60. Υπόχρεες οντότητες εφαρμόζουν τις διαδικασίες προσδιορισμού ταυτότητας και τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη στις εξής περιπτώσεις:
(α) Όταν συνάπτουν επιχειρηματικές σχέσεις·
(β) όταν διενεργούν μεμονωμένη συναλλαγή που -
(i) ανέρχεται σε ποσό ίσο ή μεγαλύτερο από δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (€15.000), ανεξάρτητα από το αν η συναλλαγή διενεργείται με μία μόνη πράξη ή με περισσότερες πράξεις μεταξύ των οποίων φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση, ή
(ii) αποτελεί μεταφορά χρηματικών ποσών όπως ορίζεται στην παράγραφο 9 του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/847 για ποσό άνω των χιλίων ευρώ (€1.000)·
(γ) όταν υπάρχει υποψία νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ανεξάρτητα από το ποσό της συναλλαγής και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε παρέκκλιση, εξαίρεση ή κατώτατο όριο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου·
(δ) όταν υπάρχουν αμφιβολίες για την ακρίβεια ή την επάρκεια των εγγράφων, στοιχείων ή πληροφοριών που συγκεντρώθηκαν προηγουμένως για την εξακρίβωση της ταυτότητας υφιστάμενου πελάτη.
(ε) για παρόχους υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών, είτε κατά την είσπραξη των κερδών είτε κατά την κατάθεση του στοιχήματος είτε και στις δύο περιπτώσεις, όταν πραγματοποιούν συναλλαγές που ανέρχονται σε ποσό ίσο ή μεγαλύτερο των δύο χιλιάδων ευρώ (€2.000), ανεξάρτητα από το αν η συναλλαγή διενεργείται με μία μόνη πράξη ή με περισσότερες πράξεις μεταξύ των οποίων φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση.
(στ) για πρόσωπα που εμπορεύονται αγαθά, όταν διενεργούν μεμονωμένες συναλλαγές σε μετρητά που ανέρχονται σε ποσό ίσο ή μεγαλύτερο των δέκα χιλιάδων ευρώ (€10.000), ανεξάρτητα από το αν η συναλλαγή διενεργείται με μία και μόνη πράξη ή με περισσότερες πράξεις μεταξύ των οποίων φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση.