7.-(1) Η κυπριακή αρχή έκδοσης δύναται να εκδίδει ΕΕΕ μόνον όταν κρίνει ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Η έκδοση της ΕΕΕ είναι απαραίτητη και αναλογική για τους σκοπούς της προβλεπόμενης στο άρθρο 5 διαδικασίας, λαμβανομένων υπόψη των δικαιωμάτων του υπόπτου ή του κατηγορουμένου·
(β) το ή τα ερευνητικά μέτρα που προβλέπονται στην ΕΕΕ θα μπορούσαν να είχαν διαταχθεί υπό τις ίδιες προϋποθέσεις σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση.
(2) Οι αναφερόμενες στο εδάφιο (1) προϋποθέσεις αξιολογούνται σε κάθε υπόθεση από την κυπριακή αρχή έκδοσης.
(3)(α) Όταν η κυπριακή αρχή εκτέλεσης έχει λόγους να πιστεύει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 6 της Οδηγίας 2014/41/ΕΕ, δύναται να συμβουλευτεί την αρχή έκδοσης σχετικά με τη σημαντικότητα της εκτέλεσης της ΕΕΕ.
(β) Σε περίπτωση που αρχή εκτέλεσης διαβουλευτεί με την κυπριακή αρχή έκδοσης κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 6 της Οδηγίας 2014/41/ΕΕ, η κυπριακή αρχή έκδοσης δύναται να ανακαλέσει την ΕΕΕ.
8.-(1) Η κυπριακή αρχή έκδοσης διαβιβάζει την ΕΕΕ στην αρχή εκτέλεσης, συμπληρωμένη κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6, με οποιοδήποτε μέσο δυνάμενο να τεκμηριωθεί εγγράφως και κατά τρόπον ώστε το κράτος εκτέλεσης να μπορεί να πιστοποιήσει τη γνησιότητά της.
(2) Κάθε περαιτέρω επίσημη επικοινωνία γίνεται απευθείας μεταξύ της κυπριακής αρχής έκδοσης και της αρχής εκτέλεσης.
(3) Το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως επικουρεί την κυπριακή αρχή έκδοσης και την κυπριακή αρχή εκτέλεσης ως κεντρική αρχή, ιδίως κατά τη διοικητική παραλαβή και διαβίβαση της ΕΕΕ, καθώς και κατά τη σχετική επίσημη αλληλογραφία.
(4) Σε περίπτωση που ΕΕΕ εκδοθείσα σε άλλο κράτος μέλος καλύπτει ερευνητικά μέτρα, μερικά εκ των οποίων εμπίπτουν στη δικαιοδοσία δικαστή, όπως προβλέπεται στην παράγραφο (α) του ορισμού του όρου «κυπριακή αρχή εκτέλεσης» στο άρθρο 2, ενώ άλλα εμπίπτουν στην αρμοδιότητα αρχής, όπως προβλέπεται στην παράγραφο (β) του προαναφερόμενου ορισμού, το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως μεριμνά ώστε η ΕΕΕ να υποβληθεί στον αρμόδιο δικαστή, ή διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή την ΕΕΕ ανάλογα με την περίπτωση, και έκαστος από αυτούς αναγνωρίζει την ΕΕΕ και εξασφαλίζει την εκτέλεσή της, στην έκταση που η ΕΕΕ αφορά ερευνητικό μέτρο το οποίο εμπίπτει στην δικαιοδοσία του δικαστή ή στην αρμοδιότητα της αρχής, κατά περίπτωση.
(5) Η κυπριακή αρχή έκδοσης δύναται να διαβιβάσει ΕΕΕ μέσω του συστήματος τηλεπικοινωνιών του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου.
(6) Αν η αρχή εκτέλεσης είναι άγνωστη, η κυπριακή αρχή έκδοσης προβαίνει σε όλες τις απαραίτητες αναζητήσεις, μεταξύ άλλων και μέσω των σημείων επαφής του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου, για να λάβει πληροφορίες από το κράτος εκτέλεσης.
(7) Αν αρχή της Δημοκρατίας ως κράτους εκτέλεσης παραλάβει ΕΕΕ αλλά δεν έχει αρμοδιότητα να την αναγνωρίσει και να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την εκτέλεσή της, διαβιβάζει αυτεπαγγέλτως την ΕΕΕ στην κυπριακή αρχή εκτέλεσης και ενημερώνει προς τούτο την αρχή έκδοσης.
(8) Η κυπριακή αρχή εκτέλεσης και η κυπριακή αρχή έκδοσης επιλύουν προβλήματα όσον αφορά τη διαβίβαση ή τη διαπίστωση της γνησιότητας οποιουδήποτε εγγράφου απαιτείται για την εκτέλεση της ΕΕΕ με απευθείας επαφές με την αρμόδια αρχή έκδοσης και την αρμόδια αρχή εκτέλεσης, αντίστοιχα, ή, αν χρειάζεται, με τη βοήθεια της κεντρικής αρχής του σχετικού κράτους μέλους.
9.-(1) Αν η κυπριακή αρχή έκδοσης εκδώσει EΕΕ που συμπληρώνει προγενέστερη ΕΕΕ (εφεξής «η συμπληρωματική ΕΕΕ»), επισημαίνει το γεγονός αυτό στην ΕΕΕ και συγκεκριμένα στην Ενότητα Δ του εντύπου που εκτίθεται στο Παράρτημα Ι.
(2) Σε περίπτωση που η κυπριακή αρχή έκδοσης προσφέρει βοήθεια στην εκτέλεση ΕΕΕ στο κράτος εκτέλεσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 10 δύναται να απευθύνει συμπληρωματική ΕΕΕ απευθείας στην αρχή εκτέλεσης, κατά το διάστημα κατά το οποίο είναι παρούσα σε αυτό το κράτος, χωρίς επηρεασμό των κοινοποιήσεων που υποβάλλονται δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 34.
(3) Συμπληρωματική ΕΕΕ, που εκδίδεται από κυπριακή αρχή έκδοσης, πιστοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 6.