29.-(1) Οι διαχειριστές πιστώσεων και, όπου εφαρμόζεται, οι πάροχοι υπηρεσιών διαχείρισης πιστώσεων στους οποίους έχει γίνει εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13, για τους οποίους η Δημοκρατία αποτελεί κράτος μέλος καταγωγής, συμμορφώνονται με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου σε συνεχή βάση και οι δραστηριότητες αυτές υπόκεινται σε επαρκή εποπτεία από την Κεντρική Τράπεζα, ώστε να αξιολογείται η εν λόγω συμμόρφωση.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των υποχρεώσεων αγοραστή πιστώσεων για τον οποίο η Δημοκρατία αποτελεί κράτος μέλος καταγωγής ή, κατά περίπτωση, του αντιπροσώπου του που έχει οριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20, που απορρέουν από τις διατάξεις του άρθρου 11 και των άρθρων 18 έως 21 όσον αφορά τον αγοραστή πιστώσεων ή, κατά περίπτωση, τον αντιπρόσωπό του που έχει οριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (6), η Κεντρική Τράπεζα είναι η αρμόδια αρχή για την άσκηση των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο.
(4) Η Κεντρική Τράπεζα, δύναται να λαμβάνει από τους αγοραστές πιστώσεων ή τους αντιπροσώπους αυτών που έχουν οριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις τού άρθρου 20, τους διαχειριστές πιστώσεων, τους παρόχους υπηρεσιών διαχείρισης πιστώσεων, στους οποίους διαχειριστής πιστώσεων έχει προβεί σε εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13, τους δανειολήπτες και κάθε άλλο πρόσωπο ή δημόσια αρχή, τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τα ακόλουθα:
(α) Την αξιολόγηση της συνεχούς συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου·
(β) τη διερεύνηση πιθανών παραβάσεων των εν λόγω απαιτήσεων·
(γ) την επιβολή διοικητικών ποινών και διορθωτικών μέτρων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34.
(5) Η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι διαθέτει την εμπειρογνωμοσύνη, τους πόρους, την επιχειρησιακή ικανότητα και τις εξουσίες που απαιτούνται για την άσκηση των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο.
(6) Αρμόδια αρχή για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 11 είναι ο Επίτροπος Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, ο οποίος έχει όλα τα καθήκοντα και τις εξουσίες δυνάμει των άρθρων 57 και 58 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και των διατάξεων των άρθρων 23, 24 και 25 του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου.
30. Η Κεντρική Τράπεζα δύναται με εύλογο και κοστοστρεφή τρόπο-
(α) να καθορίζει και επιβάλλει όλα τα έξοδα που σχετίζονται με την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και
(β) να εκδίδει οδηγίες για τον καθορισμό και την καταβολή τέτοιων εξόδων.
31.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να εκδίδει γενικές ή ειδικές οδηγίες υπό μορφή Κανονιστικής Διοικητικής Πράξης ή κατευθυντήριες γραμμές τις οποίες δημοσιεύει στην ιστοσελίδα της σε σχέση με τη λειτουργία και τις δραστηριότητες των αγοραστών πιστώσεων και των διαχειριστών πιστώσεων, με σκοπό τη συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και άλλων σχετικών Νόμων:
(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των διατάξεων του εδαφίου (1), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να εκδίδει οδηγίες ή κατευθυντήριες γραμμές, μεταξύ άλλων, σχετικά με-
(α) τις διαδικασίες χορήγησης και ανάκλησης χορηγηθείσας, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, άδειας των διαχειριστών πιστώσεων και των διαδικασιών αξιολόγησης ειδικής συμμετοχής,
(β) τη διαδικασία αξιολόγησης, καθώς και τα κριτήρια καταλληλότητας των μελών του διευθυντικού ή διοικητικού οργάνου στους διαχειριστές πιστώσεων,
(γ) το οργανωτικό πλαίσιο διακυβέρνησης και τους κατάλληλους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου των αιτητών χορήγησης άδειας λειτουργίας διαχειριστών πιστώσεων,
(δ) την ανάθεση εργασιών σε τρίτους,
(ε) τη ρύθμιση των διαδικασιών αναθεώρησης και/ή διαχείρισης και/ή ρύθμισης και/ή διευθέτησης και/ή αναδιάρθρωσης μη εξυπηρετούμενων πιστώσεων,
(στ) τη διαδικασία για την αντιμετώπιση των παραπόνων δανειοληπτών ή εγγυητών σχετικά με τους αγοραστές πιστώσεων, τους διαχειριστές πιστώσεων και τους παρόχους υπηρεσιών διαχείρισης πιστώσεων δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 36,
(ζ) τις απαιτήσεις πληροφόρησης και γνωστοποιήσεων,
(η) το ετήσιο εποπτικό τέλος ή άλλο τέλος, που σχετίζονται με την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου,
(θ) άλλες γενικές ή ειδικές οδηγίες.
(3) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των εδαφίων (1) και (2), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να εκδίδει οδηγίες σχετικά με τους όρους, προϋποθέσεις και διαδικασίες λειτουργίας συστημάτων ή μηχανισμών ανταλλαγής δεδομένων που σχετίζονται με-
(α) τη χρήση από την Κεντρική Τράπεζα των δεδομένων για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο,
(β) την αξιολόγηση από τους αγοραστές πιστώσεων ή/και τους ορισμένους από αυτούς διαχειριστές πιστώσεων ή οντότητες που προβλέπονται στις υποπαραγράφους (i) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 4, του αξιόχρεου των πελατών των αγοραστών πιστώσεων και τυχόν εγγυητών αυτών, και
(γ) τους όρους, προϋποθέσεις και διαδικασίες συνεργασίας τέτοιων συστημάτων ή μηχανισμών ανταλλαγής δεδομένων με άλλες αντίστοιχες διευθετήσεις ή με αγοραστές και διαχειριστές πιστώσεων στη Δημοκρατία ή στο εξωτερικό:
(4) Οι δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) εκδιδόμενες οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας περιέχουν πρόνοιες που διέπουν ή ρυθμίζουν ειδικότερα-
(α) τα στοιχεία ή τις πληροφορίες που καταχωρούνται στη βάση δεδομένων συστήματος ή μηχανισμού ανταλλαγής δεδομένων,
(β) τη συχνότητα της παροχής στοιχείων ή πληροφοριών στη βάση δεδομένων συστήματος ή μηχανισμού ανταλλαγής δεδομένων,
(γ) το δικαίωμα και τον τρόπο χρήσης ή πρόσβασης στα στοιχεία ή τις πληροφορίες των συστημάτων ή μηχανισμών ανταλλαγής δεδομένων,
(δ) τις υποχρεώσεις του διαχειριστή των μηχανισμών ανταλλαγής δεδομένων,
(ε) τη διαδικασία χειρισμού παραπόνων πελατών που σχετίζονται με δεδομένα, στοιχεία ή πληροφορίες που περιλαμβάνονται στον μηχανισμό ανταλλαγής δεδομένων ΑΡΤΕΜΙΣ,
(στ) οποιοδήποτε άλλο θέμα ήθελε κριθεί χρήσιμο ή σκόπιμο να ρυθμιστεί ή καθοριστεί στις οδηγίες.
32.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα σε περίπτωση κατά την οποία ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 29, έχει όλες τις εξουσίες εποπτείας, διεξαγωγής ερευνών και επιβολής ποινών που είναι αναγκαίες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων της, όπως προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, στις οποίες περιλαμβάνονται τουλάχιστον τα ακόλουθα:
(α) Η εξουσία χορήγησης ή άρνησης χορήγησης άδειας λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6 και 7·
(β) η εξουσία ανάκλησης άδειας λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9·
(γ) η εξουσία απαγόρευσης οποιασδήποτε από τις δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων·
(δ) η εξουσία διεξαγωγής επιτόπιων και μη επιθεωρήσεων·
(ε) η εξουσία επιβολής διοικητικών ποινών και διορθωτικών μέτρων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33·
(στ) η εξουσία εξέτασης συμβάσεων εξωτερικής ανάθεσης που συνάπτονται μεταξύ διαχειριστών πιστώσεων και παρόχων υπηρεσιών διαχείρισης πιστώσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 13·
(ζ) η εξουσία να απαιτεί από διαχειριστές πιστώσεων να απομακρύνουν μέλη του διευθυντικού ή διοικητικού τους οργάνου, όταν αυτά δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 6·
(η) η εξουσία να απαιτεί από διαχειριστές πιστώσεων να τροποποιούν ή να επικαιροποιούν το εσωτερικό πλαίσιο διακυβέρνησής τους και τους μηχανισμούς εσωτερικού τους ελέγχου, προκειμένου να διασφαλίζεται αποτελεσματικά ο σεβασμός των δικαιωμάτων των δανειοληπτών και εγγυητών, σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση πίστωσης·
(θ) η εξουσία να απαιτεί από τους διαχειριστές πιστώσεων να τροποποιούν ή επικαιροποιούν τις πολιτικές που εφαρμόζουν, ώστε να διασφαλίζουν τη δίκαιη και επιμελή μεταχείριση των δανειοληπτών και των εγγυητών, καθώς και την καταγραφή και διεκπεραίωση των παραπόνων των δανειοληπτών και εγγυητών·
(ι) η εξουσία να απαιτεί περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων πιστωτή στο πλαίσιο της μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης ή της ίδιας της μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση κατά την οποία ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 29 ή όταν η Δημοκρατία είναι το κράτος μέλος στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση, όταν διαφέρει από το κράτος μέλος υποδοχής και το κράτος μέλος καταγωγής, διαθέτει όλες τις αναγκαίες εξουσίες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων της που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες.
(3) Η Κεντρική Τράπεζα, αξιολογεί με την εφαρμογή προσέγγισης που βασίζεται σε παράγοντες κινδύνου, την εφαρμογή από τον διαχειριστή πιστώσεων, για τον οποίο η Δημοκρατία αποτελεί κράτος μέλος καταγωγής, των απαιτήσεων των παραγράφων (ε) έως (η) του εδαφίου (1) του άρθρου 6.
(4) Η Κεντρική Τράπεζα προσδιορίζει την έκταση της αξιολόγησης που προβλέπεται στο εδάφιο (3), ως προς το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του συγκεκριμένου διαχειριστή πιστώσεων.
(5) H Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση κατά την οποία ενεργεί ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής ή του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση, όταν διαφέρει από το κράτος μέλος υποδοχής και το κράτος μέλος καταγωγής, σχετικά με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης που προβλέπεται στο εδάφιο (3), κατόπιν αιτήματος μιας από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές ή όταν η Κεντρική Τράπεζα το κρίνει σκόπιμο:
(6) Κατά τη διενέργεια της αξιολόγησης που αναφέρεται στο εδάφιο (3), η Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση κατά την οποία ενεργεί ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, ανταλλάσσει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση, όταν είναι άλλο από το κράτος μέλος υποδοχής και το κράτος μέλος καταγωγής, ώστε οι εν λόγω αρμόδιες αρχές να δύνανται να εκτελούν τις αντίστοιχες αρμοδιότητες και τα αντίστοιχα καθήκοντά τους, όπως καθορίζονται στις οικείες εναρμονιστικές τους νομοθεσίες για τη μεταφορά της Οδηγίας (ΕΕ) 2021/2167.
(7) Η Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση κατά την οποία ενεργεί ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, δύναται να απαιτεί από τον διαχειριστή πιστώσεων, τον πάροχο υπηρεσιών διαχείρισης πιστώσεων ή τον αγοραστή πιστώσεων ή τον αντιπρόσωπό του που έχει οριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20, ο οποίος δεν πληροί τις απαιτήσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου, να λάβει, σε αρχικό στάδιο, όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με τις εν λόγω διατάξεις.
33.-(1) Ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας δύναται να επιβάλει οποιαδήποτε διοικητική κύρωση και/ή να λάβει οποιοδήποτε διορθωτικό μέτρο προβλέπεται στο εδάφιο (2), σε οποιαδήποτε από τις πιο κάτω περιπτώσεις, στο πρόσωπο που αναφέρεται σε σχέση με την κάθε περίπτωση-
(α) διαχειριστής πιστώσεων δεν πληροί την απαίτηση που καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 ή συνάπτει σύμβαση εξωτερικής ανάθεσης κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 13 ή ο πάροχος υπηρεσιών διαχείρισης πιστώσεων, στον οποίο γίνεται εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων διαπράττει σοβαρή παράβαση των εφαρμοστέων νομικών διατάξεων, περιλαμβανομένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου,
(β) το οργανωτικό πλαίσιο διακυβέρνησης και οι μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου διαχειριστή πιστώσεων, όπως καθορίζονται στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 6, δεν εξασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων του δανειολήπτη και εγγυητών και τη συμμόρφωση με τους κανόνες περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα:
(γ) η πολιτική διαχειριστή πιστώσεων δεν επαρκεί για την ορθή μεταχείριση των δανειοληπτών και εγγυητών, όπως προβλέπεται στην παράγραφο (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6,
(δ) οι εσωτερικές διαδικασίες διαχειριστή πιστώσεων, όπως καθορίζονται στην παράγραφο (ζ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6, δεν προβλέπουν την καταγραφή και τον χειρισμό των παραπόνων των δανειοληπτών ή εγγυητών, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στον παρόντα Νόμο,
(ε) αγοραστής πιστώσεων ή, κατά περίπτωση, ο αντιπρόσωπος αυτού που έχει οριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20, δεν γνωστοποιεί τις πληροφορίες που προβλέπονται στα άρθρα 19 και 21,
(στ) αγοραστής πιστώσεων ή, κατά περίπτωση, ο αντιπρόσωπος αυτού που έχει οριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20, δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις των άρθρων 18, 22, 23, 27 και 28,
(ζ) αγοραστής πιστώσεων δεν συμμορφώνεται με την απαίτηση του άρθρου 20,
(η) πιστωτικό ίδρυμα δεν γνωστοποιεί τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 16,
(θ) διαχειριστής πιστώσεων επιτρέπει σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα που δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 6, να καταστούν ή να παραμείνουν μέλη του διευθυντικού ή διοικητικού του οργάνου,
(ι) διαχειριστής πιστώσεων δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 35,
(ια) αγοραστής πιστώσεων ή, κατά περίπτωση, διαχειριστής πιστώσεων ή οποιαδήποτε οντότητα που αναφέρεται στις υποπαραγράφους (i) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 4 δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις του άρθρου 11,
(ιβ) διαχειριστής πιστώσεων για τον οποίο η Δημοκρατία αποτελεί κράτος μέλος υποδοχής, λαμβάνει και κατέχει κεφάλαια από δανειολήπτες και εγγυητές, όταν αυτό δεν επιτρέπεται στο κράτος μέλος καταγωγής του, σύμφωνα με τις διατάξεις της οικείας εναρμονιστικής νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους που μεταφέρει τις διατάξεις του στοιχείου β) της παραγράφου 1 του άρθρου 6 της Οδηγίας (ΕΕ) 2021/2167,
(ιγ) διαχειριστής πιστώσεων δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 7,
(ιδ) διαχειριστής πιστώσεων ή οποιαδήποτε οντότητα που προβλέπεται στις υποπαραγράφους (i) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 4 παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή οποιαδήποτε οδηγία, εγκύκλιο και/ή ειδοποίηση της Κεντρικής Τράπεζας που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένης οδηγίας που συνιστά ατομική διοικητική πράξη ή παραλείπει να συμμορφωθεί με απαίτηση, δεσμευτική διοικητική διάταξη, σύσταση και/ή κατευθυντήριες γραμμές της Κεντρικής Τράπεζας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Οι διοικητικές κυρώσεις και τα διορθωτικά μέτρα που προβλέπονται στο εδάφιο (1) είναι αποτελεσματικά, αποτρεπτικά και αναλογικά της παράβασης και περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα:
(α) Εντολή με την οποία ο διαχειριστής πιστώσεων ή ο αγοραστής πιστώσεων ή, κατά περίπτωση, ο αντιπρόσωπος αυτού, που έχει οριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20, υποχρεούται σε διόρθωση της παράβασης, παύση της σχετικής συμπεριφοράς και αποχή από μελλοντική επανάληψή της·
(β) διοικητικό πρόστιμο που κυμαίνεται από χίλια ευρώ (€1.000) έως διακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€250.000), ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, και, σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, πρόσθετο διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, που κυμαίνεται από εκατόν ευρώ (€100) έως τριάντα χιλιάδες ευρώ (€30.000) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης·
(γ) ανάκληση ή αναστολή σε περίπτωση που δεν συντρέχουν οι λόγοι ανάκλησης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 άδειας άσκησης των δραστηριοτήτων διαχειριστή πιστώσεων.
(3) Οι διοικητικές κυρώσεις και/ή τα διορθωτικά μέτρα εφαρμόζονται αποτελεσματικά.
(4) Κατά τον προσδιορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων και/ή διορθωτικών μέτρων που επιβάλλει, η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει υπόψη τις σχετικές περιστάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται-
(α) η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης,
(β) η έκταση της ευθύνης του υπαίτιου για την παράβαση διαχειριστή πιστώσεων ή αγοραστή πιστώσεων ή, κατά περίπτωση, του αντιπροσώπου αυτού, που έχει οριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20,
(γ) η οικονομική ισχύς του διαχειριστή πιστώσεων ή του αγοραστή πιστώσεων που είναι υπαίτιος για την παράβαση, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τον συνολικό κύκλο εργασιών, όταν είναι νομικό πρόσωπο ή από το ετήσιο εισόδημα, όταν είναι φυσικό πρόσωπο,
(δ) η σημασία των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης του διαχειριστή πιστώσεων ή του αγοραστή πιστώσεων ή, κατά περίπτωση, του αντιπροσώπου αυτού που έχει οριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20, στον βαθμό που τα εν λόγω κέρδη ή ζημίες δύναται να προσδιοριστούν,
(ε) οι ζημίες τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στον βαθμό που οι εν λόγω ζημίες μπορούν να προσδιοριστούν,
(στ) ο βαθμός συνεργασίας του διαχειριστή πιστώσεων ή του αγοραστή πιστώσεων που είναι υπαίτιος για την παράβαση με τις αρμόδιες αρχές,
(ζ) προηγούμενες παραβάσεις του υπαίτιου για την παράβαση διαχειριστή πιστώσεων ή αγοραστή πιστώσεων ή, κατά περίπτωση, του αντιπροσώπου αυτού που έχει οριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20,
(η) οιεσδήποτε πραγματικές ή δυνητικές συστημικές συνέπειες της παράβασης.
(5) Οι διοικητικές κυρώσεις και τα διορθωτικά μέτρα που προβλέπονται στα εδάφια (1) και (2), δύναται να λαμβάνονται εναντίον των μελών του διοικητικού συμβουλίου, καθώς και κάθε άλλου φυσικού προσώπου που ασκεί καθήκοντα σε διαχειριστές πιστώσεων, σε αγοραστές πιστώσεων ή σε αντιπροσώπους αυτών που έχουν ορισθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20, τα οποία φέρουν ευθύνη για την παράβαση σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.
(6) Η Κεντρική Τράπεζα, πριν λάβει οποιαδήποτε απόφαση όσον αφορά την επιβολή διοικητικών κυρώσεων ή διορθωτικών μέτρων που προβλέπονται στα εδάφια (1) και (2), δίνει δυνατότητα ακρόασης στον συγκεκριμένο διαχειριστή πιστώσεων, αγοραστή πιστώσεων ή, κατά περίπτωση, στον αντιπρόσωπο αυτού που έχει οριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20.
(7) Κάθε απόφαση για την επιβολή των διοικητικών κυρώσεων ή διορθωτικών μέτρων, όπως προβλέπονται στα εδάφια (1) και (2), είναι επαρκώς αιτιολογημένη και υπόκειται σε δικαίωμα προσφυγής δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 146 του Συντάγματος ή σε λήψη άλλων αναγκαίων δικαστικών μέτρων.
(8) Σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψης πληρωμής διοικητικού προστίμου το οποίο επιβλήθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, η Κεντρική Τράπεζα έχει εξουσία να λάβει δικαστικά μέτρα με σκοπό την είσπραξη του οφειλόμενου ποσού ως αστικού χρέους οφειλόμενου στη Δημοκρατία.
34.-(1) Επιπροσθέτως της διάπραξης παράβασης για την οποία επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις, σε περίπτωση κατά την οποία πρόσωπο-
(α) αρνείται σκοπίμως ή παραλείπει να εκτελέσει ή να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε απόφαση ή να παράσχει οποιεσδήποτε πληροφορίες απαιτητές από την Κεντρική Τράπεζα ή άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών, ή
(β) προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια απαγορεύεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή τις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες ή παραλείπει να ενεργήσει σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή τις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες, ή
(γ) παρέχει ψευδείς, παραπλανητικές ή ελλιπείς εκθέσεις ή πληροφορίες,
είναι ένοχο ποινικού αδικήματος, τιμωρούμενου με χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€250.000).
(2) Ποινική ευθύνη, για το προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) αδίκημα που διαπράττεται από νομικό πρόσωπο υπέχει, εκτός από το ίδιο το νομικό πρόσωπο, οποιοδήποτε μέλος του διοικητικού συμβουλίου αυτού ή άλλο όργανο διοικήσεως του νομικού αυτού προσώπου, που αποδεικνύεται ότι συναίνεσε ή συνέπραξε στην τέλεση του αδικήματος.