ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ - ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΘΥΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ
Μεταχείριση θυμάτων

18. Τηρουμένων των διατάξεων του περί της Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου και του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου, στην έκταση που αυτοί εφαρμόζονται σε σχέση με θύματα αδικημάτων βίας κατά γυναικών-

(α) οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες και οι εμπλεκόμενοι μη κυβερνητικοί οργανισμοί, αναλόγως των αρμοδιοτήτων τους και εντός των πλαισίων αυτών, μεταχειρίζονται τα θύματα με σεβασμό στην αξιοπρέπεια, τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντά τους, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας και διασφαλίζουν ότι τα θύματα τυγχάνουν ειδικής μεταχείρισης που ανταποκρίνεται με τον καλύτερο τρόπο στο βέλτιστο συμφέρον, την εξατομικευμένη κατάσταση και την ηλικία και τον βαθμό ωριμότητάς τους,

(β) οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας διασφαλίζουν ότι παρέχεται συνδρομή, στήριξη και προστασία σε θύμα, ευθύς ως οι υπηρεσίες αυτές ή οποιαδήποτε άλλη εμπλεκόμενη υπηρεσία διαπιστώσουν ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύουν ότι ενδέχεται να έχει διαπραχθεί εις βάρος του θύματος αδίκημα βίας κατά γυναίκας, ανεξαρτήτως της προθυμίας του θύματος να συνεργαστεί στην ποινική διαδικασία, και

(γ) οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας διασφαλίζουν ότι, όταν η ηλικία θύματος αδικήματος βίας κατά γυναίκας δεν εξακριβώνεται και υπάρχουν λόγοι που καταδεικνύουν ότι πρόκειται για παιδί, το εν λόγω πρόσωπο θεωρείται κατά τεκμήριο ότι είναι παιδί, ώστε να έχει άμεση πρόσβαση σε συνδρομή, στήριξη και προστασία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους ΙΙΙ και του Μέρους IV.

Δικαίωμα λήψης πληροφοριών από θύμα

19.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του περί της Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου, στην περίπτωση μη ρητής πρόβλεψης σε αυτόν, ή σε περίπτωση που εμπλεκόμενη υπηρεσία ή μη κυβερνητικός οργανισμός έρχεται σε πρώτη επαφή με θύμα ή έχοντας βάσιμες στοιχειοθετημένες ή δικαιολογημένες υποψίες, κρίνει ότι πρόσωπο ενδέχεται να είναι θύμα, παραπέμπει αυτό στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας ή τις ενημερώνει σχετικά, και οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας ενημερώνουν το θύμα για τα δικαιώματα και τις δυνατότητες που έχει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και ακολούθως ενημερώνουν σχετικά την Αστυνομία.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του περί της Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου, οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας παρέχουν στο θύμα σε απλή και κατανοητή γλώσσα ή στη μητρική του γλώσσα, τις πληροφορίες που κρίνονται αναγκαίες για την προστασία των συμφερόντων του ως θύματος, οι οποίες δίδονται και γραπτώς και περιλαμβάνουν κατ’ ελάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

(α) Τον τίτλο των κρατικών υπηρεσιών ή των μη Κυβερνητικών Οργανώσεων στις οποίες αυτός μπορεί να προσφύγει για παροχή υποστήριξης, καθώς και για το είδος της υποστήριξης∙

(β) τη δυνατότητα εξατομικευμένης αξιολόγησης της προσωπικής του κατάστασης και την αξιολόγηση κινδύνου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 21·

(γ) πληροφορίες αναφορικά με την υγειονομική ή ψυχολογική στήριξή του∙

(δ) πληροφορίες σχετικές με την υποβολή καταγγελίας εναντίον του φερόμενου ως δράστη του αδικήματος στις διωκτικές αρχές·

(ε) την ύπαρξη καταφυγίων προστασίας∙

(στ) τους όρους και τη διαδικασία βάσει των οποίων δύναται να απολαύει ασφάλειας και προστασίας∙

(ζ) τον βαθμό και τους όρους βάσει των οποίων δυνατόν να του παρασχεθούν νομικές συμβουλές και από ποίους παρέχονται τέτοιες συμβουλές ή τη δυνατότητα παροχής νομικής αρωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους ΙΙΙ∙

(η) πληροφορίες αναφορικά με τη δυνατότητα υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας δυνάμει των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου, όπου αυτό εφαρμόζεται, ή οτιδήποτε αφορά την άδεια παραμονής του θύματος, εφόσον πρόκειται περί αλλοδαπού∙

(θ) πληροφορίες για τη διαδικασία αποζημίωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και του περί Αποζημίωσης Θυμάτων Βίαιων Εγκλημάτων Νόμου, αναλόγως της περίπτωσης.

Προστασία καταγγελλόντων και θυμάτων και υποχρεώσεις διωκτικών αρχών

20.-(1) Οι διωκτικές αρχές διασφαλίζουν την προστασία των προσώπων που καταγγέλλουν αδίκημα βίας κατά γυναίκας.

(2) Η Αστυνομία, με την πρώτη επαφή της με θύμα αδικήματος βίας κατά γυναικών, τηρεί τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του περί της Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμο.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία η Αστυνομία κρίνει ότι το θύμα κινδυνεύει από τη μη προφυλάκιση υποδίκου ή την απόλυση καταδίκου, ενημερώνει αυτό και λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία του, σε συνεργασία με τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας ή με μη κυβερνητικό οργανισμό.

(4) Σε περίπτωση που το θύμα εμπίπτει σε κατηγορία θυμάτων με ειδικές ανάγκες προστασίας ή στην κατηγορία παιδιών θυμάτων και προσώπων με σοβαρή νοητική ή ψυχοκοινωνική αναπηρία, κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 22 και 23 του περί της Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου.

(5) Σε περίπτωση κατά την οποία θύμα αδικήματος βίας κατά γυναίκας το οποίο διαπράχθηκε στη Δημοκρατία, έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης άλλο από τη Δημοκρατία και καταγγέλλει τη διάπραξη τέτοιου αδικήματος στις αρχές του κράτους μέλους της κατοικίας του και εφόσον η καταγγελία διαβιβαστεί στις διωκτικές αρχές, διερευνάται κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο αυτό θα ετύγχανε διερεύνησης σε περίπτωση που το θύμα ευρισκόταν στη Δημοκρατία.

(6) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του περί της Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου, οι διωκτικές αρχές διασφαλίζουν ότι η διερεύνηση ή η άσκηση ποινικής δίωξης δεν εξαρτώνται από την υποβολή παραπόνου ή καταγγελίας από το θύμα ή εκπρόσωπό του ή, σε περίπτωση ανηλίκου, από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα ή επίτροπο διορισμένο, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου και ότι η ποινική διαδικασία δύναται να συνεχιστεί ακόμα και εάν το θύμα ή εκπρόσωπός του, ή σε περίπτωση ανηλίκου, ο ασκών τη γονική μέριμνα ή ο πιο πάνω αναφερόμενος επίτροπος, αποσύρει το παράπονο ή την καταγγελία του.

(7) Μη κυβερνητικοί οργανισμοί δύνανται, εφόσον το θύμα ή, σε περίπτωση παιδιού θύματος, ο ασκών τη γονική μέριμνα ή επίτροπος διορισμένος, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου συναινεί σε αυτό, να βοηθούν και στηρίζουν το θύμα, χωρίς να παρεμβαίνουν στην ποινική διαδικασία.

(8) Οι διωκτικές αρχές διασφαλίζουν ότι παρέχεται αποτελεσματική και κατάλληλη προστασία από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό ειδικότερα κατά τη διάρκεια και μετά την έρευνα και δίωξη των δραστών στα ακόλουθα πρόσωπα:

(α) Πρόσωπο, άλλο από το θύμα, το οποίο αναφέρει τη διάπραξη ποινικού αδικήματος βίας κατά γυναίκας ή συνεργάζεται διαφορετικά, με οποιονδήποτε τρόπο, με τις διωκτικές αρχές·

(β) οποιονδήποτε μάρτυρα άλλον από το θύμα, ο οποίος δίνει κατάθεση αναφορικά με τη διάπραξη αδικήματος βίας κατά γυναίκας·

(γ) τα μέλη της οικογένειας του θύματος, όπου τούτο κρίνεται αναγκαίο.

(9) Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (8) στήριξη δύναται να παρέχεται σε συνεργασία ή/και μέσω μη κυβερνητικών οργανισμών.

Ατομική αξιολόγηση κινδύνου για τον προσδιορισμό ειδικών αναγκών προστασίας

21.-(1) Η Αστυνομία προβαίνει σε έγκαιρη ατομική αξιολόγηση του θύματος, με σκοπό-

(α) την αξιολόγηση του κινδύνου φονικότητας, της σοβαρότητας της κατάστασης και του κινδύνου επαναλαμβανόμενης βίας,

(β) τη διαχείριση του κινδύνου και τον προσδιορισμό των ειδικών αναγκών προστασίας του θύματος, και

(γ) τη λήψη απόφασης κατά πόσο και σε ποιο βαθμό το θύμα δύναται να επωφεληθεί από ειδικά μέτρα κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, όπως προβλέπεται στα άρθρα 22 και 23 του περί της Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου, λόγω του ιδιαίτερου κινδύνου να υποστεί δευτερογενή και επαναλαμβανόμενη θυματοποίηση, εκφοβισμό και αντεκδίκηση.

(2) Ανάλογα με το αποτέλεσμα της αναφερόμενης στο εδάφιο (1) αξιολόγησης, η Αστυνομία συνεργάζεται, όπου απαιτείται, με τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας και τις Ιατρικές Υπηρεσίες προς περαιτέρω αξιολόγηση των αναγκών του θύματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και του άρθρου 11 του περί της Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου.

(3) Στην αναφερόμενη στο εδάφιο (1) αξιολόγηση, λαμβάνονται υπόψη, κατ’ ελάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

(α) Τα προσωπικά χαρακτηριστικά του θύματος·

(β) το είδος ή/και η φύση του αδικήματος∙

(γ) οι περιστάσεις του αδικήματος∙ και

(δ) το γεγονός ότι ο δράστης έχει στην κατοχή του πυροβόλα όπλα ή μη πυροβόλα όπλα ή έχει πρόσβαση σε αυτά.

(4) Στο πλαίσιο της ατομικής αξιολόγησης, οι διωκτικές αρχές, σε συνεργασία με τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας και τις Ιατρικές Υπηρεσίες, δίδουν ιδιαίτερη προσοχή στα θύματα τα οποία υπέστησαν σημαντική βλάβη λόγω της σοβαρότητας του αδικήματος, στα θύματα αδικήματος που οφείλεται σε προκαταλήψεις ή διακρίσεις που δυνατόν να σχετίζεται με τα προσωπικά χαρακτηριστικά αυτών, και στα θύματα τα οποία είναι ιδιαίτερα ευάλωτα λόγω της σχέσης τους με τον δράστη ή της εξάρτησής τους από αυτόν, ιδίως τα θύματα τρομοκρατίας, οργανωμένου εγκλήματος, εμπορίας ανθρώπων, βίας με βάση το φύλο, βίας στο πλαίσιο στενής σχέσης, σεξουαλικής βίας ή εκμετάλλευσης ή εγκλήματος μίσους και στα θύματα με αναπηρίες.

(5) Για σκοπούς του παρόντος Νόμου, όταν το θύμα είναι παιδί, τεκμαίρεται ότι έχει ειδικές ανάγκες προστασίας και υποβάλλεται σε ατομική αξιολόγηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), για να καθορισθεί εάν και σε ποιο βαθμό θα επωφεληθεί από τα ειδικά μέτρα που προβλέπονται στα άρθρα 22 και 23 του περί της Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου.

(6) Η έκταση της ατομικής αξιολόγησης δύναται να προσαρμοσθεί, ανάλογα με τη σοβαρότητα του αδικήματος και τον βαθμό της προφανούς βλάβης που υπέστη το θύμα.

(7) Η ατομική αξιολόγηση διενεργείται με τη στενή συμμετοχή του θύματος και κατά τη διενέργειά της λαμβάνονται υπόψη οι επιθυμίες του, περιλαμβανομένης της επιθυμίας για μη λήψη των ειδικών μέτρων που προβλέπονται στα άρθρα 22 και 23 του περί της Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου.

(8) Σε περίπτωση κατά την οποία οι περιστάσεις που αποτελούν τη βάση ατομικής αξιολόγησης μεταβάλλονται σημαντικά, οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα, ώστε η ατομική αξιολόγηση να επικαιροποιείται καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας.

Επιπρόσθετες υποχρεώσεις

22. Οι διωκτικές αρχές και το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί προς εκδίκαση ή εκδικάζεται ποινική υπόθεση για διάπραξη αδικήματος βίας κατά γυναίκας, στο πλαίσιο των εξουσιών τους-

(α) ενεργούν έγκαιρα και κατάλληλα, προσφέροντας επαρκή και άμεση προστασία στο θύμα,

(β) διασφαλίζουν ότι η ποινική διαδικασία διεξάγεται χωρίς καθυστέρηση και χωρίς να επιδεινώνει την τραυματική εμπειρία που βίωσε το θύμα,

(γ) εξασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα και οι αρχές που είναι επιφορτισμένες με την ποινική έρευνα και τη δίωξη αδικημάτων βίας κατά γυναικών τυγχάνουν της ανάλογης επιμόρφωσης αναφορικά με την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου∙

(δ) θέτουν στη διάθεση των προσώπων και των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την ποινική έρευνα και δίωξη αδικημάτων βίας κατά γυναικών αποτελεσματικά εργαλεία έρευνας και άλλα απαραίτητα μέσα και διευκολύνσεις∙

(ε) διασφαλίζουν ότι η αβεβαιότητα για την πραγματική ηλικία του θύματος δεν αποτρέπει την έναρξη των ποινικών ερευνών.

Δικαίωμα σε νομική αρωγή

23. Κάθε θύμα, ανεξαρτήτως της βούλησής του ή μη να συνεργαστεί με τις διωκτικές αρχές κατά την ποινική διαδικασία, έχει δικαίωμα άμεσης πρόσβασης σε νομική εκπροσώπηση σε αστική διαδικασία, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Δικηγόρων Νόμου, προς διεκδίκηση αποζημιώσεων από τον δράστη και, σε περίπτωση που δεν έχει επαρκείς πόρους, έχει δικαίωμα σε δωρεάν νομική αρωγή βάσει των διατάξεων του περί Νομικής Αρωγής Νόμου.

Προστασία των θυμάτων μαρτύρων

24.-(1) Θύμα αδικήματος βίας κατά γυναίκας θεωρείται μάρτυρας ο οποίος χρήζει βοήθειας, κατά την έννοια του περί Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου και δύναται να εντάσσεται στο Σχέδιο Προστασίας Μαρτύρων και Συνεργατών της Δικαιοσύνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού και του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 17, 18, 19, 20, 21, 22 και 23 του περί Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου, κατά την εκπόνηση του Σχεδίου Προστασίας Μαρτύρων και Συνεργατών της Δικαιοσύνης, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, διασφαλίζει κατά την κρίση του, σε συνεργασία με τον Αρχηγό Αστυνομίας όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο, ότι-

(α) λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να διασφαλίζεται η προστασία της ταυτότητας και της εικόνας του θύματος και να αποτρέπεται η κοινοποίηση πληροφοριών που δυνατόν να οδηγήσουν στην ταυτοποίησή του,

(β) λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να διασφαλίζεται επαρκές επίπεδο προστασίας για το θύμα και, όταν εφόσον ενδείκνυται, για την οικογένειά του ή για πρόσωπα εξομοιούμενα με μέλη της οικογένειάς του,

(γ) η προστασία αυτή διαρκεί και μετά από τη λήξη της ποινικής διαδικασίας ή/και της αποφυλάκισης του καταδίκου,

(δ) προσωπικά δεδομένα θυμάτων δύνανται να αποθηκευτούν ή και χρησιμοποιηθούν ή και τύχουν επεξεργασίας, τηρουμένων των διατάξεων της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και για την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ» και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου.

Δικαίωμα αποζημίωσης

25.-(1) Χωρίς επηρεασμό οποιουδήποτε ένδικου μέσου ή θεραπείας προβλέπεται δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου Νόμου ή Κανονισμών και τηρουμένων των διατάξεων του περί Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου, το θύμα έχει αγώγιμο δικαίωμα αποζημιώσεων έναντι του δράστη για οποιαδήποτε προβλεπόμενη στον παρόντα Νόμο αξιόποινη πράξη διαπράχθηκε εις βάρος του και ο δράστης υπέχει αντίστοιχη αστική ευθύνη για την καταβολή ειδικών και γενικών αποζημιώσεων προς το θύμα για τη βλάβη που υπέστη ως άμεσο αποτέλεσμα του αδικήματος.

(2) Ο καταδικασθείς για αδίκημα βίας κατά γυναίκας υπέχει αστική ευθύνη για την καταβολή ειδικών, δίκαιων και εύλογων γενικών αποζημιώσεων προς το θύμα.

(3) Δικαιοδοσία για την εκδίκαση αγωγής για αποζημίωση, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1), έχει το αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία, όπως αυτό καθορίζεται στον περί Δικαστηρίων Νόμο.

(4) Κατά τον υπολογισμό των προβλεπόμενων στο εδάφιο (2) αποζημιώσεων, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

(α) Την έκταση της βίας και τις συνέπειές της στο θύμα∙

(β) τον βαθμό της υπαιτιότητας του δράστη∙ και

(γ) τη συγγένεια ή τη σχέση εξουσίας ή επιρροής του δράστη προς το θύμα του.

(5) Δικαστήριο το οποίο ασκεί πολιτική δικαιοδοσία δύναται να επιδικάζει αποζημιώσεις, λαμβάνοντας υπόψη τον βαθμό βαναυσότητας, τον βαθμό συγγενείας ή τη σχέση εξουσίας του δράστη με το θύμα.

(6) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμου, το αγώγιμο δικαίωμα του θύματος δεν παραγράφεται.

(7) Σε περίπτωση θανάτου του θύματος ως αποτέλεσμα αξιόποινης πράξης σχετικά με τη διεκδίκηση αποζημιώσεων, ισχύουν οι διατάξεις του περί της Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου.

Δικαιώματα παιδιών θυμάτων

26.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία το θύμα είναι παιδί και οι ασκούντες τη γονική μέριμνα αυτού αποκλείονται από την εκπροσώπησή του λόγω σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ αυτών και του θύματος ή το παιδί είναι ασυνόδευτο ή αποχωρισμένο από την οικογένειά του, το Δικαστήριο δύναται να διορίσει τον Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού για τη νομική εκπροσώπηση του θύματος, στο πλαίσιο ποινικής ή/και αστικής διαδικασίας, σύμφωνα με τον περί Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Νόμο και τον περί Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού (Διορισμός Επιτρόπου από το Δικαστήριο ως Αντιπρόσωπος Παιδιού) Διαδικαστικό Κανονισμό:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία δεν έχει αρχίσει δικαστική διαδικασία και το συμφέρον του παιδιού το απαιτεί, εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν οι διατάξεις του περί Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Νόμου για την εκπροσώπησή του και τη διασφάλιση των συμφερόντων του σε όλα τα επίπεδα.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας διαπιστώσουν ότι ισχύουν οι αναφερόμενες στο εδάφιο (1) περιστάσεις ή ότι οι ασκούντες τη γονική μέριμνα παιδιού θύματος δεν διασφαλίζουν το υπέρτατο συμφέρον αυτού και ως εκ τούτου δεν μπορούν να το εκπροσωπούν, λόγω σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ αυτών και του παιδιού θύματος, λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα και προβαίνουν σε όλες τις απαιτούμενες διαδικασίες, ώστε ως αντιπρόσωπος του παιδιού θύματος να διορισθεί η Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου ή του περί Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Νόμου και του περί Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού (Διορισμός Επιτρόπου από το Δικαστήριο ως Αντιπρόσωπος Παιδιού) Διαδικαστικού Κανονισμού.

Απόδειξη αδικήματος όταν το θύμα είναι παιδί

27.-(1) Επιφυλασσόμενων των διατάξεων του άρθρου 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, καταγγελία από παιδί θύμα αναφορικά με αδίκημα βίας κατά γυναίκας, προς οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας, λειτουργό κοινωνικών υπηρεσιών, ψυχολόγο, ψυχίατρο ή γιατρό άλλης ειδικότητας που εξετάζει το θύμα, εκπαιδευτικό, μέλος μη κυβερνητικού οργανισμού που παρέχει συνδρομή και στήριξη σε θύματα ή μέλος του στενού περιβάλλοντος του θύματος εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξή του, αποτελεί ικανή μαρτυρία.

(2) Μαρτυρία παιδιού θύματος η οποία δίδεται σε εμπειρογνώμονα αποτελεί ικανή μαρτυρία.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 26, σε διαδικασία που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο ή στον περί Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμο, η συγκατάθεση, συμμετοχή ή ενημέρωση των ασκούντων τη γονική μέριμνα παιδιού θύματος, δίδεται από ή στον Επίτροπο Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού ή τον Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, αναλόγως της περιπτώσεως.

Προστασία θύματος κατά την ακροαματική διαδικασία

28.-(1) Κατά την εκδίκαση υπόθεσης που αφορά σε αδίκημα βίας κατά γυναίκας, το θύμα τυγχάνει της προστασίας που προβλέπεται στον περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμο και στον περί Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμο.

(2) Το Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως το θύμα τύχει αντεξέτασης χωρίς να είναι παρόν, με τη χρήση κατάλληλης τεχνολογίας επικοινωνιών, εφόσον τούτο είναι προς όφελος του θύματος.

(3) Το Δικαστήριο και οι διωκτικές αρχές, προκειμένου να προστατεύσουν την ιδιωτική ζωή, την ταυτότητα και την εικόνα του θύματος, αποτρέπουν την κοινοποίηση πληροφοριών που δυνατόν να οδηγήσουν στην ταυτοποίησή του και λαμβάνουν κάθε άλλο αναγκαίο μέτρο για την προστασία των αναφερόμενων πιο πάνω δικαιωμάτων και συμφερόντων του θύματος.

Μη απαίτηση για ενισχυτική μαρτυρία

29. Για την απόδειξη αδικήματος βίας κατά γυναίκας δεν είναι απαραίτητη η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας της ένορκης ή ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού ή της ένορκης μαρτυρίας γυναίκας, ούτε η αυτοπροειδοποίηση του Δικαστηρίου για τον κίνδυνο καταδίκης με μόνη την ένορκη ή ανώμοτη μαρτυρία παιδιού ή την ένορκη μαρτυρία γυναίκας.

Προσωρινό διάταγμα απομάκρυνσης του θύματος

30.-(1) Το Δικαστήριο δύναται, έπειτα από μονομερή (ex parte) αίτηση του θύματος, της Αστυνομίας, του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ή, όπου το θύμα είναι παιδί, επιτρόπου διορισμένου δυνάμει των διατάξεων του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα απομάκρυνσης θύματος, μέχρις ότου καταχωριστεί και εκδικαστεί ποινική υπόθεση εναντίον υπόπτου ή κατηγορουμένου για αδίκημα βίας κατά γυναίκας.

(2) Το Δικαστήριο εκδίδει προσωρινό διάταγμα κατόπιν υποβολής αιτήσεως, η οποία καταχωρίζεται, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1) και συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του θύματος ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου είναι σε θέση να έχει άμεση γνώση των γεγονότων ή εφόσον προσκομιστούν ενώπιόν του οποιαδήποτε άλλα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία δημιουργούν εκ πρώτης όψεως κίνδυνο άσκησης βίας κατά γυναίκας ή ενδοοικογενειακής βίας ή επανάληψης του αδικήματος ή την ανάγκη προστασίας του θύματος από επηρεασμό ή άλλως πως, περιλαμβανομένων και καταθέσεων του θύματος ή άλλων προσώπων σε οποιαδήποτε μορφή, πιστοποιητικών, βεβαιώσεων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου.

(3) Το ως άνω προσωρινό διάταγμα ισχύει για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) ημέρες από την ημέρα επίδοσής του στον ύποπτο και είναι επιστρεπτέο στο Δικαστήριο εντός της περιόδου αυτής, σε ώρα και ημέρα που θα ορίσει το Δικαστήριο.

(4) Κατά την ορισμένη από το Δικαστήριο ημέρα και ώρα, το Δικαστήριο ακούει τον ύποπτο ή κατηγορούμενο, καθώς και κάθε επηρεαζόμενο ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο που θα παρουσιασθεί και αποφασίζει κατά πόσο θα τερματίσει την ισχύ του διατάγματος ή θα το παρατείνει για περαιτέρω χρονική περίοδο η οποία δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) ημέρες.

(5) Το Δικαστήριο δύναται να παρατείνει έτι περαιτέρω την ισχύ του ως άνω προσωρινού διατάγματος για περίοδο την οποία κρίνει αναγκαία, χωρίς όμως η περίοδος ισχύος αυτού να δύναται να υπερβαίνει τις εξήντα (60) ημέρες στο σύνολό της για την περίοδο που προηγείται της άσκησης ποινικής δίωξης εναντίον του υπόπτου.

(6) Το Δικαστήριο δύναται, μετά την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του υπόπτου, να εκδώσει διάταγμα απομάκρυνσης ή να παρατείνει το προσωρινό διάταγμα, με ισχύ μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης.

Διάταγμα απομάκρυνσης θύματος

31.-(1) Το Δικαστήριο δύναται, κατά ή μετά την έναρξη διαδικασίας σε σχέση με αδίκημα βίας κατά γυναίκας, να διατάξει για οποιαδήποτε χρονική περίοδο ήθελε κρίνει αναγκαία, την απομάκρυνση του θύματος και την τοποθέτησή του σε ασφαλές μέρος ή, σε περίπτωση παιδιού θύματος, την ανάθεση της φροντίδας του στον Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, εφόσον κρίνει τούτο αναγκαίο προς το συμφέρον του θύματος και νοουμένου ότι οποιαδήποτε άλλα μέτρα εναντίον του υπόπτου ή κατηγορουμένου δεν διασφαλίζουν το συμφέρον και την προστασία του.

(2) Το Δικαστήριο, στο διάταγμα απομάκρυνσης θύματος, ορίζει ημερομηνία πριν από την εκπνοή της περιόδου απομάκρυνσης, κατά την οποία εξετάζει το ενδεχόμενο παράτασης ή διαφοροποίησης του εν λόγω διατάγματος.

(3) Κατά την προβλεπόμενη στο εδάφιο (2) εξέταση, το Δικαστήριο ακούει τις απόψεις του υπόπτου ή κατηγορουμένου και του θύματος ή εκπροσώπου αυτού, όπως και οποιουδήποτε άλλου προσώπου επηρεάζεται από την έκδοση του διατάγματος, εκτός εάν δεν κρίνεται σκόπιμο τα πρόσωπα αυτά να καταθέσουν εναντίον του κατηγορουμένου, καθώς και τις απόψεις των εμπλεκόμενων υπηρεσιών.

(4) Το θύμα δύναται να ζητήσει αναθεώρηση ή ακύρωση του διατάγματος, κατά την εκπνοή της καθοριζόμενης σε αυτό, περιόδου.

Προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού υπόπτου ή κατηγορουμένου

32.-(1) Το Δικαστήριο δύναται, έπειτα από μονομερή (ex parte) αίτηση του θύματος, της Αστυνομίας, του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, ή, όπου το θύμα είναι παιδί, επιτρόπου διορισμένου δυνάμει των διατάξεων του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα, με το οποίο να απαγορεύει στον κατηγορούμενο ή ύποπτο να εισέρχεται ή να πλησιάζει σε συγκεκριμένη απόσταση ή να παραμένει στην κατοικία ή στον χώρο διαμονής του θύματος ή και να το πλησιάζει στον χώρο εργασίας του ή άλλο χώρο που θα αποφασίσει το Δικαστήριο, μέχρις ότου καταχωριστεί και εκδικαστεί ποινική υπόθεση εναντίον του υπόπτου για αδίκημα βίας κατά γυναίκας.

(2) Το Δικαστήριο εκδίδει το διάταγμα αποκλεισμού καθ’ οιονδήποτε χρόνο ύστερα από την καταχώρηση αίτησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) η οποία συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του θύματος ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου είναι σε θέση να έχει άμεση γνώση των γεγονότων ή εφόσον προσκομιστούν ενώπιόν του, οποιαδήποτε άλλα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δημιουργούν εκ πρώτης όψεως κίνδυνο άσκησης βίας κατά γυναίκας ή ενδοοικογενειακής βίας ή επανάληψης του αδικήματος ή την ανάγκη προστασίας του θύματος από επηρεασμό ή άλλως πως, περιλαμβανομένων και καταθέσεων του θύματος ή άλλων προσώπων σε οποιαδήποτε μορφή, πιστοποιητικών, βεβαιώσεων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου.

(3) Το προσωρινό διάταγμα ισχύει για περίοδο η οποία δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) ημέρες από την ημέρα επίδοσής του στον ύποπτο και είναι επιστρεπτέο εντός της περιόδου αυτής, σε ώρα και ημέρα που θα ορίσει το Δικαστήριο.

(4) Κατά την ορισμένη ημέρα και ώρα, το Δικαστήριο ακούει τον ύποπτο, όπως και κάθε επηρεαζόμενο ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο που θα παρουσιασθεί και αποφασίζει εάν θα τερματίσει την ισχύ του διατάγματος ή εάν θα παρατείνει αυτό για περαιτέρω χρονική περίοδο η οποία δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) ημέρες.

(5) Το Δικαστήριο δύναται να παρατείνει περαιτέρω την ισχύ του διατάγματος για τόση περίοδο όση κρίνει αναγκαία, χωρίς η περίοδος ισχύος του διατάγματος να υπερβαίνει τις εξήντα (60) ημέρες στο σύνολό της για την περίοδο που προηγείται της άσκησης ποινικής δίωξης εναντίον του υπόπτου.

(6) Το Δικαστήριο δύναται, μετά την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον υπόπτου, να εκδώσει ή παρατείνει την ισχύ του διατάγματος αποκλεισμού μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης.

Διάταγμα αποκλεισμού κατηγορουμένου

33.-(1) Το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει εναντίον προσώπου το οποίο κατηγορείται για αδίκημα βίας κατά γυναίκας, διάταγμα με ισχύ για τέτοια περίοδο και υπό τέτοιους όρους τους οποίους το Δικαστήριο δυνατόν να θέσει, με το οποίο να απαγορεύει στον κατηγορούμενο να εισέρχεται ή να πλησιάζει σε συγκεκριμένη απόσταση ή να παραμένει στην κατοικία ή στον χώρο διαμονής του θύματος ή πλησιάζει αυτό στον χώρο εργασίας του ή σε άλλο χώρο το οποίο θα αποφασίσει:

Νοείται ότι, το Δικαστήριο, ορίζει στο διάταγμα αποκλεισμού ημερομηνία πριν από την εκπνοή της περιόδου αποκλεισμού κατά την οποία εξετάζει το ενδεχόμενο παράτασης ή διαφοροποίησης αυτού.

(2) Το Δικαστήριο ακούει τις απόψεις του κατηγορουμένου, του θύματος ή εκπροσώπου αυτού και οποιουδήποτε άλλου προσώπου το οποίο επηρεάζεται από την έκδοση του διατάγματος αποκλεισμού εκτός εάν δεν κρίνεται σκόπιμο να καταθέσουν εναντίον του κατηγορουμένου συγκεκριμένα πρόσωπα, καθώς και τις απόψεις των εμπλεκόμενων υπηρεσιών.

(3) Ο κατηγορούμενος δύναται να ζητήσει αναθεώρηση ή ακύρωση του διατάγματος κατά την εκπνοή της καθοριζόμενης σε αυτό περιόδου.

(4) Διάταγμα αποκλεισμού δύναται να επιβληθεί και αντί οποιασδήποτε άλλης ποινής ή μαζί με άλλες ποινές τις οποίες το Δικαστήριο έχει εξουσία να επιβάλει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου Νόμου.

(5) Πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα αποκλεισμού και το οποίο, ενώ το εν λόγω διάταγμα βρίσκεται σε ισχύ, παραβαίνει οποιονδήποτε από τους όρους που περιλαμβάνονται σε αυτό, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη.