ΜΕΡΟΣ VI ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ, ΕΚΠΤΩΣΗ, ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ
Διαγραφή του σήματος

37. Το σήμα διαγράφεται από το Μητρώο εάν ο δικαιούχος του παραιτηθεί ή κηρυχθεί έκπτωτος από το δικαίωμά του επ' αυτού ή εάν το σήμα ακυρωθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 38 έως 43.

Παραίτηση

38.-(1) Το δικαίωμα επί του σήματος αποσβένεται με δήλωση παραίτησης του δικαιούχου για το σύνολο ή μέρος των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία έχει εγγραφεί.

(2) Η παραίτηση δηλώνεται εγγράφως από τον δικαιούχο του σήματος. Κανονισμοί ρυθμίζουν τον τρόπο και την διαδικασία. Η δήλωση παραίτησης παράγει αποτελέσματα μόνο μετά την καταχώρισή της στo Μητρώο.

(3) Εάν έχουν παραχωρηθεί άδειες χρήσης, η υποβολή αιτήματος παραίτησης γίνεται δεκτή μόνον αν ο δικαιούχος του σήματος αποδεικνύει ότι οι κάτοχοι αδειών χρήσης έχουν ενημερωθεί σχετικά με την πρόθεσή του να παραιτηθεί από τα δικαιώματά του στο σήμα και συναινούν στην παραίτηση.

Απουσία ουσιαστικής χρήσης ως λόγος έκπτωσης

39.-(1) Ο δικαιούχος του σήματος εκπίπτει των δικαιωμάτων, ολικά ή μερικά:

(α)Εάν, επί διάστημα πέντε (5) συνεχών ετών από την εγγραφή δεν έχει προβεί σε ουσιαστική χρήση αυτού για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία ή τις οποίες έχει εγγραφεί ή αν διακόψει τη χρήση του σήματος για πέντε (5) συνεχή έτη,

(β) εάν, συνεπεία της συμπεριφοράς ή αδράνειάς του το σήμα έχει καταστεί κοινόχρηστο ή η συνήθης εμπορική ονομασία του προϊόντος ή της υπηρεσίας για το οποίο ή την οποία έχει εγγραφεί,

(γ)εάν, λόγω της χρήσης του σήματος από το δικαιούχο ή με τη συγκατάθεση αυτού για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία τούτο έχει εγγραφεί, ενδέχεται να παραπλανηθεί το κοινό, ιδίως ως προς τη φύση, την ποιότητα ή τη γεωγραφική προέλευση των προϊόντων ή των υπηρεσιών.

(2) Εάν ο λόγος έκπτωσης αφορά μέρος μόνον των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία το σήμα έχει εγγραφεί, ο δικαιούχος κηρύσσεται έκπτωτος των δικαιωμάτων του μόνο για τα συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες.

(3) Δεν επέρχεται έκπτωση του δικαιώματος εάν ο δικαιούχος του σήματος:

(α) Αποδείξει ότι η μη χρήση αυτού οφείλεται σε εύλογη αιτία,

(β) προέβη σε έναρξη ή επανάληψη της ουσιαστικής χρήσης του σήματος στο διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της λήξης της πενταετίας μη χρήσης και της υποβολής της αίτησης έκπτωσης. Πάντως, η έναρξη ή επανάληψη της χρήσης εντός περιόδου τριών μηνών πριν από την υποβολή της αίτησης έκπτωσης, η οποία δεν αρχίζει να τρέχει νωρίτερα από τη συμπλήρωση της συνεχούς πενταετίας μη χρήσης, δε λαμβάνεται υπόψη, εάν οι προπαρασκευαστικές ενέργειες για την έναρξη ή την επανάληψη της χρήσης έλαβαν χώρα, αφού ο δικαιούχος έλαβε γνώση του γεγονότος ότι είναι πιθανή η υποβολή αίτησης  έκπτωσης.

(4) Εάν ο δικαιούχος του σήματος εκπέσει των δικαιωμάτων του το σήμα θεωρείται ότι έχει παύσει να παράγει τα αποτελέσματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο από την ημερομηνία της αίτησης για έκπτωση. Κατόπιν αιτήματος των μερών και εφόσον τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις, δύναται να προβλεφθεί στην απόφαση ως χρόνος έκπτωσης η ημερομηνία κατά την οποία προέκυψε ο λόγος της έκπτωσης.

(5) Η τελεσίδικη απόφαση περί διαγραφής του σήματος λόγω έκπτωσης εγγράφεται στο Μητρώο.

Ακυρότητα

40.-(1) Το σήμα κηρύσσεται άκυρο και διαγράφεται εάν εγγράφηκε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 6 και 7.

(2) Εάν ο λόγος ακυρότητας αφορά μέρος μόνον των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία το σήμα έχει εγγραφεί, το σήμα κηρύσσεται άκυρο μόνο για τα συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες.

(3) Το σήμα που κηρύχθηκε άκυρο θεωρείται ότι ουδέποτε παρήγε τα αποτελέσματα που προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(4) Η τελεσίδικη απόφαση περί διαγραφής του σήματος λόγω ακυρότητας εγγράφεται στο Μητρώο.

Μη κήρυξη ακυρότητας προγενέστερου σήματος ελλείψει διακριτικού χαρακτήρα, κινδύνου σύγχυσης ή φήμης του προγενέστερου σήματος

41. Η αίτηση κήρυξης ακυρότητας βάσει προγενέστερου σήματος δεν γίνεται δεκτή κατά την ημερομηνία της αίτησης ακύρωσης εάν δεν θα είχε γίνει δεκτή κατά την ημερομηνία της κατάθεσης ή την ημερομηνία της προτεραιότητας του μεταγενέστερου σήματος για οποιονδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

(α) Το προγενέστερο σήμα, που είναι δυνατό να  κηρυχθεί άκυρο σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων (β), (γ) ή (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6, δεν είχε ακόμη αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 6,

(β) η αίτηση για κήρυξη ακυρότητας βασίζεται στις διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 7 και το προγενέστερο σήμα δεν είχε ακόμη αποκτήσει επαρκώς διακριτικό χαρακτήρα που να υποστηριχθεί η περίπτωση πιθανότητας σύγχυσης κατά την έννοια της εν λόγω παραγράφου,

(γ) η αίτηση για κήρυξη ακυρότητας βασίζεται στις διατάξεις της παραγράφου (α)  του εδάφιο (3) του άρθρου 7 και το προγενέστερο σήμα αυτό δεν είχε ακόμη αποκτήσει φήμη κατά την έννοια της προαναφερθείσας παραγράφου.

Διαδικασία έκπτωσης και ακυρότητας

42.-(1) Με την επιφύλαξη του δικαιώματος των μερών να προσφεύγουν ενώπιον δικαστηρίων, η αίτηση για την κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας υποβάλλεται ενώπιον του Γραφείου.

(2) Αίτηση για την κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας δικαιούνται να καταθέσουν:

(α) Για τους λόγους που αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου 6 και του άρθρου 39,  κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο καθώς και κάθε οργάνωση ή φορέας εκπροσώπησης των συμφερόντων κατασκευαστών, παραγωγών, παροχών υπηρεσιών, εμπόρων ή καταναλωτών, εφόσον, σύμφωνα με το δίκαιο της Δημοκρατίας, μπορεί να ενάγει και να ενάγεται,

(β) για τους λόγους που αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου 6 και του εδαφίου (2) του άρθρου 7 και της παραγράφου (α) του εδαφίου (3) του άρθρου 7 ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος, και

(γ) για τους λόγους που αναφέρονται στις διατάξεις της παραγράφου (γ) του εδαφίου (3) του άρθρου 7 το άτομο που δικαιούται βάσει των διατάξεων του περί της Προστασίας των Ονομασιών Προέλευσης και Γεωγραφικών Ενδείξεων Γεωργικών Προϊόντων και Τροφίμων Νόμου του 2006 όπως εκάστοτε τροποποιείται να ασκεί τα δικαιώματα που απορρέουν από προστατευόμενη ονομασία προέλευσης ή γεωγραφική ένδειξη.

(3) Δεν νομιμοποιείται να ζητήσει ακυρότητα του σήματος για σχετικούς λόγους απαραδέκτου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7, εκείνος που τους είχε παραδεκτώς προβάλει κατά τη διαδικασία ένστασης ως και εκείνος που είχε ασκήσει προγενέστερη αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας που βασιζόταν στους ίδιους λόγους και η οποία αίτηση είχε απορριφθεί.

(4) Η αίτηση ακυρότητας για απόλυτους λόγους απαραδέκτου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 ασκείται εντός προθεσμίας πέντε ετών από την εγγραφή του σήματος, εκτός εάν η κατάθεση έγινε κακόπιστα οπότε ασκείται καθ’ όλη τη διάρκεια της προστασίας του σήματος.

(5) Στην περίπτωση που η έκπτωση του δικαιούχου ζητείται για μη ουσιαστική χρήση του σήματός του, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 39, ο δικαιούχος του εν λόγω σήματος φέρει το βάρος της απόδειξης ότι έχει κάνει ουσιαστική χρήση αυτού.

(6) Εφόσον, προκειμένου για σήμα της ΕΕ, γίνεται επίκληση της αρχαιότητας εθνικού σήματος ή σήματος εγγεγραμμένου δυνάμει διεθνών συμφωνιών με ισχύ στη Δημοκρατία, από το οποίο έχει προηγηθεί παραίτηση ή το οποίο έχει αποσβεσθεί, η διαπίστωση της ακυρότητας του εθνικού σήματος ή της έκπτωσης από τα δικαιώματα επί του σήματος το οποίο αποτελεί τη βάση για την επίκληση της αρχαιότητας μπορεί να γίνει εκ των υστέρων, υπό τον όρο ότι η ακυρότητα ή η έκπτωση θα μπορούσε να είχε κηρυχθεί κατά τον χρόνο της παραίτησης από το σήμα ή της απόσβεσής του. Στην περίπτωση αυτή η αρχαιότητα παύει να παράγει τα αποτελέσματά της.

(7) Οι διατάξεις των άρθρων (5) έως και (10) του άρθρου 30 που αναφέρονται στην διαδικασία ένστασης εφαρμόζονται κατ' αναλογίαν και στη διαδικασία έκπτωσης και ακυρότητας.

Μη χρήση ως μέσο άμυνας κατά τη διαδικασία κήρυξης ακυρότητας

43.-(1) Σε διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας βάσει καταχωρισμένου σήματος με προγενέστερη ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης εγγραφής ή ημερομηνία προτεραιότητας, κατόπιν αίτησης του δικαιούχου του μεταγενέστερου σήματος, ο  δικαιούχος του προγενέστερου σήματος οφείλει να αποδείξει ότι:

(α) Κατά τη διάρκεια της πενταετούς περιόδου πριν από την ημερομηνία της αίτησης ακυρότητας έχει γίνει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος, όπως προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 16, για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία ή τις οποίες έχει καταχωρισθεί, και των οποίων γίνεται επίκληση προς αιτιολόγηση της αίτησης, ή

(β) υπάρχει εύλογη αιτία για τη μη χρήση, εφόσον, κατά την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης ακυρότητας, έχει ολοκληρωθεί τουλάχιστον από πενταετίας η διαδικασία καταχώρισης του προγενέστερου σήματος.

(2) Εάν, κατά την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης για εγγραφή ή την ημερομηνία προτεραιότητας του μεταγενέστερου σήματος, έχει λήξει η περίοδος πέντε ετών εντός της οποίας θα έπρεπε να είχε γίνει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος, όπως προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 16, ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος, επιπλέον των αποδεικτικών στοιχείων που απαιτούνται βάσει των διατάξεων του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, οφείλει να αποδείξει ότι έχει γίνει ουσιαστική χρήση του σήματος κατά τη διάρκεια της πενταετούς περιόδου πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης ή την ημερομηνία προτεραιότητας, ή ότι υπήρχε εύλογη αιτία για τη μη χρήση.

(3) Ελλείψει των αποδεικτικών στοιχείων που αναφέρονται στις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2), η αίτηση ακυρότητας βάσει προγενέστερου σήματος απορρίπτεται.

(4) Εάν το προγενέστερο σήμα χρησιμοποιήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 του παρόντος Νόμου, για μέρος μόνον των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία εγγράφηκε, τότε, για τους σκοπούς της εξέτασης της αίτησης ακυρότητας, θεωρείται εγγεγραμμένο μόνον για το μέρος αυτό των προϊόντων ή των υπηρεσιών.

(5) Οι διατάξεις των εδαφίων (1) μέχρι (4) εφαρμόζονται επίσης όταν το προγενέστερο σήμα είναι σήμα της ΕΕ.  Στην περίπτωση αυτή η ουσιαστική χρήση του σήματος της ΕΕ προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 18 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2017/1001.

Μη χρήση ως μέσο άμυνας σε διαδικασία προσβολής σήματος

44. Ο δικαιούχος ενός σήματος δεν δικαιούται να απαγορεύσει τη χρήση σημείου, παρά μόνον στον βαθμό που δεν είναι δυνατόν να κηρυχθεί έκπτωτος των δικαιωμάτων του, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) και των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (3) του άρθρου 39 κατά τον χρόνο που ασκείται η αγωγή για προσβολή. Μετά από αίτημα του εναγομένου, ο δικαιούχος του σήματος οφείλει να αποδείξει ότι κατά τη διάρκεια της πενταετούς περιόδου που προηγήθηκε της ημερομηνίας άσκησης της αγωγής είχε γίνει ουσιαστική χρήση του σήματος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία εγγράφηκε και τα οποία αναφέρονται προς θεμελίωση της αγωγής, ή ότι υπάρχει εύλογη αιτία για τη μη χρήση, εφόσον, κατά την ημερομηνία υποβολής της αγωγής, η διαδικασία εγγραφής του σήματος είχε ολοκληρωθεί από πενταετίας τουλάχιστον.

Δικαίωμα παρέμβασης του δικαιούχου εγγεγραμμένου σήματος ως μέσο άμυνας σε διαδικασία προσβολής σήματος

45.-(1) Στο πλαίσιο διαδικασίας προσβολής, ο δικαιούχος σήματος δεν δικαιούται να απαγορεύσει τη χρήση μεταγενέστερου εγγεγραμμένου σήματος, εφόσον το μεταγενέστερο εγγεγραμμένο σήμα δεν θα εκηρύσσετο άκυρο δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 41, του εδαφίου (1) του άρθρου 14 ή του εδαφίου (3) του άρθρου 43.

(2) Στο πλαίσιο διαδικασίας προσβολής, ο δικαιούχος σήματος δεν δικαιούται να απαγορεύσει τη χρήση μεταγενέστερου εγγεγραμμένου σήματος της ΕΕ, εφόσον το εν λόγω μεταγενέστερο σήμα δεν θα εκηρύσσετο άκυρο δυνάμει του άρθρου 60 παράγραφοι 1, 3 ή 4, του άρθρου 61 παράγραφοι 1 ή 2 ή του άρθρου 64 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2017/1001.

(3) Όταν ο δικαιούχος σήματος δεν δικαιούται να απαγορεύσει τη χρήση μεταγενέστερου εγγεγραμμένου σήματος βάσει των διατάξεων των εδαφίων (1) ή (2), ο δικαιούχος αυτού του μεταγενέστερου εγγεγραμμένου σήματος δεν δικαιούται να απαγορεύσει τη χρήση του προγενέστερου σήματος στο πλαίσιο διαδικασίας προσβολής, μολονότι δεν είναι πλέον δυνατόν να γίνει επίκληση αυτού του προγενέστερου δικαιώματος κατά του μεταγενέστερου σήματος.