17. (1) Μετά την έκδοση διατάγματος δήμευσης για το οποίο δεν έχει καταχωρισθεί έφεση και το οποίο παραμένει ανεκτέλεστο ή μετά την εγγραφή διατάγματος ή απόφασης δήμευσης που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του Μέρους IV ή του Μέρους IVA ή του Μέρους IVB, το δικαστήριο δύναται με αίτηση της κατηγορούσας αρχής να ασκήσει τις ακόλουθες εξουσίες:
(α) Να προβεί στο διορισμό παραλήπτη για τη ρευστοποίηση της περιουσίας ή/και στο διορισμό παραλήπτη, τον οποίο να εξουσιοδοτεί να λάβει στην κατοχή του με τον τρόπο που το Δικαστήριο ορίζει, το προϊόν του αδικήματος και/ή την περιουσία που αναφέρεται στο διάταγμα δήμευσης, προς εκτέλεση του διατάγματος δήμευσης:
(β) να εξουσιοδοτήσει τον εν λόγω παραλήπτη ή τον παραλήπτη που διορίζεται δυνάμει των προνοιών του εδαφίου (7) του άρθρου 14 ή δυνάμει άλλων προνοιών σχετικά με την έκδοση επιβαρυντικών διαταγμάτων-
(i) Να εκτελέσει οποιαδήποτε επιβάρυνση η οποία έχει επιβληθεί δυνάμει του άρθρου 15 ή των Μερών IV ή IVA ή IVB επί περιουσίας ή επί τόκων ή μερισμάτων πληρωτέων σε σχέση με την περιουσία αυτή˙ και
(ii) να θέσει υπό την κατοχή του οποιαδήποτε άλλη ρευστοποιήσιμη περιουσία και/ή την περιουσία που αναφέρεται στο διάταγμα δήμευσης η οποία δεν υπόκειται σε επιβάρυνση με την επιβολή όρων και εξαιρέσεων, αν το δικαστήριο το κρίνει σκόπιμο˙
(γ) να διατάξει οποιοδήποτε πρόσωπο στην κατοχή του οποίου βρίσκεται ρευστοποιήσιμη περιουσία και/ή την περιουσία που αναφέρεται στο διάταγμα δήμευσης να την παραδώσει στον εν λόγω παραλήπτη˙
(δ) να εξουσιοδοτήσει τον εν λόγω παραλήπτη να ρευστοποιήσει ρευστοποιήσιμη περιουσία και/ή την περιουσία που αναφέρεται στο διάταγμα δήμευσης με τον τρόπο που το δικαστήριο ορίζει˙
(ε) να διατάξει οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο έχει συμφέρον επί ρευστοποιήσιμης περιουσίας ή περιουσίας που αναφέρεται στο διάταγμα δήμευσης να πληρώσει στον παραλήπτη οποιαδήποτε ποσά σχετικά με οποιοδήποτε συμφέρον το οποίο έχει ο κατηγορούμενος ή ο δωρεοδόχος απαγορευμένης δωρεάς και ακολούθως το δικαστήριο δύναται, αφού γίνει η πληρωμή, να διατάξει να μεταβιβαστεί, παραχωρηθεί ή διαγραφεί οποιοδήποτε συμφέρον στην περιουσία.
(2) Οι παράγραφοι (γ), (δ) και (ε) του εδαφίου (1) δεν εφαρμόζονται σχετικά με περιουσία η οποία επηρεάζεται από επιβάρυνση η οποία έχει δημιουργηθεί με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 15.
(3) Το δικαστήριο ασκεί τις εξουσίες που του παρέχουν η παράγραφος (α), η υποπαράγραφος (i) της παραγράφου (β) και οι παράγραφοι (δ) και (ε) του εδαφίου (1), μόνο αν πεισθεί ότι δόθηκε η εύλογη ευκαιρία σε όλα τα πρόσωπα τα οποία έχουν συμφέρον στην περιουσία που επηρεάζεται να υποβάλουν τις απόψεις τους στο δικαστήριο:
(4) Παραλήπτης διοριζόμενος δυνάμει του παρόντος άρθρου έχει τις ίδιες εξουσίες, στην έκταση που αυτές δε συγκρούονται με πρόνοιες του παρόντος Νόμου, που θα είχε αν διοριζόταν για σκοπούς πώλησης, διάθεσης ή ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων βαρυνόμενων με επιβαρυντικό διάταγμα για την ικανοποίηση χρέους σε πολιτική υπόθεση, σύμφωνα με τον περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμο.
18. (1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), σε περίπτωση κατά την οποία αντικείμενο του διατάγματος επιβάρυνσης είναι η περιουσία που αναφέρεται στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (5) του άρθρου 15, η διάθεση, πώληση ή ρευστοποίηση της εν λόγω περιουσίας γίνεται μόνο με διάταγμα του δικαστηρίου το οποίο εκδίδεται κατόπιν αίτησης της κατηγορούσας αρχής ή του παραλήπτη ο οποίος έχει διοριστεί δυνάμει του άρθρου 17 και το οποίο καλείται διάταγμα πώλησης ομολόγων.
(2) Το δικαστήριο, κατά την έκδοση διατάγματος πώλησης ομολόγων, δύναται να επιβάλει οποιουσδήποτε όρους κρίνει αναγκαίους για τη διασφάλιση των συμφερόντων όσων έχουν συμφέρον στην πώληση των εν λόγω ομολόγων.
(3) Το δικαστήριο, προτού εκδώσει διάταγμα πώλησης ομολόγων, εξασφαλίζει τις απόψεις όλων των ενδιαφερομένων, περιλαμβανομένου του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, καθώς και των συμβούλων εταιρείας ή άλλου νομικού προσώπου, με σκοπό την εξακρίβωση των διάφορων συμφερόντων στην υπό επιβάρυνση περιουσία τα οποία δυνατό να επηρεάζονται από την πώληση, ρευστοποίηση ή διάθεσή της. Το δικαστήριο δύναται για το σκοπό αυτό να δώσει οποιεσδήποτε οδηγίες κρίνει υπό τις περιστάσεις σκόπιμες και αναγκαίες.
(4) Διάταγμα πώλησης ομολόγων δύναται να εκδοθεί μόνο μετά την έκδοση διατάγματος δήμευσης.
(5) Σε περίπτωση κατά την οποία αντικείμενο του επιβαρυντικού διατάγματος είναι μετοχές εταιρείας, η πώλησή τους γίνεται με δημόσιο πλειστηριασμό, εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, και ακολούθως ισχύουν οι ίδιες διατάξεις που ισχύουν και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το επιβαρυντικό διάταγμα εκδίδεται για χρέος σε πολιτική υπόθεση, σύμφωνα με τον περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμο.
19. (1) Τα ποσά που αναφέρονται στο εδάφιο (2) και τα οποία περιέρχονται στην κατοχή του παραλήπτη, είτε αυτός διορίστηκε με βάση τις πρόνοιες των άρθρων 14 ή 17 είτε με σκοπό την εκτέλεση επιβαρυντικού διατάγματος, διατίθενται για λογαριασμό του κατηγορουμένου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδαφίου (4), έναντι του δυνάμει του διατάγματος δήμευσης πληρωτέου ποσού, το οποίο και μειώνεται ανάλογα, αφού προηγουμένως αφαιρεθούν από αυτά τα ποσά που αναφέρονται στο εδάφιο (3).
(2) Τα ποσά που διατίθενται σύμφωνα με το εδάφιο (1) είναι-
(α) Οι εισπράξεις από την εκποίηση επιβάρυνσης η οποία έχει επιβληθεί με βάση το άρθρο 15˙
(β) οι εισπράξεις από τη ρευστοποίηση περιουσίας δυνάμει των προνοιών των άρθρων 14 ή 17˙
(γ) άλλα ποσά τα οποία ανήκουν στον κατηγορούμενο.
(3) Ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του άρθρου 126 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, τα ποσά τα οποία αφαιρούνται από τα ποσά που αναφέρονται στο εδάφιο (2), προτού μειωθεί το οφειλόμενο δυνάμει του διατάγματος δήμευσης ποσό, είναι-
(α) Η αμοιβή και τα έξοδα του παραλήπτη:
(β) τα ποσά εκείνα τα οποία η κατηγορούσα αρχή κατέβαλε δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 24 (Παραλήπτης. Συμπληρωματικές διατάξεις)˙
(γ) πληρωμές τις οποίες διέταξε το δικαστήριο.
(4) Τα ποσά που αναφέρονται στο εδάφιο (2) διατίθενται ως ακολούθως:
(α) Τα ποσά που αναφέρονται στο εδάφιο (3) πληρώνονται με τη σειρά που ακολουθείται στο εν λόγω εδάφιο, εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά˙
(β) το υπόλοιπο θεωρείται χρηματική ποινή και διατίθεται για εξόφληση του πληρωτέου δυνάμει του διατάγματος δήμευσης ποσού˙
(γ) αν μετά την πλήρη εξόφληση του πληρωτέου δυνάμει του διατάγματος δήμευσης ποσού παραμένει οποιοδήποτε υπόλοιπο, αυτό διανέμεται μεταξύ όσων είχαν δικαιώματα επί της περιουσίας που ρευστοποιήθηκε και με την αναλογία την οποία το δικαστήριο ορίζει, αφού προηγουμένως παρασχεθεί εύλογη ευκαιρία σε όλα τα πιο πάνω πρόσωπα να εκθέσουν τις απόψεις τους ενώπιον του δικαστηρίου.
(5)(α) Χρηματικά ποσά που δημεύονται ή που εισπράττονται από την πώληση περιουσιακών στοιχείων με εκτέλεση διατάγματος δήμευσης, προς όφελος της Δημοκρατίας, κατατίθενται στον Προϋπολογισμό της Διοίκησης του Υπουργείου Οικονομικών κάτω από το άρθρο «Έσοδα Δήμευσης από Παράνομες Δραστηριότητες».
(β) Τα αναφερόμενα στην παράγραφο (α) χρηματικά ποσά χρησιμοποιούνται για κοινωνικούς σκοπούς.
(6) Χρηματικό ποσό ή περιουσία που δημεύεται ή χρηματικό ποσό που εισπράττεται από την εκτέλεση διατάγματος δήμευσης δύναται να επιστραφεί στο θύμα του ποινικού αδικήματος σε σχέση με το οποίο εκδόθηκε το διάταγμα δήμευσης.
20. Οι βασικές αρχές βάσει των οποίων ασκούνται οι εξουσίες οι οποίες παρέχονται στο δικαστήριο δυνάμει των άρθρων 15 και 19 ή στον παραλήπτη ο οποίος έχει διοριστεί δυνάμει των άρθρων 14 και 17 ή κατ’ ακολουθίαν επιβαρυντικού διατάγματος είναι οι ακόλουθες:
(α) Σε περίπτωση κατά την οποία ρευστοποιήσιμη περιουσία βρίσκεται στην κατοχή προσώπου προς το οποίο ο κατηγορούμενος άμεσα ή έμμεσα προέβη σε απαγορευμένη δωρεά, ανακτάται η αξία της δωρεάς και όχι περισσότερο˙
(β) επιτρέπεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο, εκτός του κατηγορουμένου ή του δωρεοδόχου απαγορευμένης δωρεάς, να κρατήσει ή να επανακτήσει την αξία οποιασδήποτε περιουσίας του ανήκει˙
(γ) παραβλέπονται τυχόν υποχρεώσεις του κατηγορουμένου ή του δωρεοδόχου απαγορευμένης δωρεάς οι οποίες συγκρούονται με την υποχρέωση για εξόφληση του πληρωτέου δυνάμει του διατάγματος δήμευσης ποσού˙
(δ) τηρουμένων των πιο πάνω αρχών, εξοφλείται το πληρωτέο δυνάμει του διατάγματος δήμευσης ποσό με την εξασφάλιση της τρέχουσας αξίας της ρευστοποιήσιμης περιουσίας.
21. (1) Το δικαστήριο, αν κατόπιν αίτησης του κατηγορουμένου ή του παραλήπτη που έχει διοριστεί δυνάμει του άρθρου 17 ή κατόπιν αίτησης για έκδοση επιβαρυντικού διατάγματος, ικανοποιηθεί ότι η ρευστοποιήσιμη περιουσία δεν επαρκεί για την εξόφληση οποιουδήποτε ποσού το οποίο οφείλεται δυνάμει διατάγματος δήμευσης, δύναται, τηρουμένων των προνοιών του εδαφίου (2), να τροποποιήσει το διάταγμα δήμευσης-
(α) Με την αντικατάσταση του ποσού του διατάγματος δήμευσης με οποιοδήποτε μικρότερο ποσό το οποίο κρίνει δίκαιο˙ και
(β) με την αντικατάσταση των περιόδων φυλάκισης, όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 126 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και στο άρθρο 9 του παρόντος Νόμου, σχετικά με το ποσό το οποίο θα έπρεπε να εισπραχθεί με βάση το διάταγμα δήμευσης, με οποιαδήποτε άλλη μικρότερη περίοδο ανάλογη, σύμφωνα με τις πιο πάνω πρόνοιες, με το μικρότερο ποσό το οποίο θα εισπραχθεί.
(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1)-
(α) Σε περίπτωση κατά την οποία ρευστοποιήσιμη περιουσία ανήκει σε πτωχεύσαντα, αυτή λογίζεται ως περιουσία της οποίας το μέρος το οποίο θα ήταν δυνατό να διανεμηθεί μεταξύ των πιστωτών του πτωχεύσαντος δεν μπορεί να ανακτηθεί, αλλά
(β) δε λογίζεται ως περιουσία που δεν μπορεί να ανακτηθεί οποιαδήποτε ανεπάρκεια στη ρευστοποιήσιμη περιουσία η οποία, κατά την άποψη του δικαστηρίου, οφείλεται εξ ολοκλήρου ή μερικώς σε πράξεις του κατηγορουμένου οι οποίες σκοπό είχαν την προστασία περιουσίας προσώπου στο οποίο ο κατηγορούμενος άμεσα ή έμμεσα προέβη σε απαγορευμένη δωρεά από τους κινδύνους ρευστοποίησης της δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου.
(3) Η αίτηση για τροποποίηση του διατάγματος δήμευσης υποβάλλεται γραπτώς, συνοδεύεται από ένορκη δήλωση προς επιβεβαίωση των γεγονότων στα οποία στηρίζεται και επιδίδεται στην κατηγορούσα αρχή και σε άλλα πρόσωπα που επηρεάζονται, όπως διατάσσει το δικαστήριο.
(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου "δικαστήριο" σημαίνει το δικαστήριο το οποίο εξέδωσε το διάταγμα δήμευσης ή άλλο δικαστήριο με την ίδια καθ’ ύλην δικαιοδοσία.
22. (1) Όταν πρόσωπο το οποίο έχει ρευστοποιήσιμη περιουσία εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί διάταγμα παραλαβής ή το οποίο έχει κηρυχθεί σε πτώχευση, για τους σκοπούς του περί Πτωχεύσεως Νόμου εξαιρείται από την περιουσία του προσώπου αυτού-
(α) Περιουσία η οποία αποτελεί αντικείμενο διατάγματος παγοποίησης το οποίο εκδόθηκε πριν από την έκδοση του διατάγματος δυνάμει του οποίου το εν λόγω πρόσωπο κηρύχθηκε σε πτώχευση˙ και
(β) το προϊόν της ρευστοποίησης περιουσίας με βάση τις πρόνοιες του εδαφίου (6) του άρθρου 14 και των παραγράφων (δ) και (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 17, το οποίο βρίσκεται στην κατοχή παραλήπτη ο οποίος διορίστηκε με βάση τα άρθρα 14 ή 17.
(2) Όταν πρόσωπο κηρυχθεί σε πτώχευση, οι εξουσίες οι οποίες παρέχονται είτε στο δικαστήριο δυνάμει των άρθρων 14 μέχρι 18 είτε στον παραλήπτη ο οποίος έχει διοριστεί για τους σκοπούς των εν λόγω άρθρων δεν ασκούνται σε σχέση με οποιαδήποτε περιουσία του πτωχεύσαντος η οποία, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 41 του περί Πτωχεύσεως Νόμου, υπόκειται σε διανομή μεταξύ των πιστωτών.
(3) Οι πρόνοιες του εδαφίου (2) δεν επηρεάζουν την εκτέλεση επιβαρυντικού διατάγματος το οποίο εκδόθηκε πριν από την έκδοση του διατάγματος πτώχευσης ή εκδόθηκε σε σχέση με περιουσία η οποία αποτελούσε αντικείμενο διατάγματος παγοποίησης, όταν εκδιδόταν το διάταγμα πτώχευσης.
(4) Οι πρόνοιες του περί Πτωχεύσεως Νόμου δεν περιορίζουν με οποιοδήποτε τρόπο την άσκηση των εξουσιών που αναφέρονται στο εδάφιο (2).
(5) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Επίσημος Παραλήπτης ενεργεί ως προσωρινός παραλήπτης δυνάμει των άρθρων 9 και 10 του περί Πτωχεύσεως Νόμου και η περιουσία του χρεώστη αποτελεί αντικείμενο διατάγματος παγοποίησης, η διαχείριση της περιουσίας αυτής γίνεται σύμφωνα με οδηγίες του δικαστηρίου, χωρίς να επηρεάζεται τυχόν δικαίωμα επίσχεσης εξόδων, περιλαμβανομένης και της αμοιβής του παραλήπτη, τα οποία έχουν γίνει σε σχέση με την περιουσία αυτή.
(6) Όταν πρόσωπο το οποίο έχει κηρυχθεί σε πτώχευση άμεσα ή έμμεσα προβαίνει σε απαγορευμένη δωρεά περιουσίας, οι πρόνοιες του άρθρου 46 του περί Πτωχεύσεως Νόμου-
(α) Δεν εφαρμόζονται αναφορικά με την εν λόγω δωρεά, αν-
(i) Αυτή έγινε οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια που εκκρεμούσε εναντίον του πτωχεύσαντος ποινική διαδικασία για διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος˙
(ii) αυτή έγινε κατά τη διάρκεια εκκρεμότητας αίτησης εναντίον του πτωχεύσαντος, δυνάμει των άρθρων 28, 35 ή 36˙ ή
(iii) αν η περιουσία του δωρεοδόχου αποτελεί αντικείμενο διατάγματος παγοποίησης ή επιβάρυνσης, αλλά
(β) εφαρμόζονται μετά την περάτωση της ποινικής διαδικασίας για διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος, αφού ληφθούν υπόψη τυχόν ρευστοποιήσεις που έχουν γίνει με βάση τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου σε σχέση με την περιουσία του δωρεοδόχου.
23. (1) Όταν ρευστοποιήσιμη περιουσία ανήκει σε εταιρεία αναφορικά με την εκκαθάριση της οποίας έχει εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης ή έχει εγκριθεί σχετική απόφαση, οι αρμοδιότητες του εκκαθαριστή ή του προσωρινού εκκαθαριστή δεν ασκούνται σε σχέση με-
(α) Περιουσία η οποία αποτελεί το αντικείμενο διατάγματος δέσμευσης ή επιβάρυνσης ή δήμευσης ή διατάγματος που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του Μέρους IV ή του Μέρους IVA για εγγραφή διατάγματος ή απόφασης δέσμευσης ή παγώματος ή δήμευσης το οποίο εκδόθηκε πριν από τη σχετική ημερομηνία, όπως αυτή ορίζεται στο εδάφιο (4)˙
(β) το προϊόν της ρευστοποίησης περιουσίας δυνάμει του εδαφίου (7) του άρθρου 14, της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 17 ή της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 17 το οποίο βρίσκεται στην κατοχή παραλήπτη που διορίστηκε δυνάμει του άρθρου 14 ή 17:
(2) Σε περίπτωση εταιρείας για την εκκαθάριση της οποίας έχει εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης ή έχει εγκριθεί σχετική απόφαση, οι εξουσίες οι οποίες παρέχονται στο δικαστήριο δυνάμει των άρθρων 14 μέχρι 18 ή στον παραλήπτη ο οποίος έχει διοριστεί με βάση τα εν λόγω άρθρα δεν ασκούνται για ρευστοποιήσιμη περιουσία της εταιρείας σε σχέση με την οποία ο εκκαθαριστής της εταιρείας θα μπορούσε να ασκήσει τις αρμοδιότητές του, αν με την άσκηση των πιο πάνω εξουσιών ο εκκαθαριστής-
(α) Εμποδίζεται στην άσκηση των εν λόγω αρμοδιοτήτων του για σκοπούς διανομής της περιουσίας της εταιρείας στους πιστωτές της˙ ή
(β) εμποδίζεται στην πληρωμή δαπανών περιλαμβανομένης και της αμοιβής του εκκαθαριστή ή του προσωρινού εκκαθαριστή, οι οποίες δεόντως έχουν γίνει σχετικά με την εν λόγω περιουσία κατά την εκκαθάριση της εταιρείας:
(3) Το εδάφιο (2) δεν επηρεάζει την εκτέλεση διατάγματος επιβάρυνσης το οποίο εκδόθηκε πριν από τη σχετική ημερομηνία ή σε σχέση με περιουσία η οποία αποτελούσε αντικείμενο διατάγματος δέσμευσης κατά τη σχετική ημερομηνία, όπως αυτή ορίζεται στο εδάφιο (4).
(4) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου:
"εταιρεία" σημαίνει εταιρεία η οποία εκκαθαρίζεται με βάση τις πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου·
"σχετική ημερομηνία" σημαίνει-
(α) Την ημερομηνία κατά την οποία εγκρίθηκε η απόφαση για την εθελοντική εκκαθάριση εταιρείας στις περιπτώσεις κατά τις οποίες -
(i) Δεν έχει εκδοθεί διάταγμα για την εκκαθάριση της˙ ή
(ii) εκδόθηκε διάταγμα εκκαθάρισης, αλλά, προτού καταχωριστεί η αίτηση για την εκκαθάριση της από το δικαστήριο, εγκρίθηκε απόφαση για την εκκαθάριση της˙
(β) την ημερομηνία έκδοσης διατάγματος για την εκκαθάριση της σε όλες τις άλλες περιπτώσεις κατά τις οποίες εκδόθηκε διάταγμα εκκαθάρισης.
24. (1) Παραλήπτης ο οποίος διορίζεται δυνάμει των άρθρων 14 ή 17 ή διορίζεται κατ' ακολουθίαν επιβαρυντικού διατάγματος δεν είναι υπεύθυνος έναντι οποιουδήποτε προσώπου για τυχόν απώλεια ή ζημιά που προκαλείται σε αυτό από οποιαδήποτε πράξη του σε σχέση με περιουσία του προσώπου η οποία δεν ήταν ρευστοποιήσιμη, νοουμένου ότι ο εν λόγω παραλήπτης-
(α) Θα είχε το δικαίωμα να προβεί στη συγκεκριμένη πράξη, αν η εν λόγω περιουσία ήταν ρευστοποιήσιμη˙
(β) είχε την πεποίθηση ή βάσιμούς λόγους να πιστεύει ότι είχε δικαίωμα να προβεί στη συγκεκριμένη πράξη˙ και
(γ) η απώλεια ή ζημιά δεν προκλήθηκε από αμέλειά του.
(2) Αν ποσά τα οποία οφείλονται σχετικά με την αμοιβή ή τα έξοδα του παραλήπτη ο οποίος έχει διοριστεί για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου παραμένουν απλήρωτα, επειδή δεν υπάρχουν επαρκή διαθέσιμα ποσά για την πληρωμή της αμοιβής ή των εξόδων, σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 19 τα απλήρωτα αυτά ποσά καταβάλλονται από τη Δημοκρατία.
25. (1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) το δικαστήριο δύναται να επιδικάσει αποζημιώσεις σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο είχε ρευστοποιήσιμη περιουσία, σε περίπτωση κατά την οποία η ποινική διαδικασία η οποία άρχισε εναντίον του προσώπου σχετικά με τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος-
(α) Δεν κατέληξε σε καταδίκη˙ ή
(β) κατέληξε σε καταδίκη, αλλά κατόπιν έφεσης η καταδίκη ακυρώθηκε, χωρίς να αντικατασταθεί με καταδίκη για άλλο παρόμοιο αδίκημα.
(2) Η αξίωση για καταβολή αποζημιώσεων υποβάλλεται με αγωγή.
(3) Το δικαστήριο επιδικάζει αποζημιώσεις δυνάμει του εδαφίου (Ι) πιο πάνω αν ικανοποιηθεί ότι-
(α) Υπήρξε σοβαρή παράλειψη εκ μέρους οποιουδήποτε προσώπου το οποίο έλαβε μέρος στη διερεύνηση ή στη δίωξη του εν λόγω αδικήματος ή αδικημάτων και ότι η δίωξη δε θα άρχιζε ή δε θα συνεχιζόταν, αν δεν υπήρχε η εν λόγω παράλειψη˙και
(β) ο ενάγων υπέστη ουσιαστική ζημιά ως αποτέλεσμα οποιασδήποτε πράξης ή ενέργειας που έγινε σε σχέση με περιουσία του δυνάμει διατάγματος του δικαστηρίου το οποίο εκδόθηκε με βάση τα άρθρα 14 μέχρι 18, και των δύο περιλαμβανομένων.
(4) Το ποσό των αποζημιώσεων πρέπει να είναι δίκαιο, αφού το δικαστήριο λάβει υπόψη κατά του υπολογισμό των αποζημιώσεων όλα τα περιστατικά της υπόθεσης.
(5) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση όπου το δικαστήριο εκδίδει διάταγμα δήμευσης δυνάμει του άρθρου 28.
26. (1) Σε ποινική διαδικασία σχετικά με παροχή βοήθειας για διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 4 αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο, αν αποδείξει ότι σκόπευε να αποκαλύψει στη Μονάδα την υποψία ή την πεποίθησή του ή τα γεγονότα επί των οποίων στήριζε την υποψία ή την πεποίθησή του, σχετικά με τη συμφωνία ή τη διευθέτηση, και ότι η παράλειψη του να πράξει αυτό οφειλόταν σε λογική αιτία.
(2) Όταν πρόσωπο αποκαλύψει στη Μονάδα την υποψία ή την πεποίθησή του ότι ποσά ή επενδύσεις προέρχονται από γενεσιουργό αδίκημα ή χρησιμοποιούνται σε σχέση με αυτό, καθώς και οτιδήποτε άλλο επί του οποίου στηρίζει την εν λόγω υποψία ή πεποίθησή του, τότε-
(α) Η καλόπιστη αποκάλυψη δε λογίζεται ως παραβίαση οποιουδήποτε συμβατικού περιορισμού στην αποκάλυψη πληροφοριών˙ και δεν συνεπάγεται οποιουδήποτε είδους ευθύνης για το εν λόγω πρόσωπο˙ και
(β) αν το εν λόγω πρόσωπο προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια κατά παράβαση του άρθρου 4 και η αποκάλυψη αναφέρεται στην εν λόγω ενέργεια, το πρόσωπο αυτό δε διαπράττει αδίκημα κατά παράβαση των προνοιών του εν λόγω άρθρου, αν πληρούνται οι πιο κάτω διατάξεις:
(i) Η εν λόγω ενέργεια έγινε με τη συγκατάθεση του αστυνομικού ή της Μονάδας μετά την πιο πάνω αποκάλυψη˙ ή
(ii) αν η ενέργεια έγινε πριν από την αποκάλυψη, η αποκάλυψη έγινε αυτοβούλως και χωρίς καθυστέρηση, αμέσως μόλις παρασχέθηκε στον πληροφοριοδότη σχετική εύλογη ευκαιρία.
(γ) η μη εκτέλεση ή η καθυστέρηση της εκτέλεσης εντολής υπό του εν λόγω προσώπου, μετά από γραπτές οδηγίες της Μονάδας, σχετικά με ποσά ή επενδύσεις που αναφέρονται πιο πάνω, δε θα λογίζεται ως παράβαση οποιασδήποτε συμβατικής ή άλλης υποχρέωσης του εν λόγω προσώπου ή/και των εργοδοτών του.
(3) Σε περίπτωση όπου πρόσωπο κατά τον ουσιώδη χρόνο βρίσκεται υπό την εργοδοσία άλλου προσώπου του οποίου εργασίες εποπτεύονται από μια από τις Αρχές οι οποίες εγκαθιδρύονται δυνάμει του άρθρου 59 τα εδάφια (1) και (2) πιο πάνω εφαρμόζονται σε σχέση με αποκαλύψεις ή προτιθέμενες αποκαλύψεις στο λειτουργό συμμόρφωσης ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 69 και σύμφωνα με τη διαδικασία την οποία ο εργοδότης ήθελε καθιερώσει για σκοπούς τέτοιων αποκαλύψεων και θα έχουν την ίδια συνέπεια όπως και οι αποκαλύψεις ή προτιθέμενες αποκαλύψεις στη Μονάδα.
27. (1) Πρόσωπο το οποίο-
(α) Γνωρίζει, ή έχει εύλογη υποψία ότι άλλο πρόσωπο ενέχεται σε διάπραξη αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας˙ και
(β) οι πληροφορίες πάνω στις οποίες βασίζεται η γνώση ή η εύλογη υποψία περιήλθαν στην αντίληψή του κατά τη διάρκεια της απασχόλησής, του επαγγέλματος ή της επιχείρησής του που εμπίπτει στις υπόχρεες οντότητες όπως αυτές καθορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 2Α· διαπράττει αδίκημα αν δεν αποκαλύψει τις εν λόγω πληροφορίες στη Μονάδα μετά που περιέρχονται στην αντίληψή του, όταν αυτό είναι ευλόγως δυνατό.
(2) (α) Η παράλειψη αποκάλυψης πληροφορίας η οποία έχει περιέλθει σε γνώση δικηγόρου και αποτελεί προνομιούχα πληροφορία δε συνιστά αδίκημα.
(β) Η ύπαρξη εύλογης εξήγησης ή δικαιολογίας για τη μη αποκάλυψη πληροφοριών αποτελεί υπεράσπιση.
(3) Ποινική δίωξη εναντίον προσώπου για διάπραξη των αδικημάτων που αναφέρονται στο εδάφιο (1), άρχεται ύστερα από ρητή έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα.
(4) Αδίκημα βάσει του παρόντος άρθρου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές.
28. (1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) και ύστερα από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, δικαστήριο το οποίο έχει καταδικάσει πρόσωπο για γενεσιουργό αδίκημα δύναται να εκδώσει διάταγμα δήμευσης δυνάμει του άρθρου 8 εναντίον κατηγορουμένου o οποίος έχει διαφύγει ή αποθάνει.
(1Α) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) και ύστερα από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, δικαστήριο ενώπιον του οποίου έχει αρχίσει ποινική διαδικασία εναντίον προσώπου για διάπραξη καθορισμένου αδικήματος, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε ποινική καταδίκη αν ο κατηγορούμενος ήταν σε θέση να παραστεί στη δίκη, αλλά λόγω ασθένειας ή φυγής του δεν κατέστη δυνατή η εκδίκαση, δύναται να εκδώσει διάταγμα δήμευσης δυνάμει του άρθρου 8 εναντίον του εν λόγω προσώπου:
(2) Ο Γενικός Εισαγγελέας παρουσιάζει, μαζί με την αίτησή του δυνάμει δυνάμει των εδαφίων (1) ή (1Α) ή εντός της προθεσμίας την οποία ορίζει το δικαστήριο, έκθεση ισχυρισμών στην οποία εκτίθενται γεγονότα και στοιχεία σχετικά με την έρευνα για τη διαπίστωση τυχόν εσόδων του κατηγορουμένου από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος ή με τον υπολογισμό των εν λόγω εσόδων.
(3) Το Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα δήμευσης δυνάμει δυνάμει των εδαφίων (1) ή (1Α)-
(α) Εκτός αν ικανοποιηθεί ότι ο Γενικός Εισαγγελέας έχει καταβάλει εύλογες προσπάθειες να επικοινωνήσει μαζί του˙ και
(β) δόθηκε σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο δυνατό να επηρεαστεί από την έκδοση διατάγματος δήμευσης, η ευκαιρία να παρουσιάσει τους λόγους του ενώπιον του δικαστηρίου.
(4) Σε περίπτωση κατά την οποία δικαστήριο έχει εκδώσει διάταγμα δήμευσης δυνάμει του άρθρου αυτού και ο κατηγορούμενος εμφανίζεται σε μεταγενέστερο στάδιο ενώπιον του δικαστηρίου για σκοπούς επιβολής ποινής ή εκδίκασης της υπόθεσης σε σχέση με το ίδιο αδίκημα, το εδάφιο (1) του άρθρου 8 του Νόμου αυτού δεν εφαρμόζεται στην έκταση που η εμφάνιση αφορά το ίδιο αδίκημα.
(5) Το δικαίωμα του κατηγορουμένου να εκπροσωπείται από δικηγόρο δεν επηρεάζεται.
29. (1) Το άρθρο αυτό εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου το δικαστήριο έχει εκδώσει διάταγμα δήμευσης δυνάμει του άρθρου 28 σε σχέση με κατηγορούμενο ο οποίος ήταν ασθενής ή είχε διαφύγει και ο οποίος έχει μεταγενέστερα επιστρέψει.
(2) Το δικαστήριο ύστερα από αίτηση του κατηγορούμενου, και αφού ακούσει τις απόψεις του Γενικού Εισαγγελέα, δύναται να ακυρώσει το διάταγμα δήμευσης αν ήθελε τούτο κρίνει σκόπιμο και δίκαιο.
30. (1) Το άρθρο αυτό εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου το δικαστήριο έχει εκδώσει διάταγμα δήμευσης δυνάμει του άρθρου 28 σε σχέση με κατηγορούμενο ο οποίος ήταν ασθενής ή είχε διαφύγει και ο οποίος έχει μεταγενέστερα επιστρέψει.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι-
(α) Η αξία των εσόδων από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος σε σχέση με την περίοδο στην οποία ο υπολογισμός είχε γίνει˙ ή
(β) το ποσό το οποίο δυνατό να ερευστοποιείτο όταν εκδόθηκε διάταγμα δήμευσης ήταν μικρότερο από το ποσό του διατάγματος δήμευσης,
ο κατηγορούμενος δύναται να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο για εξέταση των πιο πάνω ισχυρισμών του.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο, εν όψει της μαρτυρίας, αποδέχεται τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου-
(α) Προβαίνει σε νέο υπολογισμό δυνάμει του άρθρου 7˙ και
(β) δύναται, αν το κρίνει δίκαιο έχοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, να τροποποιήσει το ποσό του διατάγματος δήμευσης.
31. (1) Δικαστήριο ενώπιον του οποίου διεξάγεται διαδικασία-
(α) Για έκδοση διατάγματος κράτησης δυνάμει του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου εναντίον προσώπου για το οποίο υπάρχει μαρτυρία ότι έχει διαπράξει καθορισμένο αδίκημα δυνάμει του άρθρου 3˙ ή
(β) για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού εναντίον προσώπου για το οποίο υπάρχει μαρτυρία ότι έχει διαπράξει καθορισμένο αδίκημα, εφόσον δεν έχει αρχίσει εντός της Δημοκρατίας ποινική διαδικασία εναντίον του προσώπου αυτού για διάπραξη του εν λόγω αδικήματος,
δύναται να διατάξει όπως η εν λόγω διαδικασία διεξαχθεί στην απουσία εκπροσώπων του Τύπου και μέσων μαζικής ενημέρωσης ή άλλων μη απευθείας ενδιαφερομένων ή επηρεαζομένων από τη διαδικασία προσώπων και να απαγορεύσει τη δημοσιοποίηση πληροφοριών σχετικά με την εν λόγω διαδικασία.
(2) Πρόσωπο το οποίο προβαίνει σε δημοσιοποίηση πληροφοριών κατά παράβαση οδηγιών του δικαστηρίου δυνάμει του εδαφίου (1), διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση ενός έτους ή με χρηματική ποινή δύο χιλιάδων ευρώ (2000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(3) Ποινική δίωξη δυνάμει του άρθρου αυτού δεν άρχεται χωρίς τη ρητή έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα.