142. “Αντιπρόσωπος” είναι το πρόσωπο το οποίο προσλαμβάνεται για την τέλεση πράξης για λογαριασμό άλλου ή για αντιπροσώπευση άλλου σε συναλλαγές με τρίτους. Το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου τελείται η πράξη αυτή, ή το οποίο αντιπροσωπεύεται με τον τρόπο αυτό, καλείται “αντιπροσωπευόμενος”.
143. Αντιπρόσωπο δύναται να προσλάβει κάθε πρόσωπο το οποίο είναι ικανό προς το συμβάλλεσθαι.
144. Όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ του αντιπροσωπευόμενου και τρίτων, αντιπρόσωπος δύναται να καταστεί οποιοσδήποτε αλλά κανένα πρόσωπο το οποίο στερείται της ικανότητας προς το συμβάλλεσθαι δεν δύναται να γίνει αντιπρόσωπος, ώστε να ευθύνεται έναντι του αντιπροσωπευομένου σύμφωνα με τις διατάξεις που περιέχονται στο άρθρο αυτό.
145. Δεν απαιτείται αντιπαροχή για τη σύσταση αντιπροσωπείας.
146. Η πληρεξουσιότητα του αντιπροσώπου δύναται να είναι ρητή ή σιωπηρή.
147. Η πληρεξουσιότητα θεωρείται ρητή, όταν αυτή παρέχεται προφορικά ή γραπτά. Η πληρεξουσιότητα θεωρείται σιωπηρή όταν αυτή συνάγεται από τα περιστατικά της υπόθεσης~ ο,τιδήποτε το οποίο έχει λεχθεί ή γραφτεί ή η συνήθης πορεία των συναλλαγών, δύνανται να θεωρηθούν ως περιστατικά της υπόθεσης.
148.-(1) Η πληρεξουσιότητα του αντιπροσώπου προς τέλεση πράξης περιέχει και πληρεξουσιότητα προς τέλεση κάθε νόμιμου πράγματος που είναι αναγκαίο για την τέλεση της πράξης αυτής.
(2) Η πληρεξουσιότητα του αντιπροσώπου για άσκηση επιχείρησης περιέχει και πληρεξουσιότητα για τέλεση κάθε νόμιμου πράγματος που είναι αναγκαίο για το σκοπό αυτό ή που συνήθως τελείται κατά τη διεξαγωγή της εν λόγω επιχείρησης.
149. Σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, ο αντιπρόσωπος έχει πληρεξουσιότητα να τελέσει οποιαδήποτε πράξη για να προστατεύσει τον αντιπροσωπευόμενο από ζημιά, την οποία πρόσωπο συνήθους σύνεσης θα τελούσε για τις δικές του υποθέσεις υπό παρόμοιες περιστάσεις.
150. Ο αντιπρόσωπος δεν δύναται κατά νόμο να προσλάβει άλλο για την εκτέλεση πράξεων, τις οποίες ρητά ή σιωπηρά ανέλαβε να εκτελέσει αυτοπροσώπως, εκτός αν η πρόσληψη υποκατάστατου αντιπροσώπου επιτρέπεται από τα συναλλακτικά ήθη ή επιβάλλεται από τη φύση της αντιπροσωπείας.
151. “Υποκατάστατος αντιπρόσωπος”, είναι πρόσωπο ικανό προς το συμβάλλεσθαι το οποίο προσλήφθηκε και ενεργεί υπό τον έλεγχο του αρχικού αντιπροσώπου κατά τη διεξαγωγή των εργασιών της αντιπροσωπείας.
152.-(1) Aν ο υποκατάστατος αντιπρόσωπος διοριστεί κατάλληλα, ο αντιπροσωπευόμενος, όσον αφορά τρίτους, αντιπροσωπεύεται από τον υποκατάστατο αντιπρόσωπο, δεσμεύεται από τις πράξεις του και ευθύνεται για αυτές, ωσάν να επρόκειτο για αντιπρόσωπο που διορίστηκε αρχικά από τον αντιπροσωπευόμενο.
(2) Ο αντιπρόσωπος ευθύνεται έναντι του αντιπροσωπευόμενου για τις πράξεις του υποκατάστατου αντιπροσώπου.
(3) Ο υποκατάστατος αντιπρόσωπος ευθύνεται για τις πράξεις, έναντι του αντιπροσώπου, όχι όμως έναντι του αντιπροσωπευομένου, παρά μόνο σε περίπτωση απάτης ή αδικήματος που διαπράχτηκε εσκεμμένα.
153. Αν ο αντιπρόσωπος διόρισε υποκατάστατο αντιπρόσωπο, χωρίς να έχει εξουσιοδότηση γι’ αυτό, ο αντιπρόσωπος βρίσκεται έναντι του προσώπου που διορίστηκε κατά τον τρόπο αυτό σε σχέση αντιπροσωπευόμενου προς αντιπρόσωπο, και ευθύνεται για τις πράξεις αυτού τόσο έναντι του αντιπροσωπευόμενου όσο και έναντι τρίτων~ ο αντιπροσωπευόμενος δεν αντιπροσωπεύεται από το πρόσωπο αυτό που διορίστηκε κατά τον τρόπο αυτό ούτε ευθύνεται για τις πράξεις αυτού, το πρόσωπο όμως που διορίστηκε κατά τον τρόπο αυτό δεν ευθύνεται έναντι του αντιπροσωπευόμενου.
154. Αν ο αντιπρόσωπος, έχοντας ρητή ή σιωπηρή εξουσιοδότηση να διορίσει άλλο πρόσωπο για να ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο κατά τη διεξαγωγή των εργασιών της αντιπροσωπείας, διόρισε άλλο πρόσωπο, το πρόσωπο που διορίστηκε κατά τον τρόπο αυτό δεν θεωρείται υποκατάστατος αντιπρόσωπος, αλλά αντιπρόσωπος του αντιπροσωπευόμενου κατά την έκταση των εργασιών της αντιπροσωπείας που του εμπιστεύτηκαν.
155. Κατά την επιλογή του εν λόγω αντιπροσώπου, ο αντιπρόσωπος οφείλει να επιδείξει την ίδια περίσκεψη την οποία θα επιδείκνυε άνθρωπος συνήθους σύνεσης στις δικές του υποθέσεις~ αν επιδείξει τέτοια περίσκεψη, δεν ευθύνεται έναντι του αντιπροσωπευόμενου για τις πράξεις ή την αμέλεια του αντιπροσώπου που επιλέγηκε κατά τον τρόπο αυτό.
156. Όταν κάποιο πρόσωπο τελεί πράξεις για λογαριασμό άλλου προσώπου χωρίς τη γνώση ή πληρεξουσιότητα του, το πρόσωπο αυτό δύναται είτε να εγκρίνει είτε να αποκηρύξει την πράξη αυτή~ πράξη που εγκρίθηκε επιφέρει τις ίδιες συνέπειες, ωσάν να ετελείτο δυνάμει πληρεξουσιότητας.
157. Η έγκριση δύναται να είναι ρητή ή να συνάγεται από τη συμπεριφορά του προσώπου για λογαριασμό του οποίου τελέστηκε η πράξη.
158. Η έγκριση δεν δύναται να διενεργηθεί έγκυρα από πρόσωπο που έχει ουσιωδώς ατελή γνώση των γεγονότων της υπόθεσης.
159. Το πρόσωπο που εγκρίνει πράξη που τελέστηκε για λογαριασμό του χωρίς πληρεξουσιότητα, εγκρίνει συγχρόνως και ολόκληρη τη συναλλαγή της οποίας η πράξη αυτή αποτελεί μέρος.
160. Πράξη που τελέστηκε για λογαριασμό άλλου χωρίς την πληρεξουσιότητα αυτού, η οποία αν ετελείτο δυνάμη πληρεξουσιότητας θα επέφερε την πρόκληση ζημιάς σε τρίτο ή την απόσβεση δικαιώματος ή συμφέροντος τρίτου, δεν δύναται να επιφέρει τις συνέπειες αυτές με έγκριση.
161. Η αντιπροσωπεία λύνεται με την ανάκληση της πληρεξουσιότητας από τον αντιπροσωπευόμενο~ ή με την καταγγελία της αντιπροσωπείας από τον αντιπρόσωπο~ ή με την αποπεράτωση των εργασιών της αντιπροσωπείας~ ή με το θάνατο ή τον κλονισμό του λογικού του αντιπροσωπευόμενου ή του αντιπροσώπου~ ή με την κήρυξη του αντιπροσωπευόμενου από το δικαστήριο σε κατάσταση πτώχευσης ή αφερεγγυότητας δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε Νόμου που ισχύει εκάστοτε, ο οποίος αφορά την πτώχευση ή την αφερεγγυότητα.
162. Αν ο αντιπρόσωπος έχει συμφέρον στην περιουσία, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της αντιπροσωπείας, ελλείψει ρητού συμβατικού όρου, η αντιπροσωπεία δεν δύναται να λυθεί προς βλάβη του συμφέροντος αυτού.
163. Εκτός αν άλλως προνοείται βάσει του άρθρου 162, ο αντιπροσωπευόμενος δύναται να ανακαλέσει οποτεδήποτε την πληρεξουσιότητα που έδωσε στον αντιπρόσωπο πριν αυτή ασκηθεί κατά τρόπο που να δεσμεύει τον αντιπροσωπευόμενο.
164. Ο αντιπροσωπευόμενος δεν δύναται να ανακαλέσει την πληρεξουσιότητα που έδωσε στον αντιπρόσωπο μετά τη μερική άσκηση της, όσον αφορά πράξεις και υποχρεώσεις που προκύπτουν από πράξεις που ήδη τελέστηκαν σχετικά με την αντιπροσωπεία.
165. Αν υπάρχει ρητός ή σιωπηρός συμβατικός όρος για ορισμένη χρονική διάρκεια της αντιπροσωπείας, ο αντιπροσωπευόμενος ή ο αντιπρόσωπος οφείλει να αποζημιώσει τον άλλο για την άκαιρη, χωρίς επαρκή λόγο, ανάκληση της πληρεξουσιότητας ή καταγγελία της αντιπροσωπείας, ανάλογα με την περίπτωση.
166. Σε περίπτωση ανάκλησης ή καταγγελίας πρέπει να δίνεται προς τούτο εύλογη προειδοποίηση~ το πρόσωπο που ανακαλεί ή καταγγέλλει ανάλογα με την περίπτωση, χωρίς εύλογη προειδοποίηση, υποχρεούται σε αποκατάσταση της ζημιάς που προξενήθηκε στον άλλο συνεπεία τούτου.
167. Η ανάκληση και η καταγγελία δύναται να είναι ρητή ή να συνάγεται από τη συμπεριφορά του αντιπροσωπευόμενου ή του αντπροσώπου αντίστοιχα.
168. Η παύση της πληρεξουσιότητας, όσον αφορά τον αντιπρόσωπο, δεν καθίσταται ενεργός, πριν αυτή περιέλθει σε γνώση του, και όσον αφορά τρίτους πριν περιέλθει σε γνώση τους.
169. Αν η αντιπροσωπεία λυθεί με το θάνατο ή τον κλονισμό του λογικού του αντιπροσωπευόμενου, ο αντιπρόσωπος οφείλει να λάβει για λογαριασμό των εκπροσώπων του αποθανόντα αντιπροσωπευόμενου κάθε εύλογο μέτρο για την προστασία και συντήρηση των συμφερόντων που του εμπιστεύθηκαν.
170. Τηρουμένων των κανόνων που περιλαμβάνονται στο Μέρος αυτό και που αφορούν την παύση της πληρεξουσιότητας αντιπροσώπου, η παύση της πληρεξουσιότητας αυτής επιφέρει και την παύση της πληρεξουσιότητας όλων των υποκατάστατων αντιπροσώπων που διορίστηκαν από αυτόν.
171. Ο αντιπρόσωπος υποχρεούται να διεξάγει τις εργασίες του αντιπροσωπευόμενου σύμφωνα με τις οδηγίες του ή ελλείψει τέτοιων οδηγιών, σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη που επικρατούν στις εργασίες του ίδιου είδους, στον τόπο όπου ο αντιπρόσωπος διεξάγει τις εργασίες αυτές. Αντιπρόσωπος που ενεργεί κατά παράβαση των πιο πάνω οφείλει, αν προκύψει ζημιά, να αποκαταστήσει αυτήν στον αντιπροσωπευόμενο, και αν απορρεύσει κέρδος να λογοδοτήσει γι’ αυτό.
172. Ο αντιπρόσωπος υποχρεούται να διεξάγει τις εργασίες της αντιπροσωπείας καταβάλλοντας τη δεξιότητα, η οποία γενικά κατέχεται από πρόσωπα που διεξάγουν παρόμοιες εργασίες, εκτός αν ο αντιπροσωπευόμενος γνωρίζει ότι αυτός στερείται της δεξιότητας αυτής. Ο αντιπρόσωπος υποχρεούται να καταβάλλει πάντοτε εύλογη επιμέλεια και τη δεξιότητα την οποία κατέχει~ υποχρεούται επίσης να αποζημιώσει τον αντιπροσωπευόμενο για τα άμεσα αποτελέσματα της παράλειψης του, έλλειψης δεξιότητας ή παραπτώματος, όχι όμως για απώλεια ή ζημιά που προκλήθηκε έμμεσα ή απρόβλεπτα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων συνεπεία της εν λόγω παράλειψης, έλλειψης δεξιότητας ή παραπτώματος.
173. Εφόσον κληθεί από τον αντιπροσωπευόμενο, ο αντιπρόσωπος υποχρεούται να υποβάλλει σε αυτόν κατάλληλους λογαριασμούς.
174. Ο αντιπρόσωπος υποχρεούται να καταβάλλει σε δυσχερείς περιστάσεις, κάθε εύλογη επιμέλεια για να επικοινωνεί με τον αντιπροσωπευόμενο και να παίρνει τις εντολές του.
175. Αν ο αντιπρόσωπος κατά τη διεξαγωγή των εργασιών της αντιπροσωπείας συναλλάσσεται για δικό του λογαριασμό, χωρίς να πάρει προηγουμένως τη συναίνεση του αντιπροσωπευόμενου και χωρίς να γνωστοποιήσει σε αυτόν όλες τις ουσιώδεις περιστάσεις οι οποίες περιήλθαν σε γνώση του για την υπόθεση, ο αντιπροσωπευόμενος δύναται να καταγγείλει τη συναλλαγή, αν καταστεί φανερό είτε ότι ο αντιπρόσωπος απέκρυψε ανέντιμα από αυτόν οποιοδήποτε ουσιώδες γεγονός, είτε ότι οι συναλλαγές του αντιπροσώπου έχουν καταστεί επιζήμιες γι αυτόν.
176. Αν ο αντιπρόσωπος, εν αγνοία του αντιπροσωπευόμενου, κατά τη διεξαγωγή των εργασιών της αντιπροσωπείας συναλλάσσεται για δικό του λογαριασμό αντί για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, ο αντιπροσωπευόμενος δικαιούται, ανεξάρτητα από τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στο Μέρος VIII του Νόμου αυτού, να απαιτήσει από τον αντιπρόσωπο κάθε όφελος το οποίο ήθελε προκύψει σε αυτό από τη συναλλαγή.
177. Ο αντιπρόσωπος δύναται να κατακρατήσει από κάθε ποσό το οποίο λήφθηκε για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου κατά τη διεξαγωγή των εργασιών της αντιπροσωπείας, κάθε χρηματικό ποσό που οφείλεται σε αυτόν, σχετικά με πληρωμές ή δαπάνες που έγιναν από αυτόν, και στις οποίες υποβλήθηκε κατάλληλα κατά τη διεξαγωγή των εν λόγω εργασιών, και επίσης τέτοια αμοιβή που τυχόν οφείλεται σε αυτόν για την εκτέλεση του έργου του αντιπροσώπου.
178. Υπό την επιφύλαξη των πιο πάνω κατακρατήσεων, ο αντιπρόσωπος υποχρεούται να καταβάλει στον αντιπροσωπευόμενο κάθε ποσό που λήφθηκε για λογαριασμό του.
179. Αν δεν υπάρχει ειδικός συμβατικός όρος, δεν οφείλεται στον αντιπρόσωπο αμοιβή για την εκτέλεση οποιασδήποτε πράξης, μέχρι αποπεράτωσης της πράξης~ ο αντιπρόσωπος όμως δύναται να κατακρατήσει χρήματα που εισέπραξε από αυτόν από την πώληση αγαθών και αν ακόμη δεν πωλήθηκαν όλα τα αγαθά που αποστάληκαν σε αυτόν προς πώληση ή και αν ακόμη η πώληση δεν είναι πραγματικά συμπληρωμένη.
180. Αντιπρόσωπος που είναι υπαίτιος κακής διεξαγωγής των εργασιών της αντιπροσωπείας δεν δικαιούται αμοιβή, για το μέρος των εργασιών το οποίο διεξήγαγε κακώς.
181. Αν δεν υπάρχει συμβατικός όρος για το αντίθετο, ο αντιπρόσωπος δικαιούται να κατακρατήσει τα αγαθά, έγγραφα και άλλα περιουσιακά στοιχεία, κινητά και ακίνητα του αντιπροσωπευόμενου που λήφθηκαν από αυτόν, μέχρι να καταβληθεί σε αυτόν κάθε ποσό που του οφείλεται ως προμήθεια ή για τις δαπάνες και υπηρεσίες αναφορικά με τα πιο πάνω ή μέχρι να του δοθούν εξηγήσεις για το ποσό αυτό.
182. Ο αντιπροσωπευόμενος υποχρεούται να καλύψει τον αντιπρόσωπο για τις συνέπειες όλων των νόμιμων πράξεων, που τελούνται από τον αντιπρόσωπο κατά την άσκηση της πληρεξουσιότητας που παραχωρήθηκε σε αυτόν.
183. Ο αντιπροσωπευόμενος υποχρεούται να καλύψει τον αντιπρόσωπο για τις συνέπειες πράξης που τελέστηκε από αυτόν με εντολή του αντιπροσωπευόμενου, εφόσον ετέλεσε αυτήν καλή τη πίστει, έστω και αν ακόμη αυτή προξένησε βλάβη στα δικαιώματα τρίτων.
184. Ο αντιπροσωπευόμενος δεν υποχρεούται έναντι του αντιπροσώπου, είτε βάσει ρητής είτε βάσει σιωπηρής υπόσχεσης, να καλύψει αυτόν για τις συνέπειες αξιόποινης πράξης που τελέστηκε από τον αντιπρόσωπο με εντολή του αντιπροσωπευόμενου.
185. Ο αντιπροσωπευόμενος οφείλει να αποζημιώσει τον αντιπρόσωπο για βλάβη που προκλήθηκε σε αυτόν λόγω παράλειψης ή έλλειψης δεξιότητας του αντιπροσωπευομένου.
186. Οι συμβάσεις που συνάπτονται με αντιπρόσωπο και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από πράξεις του αντιπροσώπου είναι εκτελεστές κατά τον ίδιο τρόπο και επιφέρουν τις ίδιες έννομες συνέπειες, ωσάν να συνάπτοντο ή εκτελούντο από τον ίδιο τον αντιπροσωπευόμενο.
187. Αν ο αντιπρόσωπος ενεργήσει καθ’ υπέρβαση της πληρεξουσιότητας που του δόθηκε, και όταν το μέρος αυτών που διενεργήθηκαν, το οποίο εμπίπτει εντός της πληρεξουσιότητας, δύναται να διαχωριστεί από το μέρος το οποίο διενεργήθηκε καθ’ υπέρβαση, τότε μόνο το μέρος το οποίο εμπίπτει εντός της πληρεξουσιότητας είναι δεσμευτικό καθ’ όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ αυτού και του αντιπροσωπευόμενου.
188. Αν ο αντιπρόσωπος ενεργήσει καθ’ υπέρβαση της πληρεξουσιότητας που του δόθηκε και το μέρος από αυτά που διενεργήθηκαν καθ’ υπέρβαση των ορίων της πληρεξουσιότητας δεν δύναται να διαχωριστεί από αυτά που διενεργήθηκαν εντός των ορίων αυτής, ο αντιπροσωπευόμενος δεν υποχρεούται να αναγνωρίσει τη συναλλαγή.
189. Ειδοποίηση που κοινοποιήθηκε στον αντιπρόσωπο ή πληροφορία που λήφθηκε από τον αντιπρόσωπο κατά τη διεξαγωγή εργασιών για τον αντιπροσωπευόμενο, επιφέρει τις ίδιες έννομες συνέπειες, όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ αντιπροσωπευόμενου και τρίτων, ωσάν η ειδοποίηση να είχε κοινοποιηθεί στον αντιπροσωπευόμενο ή η πληροφορία να είχε ληφθεί από αυτόν.
190.-(1) Ελλείψει συμβατικού όρου γι αυτό, ο αντιπρόσωπος δεν δύναται να εκτελέσει προσωπικά σύμβαση που συνάφθηκε από αυτόν για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, ούτε δεσμεύεται προσωπικά από αυτή.
(2) Τέτοιος συμβατικός όρος τεκμαίρεται ότι υπάρχει στις ακόλουθες περιπτώσεις-
(α) όταν η σύμβαση καταρτίζεται από αντιπρόσωπο για την πώληση ή την αγορά αγαθών, για λογαριασμό εμπόρου που διαμένει στην αλλοδαπή~
(β) όταν ο αντιπρόσωπος δεν αποκαλύπτει το όνομα του αντιπροσωπευόμενου~
(γ) όταν ο αντιπροσωπευόμενος, παρόλο ότι αποκαλύφτηκε το όνομα του, δεν δύναται να εναχθεί.
191.-(1) Αν ο αντιπρόσωπος καταρτίσει σύμβαση με πρόσωπο που δεν γνωρίζει, ούτε έχει λόγο να υποπτεύεται ότι αυτό ενεργεί ως αντιπρόσωπος άλλου, ο αντιπροσωπευόμενος δύναται να απαιτήσει την εκπλήρωση της σύμβασης~ ο άλλος συμβαλλόμενος έχει έναντι του αντιπροσωπευόμενου τα ίδια δικαιώματα τα οποία θα είχε έναντι του αντιπροσώπου, αν αυτός ενεργούσε για δικό του λογαριασμό.
(2) Αν ο αντιπροσωπευόμενος καταστήσει τον εαυτό του γνωστό πριν από την πλήρη εκπλήρωση της σύμβασης, ο αντισυμβαλλόμενος δύναται να αρνηθεί να εκπληρώσει αυτήν, αν αποδείξει ότι δεν θα σύναπτε τη σύμβαση αν γνώριζε ποιος ήταν ο αντιπροσωπευόμενος στη σύμβαση, ή αν γνώριζε ότι ο αντιπρόσωπος δεν ενεργούσε για δικό του λογαριασμό.
192. Αν πρόσωπο καταρτίσει σύμβαση με άλλο, χωρίς να γνωρίζει και χωρίς να έχει εύλογη αιτία να υποπτεύεται ότι ο αντισυμβαλλόμενος ενεργεί ως αντιπρόσωπος άλλου, ο αντιπροσωπευόμενος, αν απαιτήσει εκπλήρωση της σύμβασης, δύναται να επιτύχει αυτήν μόνο υπό την επιφύλαξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που υπάρχουν μεταξύ του αντιπροσώπου και του αντισυμβαλλόμενου.
193. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο αντιπρόσωπος έχει προσωπική ευθύνη, το πρόσωπο που συναλλάσσεται με αυτόν δύναται να στραφεί είτε εναντίον αυτού είτε εναντίον του αντιπροσωπευόμενου, είτε εναντίον και των δύο.
194. Αν το πρόσωπο που συνομολόγησε σύμβαση με αντιπρόσωπο, εξώθησε τον αντιπρόσωπο να ενεργήσει με την πεποίθηση ότι μόνο ο αντιπροσωπευόμενος θα ευθύνεται έναντι αυτού, ή εξώθησε τον αντιπροσωπευόμενο να ενεργήσει με την πεποίθηση ότι μόνο ο αντιπρόσωπος θα ευθύνεται έναντι αυτού, δεν δύναται έπειτα να στραφεί εναντίον του αντιπροσώπου ή του αντιπροσωπευόμενου αντίστοιχα.
195. Το πρόσωπο που παριστάνει ψευδώς τον εαυτό του ως εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο άλλου, και με τον τρόπο αυτό εξωθεί τρίτο να συναλλαγεί μαζί του υπό την ιδιότητα του αντιπροσώπου, υποχρεούται να αποζημιώσει τον τρίτο για κάθε απώλεια ή ζημιά που αυτός υπέστη από τη συναλλαγή αυτή, αν το πρόσωπο που προβάλλεται ως αντιπροσωπευόμενος δεν εγκρίνει τις πράξεις του.
196. Το πρόσωπο που σύναψε σύμβαση με άλλο ως αντιπρόσωπος, δεν δικαιούται να απαιτήσει εκπλήρωση της σύμβασης, αν στην πραγματικότητα ενεργούσε, όχι ως αντιπρόσωπος, αλλά για δικό του λογαριασμό.
197. Αν ο αντιπρόσωπος, χωρίς πληρεξουσιότητα, διενέργησε πράξεις ή ανέλαβε υποχρεώσεις έναντι τρίτων για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, ο αντιπροσωπευόμενος δεσμεύεται από τις πράξεις ή υποχρεώσεις αυτές, αν προφορικά ή με τη συμπεριφορά του εξώθησε τους τρίτους να πιστεύουν ότι οι πράξεις και υποχρεώσεις αυτές διενεργήθηκαν εντός των ορίων της πληρεξουσιότητας του αντιπροσώπου.
198. Ψευδής παράσταση που έγινε ή απάτη που διαπράχτηκε, από αντιπρόσωπο κατά τη διεξαγωγή των εργασιών της αντιπροσωπείας επιφέρει τις ίδιες έννομες συνέπειες σε συμφωνίες που καταρτίζονται από τον αντιπρόσωπο, ωσάν η ψευδής παράσταση να έγινε ή η απάτη να διαπράχτηκε από τον αντιπροσωπευόμενο~ αλλά ψευδής παράσταση που έγινε ή απάτη που διαπράχτηκε, από αντιπρόσωπο σε θέματα τα οποία δεν εμπίπτουν εντός των ορίων πληρεξουσιότητας του, δεν επηρεάζει τον αντιπροσωπευόμενο.