9-(1) Στη σύμβαση απασχόλησης καθορίζεται η ακριβής χρονική περίοδος για την οποία ο εργοδοτούμενος ορισμένου χρόνου θα απασχοληθεί, καθώς και η καθορισμένη εργασία και τα καθήκοντα για τα οποία αυτός προσλαμβάνεται.
(2) Η εργοδότηση των προσώπων που προσλαμβάνονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 7, η διάρκεια της απασχόλησης τους, καθώς και η παράταση αυτής, διενεργείται-
(α) για τις περιπτώσεις των παραγράφων (α), (β) και (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 4-
(i) με σύμβαση απασχόλησης ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου χρονικής διάρκειας έξι (6) μηνών ή μικρότερης διάρκειας, εάν ο χρόνος που απομένει μέχρι τη λήξη του ημερολογιακού έτους είναι λιγότερος από έξι (6) μήνες, ή εάν η ανάγκη για την οποία έγινε η πρόσληψη παύει να υφίσταται, ή εάν η ανάγκη για την οποία έγινε η πρόσληψη αφορά περίοδο μικρότερη των έξι (6) μηνών.
(ii) η σύμβαση δύναται να ανανεώνεται για έξι (6) μήνες κάθε φορά, νοουμένου ότι η ανάγκη για την οποία έγινε η πρόσληψη, εξακολουθεί να υφίσταται για κάθε περίοδο απασχόλησης και η απόδοση του εργοδοτουμένου αξιολογείται ως επαρκής:
(β) για τις περιπτώσεις της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 4 με σύμβαση απασχόλησης ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, για εκτέλεση έργου τακτής προθεσμίας, για τόση χρονική διάρκεια όση είναι αναγκαία για την ολοκλήρωση του έργου:
(γ) για τις περιπτώσεις της παραγράφου (ε) του εδαφίου (2) του άρθρου 4, με σύμβαση απασχόλησης ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για χρονική διάρκεια έξι (6) μηνών ή μικρότερης διάρκειας, εάν ο χρόνος που απομένει μέχρι το τέλος του ημερολογιακού έτους είναι λιγότερος των έξι (6) μηνών, με δυνατότητα ανανέωσης για περαιτέρω έξι (6) μήνες κάθε φορά μέχρι την ολοκλήρωση της επανεξέτασης της διαδικασίας από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, ή σε περίπτωση μη επανεξέτασης της διαδικασίας, μέχρι την πλήρωση της θέσης την οποία κατείχε, κατόπιν δημοσίευσης ή επαναδημοσίευσής της.
(δ) για τις περιπτώσεις της παραγράφου (στ) του εδαφίου (2) του άρθρου 4, με σύμβαση απασχόλησης ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για χρονική διάρκεια δώδεκα (12) μηνών ή μικρότερης διάρκειας, εάν ο χρόνος που απομένει μέχρι τη λήξη του ημερολογιακού έτους είναι λιγότερος, με δυνατότητα ανανέωσης για περαιτέρω χρονικά διαστήματα.
(3) Σε περίπτωση που η συγκεκριμένη ανάγκη εκλείπει ή το έργο ολοκληρώνεται πριν τη λήξη της σύμβασης απασχόλησης ή σε περίπτωση που η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ολοκληρώσει τη διαδικασία επανεξέτασης της διαδικασίας που ακυρώθηκε ή πληρώνεται κενή θέση έναντι της οποίας έγινε η πρόσληψη ή η απόδοση του εργοδοτουμένου έχει αξιολογηθεί ως ανεπαρκής ή έχει διαπράξει αδίκημα σοβαρής μορφής το οποίο ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα, ο εργοδότης δύναται να τερματίσει τις υπηρεσίες του εργοδοτουμένου ορισμένου χρόνου, οπότε σε τέτοια περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου όπου εφαρμόζονται, όσον αφορά την ελάχιστη περίοδο προειδοποίησης και την καταβλητέα αποζημίωση:
10.-(1)Ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου σε ισχύ οικείου νόμου ή Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού, εργοδοτούμενος ο οποίος προσλαμβάνεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, απασχολείται με μειωμένη κλίμακα εισδοχής για τους πρώτους είκοσι τέσσερις (24) μήνες από την πρόσληψη του όπως, καθορίζεται στον εκάστοτε ετήσιο σε ισχύ περί Προϋπολογισμού Νόμο.
(2) Με τη συμπλήρωση εικοσιτεσσάρων (24) μηνών απασχόλησης, ο εργοδοτούμενος τοποθετείται στην αρχική βαθμίδα της μισθοδοτικής κλίμακας της θέσης που αναφέρεται στο οικείο σχέδιο υπηρεσίας ή σε σημείωση που περιλαμβάνεται στον εκάστοτε σε ισχύ ετήσιο περί Προϋπολογισμού Νόμο.
(3) Εργοδοτούμενος, ο οποίος κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου απασχολείται με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου οποιασδήποτε διάρκειας και ο οποίος συμπλήρωσε ή συμπληρώνει είκοσι τέσσερις (24) μήνες συνολικής απασχόλησης, τοποθετείται στην αρχική βαθμίδα της μισθοδοτικής κλίμακας της θέσης που αναφέρεται στο οικείο σχέδιο υπηρεσίας ή σε σημείωση που περιλαμβάνεται στον εκάστοτε ετήσιο περί Προϋπολογισμού Νόμο: