3.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμών, πρόσωπο το οποίο συλλαμβάνεται από μέλος της Αστυνομίας, πληροφορείται αμέσως μετά τη σύλληψή του και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση σε γλώσσα που είναι κατανοητή σε αυτό για-
(α) τους λόγους της σύλληψης ή κράτησής του καθώς και για την αξιόποινη πράξη την οποία φέρεται ή κατηγορείται ότι διέπραξε,
(β) το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο,
(γ) τυχόν δικαίωμα για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής και τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την παροχή τέτοιας αρωγής,
(δ) το δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης,
(ε) το δικαίωμα σιωπής,
(ε1) το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης, ως το δικαίωμα αυτό αναφέρεται στο άρθρο 3Γ του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου,
(στ) τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), για τα δικαιώματα που προβλέπονται στο εδάφιο (2),
(ζ) το χώρο κράτησής ή προτιθέμενης κράτησής του:
(2) Πρόσωπο, το οποίο συλλαμβάνεται από μέλος της Αστυνομίας δικαιούται αμέσως μετά τη σύλληψή του και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση να επικοινωνήσει αυτοπροσώπως τηλεφωνικά-
(α) με δικηγόρο της δικής του επιλογής χωρίς την παρουσία οποιουδήποτε άλλου προσώπου,
(β) τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), στην παρουσία μέλους της Αστυνομίας, με οποιοδήποτε συγγενικό πρόσωπο ή με τον εργοδότη του ή με άλλο πρόσωπο της επιλογής του και στην περίπτωση προσώπου κάτω των δεκαοκτώ ετών με οποιοδήποτε από τους γονείς ή κηδεμόνες του, για να τους ενημερώσει για τη σύλληψη ή κράτησή του και για τον αστυνομικό σταθμό ή χώρο κράτησης ή προτιθέμενης κράτησής του, ανάλογα με την περίπτωση.
(2Α) Πρόσωπο το οποίο συλλαμβάνεται από μέλος της Αστυνομίας ως ύποπτος ή ως κατηγορούμενος έχει πρόσβαση σε δικηγόρο κατά τις ακόλουθες χρονικές στιγμές, ανάλογα με το ποιά προκύπτει πρώτη:
(α) Προτού ανακριθεί από την Αστυνομία Κύπρου ή άλλη αρμόδια αρχή·
(β) εγκαίρως προτού προσαχθεί ενώπιον δικαστηρίου·
(γ) κατά τη διενέργεια έρευνας ή συλλογής αποδεικτικών στοιχείων από την Αστυνομία Κύπρου ή άλλη αρμόδια αρχή·
(δ) μετά τη στέρηση της ελευθερίας του, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
(2Β) Το προβλεπόμενο στο παρόν άρθρο δικαίωμα υπόπτου ή κατηγορουμένου για πρόσβαση σε δικηγόρο περιλαμβάνει το δικαίωμά του-
(α) Να έχει κατ’ ιδίαν συνάντηση και επικοινωνία με το δικηγόρο που τον εκπροσωπεί, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, περιλαμβανομένων, πριν από την ανάκρισή του από την Αστυνομία Κύπρου ή άλλη αρμόδια αρχή ή προτού προσαχθεί ενώπιον δικαστηρίου·
(β) να ζητήσει την παρουσία και τη συμμετοχή του δικηγόρου του κατά την ανάκρισή του:
(γ) να ζητά την παράσταση του δικηγόρου του κατά τη διάρκεια έρευνας ή συλλογής αποδεικτικών στοιχείων, εφόσον ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος, δικαιούται να παραστεί στη συγκεκριμένη ανακριτική πράξη, σύμφωνα με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας.
(2Γ) Η Αστυνομία Κύπρου τηρεί το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ του υπόπτου ή του κατηγορουμένου και του δικηγόρου του κατά την άσκηση του προβλεπόμενου στον παρόντα Νόμο δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο:
(2Δ)(α) Προσωρινή παρέκκλιση από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας επιτρέπεται, σε εξαιρετικές περιστάσεις και μόνο κατά το στάδιο της προανάκρισης, όταν για λόγους γεωγραφικής απομόνωσης του υπόπτου ή κατηγορουμένου, είναι αδύνατη η διασφάλιση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο.
(β) Προσωρινή παρέκκλιση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο επιτρέπεται, σε εξαιρετικές περιστάσεις και μόνο κατά το στάδιο της προανάκρισης, στο βαθμό που αυτό δικαιολογείται από τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, για έναν από τους ακόλουθους επιτακτικούς λόγους:
(i) Υπάρχει επείγουσα ανάγκη να αποτραπούν σοβαρές συνέπειες για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα προσώπου·
(ii) υπάρχει επιτακτική ανάγκη ανάληψης άμεσης δράσης από την Αστυνομία Κύπρου προς αποτροπή σοβαρού κινδύνου για την ποινική διαδικασία.
(γ) Προσωρινή παρέκκλιση που εφαρμόζεται δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων, (α) και (β) του παρόντος εδαφίου-
(i) Είναι αναλογική και δεν υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου·
(ii) είναι αυστηρά χρονικά καθορισμένη·
(iii) δεν βασίζεται αποκλειστικά στον τύπο ή τη σοβαρότητα του καταγγελλόμενου αδικήματος· και
(iv) δεν προσβάλλει τον καθολικά δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας.
(δ) Οι προβλεπόμενες στις παραγράφους (α) και (β) προσωρινές παρεκκλίσεις εφαρμόζονται με αιτιολογημένη κατά περίπτωση απόφαση, που λαμβάνεται από το μέλος της Αστυνομίας που έχει την ευθύνη των ανακρίσεων βάσει των σχετικών Αστυνομικών Διατάξεων που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του περί Αστυνομίας Νόμου και, σε περίπτωση που δεν επιτραπεί στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο να ασκήσει τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (2Α) και στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του εδαφίου (2Β) δικαιώματα, αυτός δύναται, είτε κατά την πρώτη εμφάνισή του ως ύποπτος ενώπιον δικαστηρίου που εξετάζει τις προϋποθέσεις προσωποκράτησης, είτε κατά την πρώτη δικάσιμο της υπόθεσής του ως κατηγορούμενος, να ζητήσει από το εκδικάζον δικαστήριο να εξετάσει τους λόγους της άρνησης αυτής και να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα ήθελε υπό τις περιστάσεις κρίνει πρέπον:
(3)(α) Το προβλεπόμενο στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου δικαίωμα επικοινωνίας και το προβλεπόμενο στο άρθρο 6 δικαίωμα ενημέρωσης, δεν παρέχεται σε πρόσωπο που συλλαμβάνεται αμέσως μετά τη σύλληψή του, όταν αυτό δικαιολογείται από τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, για έναν από τους ακόλουθους επιτακτικούς λόγους:
(αα) Υπάρχει επείγουσα ανάγκη να αποτραπούν σοβαρές συνέπειες για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα προσώπου· ή
(ββ) υπάρχει επείγουσα ανάγκη να αποτραπεί μια κατάσταση κατά την οποία μπορεί να παρουσιαστεί σημαντικός κίνδυνος για την ποινική διαδικασία,
και υπό την προϋπόθεση ότι η παρέκκλιση -
(i) είναι αναλογική και δεν υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου·
(ii) είναι αυστηρά χρονικά καθορισμένη·
(iii) δεν βασίζεται αποκλειστικά στον τύπο ή τη σοβαρότητα του καταγγελλόμενου αδικήματος· και
(iv) δεν προσβάλλει τον καθολικά δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας.
(β) Οι προβλεπόμενες στο παρόν εδάφιο προσωρινές παρεκκλίσεις εφαρμόζονται με προσηκόντως αιτιολογημένη κατά περίπτωση απόφαση, που λαμβάνεται από το μέλος της Αστυνομίας που έχει την ευθύνη των ανακρίσεων βάσει των σχετικών Αστυνομικών Διατάξεων που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του περί Αστυνομίας Νόμου και, σε περίπτωση που δεν επιτραπεί στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο να ασκήσει τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 6 δικαιώματα, αυτός δύναται είτε κατά την πρώτη εμφάνιση του ως ύποπτος ενώπιον δικαστηρίου που εξετάζει τις προϋποθέσεις προσωποκράτησης είτε κατά την πρώτη δικάσιμο της υπόθεσής του ως κατηγορούμενος, να ζητήσει από το εκδικάζον δικαστήριο να εξετάσει τους λόγους της άρνησης αυτής και να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα ήθελε υπό τις περιστάσεις κρίνει πρέπον.
(γ) Σε περίπτωση που οι διατάξεις των υποπαραγράφων (αα) ή (ββ) της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου εφαρμόζονται σε πρόσωπο ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ (18) ετών, ενημερώνονται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση αναφορικά με τη στέρηση της ελευθερίας του, οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, η Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού και οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή για την προστασία και την ευημερία παιδιών.
(3Α) Το προβλεπόμενο στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2), δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτο πρόσωπο αμέσως μετά τη σύλληψη προσώπου, δεν παρέχεται σε συλληφθέντα όταν η μη παροχή του εν λόγω δικαιώματος δικαιολογείται από επιτακτικές ανάγκες ή ανάλογες επιχειρησιακές απαιτήσεις.
(4) Σε περίπτωση σύλληψης προσώπου, το οποίο εμφανώς δεν δύναται λόγω οποιασδήποτε πνευματικής ή σωματικής αναπηρίας να ασκήσει, ανάλογα με την περίπτωση, χωρίς βοήθεια τα δικαιώματα επικοινωνίας που προβλέπονται στο εδάφιο (2), αυτό δικαιούται να τα ασκήσει με τη βοήθεια ή και στην παρουσία λειτουργού των ιατρικών ή και κοινωνικών υπηρεσιών του κράτους, η οποία πρέπει να τίθεται στη διάθεσή του, αμέσως μετά τη σύλληψή του και εν πάση περιπτώσει μόλις αυτό καταστεί πρακτικά δυνατό.
3Α.-(1) Σε περίπτωση που πρόσωπο το οποίο θεωρείται ύποπτο και το οποίο έχει συλληφθεί και στερείται της ελευθερίας του, ισχυρίζεται ότι δεν διαθέτει επαρκείς πόρους προκειμένου να ασκήσει το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, αναφέρει αυτό στο μέλος της Αστυνομίας που έχει την ευθύνη των ανακρίσεων.
(2)(α) Το μέλος της Αστυνομίας που έχει την ευθύνη των ανακρίσεων, αφού καλέσει τον ύποπτο να υπογράψει τον αναφερόμενο στο εδάφιο (1) ισχυρισμό του, ο οποίος καταγράφεται στον ανακριτικό φάκελο, παρέχει χωρίς καθυστέρηση στον ύποπτο τον κατάλογο των δικηγόρων που καταρτίζεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 11 του περί Νομικής Αρωγής Νόμου, προκειμένου ο ύποπτος να ασκήσει το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο κατά το ανακριτικό στάδιο.
(β) Ο ύποπτος, με την παραλαβή του αναφερόμενου στην παράγραφο (α) καταλόγου υπογράφει σχετική δήλωση παραλαβής.
(3) Ο δικηγόρος της επιλογής του υπόπτου ενημερώνεται από το μέλος της Αστυνομίας που έχει την ευθύνη των ανακρίσεων για το αίτημα του υπόπτου για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής.
(4) Η νομική αρωγή παρέχεται στον ύποπτο αμελλητί και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση-
(α) Εφόσον έχει στερηθεί της ελευθερίας του, ή
(β) προτού ανακριθεί από την Αστυνομία ή άλλη αρμόδια αρχή, ή
(γ) προτού προσαχθεί ενώπιον του δικαστηρίου, ή
(δ) πριν τη διενέργεια έρευνας ή συλλογής αποδεικτικών στοιχείων από την Αστυνομία ή άλλη αρμόδια αρχή.
(5) Η παροχή νομικής αρωγής κατά το ανακριτικό στάδιο τελεί υπό την αίρεση της έγκρισης του αιτήματος από το αρμόδιο Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Νομικής Αρωγής Νόμου, στο οποίο προσάγεται ο ύποπτος το αργότερο εντός εικοσιτεσσάρων (24) ωρών από τη σύλληψή του:
4. Αμέσως μετά τη σύλληψη προσώπου που λόγω οποιασδήποτε πνευματικής ανεπάρκειας εμφανώς δεν είναι δυνατό να αντιληφθεί ή να πληροφορηθεί ότι έχει τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1) του άρθρου 3 δικαιώματα επικοινωνίας ή να αντιληφθεί πλήρως το δικαίωμα άσκησης αυτών δικαιούται όπως συγγενικό του πρόσωπο τύχει τηλεφωνικής ενημέρωσης σε καταληπτή γλώσσα, από μέλος της Αστυνομίας, αναφορικά με τη σύλληψη και το σταθμό ή κρατητήριο κράτησης ή προτιθέμενης κράτησής του.
5.- (1) Σε περίπτωση σύλληψης αλλοδαπού, αυτός έχει επιπροσθέτως των δικαιωμάτων των άρθρων 3 και 4, το δικαίωμα:
(α) το συντομότερο πρακτικά δυνατό μετά τη σύλληψη να επικοινωνήσει αυτοπροσώπως τηλεφωνικά και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στην παρουσία μέλους της Αστυνομίας, με την προξενική ή διπλωματική αποστολή στη Δημοκρατία του κράτους του οποίου είναι υπήκοος, για να την ενημερώσει για τη σύλληψη ή κράτηση και για τον αστυνομικό σταθμό ή το κρατητήριο κράτησης ή προτιθέμενης κράτησής του και, σε περίπτωση που δεν υπάρχει προξενική ή διπλωματική αποστολή στη Δημοκρατία, με το Γραφείο του Επιτρόπου Διοικήσεως ή τον Εθνικό Οργανισμό Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Δημοκρατίας:
(β1) να επικοινωνεί, εφόσον το επιθυμεί, με την προξενική ή διπλωματική αποστολή στη Δημοκρατία του κράτους του οποίου είναι υπήκοος, να δέχεται επισκέψεις από τις αρχές αυτές, να συνομιλεί και αλληλογραφεί μαζί τους, καθώς επίσης να διευθετείται η νομική εκπροσώπησή του από αυτές, εφόσον ο ίδιος το επιθυμεί και οι εν λόγω αρχές δεν έχουν αντίρρηση, και
(β) αμέσως μετά τη σύλληψη να πληροφορηθεί τα πιο πάνω δικαιώματά του σε καταληπτή στον ίδιο γλώσσα.
(2) Σε περίπτωση που λόγω πνευματικής ανεπάρκειας αλλοδαπός συλληφθείς εμφανώς δεν είναι δυνατό να αντιληφθεί ή να πληροφορηθεί ότι έχει το δικαίωμα επικοινωνίας της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) ή να αντιληφθεί πλήρως το δικαίωμα άσκησής του δικαιούται όπως η ενημέρωση της προξενικής ή διπλωματικής αποστολής ή του Γραφείου του Επιτρόπου Διοικήσεως ή του Εθνικού Οργανισμού Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ανάλογα με την περίπτωση, που αναφέρεται στο εν λόγω εδάφιο, διενεργηθεί από μέλος της Αστυνομίας.
(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 3.
6.-(α) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 3 σε περίπτωση σύλληψης προσώπου κάτω των δεκαοκτώ ετών, οι ασκούντες τη γονική μέριμνα του συλληφθέντος δικαιούνται να ενημερωθούν σε καταληπτή σ’ αυτούς γλώσσα, αμέσως μετά τη σύλληψη ή εντός του χρόνου που προβλέπεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 3, ανάλογα με τη περίπτωση, από μέλος της Αστυνομίας, για τη σύλληψη ή κράτηση και τους λόγους της, καθώς και για τον αστυνομικό σταθμό ή το κρατητήριο κράτησης ή προτιθέμενης κράτησης του συλληφθέντος, ανάλογα με την περίπτωση, από μέλος της Αστυνομίας, ανεξαρτήτως του δικαιώματος του συλληφθέντος να τους ενημερώσει κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 3.
(β) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (α), σε περίπτωση σύλληψης προσώπου κάτω των δεκαοκτώ ετών δυνατόν να ενημερωθούν από μέλος της Αστυνομίας για τη σύλληψη ή κράτηση και οι Κοινωνικές Υπηρεσίες του κράτους, όταν τούτο κρίνεται αναγκαίο προς το συμφέρον του συλληφθέντος.
(γ) Σε περίπτωση που η ενημέρωση των ασκούντων τη γονική μέριμνα του συλληφθέντος δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) αντιβαίνει στο βέλτιστο συμφέρον αυτού, τότε ενημερώνεται άλλος ενδεδειγμένος ενήλικας.
7. -(1) Η πληροφόρηση συλληφθέντος για τα δικαιώματά του, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 3 και στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 5, και η ενημέρωση συγγενών και άλλων, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 4, στο εδάφιο (2) του άρθρου 5 και στο άρθρο 6, αποτελούν υποχρέωση κάθε μέλους της Αστυνομίας που διενεργεί σύλληψη.
(1Α)(α) Κάθε μέλος της Αστυνομίας, το οποίο προβαίνει σε σύλληψη προσώπου, παρέχει σε αυτό, αμέσως μετά τη σύλληψή του, έγγραφο δικαιωμάτων συνταχθέν σε κατανοητή σε αυτό γλώσσα, με το οποίο αυτό ενημερώνεται αναφορικά με τις πληροφορίες που καθορίζονται στις παραγράφους (α) έως (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 3 και στην παράγραφο (β) του παρόντος εδαφίου:
(β) Εκτός από τις πληροφορίες που καθορίζονται στις παραγράφους (α) έως (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 3, το έγγραφο δικαιωμάτων περιλαμβάνει πληροφορίες για-
(i) το δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου,
(ii) το δικαίωμα ενημέρωσης των προξενικών αρχών και άλλων προσώπων,
(iii) το δικαίωμα πρόσβασης σε επείγουσα ιατρική περίθαλψη,
(iv) το ανώτατο χρονικό διάστημα που ο κατηγορούμενος δύναται να αποστερηθεί της ελευθερίας του σε αριθμό ωρών ή ημερών, προτού αυτός προσαχθεί ενώπιον δικαστικής αρχής,
(v) το δικαίωμα προσβολής της νομιμότητας της σύλληψης και της κράτησής του· και
(vi) το δικαίωμα επανεξέτασης της κράτησης και υποβολής αίτησης για προσωρινή απόλυση.
(γ) Όταν το έγγραφο δικαιωμάτων δεν είναι διαθέσιμο σε κατανοητή στο συλληφθέν πρόσωπο, γλώσσα, αυτό ενημερώνεται για τα δικαιώματά του προφορικά σε γλώσσα που το ίδιο κατανοεί. το έγγραφο δικαιωμάτων παρέχεται ακολούθως σε αυτό, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση σε κατανοητή σε αυτό γλώσσα.
(2) Σε περίπτωση που διενεργείται σύλληψη εκτός αστυνομικού σταθμού και το μέλος της Αστυνομίας που τη διενεργεί δε γνωρίζει γλώσσα που να είναι καταληπτή στο συλληφθέντα ή στα άλλα σχετικά πρόσωπα, για να προβεί στην πληροφόρηση ή ενημέρωση που αναφέρονται στο εδάφιο (1), ή δεν έχει τα αναγκαία μέσα, για να πράξει αυτό εκτός σταθμού, οφείλει αμέσως μετά την εισδοχή στο σταθμό να ενημερώσει για το γεγονός τον υπεύθυνο των ανακρίσεων σε σχέση με τις οποίες διενεργήθηκε η σύλληψη και ο τελευταίος υποχρεούται να προβεί αμέσως και, εν πάση περιπτώσει, προτού αρχίσει η ανάκριση του συλληφθέντος, σε όλες τις διευθετήσεις που είναι αναγκαίες για την εν λόγω πληροφόρηση ή ενημέρωση και να προβεί ακολούθως ο ίδιος σ’ αυτή.
(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2), θεωρούνται αναγκαίες διευθετήσεις για την πληροφόρηση ή ενημέρωση του συλληφθέντος ή και άλλων προσώπων σε καταληπτή γλώσσα οι διευθετήσεις με τις οποίες εξασφαλίζονται οι υπηρεσίες προσώπου που μπορεί να τους μεταφέρει σε καταληπτή σε αυτούς γλώσσα την πληροφόρηση και ενημέρωση που γίνεται από τον υπεύθυνο ανακρίσεων.
(4) Στην περίπτωση προσώπου που έχει οποιαδήποτε πνευματική ανεπάρκεια ή σωματική αναπηρία, οι διευθετήσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (3) περιλαμβάνουν τις διευθετήσεις με τις οποίες εξασφαλίζονται οι υπηρεσίες προσώπου το οποίο μπορεί να μεταφέρει στο συλληφθέντα ή στα σχετικά άλλα πρόσωπα τις σχετικές πληροφορίες, με τρόπο ή μέσο επικοινωνίας που είναι καταληπτό σε αυτούς, δεδομένης της ανεπάρκειας ή αναπηρίας τους.
8. -(1) Αποτελεί υποχρέωση κάθε μέλους της Αστυνομίας που διενεργεί σύλληψη να παρέχει στο συλληφθέντα κάθε διευκόλυνση και μέσο που είναι πρακτικά αναγκαίο, για να μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα επικοινωνίας που αναφέρονται στα εδάφια (1), (2) και (4) του άρθρου 3 και στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 5, και να μεριμνά και διευθετεί, ώστε, όταν του ζητηθεί, να μπορούν να ασκηθούν τα δικαιώματα αμέσως ή σε περιπτώσεις που εμπίπτουν στις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 3 να μπορούν να ασκηθούν εντός του χρόνου που προβλέπεται στο εν λόγω εδάφιο.
(2) Σε περίπτωση που διενεργείται σύλληψη εκτός αστυνομικού σταθμού και το μέλος της Αστυνομίας που τη διενεργεί δεν έχει στη διάθεσή του τα αναγκαία για την άσκηση των δικαιωμάτων μέσα ή διευκολύνσεις, οφείλει αμέσως μετά την εισδοχή στο σταθμό να ενημερώσει για το γεγονός αυτό τον υπεύθυνο των ανακρίσεων σε σχέση με τις οποίες διενεργήθηκε η σύλληψη και ο τελευταίος υποχρεούται αμέσως ή εντός του χρόνου που προβλέπεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 3, ανάλογα με την περίπτωση, και, εν πάση περιπτώσει, προτού αρχίσει η ανάκριση του συλληφθέντος, να μεριμνήσει και διευθετήσει, ώστε να παρασχεθεί σ’ αυτόν κάθε διευκόλυνση και μέσο που είναι πρακτικά αναγκαίο για την άσκηση των δικαιωμάτων του.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οι διευκολύνσεις και τα μέσα που πρέπει να τίθενται πρακτικά στη διάθεση του συλληφθέντος, ώστε να μπορέσει να ασκήσει τα δικαιώματά του, είναι εκείνα με τα οποία είναι εύλογα δυνατό να ασκηθούν τα δικαιώματα αυτά, δεδομένης και της φύσης και του βαθμού οποιασδήποτε τυχόν πνευματικής ανεπάρκειας ή σωματικής αναπηρίας, και περιλαμβάνουν:
(α) στην περίπτωση προσώπου που εμπίπτει στις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 3 τη διάθεση στο εν λόγω πρόσωπο άμεσης βοήθειας από τις Ιατρικές ή και Κοινωνικές Υπηρεσίες του κράτους, ώστε να ασκηθούν τα δικαιώματα με τη βοήθεια άλλου, όπως προβλέπεται στο εν λόγω εδάφιο και στο εδάφιο (3) του άρθρου 5, και
(β) σε κάθε περίπτωση τη διάθεση στο συλληφθέντα, αμέσως μετά τη σύλληψη ή στην περίπτωση που η σύλληψη διενεργείται εκτός αστυνομικού σταθμού αμέσως μετά την εισδοχή του στο σταθμό, καταλόγου στον οποίο καταγράφεται το όνομα και ο αριθμός τηλεφώνου όλων των δικηγόρων που είναι εγγεγραμμένοι στο «Μητρώο των Δικηγόρων που Ασκούν το Επάγγελμα». Ο εν λόγω κατάλογος καταρτίζεται για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και αναθεωρείται σε τακτά χρονικά διαστήματα από το συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου.
9. Αποτελεί υποχρέωση κάθε ανακριτή ή υπευθύνου ανακρίσεων σε σχέση με τις οποίες διενεργήθηκε σύλληψη να μεριμνά, ώστε να μην αρχίζει η ανάκριση του συλληφθέντος πριν από την πληροφόρηση ή και ενημέρωση που αναφέρονται στο άρθρο 7 και προτού ασκήσει οποιοδήποτε δικαίωμα επικοινωνίας το οποίο έχει ζητήσει να ασκήσει.
10. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμών, αν ο συλληφθείς είναι πρόσωπο κάτω των δεκαοκτώ χρονών ή είναι πρόσωπο που λόγω πνευματικής ανεπάρκειας εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου, η ανάκριση διεξάγεται στην παρουσία του δικηγόρου του εν λόγω συλληφθέντος.
11.-(1) Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία παρέχεται πληροφόρηση σε συλληφθέν πρόσωπο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, το γεγονός αυτό καταγράφεται στο σχετικό ανακριτικό φάκελο μαζί με την ημερομηνία και ώρα κατά την οποία η πληροφόρηση έλαβε χώραν.
(2)(α) Σε περίπτωση κατά την οποία συλληφθέν πρόσωπο ζητά να ασκήσει οποιοδήποτε δικαίωµα προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, το γεγονός αυτό καταγράφεται στο σχετικό ανακριτικό φάκελο μαζί με την ημερομηνία και ώρα κατά την οποία ασκήθηκε το εν λόγω δικαίωμα.
(β) Σε περίπτωση κατά την οποία συλληφθέν πρόσωπο αποφασίζει να μην ασκήσει τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο δικαιώματα, το γεγονός αυτό καθώς και οι περιστάσεις υπό τις οποίες δόθηκε η παραίτηση από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο καταγράφονται στο σχετικό ανακριτικό φάκελο από τον υπεύθυνο των ανακρίσεων και προσυπογράφεται από το συλληφθέν πρόσωπο:
(γ) Σε περίπτωση κατά την οποία συλληφθέν πρόσωπο, κατά τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο (α), δεν ζητά να ασκήσει τα προβλεπόμενα από τον παρόντα Νόμο δικαιώματά του, δεν αποστερείται του δικαιώµατος να τα ασκήσει ακολούθως σε οποιοδήποτε άλλο χρόνο κατά τη διάρκεια της κράτησής του:
(3) Στην προβλεπόμενη στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) περίπτωση, σε σχέση με παραίτηση από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 3, το δικαίωμα ενημέρωσης και επικοινωνίας με την προξενική ή διπλωματική αποστολή, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 5, και το δικαίωμα ενημέρωσης και επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 6 εξασφαλίζεται ότι-
(α) Ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχει λάβει προφορικά ή εγγράφως σαφή και επαρκή ενημέρωση σε απλή και κατανοητή γλώσσα σχετικά με το περιεχόμενο του συγκεκριμένου δικαιώματος και τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραίτησής του από αυτό· και
(β) η παραίτησή του από το δικαίωμα αυτό είναι αναμφισβήτητη και οικειοθελής.