ΜΕΡΟΣ VI ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ
Πειθαρχικό Συμβούλιο

12.—(1) Συνιστάται Πειθαρχικό Συμβούλιο για την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας σε σχέση με τους εγγεγραμμένους επαγγελματίες Κοινωνικούς Λειτουργούς.

(2) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποτελείται από—

(α) Ένα μέλος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου που υποδεικνύεται από αυτόν ως πρόεδρος.

(β) Τρεις άλλους εγγεγραμμένους επαγγελματίες Κοινωνικούς Λειτουργούς, οι οποίοι ασκούν το επάγγελμα του επαγγελματία Κοινωνικού Λειτουργού πέντε τουλάχιστον χρόνια, τους οποίους διορίζει το Συμβούλιο, αφού λάβει υπόψη τυχόν εισηγήσεις του Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών Κύπρου.

(3) Η θητεία του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι τριετής.

(4) Ο πρόεδρος και δύο άλλα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου αποτελούν απαρτία.

(5) Οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου λαμβάνονται κατά πλειοψηφία των παρόντων και ψηφιζόντων μελών.

(6) Σε περίπτωση απουσίας ή προσωρινού κωλύματος του προέδρου ή άλλου μέλους του Πειθαρχικού Συμβουλίου, το Συμβούλιο μπορεί να διορίσει, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), άλλο μέλος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου με τη σύμφωνη γνώμη του τελευταίου ή άλλο εγγεγραμμένο επαγγελματία Κοινωνικό Λειτουργό, για να ασκεί τις εξουσίες και να εκτελεί τα καθήκοντα του προέδρου ή του μέλους κατά τη διάρκεια της απουσίας ή του κωλύματος του, ανάλογα με την περίπτωση.

(7) Ο πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου συγκαλεί τις συνεδριάσεις του και προεδρεύει αυτών.

Πειθαρχική δίωξη

13.—(1) Εγγεγραμμένος επαγγελματίας Κοινωνικός Λειτουργός υπόκειται σε πειθαρχική δίωξη—

(α) Αν καταδικαστεί για αδίκημα το οποίο ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα.

(β) Αν επέδειξε, κατά την άσκηση του επαγγέλματος του, επονείδιστη ή ασυμβίβαστη προς το επάγγελμα του επαγγελματία Κοινωνικού Λειτουργού διαγωγή.

(γ) Αν παραβεί τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται σε αυτόν από τον παρόντα Νόμο ή τους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού.

(2) Αν ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον κοινωνικού λειτουργού, καμιά πειθαρχική δίωξη εναντίον του δεν επιτρέπεται να ασκηθεί ή να συνεχιστεί για λόγους που σχετίζονται με την ποινική δίωξη, μέχρις ότου αυτή λήξει οριστικά.

(3) Κοινωνικός λειτουργός ο οποίος έχει διωχθεί για ποινικό αδίκημα και δεν έχει βρεθεί ένοχος δεν μπορεί να διωχθεί πειθαρχικά για την ίδια κατηγορία, μπορεί όμως να διωχθεί για πειθαρχικό παράπτωμα που προκύπτει από τη διαγωγή του η οποία σχετίζεται με την ποινική υπόθεση, αλλά δεν εγείρει το επίδικο θέμα όπως εκείνο της κατηγορίας κατά την ποινική δίωξη.

(4) Η διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών η οποία περιλαμβάνεται σε απόφαση ποινικού δικαστηρίου η οποία εκδόθηκε σε υπόθεση στην οποία ο επαγγελματίας Κοινωνικός Λειτουργός ήταν κατηγορούμενος γίνεται δεκτή από το Πειθαρχικό Συμβούλιο ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη.

Πειθαρχική έρευνα

14.—(1) Αν καταγγελθεί στο Συμβούλιο ή περιέλθει εις γνώσιν του Συμβουλίου ότι εγγεγραμμένος επαγγελματίας Κοινωνικός Λειτουργός μπορεί να έχει διαπράξει πειθαρχικό αδίκημα, το Συμβούλιο ορίζει εγγεγραμμένο επαγγελματία Κοινωνικό Λειτουργό (που στο παρόν άρθρο θα αναφέρεται ως "ερευνών λειτουργός") για να διεξαγάγει έρευνα.

(2) Ο ερευνών λειτουργός διεξάγει την έρευνα το ταχύτερο και εν πάση περιπτώσει όχι αργότερα από δύο μήνες και κατά τη διεξαγωγή της έχει την εξουσία να ακούσει οποιουσδήποτε μάρτυρες ή να λάβει εγγράφως καταθέσεις από οποιοδήποτε πρόσωπο. Κάθε πρόσωπο οφείλει να δώσει κάθε πληροφορία που έχει περιέλθει εις γνώσιν του αναφορικά με τα γεγονότα της υπόθεσης.

(3) Ο καταγγελθείς επαγγελματίας Κοινωνικός Λειτουργός δικαιούται να γνωρίζει την εναντίον του υπόθεση, ενώ παρέχεται σε αυτόν η ευκαιρία να ακουστεί.

(4) Μετά τη συμπλήρωση της έρευνας ο ερευνών λειτουργός υποβάλλει έκθεση μαζί με όλα τα σχετικά έγγραφα στο Συμβούλιο, το οποίο τη διαβιβάζει στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για γνωμοδότηση.

(5)[Διαγράφηκε].

Πειθαρχική διαδικασία

15.—(1) Μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία λήψης από το Πειθαρχικό Συμβούλιο της πειθαρχικής κατηγορίας, αυτό μεριμνά ώστε να εκδοθεί και να επιδοθεί στον καταγγελθέντα κλήση, σύμφωνα με τον καθοριζόμενο τύπο.

(2) Τηρουμένων των αναλογιών, η υπόθεση εκδικάζεται από το Πειθαρχικό Συμβούλιο κατά τον ίδιο τρόπο όπως η ακρόαση ποινικής υπόθεσης η οποία εκδικάζεται συνοπτικά:

Νοείται ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο έχει την εξουσία να αποδεχθεί οποιαδήποτε μαρτυρία, έστω και αν αυτή δε θα γινόταν δεκτή σε ποινική ή πολιτική διαδικασία.

(3) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο έχει την εξουσία—

(α) Να καλεί μάρτυρες και να απαιτεί την προσέλευσή τους, καθώς και την προσέλευση του καταγγελθέντος, όπως στις συνοπτικά διεξαγόμενες δίκες.

(β) Να απαιτεί την προσαγωγή κάθε εγγράφου το οποίο σχετίζεται με την κατηγορία.

(4) Η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να υπογράφεται από τον πρόεδρο του.

(5) Κάθε απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου λογίζεται ως διάταγμα δικαστηρίου το οποίο ασκεί συνοπτική διαδικασία και εκτελείται με τον ίδιο τρόπο όπως το διάταγμα δικαστηρίου.

Πειθαρχικές ποινές

16.—(1) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο, σε περίπτωση που κρίνει τον καταγγελθέντα ένοχο πειθαρχικού αδικήματος, μπορεί να επιβάλει σε αυτόν μία από τις ακόλουθες ποινές:

(α) Διαγραφή του ονόματος του από το Μητρώο.

(β) Καταβολή υπό τύπον προστίμου χρηματικού ποσού που δεν υπερβαίνει τις χίλια ευρώ (€1.000).

(γ) Προφορική ή γραπτή επίπληξη.

(2) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί να εκδώσει διάταγμα για την καταβολή των εξόδων της ενώπιον του διαδικασίας από τον καταγγελθέντα.

(3) Κάθε ποσό το οποίο καταβάλλεται, δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, κατατίθεται στο ταμείο του Συμβουλίου για τους σκοπούς αυτού.