4.-(1) Ιδρύεται Επαγγελματικό Σχέδιο Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων για τους υπαλλήλους της κρατικής υπηρεσίας και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, (εφεξής καλούμενο «Σχέδιο»).
(2) Για το αναφερόμενο στο εδάφιο (1) Σχέδιο, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(3) Μέλη του Σχεδίου είναι-
(α)(i) οι υπηρετούντες κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου μόνιμοι υπάλληλοι που διορίστηκαν για πρώτη φορά σε θέση κατά ή μετά την 1η Οκτωβρίου 2011 και δεν είχαν υπηρετήσει σε οποιαδήποτε θέση πριν από την ημερομηνία αυτή·
(ii) οι μόνιμοι υπάλληλοι που θα διοριστούν για πρώτη φορά σε θέση κατά ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου και δεν είχαν υπηρετήσει σε οποιαδήποτε θέση πριν από την ημερομηνία αυτή·
(β) οι υπηρετούντες κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου-
(i) εργοδοτούμενοι αορίστου χρόνου·
(ii) ειδικοί αστυνομικοί που έχουν μονιμοποιηθεί ως ειδικοί αστυνομικοί, σύμφωνα με τους περί Ειδικών Αστυνομικών (Διαδικασία Διορισμού και Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς·
(iii) συμβασιούχοι υπαξιωματικοί·
(iv) απόφοιτοι του Δασικού Κολλεγίου που απασχολούνται με σύμβαση απασχόλησης ορισμένου χρόνου·
(γ)(i) πρόσωπα τα οποία εργοδοτούνται ή πρόκειται να εργοδοτηθούν στην κρατική υπηρεσία και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, των οποίων η σύμβαση απασχόλησης κατά ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου μετατρέπεται σε αορίστου χρόνου·
(ii) πρόσωπα τα οποία έχουν διοριστεί ή πρόκειται να διοριστούν ως ειδικοί αστυνομικοί, τα οποία κατά ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου μονιμοποιούνται ως ειδικοί αστυνομικοί, σύμφωνα με τους περί Ειδικών Αστυνομικών (Διαδικασία Διορισμού και Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς:
5. Κάθε υπάλληλος είναι και θεωρείται ότι είναι μέλος του Σχεδίου από την πραγματική ημερομηνία εισόδου του στο Σχέδιο και ως πραγματική ημερομηνία εισόδου για κάθε μέλος λογίζεται-
(α) σε σχέση με τους υπαλλήλους που καθορίζονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (3) του άρθρου 4, η ημερομηνία διορισμού τους σε μόνιμη θέση·
(β) σε σχέση με τους υπαλλήλους που καθορίζονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (3) του άρθρου 4, η 1η Ιανουαρίου 2021·
(γ) σε σχέση με τους υπαλλήλους που καθορίζονται στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (3) του άρθρου 4, η ημερομηνία μετατροπής της σύμβασης απασχόλησής τους σε αορίστου χρόνου·
(δ) σε σχέση με τους υπαλλήλους που καθορίζονται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (3) του άρθρου 4, η ημερομηνία μονιμoποίησής τους ως ειδικοί αστυνομικοί, σύμφωνα με τους περί Ειδικών Αστυνομικών (Διαδικασία Διορισμού και Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς· και
(ε) σε σχέση με τους υπαλλήλους που καθορίζονται στη δεύτερη επιφύλαξη του εδαφίου (3) του άρθρου 4, η ημερομηνία διορισμού τους στη νέα τους θέση ή η ημερομηνία μετατροπής της σύμβασης απασχόλησής τους σε αορίστου χρόνου ή η ημερομηνία μονιμοποίησής τους ως ειδικοί αστυνομικοί, ανάλογα με την περίπτωση.
6. Σε περίπτωση κατά την οποία υπάλληλος ο οποίος εντάχθηκε στο Σχέδιο δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (3) του άρθρου 4, αφού υπηρετήσει για οποιαδήποτε περίοδο, εγκαταλείψει την υπηρεσία για οποιονδήποτε λόγο και αργότερα επαναδιοριστεί σε μόνιμη θέση στην κρατική υπηρεσία ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, αυτός επανεντάσσεται στο Σχέδιο και ως πραγματική ημερομηνία εισόδου του στο Σχέδιο λογίζεται η ημερομηνία διορισμού του στη νέα του θέση.
7.-(1) Σε περίπτωση επαναδιορισμού σε θέση μέλους του Σχεδίου, το οποίο υπήρξε μέλος του Κυβερνητικού Σχεδίου Συντάξεων ή σχεδίου συντάξεων όμοιο με αυτό, το μέλος αυτό επανεντάσσεται στο Κυβερνητικό Σχέδιο Συντάξεων ή σε σχέδιο συντάξεων όμοιο με αυτό, ανάλογα με την περίπτωση.
(2) Η περίοδος υπηρεσίας του μέλους που λογίζεται ως συντάξιμη, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, λογίζεται ως συντάξιμη και για σκοπούς του Κυβερνητικού Σχεδίου Συντάξεων ή σχεδίου συντάξεων όμοιου με αυτό, ανάλογα με την περίπτωση:
(3) Σε περίπτωση υπαλλήλου, ο οποίος υπήρξε μέλος του Κυβερνητικού Σχεδίου Συντάξεων ή σχεδίου συντάξεων όμοιου με αυτό, που επαναδιορίζεται σε θέση σε οργανισμό του ευρύτερου δημόσιου τομέα στον οποίο δεν λειτουργεί σχέδιο όμοιο με το κυβερνητικό, αυτός εντάσσεται στο Σχέδιο και ως πραγματική ημερομηνία εισόδου του στο Σχέδιο λογίζεται η ημερομηνία διορισμού του στη νέα του θέση:
8.-(1) Οι απασχολούμενοι που προβλέπονται στην πρώτη επιφύλαξη του εδαφίου (3) του άρθρου 4, έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν να ενταχθούν στο Σχέδιο που καθιδρύεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Το δικαίωμα επιλογής που προβλέπεται στο εδάφιο (1), ασκείται με έγγραφο απευθυνόμενο στη Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου Προνοίας εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου.
9.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία υπάλληλος εντάσσεται στο Σχέδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8, η Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου Προνοίας μεταφέρει στο Ειδικό Ταμείο το σωρευμένο ποσό ωφελήματος που αντιστοιχεί στις εισφορές που καταβλήθηκαν από τον εργοδότη εις πίστη του υπαλλήλου και στις εισφορές που καταβλήθηκαν από τον ίδιο τον υπάλληλο στο Ταμείο Προνοίας:
(α) σε σχέση με τους μόνιμους υπαλλήλους, η ημερομηνία διορισμού τους σε μόνιμη θέση· και
(β) σε σχέση με τους εργοδοτουμένους αορίστου χρόνου, η 1η Ιανουαρίου 2021.
(2) Για σκοπούς υπολογισμού του ποσού που καθίσταται καταβλητέο αναδρομικά από υπάλληλο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, συνυπολογίζονται οι εισφορές κοινωνικών ασφαλίσεων που είναι επιστρεπτέες δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 6 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου.
10.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, ιδρύεται ειδικό ταμείο, καλούμενο ως «Ειδικό Ταμείο Καταβολής Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων».
(2) Το Ειδικό Ταμείο δεν αποτελεί ξεχωριστή νομική οντότητα και τελεί υπό τη διαχείριση του Υπουργού Οικονομικών εκ μέρους της Δημοκρατίας.
11. Σκοπός της ίδρυσης του Ειδικού Ταμείου είναι η χρηματοδότηση του Σχεδίου που ιδρύεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
12.-(1) Σε πίστη του Ειδικού Ταμείου κατατίθενται ή μεταφέρονται-
(α) τα ποσά που μεταφέρονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9·
(β) το ποσοστό χρηματοδότησης που καταβάλλεται εκατέρωθεν από τον εργοδότη και κάθε μέλος του Σχεδίου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 14·
(γ) το ποσοστό χρηματοδότησης που καταβάλλεται αναδρομικά από τον εργοδότη και κάθε μέλος του Σχεδίου δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 15 και 16·
(δ) το ποσό που είναι επιστρεπτέο σε μέλος του Σχεδίου δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 15·
(ε) τα ποσά που επιστρέφονται από μέλος του Σχεδίου δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 33, 35, 38 και 45·
(στ) το ποσό που καθορίζεται στο άρθρο 44·
(ζ) τα ποσά που εισπράττονται υπό μορφή μερισμάτων, τόκων ή άλλων εισοδημάτων, τα οποία προέρχονται από την επένδυση των κεφαλαίων του Ειδικού Ταμείου·
(η) οποιαδήποτε άλλα ποσά εισπράττονται σε σχέση με το Ειδικό Ταμείο.
13. Το Ειδικό Ταμείο χρεώνεται με-
(α) κάθε σύνταξη, εφάπαξ ποσό, φιλοδώρημα ή άλλο ωφέλημα για την καταβολή των οποίων είναι υπόχρεη η Δημοκρατία δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου· και
(β) την καταβολή όλων των λειτουργικών και διαχειριστικών εξόδων του Ειδικού Ταμείου, καθώς και των εξόδων ή τελών για την τήρηση τραπεζικών λογαριασμών ή την εκπόνηση αναλογιστικών μελετών.
14.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 21, για σκοπούς χρηματοδότησης του Ειδικού Ταμείου, ο εργοδότης και κάθε μέλος του Σχεδίου καταβάλλουν εκατέρωθεν ποσό που αντιστοιχεί σε ποσοστό ίσο με πέντε τοις εκατό (5%) επί των μηνιαίων συντάξιμων απολαβών του μέλους:
(2) Η καταβολή των ποσών που καθορίζονται στο εδάφιο (1) αρχίζει από την ημέρα που ο υπάλληλος καθίσταται μέλος του Σχεδίου και τερματίζεται με την αφυπηρέτησή του από την κρατική υπηρεσία ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ανάλογα με την περίπτωση:
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία το μέλος του Σχεδίου διατελεί σε άδεια με ελαττωμένες απολαβές ή σε διαθεσιμότητα ή σε άδεια χωρίς απολαβές, η οποία λογίζεται ως συντάξιμη υπηρεσία δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 32, ο εργοδότης και το μέλος καταβάλλουν το ποσοστό που καθορίζεται στο εδάφιο (1), ενώ κανένα ποσό δεν καταβάλλεται για χρονική περίοδο που το μέλος του Σχεδίου βρίσκεται σε άδεια χωρίς απολαβές, η οποία δεν λογίζεται ως συντάξιμη υπηρεσία δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(4) Η υποχρέωση καταβολής των ποσών που καθορίζονται στο εδάφιο (1) δημιουργείται ημερήσια και-
(α) σε σχέση με τα μέλη του Σχεδίου, επιβάλλεται μηνιαία κράτηση του ποσού από τις απολαβές του μέλους:
(β) σε σχέση με τον εργοδότη, το ποσό καταβάλλεται ή μεταφέρεται, στην περίπτωση των οργανισμών του ευρύτερου δημόσιου τομέα, σε μηνιαία βάση στο Ειδικό Ταμείο.
15.-(1) Για σκοπούς υπολογισμού του ποσού που αντιστοιχεί στο ποσοστό χρηματοδότησης που είναι καταβλητέο αναδρομικά από μέλος του Σχεδίου σύμφωνα με την επιφύλαξη του εδαφίου (2) του άρθρου 14, συνυπολογίζονται-
(α) τυχόν αποκοπές που καταβλήθηκαν από το μέλος δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 4 του περί Καταβολής Φιλοδωρήματος σε Εργοδοτούμενους που απασχολούνται με Σύμβαση στην Κρατική Υπηρεσία και στον Ευρύτερο Δημόσιο Τομέα περιλαμβανομένων και του Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμου· και
(β) οι εισφορές κοινωνικών ασφαλίσεων που είναι επιστρεπτέες στο μέλος δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 6 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου.
(2) Εκτός εάν άλλως προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, σε περίπτωση που κατά τον υπολογισμό των ποσών που καθορίζονται στο εδάφιο (1) ή οποιουδήποτε άλλου ποσού καταβάλλεται από μέλος του Σχεδίου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, προκύψει ότι το μέλος δικαιούται στην επιστροφή οποιουδήποτε ποσού, αυτό κατατίθεται ή μεταφέρεται σε πίστη του στο Ειδικό Ταμείο.
(3) Το ποσό που προβλέπεται στο εδάφιο (2), καταβάλλεται στο μέλος του Σχεδίου κατά την αφυπηρέτησή του από την κρατική υπηρεσία ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ανάλογα με την περίπτωση.
(4) Σε περίπτωση που κατά τον υπολογισμό του ποσοστού χρηματοδότησης που καθορίζεται στο εδάφιο (1) προκύψει ότι το μέλος του Σχεδίου, οφείλει να επιστρέψει οποιοδήποτε ποσό, αυτό καταβάλλεται σε τριάντα έξι (36) ίσες μηνιαίες δόσεις με κράτηση από τις μηνιαίες συντάξιμες απολαβές του.
(5) Η αποκοπή του ποσού που καθορίζεται στο εδάφιο (4) αρχίζει να διενεργείται τον πρώτο μήνα που ακολουθεί τη συμπλήρωση χρονικής περιόδου δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, αναφορικά με τα μέλη του Σχεδίου που καθορίζονται στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α) και στην παράγραφο (β) του εδαφίου (3) του άρθρου 4 ή τον πρώτο μήνα που ακολουθεί τη συμπλήρωση χρονικής περιόδου δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία που ασκείται το δικαίωμα επιλογής που προβλέπεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 8 σε σχέση με τους υπαλλήλους που καθίστανται μέλη του Σχεδίου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου ή τον πρώτο μήνα που ακολουθεί τη συμπλήρωση χρονικής περιόδου δώδεκα (12) μηνών από την πραγματική ημερομηνία εισόδου του μέλους στο Σχέδιο, αναφορικά με τα μέλη που καθορίζονται-
(α) στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (3) του άρθρου 4·
(β) στις υποπαραγράφους (i) και (ii) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (3) του άρθρου 4·
(γ) στη δεύτερη επιφύλαξη του εδαφίου (3) του άρθρου 4·
(δ) στο άρθρο 6· και
(ε) στο εδάφιο (3) του άρθρου 7.
(6) Παρέχεται το δικαίωμα στα μέλη του Σχεδίου, εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου αναφορικά με τα μέλη του Σχεδίου που καθορίζονται στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α) και στην παράγραφο (β) του εδαφίου (3) του άρθρου 4 ή εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία που ασκείται το δικαίωμα επιλογής που προβλέπεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 8 σε σχέση με τους υπαλλήλους που καθίστανται μέλη του Σχεδίου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου ή εντός δώδεκα (12) μηνών από την πραγματική ημερομηνία εισόδου του μέλους στο Σχέδιο, αναφορικά με τα μέλη που καθορίζονται-
(α) στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (3) του άρθρου 4·
(β) στις υποπαραγράφους (i) και (ii) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (3) του άρθρου 4·
(γ) στη δεύτερη επιφύλαξη του εδαφίου (3) του άρθρου 4·
(δ) στο άρθρο 6· και
(ε) στο εδάφιο (3) του άρθρου 7,
να δηλώσουν με έγγραφο απευθυνόμενο στον Γενικό Λογιστή ή στο κατά περίπτωση αρμόδιο όργανο, ανάλογα με την περίπτωση, κατά πόσο επιθυμούν να καταβάλουν εφάπαξ το ποσό που καθορίζεται στο εδάφιο (4):
16.-(1) Ο εκάστοτε εργοδότης στην υπηρεσία του οποίου διανύθηκε οποιαδήποτε περίοδος υπηρεσίας μέλους του Σχεδίου που λογίζεται ως συντάξιμη για σκοπούς του παρόντος Νόμου χρεώνεται με οποιοδήποτε ποσό του αναλογεί και είναι καταβλητέο αναδρομικά από αυτόν σύμφωνα με την επιφύλαξη του εδαφίου (2) του άρθρου 14, περιλαμβανομένου οποιουδήποτε ποσού αντιστοιχεί στις εισφορές κοινωνικών ασφαλίσεων που είναι επιστρεπτέες σε μέλος του Σχεδίου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 6 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου.
(2) Το ποσό που καθίσταται καταβλητέο αναδρομικά από τον εργοδότη σύμφωνα με την επιφύλαξη του εδαφίου (2) του άρθρου 14, καταβάλλεται ή μεταφέρεται στο Ειδικό Ταμείο ταυτόχρονα με την καταβολή του ποσού που αντιστοιχεί στο ποσοστό χρηματοδότησης που καθίσταται καταβλητέο αναδρομικά από μέλος του Σχεδίου.
17.-(1) Τα περιουσιακά στοιχεία του Ειδικού Ταμείου επενδύονται με τρόπο που να εξασφαλίζεται η διασπορά των επενδύσεων, τηρουμένων των ακόλουθων προϋποθέσεων:
(α) Μεγιστοποίηση αποδόσεων, οι οποίες να είναι σταθμισμένες έναντι του κινδύνου·
(β) τήρηση των προτύπων σύμφωνα με τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου από συνετό θεσμικό επενδυτή·
(γ) προστασία του Ειδικού Ταμείου στο σύνολό του από κινδύνους.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, τα περιουσιακά στοιχεία του Ειδικού Ταμείου δύναται να επενδύονται σε τραπεζικούς λογαριασμούς, σε άμεσα ρευστοποιήσιμα εθνικά κρατικά ομόλογα άλλων κρατών ή υπερεθνικών οργανισμών, σε μετοχές, αμοιβαία κεφάλαια, συλλογικά σχήματα επενδύσεων ομολόγων ή άλλες κινητές αξίες με χαμηλό επενδυτικό κίνδυνο.
(3) Τα περιουσιακά στοιχεία του Ειδικού Ταμείου δεν επενδύονται σε-
(α) κινητές αξίες που εκδίδονται από Κύπριο εκδότη, ακίνητη ιδιοκτησία στην Κύπρο ή σε εταιρείες ακίνητης ιδιοκτησίας, ταμεία ακίνητης ιδιοκτησίας ή παρόμοιους φορείς των οποίων σκοπός είναι οι επενδύσεις στην Κύπρο·
(β) καλυμμένα χρεόγραφα που είναι εξασφαλισμένα με περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται στην Κύπρο·
(γ) άμεσες ή έμμεσες επενδύσεις σε ποσοστό που υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) των δικαιωμάτων ψήφου σε μια εταιρεία ή άλλη νομική οντότητα.
(4) Το Ειδικό Ταμείο δεν χρησιμοποιείται για δανεισμό, ούτε ως εξασφάλιση για δανεισμό της Δημοκρατίας ή των μελών του Σχεδίου.
(5) Η δημιουργία και ο τερματισμός τραπεζικών λογαριασμών για το Ειδικό Ταμείο και η διενέργεια πληρωμών προς και από αυτούς, πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Λογιστικής και Δημοσιονομικής Διαχείρισης και Χρηματοοικονομικού Ελέγχου της Δημοκρατίας Νόμου.
(6)(α) Για τους σκοπούς των επενδύσεων του Ειδικού Ταμείου, ορίζεται επιτροπή επενδύσεων αποτελούμενη από τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και τον Γενικό Λογιστή, της οποίας προεδρεύει ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών και η οποία συνδράμει τον Υπουργό κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
(β) Οι εκπρόσωποι των μελών του Σχεδίου ενημερώνονται από την επιτροπή επενδύσεων, σε τακτά χρονικά διαστήματα, για τις επενδύσεις του Ειδικού Ταμείου σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2 του σχετικού Πλαισίου Συμφωνίας που συνομολογήθηκε με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα την 2α Δεκεμβρίου 2021.
(7) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο Υπουργός έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες και εξουσίες:
(α) Εκδίδει οδηγίες δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου∙
(β) αξιολογεί τις επενδύσεις, τη διαχείριση και την επίδοση του Ειδικού Ταμείου∙ και
(γ) υποβάλλει την ετήσια έκθεση επενδύσεων του Ειδικού Ταμείου, συνοδευόμενη από τις απόψεις του, στη Βουλή των Αντιπροσώπων για ενημέρωση.
(8)(α) Ο Υπουργός δύναται να εκδίδει οδηγίες προς τους εξωτερικούς διαχειριστές, αφού προηγουμένως διαβουλευτεί γραπτώς μαζί τους και αφού λάβει υπόψη τις εισηγήσεις της επιτροπής επενδύσεων, σύμφωνα με τις οποίες προσδιορίζει τις απαιτήσεις του κράτους όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη επίδοση του Ειδικού Ταμείου, περιλαμβανομένων και των απαιτήσεων αναφορικά με το επίπεδο του επενδυτικού κινδύνου και των αποδόσεων∙
(β) Μετά την έκδοση των οδηγιών, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, οι εξωτερικοί διαχειριστές ενημερώνουν τον Υπουργό, το ταχύτερο δυνατόν, για τις ενέργειες στις οποίες προτίθενται να προβούν για την εφαρμογή τους∙
(γ) Οι οδηγίες που εκδίδονται από τον Υπουργό δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(9) Αναφορικά με τη διαχείριση του Ειδικού Ταμείου, ο Υπουργός, λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές εισηγήσεις της επιτροπής επενδύσεων, καταρτίζει Δήλωση Επενδυτικής Πολιτικής, η οποία πρέπει να συνάδει και να συμμορφώνεται με τις γενικές επενδυτικές αρχές που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο.
(10) Η προβλεπόμενη στις διατάξεις του παρόντος άρθρου Δήλωση Επενδυτικής Πολιτικής καθορίζει-
(α) τις κατηγορίες των επενδυτικών στοιχείων στις οποίες επενδύονται τα περιουσιακά στοιχεία του Ειδικού Ταμείου και τα κριτήρια επιλογής των επενδυτικών στοιχείων των εν λόγω κατηγοριών·
(β) τα κριτήρια αναφοράς ή τα πρότυπα βάσει των οποίων αξιολογείται η απόδοση του Ειδικού Ταμείου στο σύνολό του και των κατηγοριών των επενδυτικών προϊόντων, καθώς και των ατομικών επενδύσεων, περιλαμβανομένης και της νομισματικής μονάδας·
(γ) την ισορροπία ανάμεσα στον κίνδυνο και στην απόδοση στη συνολική επένδυση του χαρτοφυλακίου του Ειδικού Ταμείου·
(δ) τους περιορισμούς στην επένδυση του Ειδικού Ταμείου, περιλαμβανομένων των ορίων συγκέντρωσης κινδύνου·
(ε) τη χρήση παραγώγων και μόχλευσης, περιλαμβανομένων και των αρχών που διέπουν την έμμεση μόχλευση·
(στ) τα ποιοτικά και ποσοτικά όρια κινδύνου του Ειδικού Ταμείου σε σχέση με τους πιστωτικούς, επιτοκιακούς, συναλλαγματικούς και λειτουργικούς κινδύνους, τους κινδύνους κανονιστικής συμμόρφωσης, απώλειας φήμης, αγοράς, ρευστότητας και αντισυμβαλλομένου, καθώς και άλλων σημαντικών κινδύνων για το Ειδικό Ταμείο·
(ζ) τις κατευθυντήριες γραμμές διατήρησης, άσκησης ή μεταβίβασης άσκησης δικαιωμάτων ψήφου του Ειδικού Ταμείου σε εταιρείες και οντότητες· και
(η) οποιαδήποτε άλλα ζητήματα ο Υπουργός κρίνει αναγκαία για τη διαχείριση του Ειδικού Ταμείου.
(11) Η Δήλωση Επενδυτικής Πολιτικής που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, δημοσιεύεται από τον Υπουργό στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(12) Ο Υπουργός, με βάση εισήγηση της επιτροπής επενδύσεων και κατόπιν έγκρισης του Υπουργικού Συμβουλίου, διορίζει ένα ή περισσότερα πρόσωπα ως εξωτερικούς διαχειριστές επενδύσεων για το Ειδικό Ταμείο, οι οποίοι αναλαμβάνουν τις υπηρεσίες διαχείρισης επενδύσεων του Ειδικού Ταμείου ή οποιουδήποτε μέρους αυτού.
(13) Σε κάθε έγγραφο διορισμού εξωτερικών διαχειριστών επενδύσεων του Ειδικού Ταμείου, καταγράφονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους.
(14) Ο εξωτερικός διαχειριστής επενδύσεων-
(α) ενεργεί έντιμα, νόμιμα και με τη δέουσα προσοχή, μέριμνα και επιμέλεια, κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων του·
(β) ενεργεί προς το συμφέρον του Ειδικού Ταμείου για το οποίο ασκεί τις υπηρεσίες διαχείρισης επενδύσεων·
(γ) διαθέτει και χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους και τις διαδικασίες που απαιτούνται για τη δέουσα διεξαγωγή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων·
(δ) λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για την αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων και, όταν αυτό δεν καθίσταται δυνατό να αποφευχθεί, για τον εντοπισμό, τη διαχείριση, την παρακολούθηση και, κατά περίπτωση, για τη γνωστοποίηση τέτοιας σύγκρουσης προς τον Υπουργό, προκειμένου να αποτρέπεται οποιοσδήποτε κίνδυνος ή δυσμενείς συνέπειες επί των συμφερόντων του Ειδικού Ταμείου· και
(ε) τηρεί το σύνολο των ρυθμιστικών απαιτήσεων που διέπουν την άσκηση των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων, ώστε να προωθούνται κατά τον πλέον επωφελή τρόπο τα συμφέροντα του Ειδικού Ταμείου, καθώς και η ακεραιότητα της αγοράς.
(15) Ο Υπουργός, με οδηγία του, καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις διορισμού εξωτερικού διαχειριστή επενδύσεων και θεσπίζει, με σκοπό τη διασφάλιση της συνετούς παροχής υπηρεσίας διαχείρισης επενδύσεων, τις απαιτήσεις που πρέπει να εφαρμόζονται κατά την άσκηση των καθηκόντων του εξωτερικού διαχειριστή επενδύσεων:
(16) Ο Υπουργός, κατόπιν εισήγησης της επιτροπής επενδύσεων, διορίζει ένα ή περισσότερα πρόσωπα ως θεματοφύλακες του Ειδικού Ταμείου.
(17) Η επιτροπή επενδύσεων μεριμνά, ώστε οι εξωτερικοί διαχειριστές επενδύσεων του Ειδικού Ταμείου και/ή οι θεματοφύλακες να ετοιμάζουν έκθεση επενδύσεων των περιουσιακών στοιχείων του Ειδικού Ταμείου, την οποία μελετά και προωθεί μαζί με τα σχόλια της προς τον Υπουργό για υποβολή της στο Υπουργικό Συμβούλιο για ενημέρωση και η τελική έκθεση επενδύσεων υποβάλλεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για ενημέρωση εντός έξι (6) μηνών από τη λήξη του οικονομικού έτους και ακολούθως δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας από τον Υπουργό.
(18) Ο Υπουργός δύναται να αναθέσει οποιεσδήποτε από τις δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου εξουσίες του σε οποιαδήποτε τμήματα ή/και υπηρεσίες υπάγονται στο Υπουργείο Οικονομικών ή στον Γενικό Λογιστή, με εξαίρεση τον διορισμό λειτουργικού διαχειριστή του Ειδικού Ταμείου.
(19) Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία να εκδίδει Κανονισμούς για την περαιτέρω ρύθμιση ζητημάτων που αφορούν στη διαχείριση των επενδύσεων του Ειδικού Ταμείου.
18.-(1) Το Ειδικό Ταμείο διαθέτει κάθε χρόνο επαρκή τεχνικά αποθεματικά για την καταβολή των παρεχόμενων, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, συνταξιοδοτικών ωφελημάτων.
(2) Ο υπολογισμός των τεχνικών αποθεματικών διενεργείται από αναλογιστή, ο οποίος βεβαιώνει την επάρκειά τους κάθε έτος, με ημερομηνία εκτίμησης τη λήξη του προηγούμενου οικονομικού έτους, στη βάση αναγνωρισμένων αναλογιστικών μεθόδων:
(3) Ο υπολογισμός των τεχνικών αποθεματικών δύναται να διενεργείται κάθε τρία (3) έτη, υπό την προϋπόθεση ότι ο αναλογιστής ετοιμάζει, κατά το μεσοδιάστημα κάθε έτους, έκθεση, με ημερομηνία εκτίμησης τη λήξη του προηγούμενου οικονομικού έτους, η οποία αντανακλά την αναπροσαρμοσμένη εξέλιξη των εν λόγω αποθεματικών και τις μεταβολές των καλυπτόμενων κινδύνων.
19.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 79 του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου, ο Γενικός Λογιστής ετοιμάζει ετήσια, στη βάση διεθνών λογιστικών προτύπων που ο ίδιος ήθελε αποφασίσει, οικονομικές καταστάσεις του Ειδικού Ταμείου με ημερομηνία αναφοράς την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου οικονομικού έτους, οι οποίες παρουσιάζουν την αληθινή και δίκαιη εικόνα των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού, των εσόδων και εξόδων και της χρηματοοικονομικής κατάστασης του Ειδικού Ταμείου.
(2) Οι προβλεπόμενες στις διατάξεις του εδαφίου (1) οικονομικές καταστάσεις, υποβάλλονται στον Γενικό Ελεγκτή για έλεγχο, εντός έξι (6) μηνών από το τέλος του οικονομικού έτους αναφοράς.
20. Η έκθεση που ετοιμάζεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 18, καθώς και οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις που ετοιμάζονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 19, δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και υποβάλλονται για ενημέρωση στο Υπουργικό Συμβούλιο και στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
21.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία ο αναλογιστής διαπιστώνει ότι τα περιουσιακά στοιχεία του Ειδικού Ταμείου δεν επαρκούν για την κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών, το ποσοστό χρηματοδότησης αναπροσαρμόζεται, προκειμένου τα περιουσιακά στοιχεία του Ειδικού Ταμείου να βρίσκονται στο απαιτούμενο ύψος, ώστε να καλύπτουν επαρκώς τα τεχνικά αποθεματικά αυτού.
(2) Για τον σκοπό αυτό, καταρτίζεται και αναθεωρείται σε τακτά χρονικά διαστήματα, γραπτή πολιτική χρηματοδότησης, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον, τη μέθοδο χρηματοδότησης, τον χρηματοδοτικό στόχο, τη συχνότητα διενέργειας αναλογιστικών μελετών, τη συχνότητα παρακολούθησης του χρηματοδοτικού στόχου και τις διαδικασίες και μηχανισμούς που πρέπει να εφαρμόζονται, εάν απαιτούνται αλλαγές, σε περίπτωση που το Ειδικό Ταμείο έχει απομακρυνθεί από τον απαιτούμενο χρηματοδοτικό στόχο.
(3) Σε περίπτωση που ο στόχος χρηματοδότησης δεν επιτυγχάνεται σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται στην πολιτική χρηματοδότησης, το Ειδικό Ταμείο καταρτίζει σχέδιο ανάκαμψης, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος χρηματοδότησης, εντός χρονικού ορίζοντα που αποφασίζεται.
(4) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), το εκάστοτε ύψος του ποσοστού χρηματοδότησης καθορίζεται με Κανονισμούς οι οποίοι εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
22. Για τις υπηρεσίες που παρέχονται από το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας προς τους οργανισμούς και αφορούν στη διεκπεραίωση των εργασιών του Ειδικού Ταμείου, επιβάλλονται χρεώσεις οι οποίες υπολογίζονται βάσει συγκεκριμένης μεθοδολογίας, όπως καθορίζεται από τον Υπουργό Οικονομικών.