα πληρωμών που έχουν συσταθεί ή εγκατασταθεί στη Δημοκρατία με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012, οι οποίες επιβάλλουν υποχρεώσεις σε σχέση με αυτό το σύστημα πληρωμών.

(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του άρθρου 48 του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να θέτει υπό την επίβλεψή της κατά την έννοια του ιδίου άρθρου, σύστημα πληρωμών που λειτουργεί στη Δημοκρατία προκειμένου να διασφαλίζει τη συμμόρφωση με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012, οι οποίες επιβάλλουν υποχρεώσεις σε σχέση με αυτό το σύστημα πληρωμών.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 4, διασφαλίζει τη συμμόρφωση των προσώπων που έχουν συσταθεί ή εγκατασταθεί στη Δημοκρατία.

Παροχή εξαιρέσεων από την Κεντρική Τράπεζα

7.-(1)Αρμόδια αρχή για σκοπούς της παραγράφου 4 του Άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012 ορίζεται η Κεντρική Τράπεζα.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί την εξαίρεση που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του Άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012, με οδηγία της που απευθύνεται στο πρόσωπο που αιτείται της εξαίρεσης, η οποία γνωστοποιείται σε αυτό ως η ίδια ήθελε ορίσει και μεριμνά για τη δημοσιοποίηση της χορηγηθείσας εξαίρεσης, στην επίσημη ιστοσελίδα της Κεντρικής Τράπεζας:

Νοείται ότι, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να χορηγεί την εξαίρεση υπό όρους:

Νοείται περαιτέρω ότι, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ανακαλεί χορηγηθείσα εξαίρεση.

(3) Χωρίς επηρεασμό των άρθρων 9 και 11, η Κεντρική Τράπεζα δύναται για σκοπούς εφαρμογής της παραγράφου 4 του Άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012, να απαιτεί την παροχή πληροφοριών από οποιοδήποτε πρόσωπο και να τις διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Εποπτεία παρόχων ΥΠ

8. Η Κεντρική Τράπεζα ορίζεται ως η εποπτική αρχή για την εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012 και του άρθρου 5, αναφορικά με όλες τις υπηρεσίες πληρωμών που προβλέπονται στο άρθρο 83 του περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμου.

Εξουσία διενέργειας ελέγχων

9.-(1)Κάθε φορέας εκμετάλλευσης συστήματος πληρωμών, ο οποίος έχει συσταθεί ή εγκατασταθεί στη Δημοκρατία και κάθε πρόσωπο που έχει συσταθεί ή εγκατασταθεί στη Δημοκρατία και χρησιμοποιεί σύστημα πληρωμών ή συμμετέχει σε αυτό, οφείλει όταν κληθεί από την Κεντρική Τράπεζα, να θέσει στη διάθεσή της για εξέταση τα ρευστά διαθέσιμα και άλλα στοιχεία ενεργητικού, βιβλία, αρχεία και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα και να δέχεται τη διεξαγωγή επιτόπιου ελέγχου από αυτήν για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012.

(2) Κάθε πάροχος ΥΠ οφείλει όταν κληθεί από την κατά το άρθρο 8 αρμόδια εποπτική αρχή, να θέσει στη διάθεσή της για εξέταση τα ρευστά διαθέσιμα και άλλα στοιχεία ενεργητικού, βιβλία, αρχεία και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα.

(3) Η κατά το άρθρο 8 εποπτική αρχή δύναται να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους σε πάροχο ΥΠ που βρίσκεται υπό την εποπτεία της, καθώς και-

(α) σε κάθε αντιπρόσωπο, υποκατάστημα και φυσικό ή νομικό πρόσωπο μέσω του οποίου ο πάροχος ΥΠ ασκεί δραστηριότητες∙ ή

(β) σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο πέρα από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο (α) και τα οποία δεν αποτελούν μέρος του παρόχου ΥΠ, στον οποίο ο πάροχος ΥΠ αναθέτει λειτουργικές δραστηριότητες.

Κάλυψη εξόδων

10.-(1)Η Κεντρική Τράπεζα με οδηγία της δύναται να απαιτεί όπως οι φορείς εκμετάλλευσης συστημάτων πληρωμών ή, κατά περίπτωση, τα πρόσωπα που συμμετέχουν σε αυτά, καταβάλλουν στην Κεντρική Τράπεζα όλα τα έξοδα που σχετίζονται με την εφαρμογή σε σχέση με τα αντίστοιχα συστήματα πληρωμών, του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου και του άρθρου 48 του περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται με οδηγία της να απαιτεί όπως τα πρόσωπα, τα οποία αιτούνται της εξαίρεσης που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του Άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012, καταβάλλουν σε αυτή όλα τα έξοδα που σχετίζονται με την εξέταση των αιτήσεών τους.

(3) Η εποπτική αρχή δύναται με οδηγία της να απαιτεί όπως τα πρόσωπα, τα οποία βρίσκονται υπό την εποπτεία της, καταβάλλουν σε αυτήν όλα τα έξοδα που σχετίζονται με τη δυνάμει του άρθρου 8 εποπτεία τους και την κατά το άρθρο 9 εξουσία της για διενέργεια ελέγχων.

(4) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου, «οδηγία» σημαίνει οδηγία που συνιστά κανονιστική διοικητική πράξη, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Ανταλλαγή πληροφοριών

11.-(1)Η εποπτική αρχή δύναται να παρέχει τις πληροφορίες που λαμβάνει κατά την άσκηση των δυνάμει του παρόντος Νόμου αρμοδιοτήτων της -

(α) στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και σε κεντρική τράπεζα κράτους μέλους, υπό την ιδιότητά τους ως νομισματικών αρχών και αρχών εποπτείας ή επίβλεψης, και, κατά περίπτωση, σε κάθε άλλη δημόσια αρχή κράτους μέλους, επιφορτισμένης με την επίβλεψη συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού συναλλαγών. η εποπτική αρχή παρέχει τις πληροφορίες αυτές στους πιο πάνω φορείς ώστε να τους βοηθήσει κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους ή για να καταστήσει δυνατή την αποτελεσματική άσκηση των δικών της αρμοδιοτήτων∙

(β) σε κάθε αρχή άλλου κράτους μέλους, επιφορτισμένης με την αδειοδότηση ή την εποπτεία παρόχων ΥΠ, ώστε να υποβοηθήσει την αρχή αυτή κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της ή για να καταστήσει δυνατή την αποτελεσματική άσκηση των δικών της αρμοδιοτήτων∙

(γ) στον Επίτροπο Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα που διορίζεται δυνάμει του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου, σε αντίστοιχη αρχή άλλου κράτους μέλους και σε αντίστοιχη αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό την προϋπόθεση ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής των αρχών αυτών∙

(δ) στη Μονάδα Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης, η οποία καθιδρύεται δυνάμει του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, σε αντίστοιχη αρχή άλλου κράτους μέλους και σε αντίστοιχη αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό την προϋπόθεση ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής των αρχών αυτών.

(2) Η κατά το άρθρο 8 αρμόδια εποπτική αρχή δύναται να παρέχει πληροφορίες σε φορέα εκκαθάρισης και σε φορέα διακανονισμού πράξεων πληρωμής εάν θεωρεί αυτό αναγκαίο για τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας εκάστου, σε σχέση με το ενδεχόμενο αθέτησης υποχρέωσης εκ μέρους παρόχου ΥΠ.

(3) Παροχή πληροφοριών από την αρμόδια εποπτική αρχή γίνεται μόνον στην περίπτωση που αυτή ικανοποιείται ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες υπόκεινται στους ίδιους κανόνες εμπιστευτικότητας από την αρχή ή το πρόσωπο που πρόκειται να τις λάβει, οι οποίοι εφαρμόζονται για την αρμόδια εποπτική αρχή.

(4) Σε περίπτωση που η αρμόδια εποπτική αρχή έλαβε από άλλη αρχή τη ζητούμενη πληροφορία, η παροχή πληροφορίας επιτρέπεται μόνο μετά από ρητή έγκριση της αρχής που διαβίβασε την πληροφορία και μόνο στην περίπτωση που η έγκριση αυτή δόθηκε αποκλειστικά για συγκεκριμένο σκοπό.

(5) Χωρίς επηρεασμό άλλων διατάξεων που επιβάλλουν υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών, οποιαδήποτε αρχή ή/και πρόσωπο έχει υποχρέωση να παρέχει στην αρμόδια κατά το άρθρο 8 εποπτική αρχή, πληροφορίες τις οποίες κατέχει και που κατά την κρίση της εν λόγω εποπτικής αρχής είναι χρήσιμες για την άσκηση των δυνάμει του παρόντος Νόμου αρμοδιοτήτων αυτής.

(6) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου 4 του Άρθρου 10 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012.

Ευθύνη αρμόδιας αρχής

12. Σε περίπτωση αγωγής, αίτησης ή άλλης νομικής διαδικασίας που αφορά αξίωση αποζημιώσεων σχετικά με πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των δυνάμει του παρόντος Νόμου καθηκόντων, η αρμόδια αρχή, οποιοσδήποτε σύμβουλος ή λειτουργός ή υπάλληλός της, δεν υπέχει οποιασδήποτε προσωπικής ευθύνης εκτός αν αποδειχθεί ότι η εν λόγω πράξη ή παράλειψη δεν έγινε καλή τη πίστει ή είναι το αποτέλεσμα σοβαρής αμέλειας.

ΜΕΡΟΣ ΙV ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
Διοικητικές κυρώσεις

13.-(1)Σε περίπτωση κατά την οποία η Κεντρική Τράπεζα διαπιστώνει:

(α) ότι πρόσωπο που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 6· ή

(β) ενεργώντας ως εποπτική αρχή, ότι πρόσωπο που βρίσκεται υπό την εποπτεία της ως πάροχος ΥΠ,

παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε υποχρέωση απορρέουσα από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 260/2012 ή τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή με οποιαδήποτε οδηγία ή ειδοποίηση που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, αφού προηγουμένως δώσει την ευκαιρία στο εν λόγω πρόσωπο να ακουστεί, δύναται να του επιβάλει, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, διοικητικό πρόστιμο από χίλια ευρώ (€1.000) έως και ογδόντα χιλιάδες ευρώ (€80.000), και, σε περίπτωση που η εν λόγω παράβαση συνεχίζεται, δύναται επιπρόσθετα και ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, να του επιβάλει διοικητικό πρόστιμο από εκατόν ευρώ (€100) έως και οκτώ χιλιάδες ευρώ (€8.000) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.

(2) Σε περίπτωση που η παράβαση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) οφείλεται σε υπαιτιότητα διοικητικού συμβούλου, του πρώτου εκτελεστικού διευθυντή ή του διευθυντή του παραβαίνοντος προσώπου, η Κεντρική Τράπεζα ως εποπτική αρχή σε σχέση με πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο (1), αφού προηγουμένως του δώσει την ευκαιρία να ακουστεί, δύναται να του επιβάλει, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, διοικητικό πρόστιμο από χίλια ευρώ (€1.000) έως και είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000) και σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, δύναται επιπρόσθετα και, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, να του επιβάλει διοικητικό πρόστιμο από εκατόν ευρώ (€100) έως και χίλια ευρώ (€1.000) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.

(3) Σε περίπτωση που το διοικητικό πρόστιμο που επιβάλλεται με βάση τα εδάφια (1) και (2) δεν καταβάλλεται εντός των προθεσμιών που καθορίζει η Κεντρική Τράπεζα, τα ποσά αυτά εισπράττονται ως αστικό χρέος οφειλόμενο στην Κεντρική Τράπεζα.

(4) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ρυθμίζει τη διαδικασία έκδοσης διοικητικών προστίμων με την έκδοση οδηγιών.

ΜΕΡΟΣ V ΥΠΟΒΟΛΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΩΝ ΚΑΙ ΕΞΩΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Εξουσίες του Φορέα

14.-(1)Ο Φορέας έχει τις ακόλουθες εξουσίες:

(α) να διερευνά τις καταγγελίες που υποβάλλουν οι χρήστες ΥΠ και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, περιλαμβανομένων των συνδέσμων καταναλωτών, σχετικά με ισχυριζόμενες παραβάσεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012 ή των διατάξεων του παρόντος Νόμου όσον αφορά τη μεταξύ χρήστη ΥΠ και παρόχου ΥΠ σχέση·

(β) να λαμβάνει υποχρεωτικά καταγγελίες που υποβάλλει χρήστης ΥΠ, σχετικά με ισχυριζόμενη παράβαση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012 από πάροχο ΥΠ που παρέχει υπηρεσίες πληρωμών στη Δημοκρατία υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και να τις προωθεί, ανάλογα με την περίπτωση, στο κράτος μέλος καταγωγής·

(γ) να ενημερώνει υποχρεωτικά την αρμόδια αρχή που προβλέπεται στο άρθρο 6 αναφορικά με τις καταγγελίες που υποβάλλονται και τη διερεύνηση που έγινε·

(δ) να ρυθμίζει με οδηγία του τη διαδικασία υποβολής και διερεύνησης καταγγελιών:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ο Φορέας ασκεί τις εκ του παρόντος Νόμου αρμοδιότητές του, χωρίς να δεσμεύεται από το χρηματικό περιορισμό των εκατόν εβδομήντα χιλιάδων ευρώ (€170.000) που προβλέπεται στον ορισμό του όρου «παράπονο» στον περί Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως Νόμο, ούτε από τους χρηματικούς περιορισμούς της μέγιστης αποζημίωσης των πενήντα χιλιάδων ευρώ (€50.000) που προβλέπονται στα εδάφια (5) και (6) του άρθρου 14 του περί Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως Νόμου:

Νοείται περαιτέρω ότι, το παρόν άρθρο εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις καταναλωτών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.

Εξώδικη επίλυση διαφορών

15.-(1)Ο Φορέας προβαίνει σε διαδικασία εξώδικης επίλυσης διαφορών μεταξύ χρηστών ΥΠ και παρόχων ΥΠ, οι οποίες αφορούν τα εκ του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012 ή του παρόντος Νόμου δικαιώματα και υποχρεώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Σύστασης και Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως Νόμου.

(2) Ο Φορέας συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών σε περίπτωση διασυνοριακών διαφορών κατά τον τρόπο που προβλέπεται στον περί της Σύστασης και Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως Νόμο:

Νοείται ότι, αναφορικά με παρόχους ΥΠ που αποτελούν συνεργατικές εταιρείες, το παρόν άρθρο εφαρμόζεται τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου:

Νοείται περαιτέρω ότι, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ο Φορέας ασκεί τις εκ του παρόντος Νόμου αρμοδιότητές του, χωρίς να δεσμεύεται από το χρηματικό περιορισμό των εκατόν εβδομήντα χιλιάδων ευρώ (€170.000) που προβλέπεται στον ορισμό του όρου «παράπονο» στον περί Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως Νόμο, ούτε από τους χρηματικούς περιορισμούς της μέγιστης αποζημίωσης των πενήντα χιλιάδων ευρώ (€50.000) που προβλέπονται στα εδάφια (5) και (6) του άρθρου 14 του περί Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως Νόμου:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, το παρόν άρθρο εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις καταναλωτών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.

ΜΕΡΟΣ VA ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 9 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΕ) ΑΡΙΘ. 260/2012
Σύσταση Διυπουργικής Επιτροπής και αρμοδιότητες

15Α. Για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους το Υπουργικό Συμβούλιο ορίζει Διυπουργική Επιτροπή, αποτελούμενη από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού και το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, ή αντιπροσώπους τους, υπό την προεδρία του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών ή του αντιπροσώπου του, για να ασκεί, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

(α) Να αποδέχεται παράπονο από καταναλωτή ή άλλο χρήστη ΥΠ σχετικά με την παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης δικαιούχου ή πληρωτή με τις διατάξεις του Άρθρου 9 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012·

(β) να εξετάζει παράπονο που αναφέρεται στην παράγραφο (α) σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15Δ·

(γ) να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες και στοιχεία δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 15Ζ∙

(δ) να διεξάγει αυτεπάγγελτη έρευνα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 15Δ, σε περίπτωση βάσιμης υποψίας για παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης με τις διατάξεις του Άρθρου 9 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012·

(ε) να επιβάλλει κυρώσεις δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 15Δ.

Λειτουργία της Διυπουργικής Επιτροπής

15Β.-(1) Ο πρόεδρος της Διυπουργικής Επιτροπής συγκαλεί συνεδρία αυτής με ειδοποίηση που αποστέλλεται γραπτώς ή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στα υπόλοιπα μέλη της· συνεδρία συγκαλείται όταν ο πρόεδρος της Διυπουργικής Επιτροπής αποδεχθεί παράπονο σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 15Α  ή σε περίπτωση βάσιμης υποψίας για παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης με τις διατάξεις του Άρθρου 9 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012 σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 15Α.

(2) Η Διυπουργική Επιτροπή βρίσκεται σε απαρτία όταν τα τρία (3) μέλη της παρευρίσκονται στη συνεδρία της και οι αποφάσεις της λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των μελών.

(3) Τα πρακτικά κάθε συνεδρίας της Διυπουργικής Επιτροπής είναι εμπιστευτικά, εκτός εάν η ίδια ορίσει διαφορετικά, και τηρούνται κατά τον τύπο που η ίδια αποφασίζει.

Υποβολή παραπόνου

15Γ.-(1) Καταναλωτής ή χρήστης ΥΠ δικαιούται να υποβάλει παράπονο στη Διυπουργική Επιτροπή αναφορικά με παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης δικαιούχου ή πληρωτή με τις διατάξεις του Άρθρου 9 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012.

(2) Το παράπονο υποβάλλεται στον πρόεδρο της Διυπουργικής Επιτροπής, στο Υπουργείο Οικονομικών, γραπτώς, διά χειρός ή ταχυδρομικά και, όπου είναι δυνατό, συνοδεύεται από αντίγραφα όλων των αναγκαίων πληροφοριών και εγγράφων που βοηθούν στην εξέταση του παραπόνου.

(3) Η Διυπουργική Επιτροπή εξετάζει το παράπονο εντός προθεσμίας σαράντα πέντε (45) ημερών από την ημερομηνία παραλαβής όλων των αναγκαίων πληροφοριών και εγγράφων που βοηθούν στην εξέταση του παραπόνου, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων ή εγγράφων που αυτή λαμβάνει δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 15Ζ.

Εξέταση παραπόνου και επιβολή κυρώσεων

15Δ.-(1) Η Διυπουργική Επιτροπή εξετάζει, κατόπιν υποβολής παραπόνου ή αυτεπάγγελτα, ενδεχόμενη παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης δικαιούχου ή πληρωτή με τις διατάξεις του Άρθρου 9 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012.

(2) Σε περίπτωση που η Διυπουργική Επιτροπή, κατά τη δυνάμει του εδαφίου (1) διερεύνηση παραπόνου ή την αυτεπάγγελτη έρευνα, διαπιστώσει παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης δικαιούχου ή πληρωτή με τις διατάξεις του Άρθρου 9 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012, δύναται να προβεί στις πιο κάτω ενέργειες είτε διαζευκτικά είτε σωρευτικά, ανάλογα με τη φύση, τη διάρκεια και τη βαρύτητα της παράβασης:

(α) Να διατάξει ή να συστήσει στον ενδιαφερόμενο δικαιούχο ή πληρωτή όπως εντός τακτής προθεσμίας τερματίσει την παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης και αποφύγει επανάληψή της στο μέλλον ή, σε περίπτωση που η παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης τερματίστηκε πριν από την έκδοση της απόφασης της Διυπουργικής Επιτροπής, να βεβαιώσει με απόφασή της την παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης∙

(β) να διατάξει ή να συστήσει στον ενδιαφερόμενο δικαιούχο ή πληρωτή τη λήψη διορθωτικών μέτρων που κατά την κρίση της αποκαθιστούν την κατάσταση που δημιούργησε η παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης∙

(γ) να επιβάλει στον ενδιαφερόμενο δικαιούχο ή πληρωτή διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης ή παράλειψης συμμόρφωσης, ύψους μέχρι σαράντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€45.000)∙

(δ) να επιβάλει, σε περίπτωση συνέχισης της παράβασης ή παράλειψης συμμόρφωσης, στον ενδιαφερόμενο δικαιούχο ή πληρωτή διοικητικό πρόστιμο ύψους μέχρι χίλια πεντακόσια ευρώ (€1.500) για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης ή παράλειψης συμμόρφωσης, ανάλογα με τη βαρύτητα αυτής.

(3)(α) Τα διοικητικά πρόστιμα, τα οποία προβλέπονται στις παραγράφους (γ) και (δ) του εδαφίου (2), επιβάλλονται στον ενδιαφερόμενο δικαιούχο ή πληρωτή με αιτιολογημένη απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής, αφού προηγουμένως δώσει την ευκαιρία στον ενδιαφερόμενο δικαιούχο ή πληρωτή να ακουστεί.

(β) Σε περίπτωση που το διοικητικό πρόστιμο που επιβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους δεν καταβληθεί εντός προθεσμίας που καθορίζει η Διυπουργική Επιτροπή, το ποσό αυτό εισπράττεται ως αστικό χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία.

Τύπος και περιεχόμενο απόφασης

15Ε.-(1) Η απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής είναι αιτιολογημένη, εκδίδεται γραπτώς και υπογράφεται ιδιοχείρως από τα μέλη της.

(2) Η απόφαση κoιvoπoιείται στον ενδιαφερόμενο δικαιούχο ή πληρωτή και, εάν είναι δυσμενής για αυτόν, τον ενημερώνει για τις θεραπείες που έχει στη διάθεσή του για να προσβάλει την απόφαση, για τη φύση και μορφή της θεραπείας, για την προθεσμία που τάσσεται για το σκοπό αυτό και το αρμόδιο δικαστήριο ή διοικητικό όργανο προς το οποίο μπορεί να απευθυνθεί ο ενδιαφερόμενος.

Επίδοση απόφασης

15ΣΤ.-(1) Κάθε απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής, η οποία εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους, δύναται να επιδοθεί σε κάθε επηρεαζόμενο πρόσωπο με οποιοδήποτε από τους ακόλουθους τρόπους:

(α) Με ιδιόχειρη παράδοση ή με την άφεση της απόφασης στην προσήκουσα διεύθυνση ή με την αποστολή της απόφασης διά συστημένου ταχυδρομείου∙

(β) με επίδοση της απόφασης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α), στο γραμματέα ή στο διευθυντή ή σε οποιοδήποτε διευθύνοντα σύμβουλο, σε περίπτωση που το πρόσωπο είναι νομικό πρόσωπο∙

(γ)με επίδοση της απόφασης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α), σε έναν από τους εταίρους ή σε πρόσωπο το οποίο έχει τον έλεγχο ή τη διεύθυνση των εργασιών της εταιρείας, σε περίπτωση που το πρόσωπο είναι ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρεία.

(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), η προσήκουσα διεύθυνση οποιουδήποτε προσώπου, στο οποίο μπορεί να επιδοθεί απόφαση δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους, είναι η τελευταία γνωστή διεύθυνση αυτού, εξαιρουμένων των ακόλουθων περιπτώσεων:

(α) Σε περίπτωση επίδοσης σε νομικό πρόσωπο ή στο γραμματέα ή στο διευθυντή ή σε διευθύνοντα σύμβουλό του, η προσήκουσα διεύθυνση είναι η διεύθυνση του εγγεγραμμένου ή του κεντρικού γραφείου του νομικού προσώπου·

(β) σε περίπτωση επίδοσης σε ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρεία ή σε εταίρο ή σε πρόσωπο το οποίο έχει τον έλεγχο ή τη διεύθυνση των εργασιών της εταιρείας αυτής, η προσήκουσα διεύθυνση είναι το κεντρικό γραφείο της εταιρείας.

(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2), το κεντρικό γραφείο νομικού προσώπου εγγεγραμμένου εκτός της Δημοκρατίας ή εταιρείας η οποία διεξάγει εργασία εκτός της Δημοκρατίας είναι το κεντρικό γραφείο αυτών στη Δημοκρατία.

Στοιχεία και πληροφορίες

15Ζ. Η Διυπουργική Επιτροπή δύναται να απαιτεί και να συλλέγει πληροφορίες απαραίτητες ή χρήσιμες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της και να απαιτεί, μέσα σε ταχθείσα προθεσμία, την παροχή πληροφοριών ή/και στοιχείων από δικαιούχο ή πληρωτή και από κάθε άλλο πρόσωπο, για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους.

Ποινικά αδικήματα

15Η.-(1) Πρόσωπο το οποίο:

(α) Αποκρύπτει, καταστρέφει ή παραποιεί πληροφορία, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο, ή παρέχει σε μέλος της Διυπουργικής Επιτροπής ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο, ή αρνείται να προσκομίσει σε μέλος της Διυπουργικής Επιτροπής πληροφορία, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο, την οποία πληροφορία, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο το μέλος της Διυπουργικής Επιτροπής απαιτεί κατά την άσκηση των εξουσιών που του χορηγεί το παρόν Μέρος· ή

(β) παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με διαταγή της Διυπουργικής Επιτροπής δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) ή (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 15Δ· ή

(γ) εσκεμμένα παρακωλύει τη Διυπουργική Επιτροπή ή μέλος της κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους,

είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.

(2) Δικαιούχος ή πληρωτής που παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του Άρθρου 9 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012 είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.

Έκδοση Κανονισμών

15Θ. Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Μέρους και σε περίπτωση που εγείρεται οποιοδήποτε ζήτημα κατά τη διαδικασία ή έρευνα το οποίο δεν ρυθμίζεται με Κανονισμούς, η Διυπουργική Επιτροπή ρυθμίζει τη δική της διαδικασία.

Ευθύνη

15Ι. Η Διυπουργική Επιτροπή, οι Γενικοί Διευθυντές του Υπουργείου Οικονομικών, του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού και του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, οι αντιπρόσωποι τους, οποιοσδήποτε σύμβουλος αυτής και οποιοσδήποτε δημόσιος υπάλληλος αρμόδιος για την τήρηση πρακτικών, σε περίπτωση αγωγής, αίτησης ή άλλης νομικής διαδικασίας με απαίτηση την καταβολή αποζημιώσεων αναφορικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, γενομένης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους ή οποιωνδήποτε Κανονισμών εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους, δεν υπέχουν οποιαδήποτε ευθύνη, εκτός εάν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη δεν έγινε καλή τη πίστει ή είναι αποτέλεσμα σοβαρής αμέλειας.

Συμμόρφωση με το Άρθρο 10 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012

15ΙΑ.  Η Διυπουργική Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα ενεργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 10, παράγραφος 3, δεύτερο τμήμα του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012.

ΜΕΡΟΣ VΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Μη επηρεασμός των διατάξεων άλλων νομοθεσιών

16. Ο παρών Νόμος δε θίγει τις εξουσίες της Κεντρικής Τράπεζας ή του Φορέα όσον αφορά την έκδοση οδηγιών δυνάμει διατάξεων άλλων ισχυουσών νομοθεσιών.

Έκδοση οδηγιών

17. Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να εκδίδει γενικές ή ειδικές οδηγίες για τη ρύθμιση των τελικών και μεταβατικών διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012 ή του παρόντος Νόμου.

Υπηρεσίες μετατροπής του BBAN σε IBAN

18.-(1)Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και 2 του Άρθρου 6 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012, έως την 1η Φεβρουαρίου 2016, οι πάροχοι ΥΠ μπορούν να παρέχουν στους χρήστες ΥΠ, υπηρεσίες μετατροπής όσον αφορά εθνικές πράξεις πληρωμών, παρέχοντας σε όσους από αυτούς είναι καταναλωτές τη δυνατότητα να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τον BBAN αντί του κωδικού αναγνώρισης λογαριασμού πληρωμών που καθορίζεται στο σημείο 1, στοιχείο α) του παραρτήματος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012, υπό την προϋπόθεση ότι εξασφαλίζεται η διαλειτουργικότητα με ασφαλή τεχνική μετατροπή του κωδικού BBAN του πληρωτή και του δικαιούχου στον αντίστοιχο κωδικό αναγνώρισης λογαριασμού πληρωμών που καθορίζεται στο σημείο 1, στοιχείο α) του παραρτήματος του πιο πάνω Κανονισμού.

(2) Κάθε πάροχος ΥΠ, ο οποίος κάνει χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στο εδάφιο (1), μεριμνά ώστε ο κωδικός αναγνώρισης λογαριασμού πληρωμών που καθορίζεται στο σημείο 1, στοιχείο α), του παραρτήματος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012, να παρέχεται στον χρήστη ΥΠ που δρομολογεί την πράξη πληρωμής όποτε καθίσταται ενδεδειγμένο πριν από την εκτέλεση της πληρωμής.

(3) Απαγορεύεται η επιβολή οποιασδήποτε επιβάρυνσης ή άλλης προμήθειας, από πάροχο ΥΠ σε χρήστη ΥΠ, η οποία να σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με τις υπηρεσίες μετατροπής που αναφέρονται στο εδάφιο (1).

Απαιτήσεις παροχής του BIC για εθνικές πράξεις πληρωμής

19. Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του Άρθρου 6 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012, οι απαιτήσεις κοινοποίησης του BIC για εθνικές πράξεις πληρωμής που προβλέπονται στις παραγράφους 4, 5 και 7 του Άρθρου 5 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012, παρατείνονται μέχρι την 1η Φεβρουαρίου 2016:

Νοείται ότι, σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5 του Άρθρου 5 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012, ο δικαιούχος και ο πληρωτής, αντίστοιχα, δεν υποχρεούνται να κοινοποιούν το BIC του οικείου παρόχου ΥΠ όταν αυτό δεν είναι αναγκαίο.

Εξειδικευμένες υπηρεσίες πληρωμών με μικρό μερίδιο αγοράς

20.-(1)Η Κεντρική Τράπεζα έως την 1η Φεβρουαρίου 2016 και για χρονικό διάστημα που δεν εκτείνεται πέραν της 1ης Φεβρουαρίου 2016, δύναται να εξαιρεί από το σύνολο ή μέρος των απαιτήσεων που καθορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 του Άρθρου 6 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012, τις πράξεις μεταφοράς πίστωσης ή άμεσης χρέωσης με σωρευτικό μερίδιο αγοράς, σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές πληρωμών που δημοσιεύονται ετησίως από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σε ποσοστό λιγότερο από το δέκα τοις εκατόν (10%) του συνολικού αριθμού των πράξεων μεταφοράς πίστωσης ή άμεσης χρέωσης, αντίστοιχα, στη Δημοκρατία.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί την εξαίρεση που προβλέπεται στο εδάφιο (1), με οδηγία της που απευθύνεται στους παρόχους ΥΠ τους οποίους αφορά, η οποία γνωστοποιείται σε αυτούς ως η ίδια ήθελε ορίσει και μεριμνά για τη δημοσιοποίηση της χορηγηθείσας εξαίρεσης στην επίσημη ιστοσελίδα της Κεντρικής Τράπεζας.

Άμεσες χρεώσεις μέσω κάρτας πληρωμής

21.-(1)Η Κεντρική Τράπεζα έως την 1η Φεβρουαρίου 2016 και για χρονικό διάστημα που δεν εκτείνεται πέραν της 1ης Φεβρουαρίου 2016, δύναται να εξαιρεί από το σύνολο ή μέρος των απαιτήσεων που καθορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 του Άρθρου 6 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012, τις πράξεις πληρωμής που εκκινούν μέσω κάρτας πληρωμής στο σημείο πώλησης και συνεπάγονται άμεση χρέωση λογαριασμού πληρωμών, ο οποίος αναγνωρίζεται με κωδικό BBAN ή IBAN προς πίστωση λογαριασμού πληρωμών, ο οποίος επίσης αναγνωρίζεται με κωδικό BBAN ή IBAN.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί την εξαίρεση που προβλέπεται στο εδάφιο (1), με οδηγία της που απευθύνεται στους παρόχους ΥΠ στους οποίους αφορά, η οποία γνωστοποιείται σε αυτούς ως η ίδια ήθελε ορίσει και μεριμνά για τη δημοσιοποίηση της χορηγηθείσας εξαίρεσης στην επίσημη ιστοσελίδα της Κεντρικής Τράπεζας.

Μορφή μηνυμάτων

22.-(1)Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και 2 του Άρθρου 6 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012, η Κεντρική Τράπεζα δύναται έως την 1η Φεβρουαρίου 2016 και για χρονικό διάστημα που δεν εκτείνεται πέραν της 1ης Φεβρουαρίου 2016, να χορηγεί εξαίρεση από την εφαρμογή της παραγράφου 1, στοιχείο δ), του Άρθρου 5 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012:

Νοείται ότι, παρά την ενδεχόμενη εξαίρεση, όταν ένας χρήστης ΥΠ ζητά μια τέτοια υπηρεσία, οι πάροχοι ΥΠ υποχρεούνται να συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις της παραγράφου 1, στοιχείο δ), του Άρθρου 5 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί την εξαίρεση που προβλέπεται στο εδάφιο (1), με οδηγία της που απευθύνεται στους παρόχους ΥΠ και τους χρήστες ΥΠ στους οποίους αφορά, η οποία γνωστοποιείται σε αυτούς ως ήθελε η ίδια ορίσει και μεριμνά για τη δημοσιοποίηση της χορηγηθείσας εξαίρεσης στην επίσημη ιστοσελίδα της Κεντρικής Τράπεζας.

Σημείωση
2 του Ν. 62(Ι)/2017Σημείωση Συντάκτη

Εκ παραδρομής με τον τροποποιητικό Ν. 62(Ι)/2017, δεν αντικαταστάθηκε ο όρος "Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 260/2012" με το νέο, με αποτέλεσμα να υπάρχουν δύο ίδιοι όροι, αλλά με διαφορετικό ορισμό.