ΕΠΕΙΔΗ η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Μέρος ΙΙ του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας διασφαλίζουν θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ για την εκπλήρωση της δέσμευσης της Δημοκρατίας να συμμορφώνεται με Αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπως απαιτεί το Άρθρο 46 της Σύμβασης, δεν αρκεί πάντοτε η καταβολή αποζημίωσης που δυνατόν το εν λόγω Δικαστήριο να έχει επιδικάσει σε επιτυχόντα αιτητή για παραβίαση της Σύμβασης και η υιοθέτηση γενικών μέτρων που να αποτρέπουν παρόμοιες παραβιάσεις αλλά, σε ορισμένες περιπτώσεις, απαιτείται πρόσθετα, υπό το φως Απόφασης του Δικαστηρίου, η κατά το δυνατόν αποκατάσταση επιτυχόντος αιτητή που καταδικάστηκε σε ποινική υπόθεση για την οποία διαγνώσθηκαν παραβιάσεις,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ σύμφωνα με το Άρθρο 35 του Συντάγματος οι νομοθετικές, εκτελεστικές και δικαστικές αρχές της Δημοκρατίας υποχρεούνται όπως στα όρια των δικών τους αρμοδιοτήτων διασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του Μέρους ΙΙ του Συντάγματος σχετικά με τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ για να υπάρξει αποτελεσματική εφαρμογή θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών κατά τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 35 του Συντάγματος είναι πιθανό να απαιτείται η, κατά το δυνατόν, αποκατάσταση από τα δικαστήρια της Δημοκρατίας επιτυχόντος αιτητή, ο οποίος καταδικάστηκε σε ποινική υπόθεση σε ορισμένες περιπτώσεις που υπό το φως Απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η καταδίκη αυτού δυνατό να καθίσταται ασυμβίβαστη με την αποτελεσματική εφαρμογή και διασφάλιση του δικαιώματος δίκαιης δίκης ή/και άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών από τα δικαστήρια της Δημοκρατίας,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ σε ατομικές προσφυγές κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διέγνωσε παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης και άλλων δικαιωμάτων της Σύμβασης για ποινικές υποθέσεις στις οποίες καταδικάστηκαν επιτυχόντες αιτητές,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ είναι αναγκαία η νομοθετική ρύθμιση διάφορων θεμάτων που αφορούν τη δυνατότητα αποκατάστασης επιτυχόντος αιτητή από τα δικαστήρια της Δημοκρατίας για την αποτελεσματική εφαρμογή και διασφάλιση του δικαιώματος δίκαιης δίκης ή/και άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών και για τη συμμόρφωση της Δημοκρατίας με Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε ορισμένες περιπτώσεις καταδίκης σε ποινική υπόθεση για την οποία διαγνώσθηκαν παραβιάσεις,
Για όλους αυτούς τους λόγους η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων - Αποκατάσταση Προσώπων που Καταδικάστηκαν σε Ποινικές Υποθέσεις (Αποτελεσματική Εφαρμογή Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών) Νόμος του 2015.
2. Στον παρόντα Νόμο εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -
«αίτημα» σημαίνει αίτημα που υποβάλλεται στο Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 3 για εξέταση καταδίκης σε ποινική υπόθεση·
«Ανώτατο Δικαστήριο» σημαίνει την ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου ή οποιοδήποτε δικαστή ή δικαστές αυτού, όπως κατά περίπτωση αποφασίζεται από την ολομέλεια αυτού·
«αποκατάσταση» σημαίνει αποκατάσταση κατά το δυνατό στην κατάσταση στην οποία, υπό το φως Απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που εξετάζεται από το Ανώτατο Δικαστήριο για τους σκοπούς των άρθρων 4, 5 και 6, το πρόσωπο που καταδικάστηκε στη σχετική ποινική υπόθεση θα ήταν, αν είχαν τηρηθεί οι απαιτήσεις της Σύμβασης, τις οποίες το πιο πάνω Δικαστήριο διέγνωσε ότι παραβιάστηκαν στην υπόθεση, προκειμένου να τεθεί τέρμα στην παραβίαση που διέγνωσε το Δικαστήριο και στις συνέπειές της για το εν λόγω πρόσωπο και να υπάρξει συμμόρφωση της Δημοκρατίας με την Απόφαση·
«απόφαση, διάταγμα ή οδηγίες» σημαίνει απόφαση, διάταγμα ή οδηγίες που εκδίδονται από το Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 6·
«Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» σημαίνει την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που αναφέρεται στη παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 3·
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία.
«διαδικασία ποινικής υπόθεσης» σημαίνει κάθε διαδικασία εξέτασης ποινικής υπόθεσης από τα δικαστήρια της Δημοκρατίας εναντίον οποιουδήποτε προσώπου κατηγορούμενου ενώπιόν τους, σε όλα τα στάδια της εξέτασής της πρωτόδικα, κατ’ έφεση και σε παραπομπή νομικού ζητήματος και περιλαμβάνει τις διαδικασίες δίκης πρωτόδικα κατ’ έφεση και σε παραπομπή νομικού ζητήματος, όπως και κάθε διαδικασία σε όλα τα στάδια διεξαγωγής ποινικής ανάκρισης η οποία οδήγησε στην εξέταση της ποινικής υπόθεσης από τα δικαστήρια και κάθε διαδικασία, δικαστική ή μη σε σχέση με την προσαγωγή σε δίκη του πιο πάνω προσώπου·
«ποινική ανάκριση» σημαίνει ανάκριση για τη διάπραξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος, η οποία διεξάγεται από την Αστυνομία ή άλλο εξουσιοδοτημένο ανακριτή δυνάμει του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται ή οποιωνδήποτε άλλων εκάστοτε σε ισχύ νόμων και Κανονισμών·
«παραπομπή νομικού ζητήματος» σημαίνει παραπομπή νομικού ζητήματος στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«ποινική υπόθεση» σημαίνει υπόθεση, στην οποία τα δικαστήρια της Δημοκρατίας εξέτασαν τη διάπραξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος κατά παράβαση οποιουδήποτε νόμου ή δευτερογενούς νομοθεσίας από οποιοδήποτε πρόσωπο κατηγορούμενο ενώπιόν τους για διάπραξη του εν λόγω αδικήματος και εξέδωσαν τελική απόφαση καταδικάζοντας το εν λόγω πρόσωπο για το αδίκημα είτε πρωτόδικα, είτε κατ’ έφεση κατά καταδίκης ή/και ποινής ή κατά αθωωτικής απόφασης, είτε σε παραπομπή νομικού ζητήματος.
«Σύμβαση» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που κυρώθηκε με τον περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικό) Νόμο του 1962 και περιλαμβάνει τα Πρωτόκολλα αυτής, τα οποία έχουν κυρωθεί ή εκάστοτε κυρώνονται με νόμο της Δημοκρατίας.
3. (1) Πρόσωπο που καταδικάστηκε σε ποινική υπόθεση με τελική δικαστική απόφαση δύναται να υποβάλει γραπτώς αίτημα στο Ανώτατο Δικαστήριο για εξέταση δυνάμει των άρθρων 4 και 5 της καταδίκης του και για την έκδοση απόφασης, διατάγματος ή οδηγιών σε περίπτωση που -
(α) με τελεσίδικη Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε ατομική προσφυγή στην οποία το πρόσωπο αυτό ήταν επιτυχών αιτητής, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διέγνωσε ότι στη σχετική ποινική υπόθεση παραβιάστηκε το δικαίωμα δίκαιης δίκης ή άλλο θεμελιώδες δικαίωμα ή ελευθερία λόγω της καταδίκης του ή λόγω σοβαρών σφαλμάτων, ελλείψεων ή παρατυπιών στη διαδικασία ποινικής υπόθεσης, οι οποίες σχετίζονται με την καταδίκη του ή λόγω άλλων σοβαρών παραβιάσεων που σχετίζονται με αυτή, και
(β) το αναφερόμενο στην παράγραφο (α) αίτημα υποβάλλεται εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη τελεσίδικη η Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
(2) Το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να απορρίψει αίτημα χωρίς περαιτέρω εξέταση, σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις ή/και δεν τηρούνται οι προθεσμίες που καθορίζονται στο εδάφιο (1) για την υποβολή αιτήματος:
4. (1) Το Ανώτατο Δικαστήριο για σκοπούς διασφάλισης της αποτελεσματικής εφαρμογής θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών και απονομής δικαιοσύνης, στις περιπτώσεις και υπό τις περιστάσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 5 δύναται, κατόπιν αιτήματος υποβληθέντος δυνάμει του άρθρου 3, να εξετάσει την καταδίκη σε ποινική υπόθεση και να εκδώσει απόφαση, διάταγμα ή οδηγίες για την κατά το δυνατόν επίτευξη, στις εν λόγω περιπτώσεις και υπό τις εν λόγω περιστάσεις, αποκατάστασης από τα δικαστήρια της Δημοκρατίας του προσώπου που καταδικάστηκε.
(2) Το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να εξετάσει καταδίκη και να εκδώσει απόφαση, διάταγμα ή οδηγίες, μόνο σε περίπτωση που κατ’ αρχήν κρίνει ότι, υπό το φως της Απόφασης και των ευρημάτων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εκ πρώτης όψεως εγείρεται για το πρόσωπο που καταδικάστηκε θέμα αποκατάστασης αυτού από τα δικαστήρια της Δημοκρατίας, η οποία δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί χωρίς την έκδοση απόφασης, διατάγματος ή οδηγιών και ότι το εν λόγω θέμα χρήζει περαιτέρω εξέτασης σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 5.
5. (1) Το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την άσκηση της δυνάμει του άρθρου 4 εξουσίας του, εξετάζει κατά πόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση υπό το φως -
(α) της Απόφασης και των ευρημάτων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,
(β) της τελικής καταδικαστικής απόφασης και του περιεχομένου του φακέλου του δικαστηρίου που την εξέδωσε, και
(γ) του περιεχομένου οποιωνδήποτε άλλων φακέλων της σχετικής ποινικής υπόθεσης το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνει σχετικό να εξετάσει,
ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου για την έκδοση απόφασης, διατάγματος ή οδηγιών και σε αυτή την περίπτωση εξετάζει κάθε τι σχετικό με την έκδοσή τους, λαμβάνοντας υπόψη τις πιο πάνω δικαστικές αποφάσεις και ευρήματα, καθώς και το περιεχόμενο του πιο πάνω φακέλου ή φακέλων.
(2) Σε περίπτωση που το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνει ότι δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου, εκδίδει απόφαση με την οποία διαπιστώνει ότι δεν πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις.
(3) Το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να εκδώσει απόφαση, διάταγμα ή οδηγίες σε περίπτωση που πρόσωπο λόγω των παραβιάσεων που διαγνώσθηκαν για την ποινική υπόθεση στην οποία καταδικάστηκε συνεχίζει να υπόκειται σε σοβαρές αρνητικές συνέπειες για τις οποίες η καταβολή αποζημίωσης δεν αποτελεί επαρκή θεραπεία και στην περίπτωσή του συντρέχει οποιοσδήποτε από τους λόγους που προβλέπονται πιο κάτω ένεκεν των οποίων απαιτείται αποκατάσταση αυτού από τα δικαστήρια της Δημοκρατίας και κατά το δυνατόν επίτευξη της εν λόγω αποκατάστασης με απόφαση, διάταγμα ή οδηγίες. οι λόγοι για τους οποίους είναι δυνατό να απαιτείται αποκατάσταση έχουν ως ακολούθως:
(α) Εγείρονται σοβαρές αμφιβολίες για τη καταδίκη του εν λόγω προσώπου λόγω σοβαρών σφαλμάτων, παρατυπιών ή ελλείψεων κατά παράβαση της Σύμβασης, τις οποίες διέγνωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για διαδικασία ποινικής υπόθεσης, ή
(β) το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διέγνωσε στην απόφασή του παραβίαση της Σύμβασης, λόγω καταδίκης του πιο πάνω προσώπου για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος με πράξεις ή παραλείψεις ή συμπεριφορά που, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, αποτελούν νόμιμη άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων ή ελευθεριών, ή
(γ) προκύπτει από την Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων οποιοσδήποτε άλλος ανάλογα σοβαρός λόγος σε σχέση με την καταδίκη του εν λόγω προσώπου, για τον οποίο απαιτείται η αποκατάσταση αυτού.
6. (1) Σε περίπτωση που το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνει ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του εδαφίου (3) του άρθρου 5, δύναται να εκδώσει κάθε απόφαση, διάταγμα ή οδηγία την οποία κρίνει υπό τις περιστάσεις αναγκαία για την κατά το δυνατόν επίτευξη αποκατάστασης από τα δικαστήρια της Δημοκρατίας του προσώπου που καταδικάστηκε, λαμβανομένων υπόψη των σφαλμάτων, παρατυπιών ή ελλείψεων κατά παράβαση της Σύμβασης, οι οποίες δυνατό να διαγνώστηκαν για διαδικασία ποινικής υπόθεσης ή/και των παραβιάσεων οι οποίες τυχόν να διαγνώσθηκαν λόγω της καταδίκης ή σε σχέση με αυτή και των ευρημάτων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τα πιο πάνω, και δύναται μεταξύ άλλων -
(α) να ακυρώσει την τελική δικαστική απόφαση με την οποία το πρόσωπο καταδικάστηκε κατ’ έφεση ή πρωτόδικα ή σε παραπομπή νομικού ζητήματος, ανάλογα με τη περίπτωση, προκειμένου να υπάρξει αποκατάσταση του προσώπου που καταδικάστηκε.
(β) να ακυρώσει την τελική δικαστική απόφαση με την οποία το πρόσωπο καταδικάστηκε και να διατάξει όπως-
(i) το δικαστήριο που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση κατ’ έφεση ή πρωτόδικα ή σε παραπομπή νομικού ζητήματος, ανάλογα με τη περίπτωση, εκδικάσει εκ νέου την υπόθεση στην οποία εξέδωσε την εν λόγω απόφαση ή όπως εκδικάσει εκ νέου την εν λόγω υπόθεση οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο δικαστήριο, και
(ii) το δικαστήριο που θα εκδικάσει εκ νέου την υπόθεση προβεί στην εκδίκαση, λαμβανομένων υπόψη των σφαλμάτων, παρατυπιών ή ελλείψεων που δυνατόν να διέγνωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για οποιαδήποτε διαδικασία ποινικής υπόθεσης ή/και των τυχόν παραβιάσεων λόγω της καταδίκης ή σε σχέση με αυτή, και των τυχόν ευρημάτων του εν λόγω Δικαστηρίου για τα πιο πάνω, προκειμένου να υπάρξει αποκατάσταση του προσώπου που καταδικάστηκε.
(γ) να ακυρώσει την τελική δικαστική απόφαση με την οποία το πρόσωπο καταδικάστηκε κατ’ έφεση ή πρωτόδικα ή σε παραπομπή νομικού ζητήματος, ανάλογα με την περίπτωση και να εκδικάσει το ίδιο εκ νέου την υπόθεση στην οποία εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, λαμβανομένων υπόψη των σφαλμάτων, παρατυπιών ή ελλείψεων που δυνατό το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να έχει διαγνώσει για οποιαδήποτε διαδικασία ποινικής υπόθεσης ή/και των τυχόν παραβιάσεων λόγω της καταδίκης ή σε σχέση με αυτήν και των τυχόν ευρημάτων του εν λόγω Δικαστηρίου ως προς τα πιο πάνω, προκειμένου να υπάρξει αποκατάσταση του προσώπου που καταδικάστηκε.
(2) Το Ανώτατο Δικαστήριο διαβιβάζει οποιαδήποτε απόφαση, διάταγμα ή οδηγίες εκδίδει δυνάμει του εδαφίου (1) στο πρόσωπο που καταδικάστηκε στη σχετική ποινική υπόθεση.
(3) Το Ανώτατο Δικαστήριο διαβιβάζει στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αντίγραφο κάθε απόφασης, διατάγματος ή οδηγιών που εκδίδονται δυνάμει του εδαφίου (1).
7. Το Ανώτατο Δικαστήριο ενημερώνει το πρόσωπο που υποβάλλει αίτημα στις πιο κάτω περιπτώσεις:
(α) Σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματός του για οποιοδήποτε λόγο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου,
(β) σε περίπτωση που, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 4, το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνει ότι εκ πρώτης όψεως εγείρεται για το πρόσωπο που καταδικάστηκε θέμα αποκατάστασής του, η οποία δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί χωρίς την έκδοση απόφασης, διατάγματος ή οδηγιών και ότι το εν λόγω θέμα χρήζει περαιτέρω εξέτασης σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 5, και
(γ) σε περίπτωση που το Ανώτατο Δικαστήριο εκδίδει απόφαση δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 5, με την οποία διαπιστώνει ότι δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του εδαφίου (3) του πιο πάνω άρθρου για την έκδοση απόφασης, διατάγματος ή οδηγιών.
8. Σε περίπτωση που το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνει δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 6, καταδικαστική απόφαση δυνάμει της οποίας το πρόσωπο που υπέβαλε το αίτημα εκτίει ποινή φυλάκισης, το εν λόγω πρόσωπο αφήνεται αμέσως ελεύθερο:
9. (1) Το Ανώτατο Δικαστήριο διαβιβάζει αντίγραφο κάθε υποβαλλόμενου αιτήματος στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
(2) Το Ανώτατο Δικαστήριο ενημερώνει το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, στις πιο κάτω περιπτώσεις:
(α) Σε περίπτωση απόρριψης αιτήματος για οποιοδήποτε λόγο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(β) σε περίπτωση που, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 4, κρίνει ότι εγείρεται εκ πρώτης όψεως θέμα αποκατάστασης για το πρόσωπο που καταδικάστηκε, η οποία δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί χωρίς την έκδοση απόφασης, διατάγματος ή οδηγιών και ότι το εν λόγω θέμα χρήζει περαιτέρω εξέτασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 5.
(γ) σε περίπτωση που το Ανώτατο Δικαστήριο εκδίδει απόφαση δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 5, με την οποία διαπιστώνει ότι δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του εδαφίου (3) του πιο πάνω άρθρου για την έκδοση απόφασης, διατάγματος ή οδηγιών.
10. Καμία διάταξη του παρόντος Νόμου δεν επηρεάζει την άσκηση της εξουσίας αναστολής ποινής φυλάκισης δυνάμει της παραγράφου 4 του Άρθρου 53 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας ενόσω εξετάζεται αίτημα δυνάμει του παρόντος Νόμου ή/και η καταδίκη προσώπου που εκτίει ποινή φυλάκισης δυνάμει της καταδικαστικής απόφασης στη σχετική ποινική υπόθεση, ή εν πάση περιπτώσει, την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας δυνάμει της πιο πάνω παραγράφου του Άρθρου 53 του Συντάγματος.
11. Το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να εκδίδει διαδικαστικούς κανονισμούς για τον καθορισμό κάθε δικονομικού ζητήματος και πρακτικής για το οποίο δεν γίνεται ειδική πρόβλεψη στον παρόντα Νόμο.
12. (1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(2) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται και σε περίπτωση που η Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατέστη τελεσίδικη πριν την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του, δεδομένου ότι υποβάλλεται σχετικό αίτημα δυνάμει του άρθρου 3, εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του, εκτός αν το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνει ότι, υπό τις περιστάσεις, δεν ήταν εύλογα δυνατόν το αίτημα να υποβληθεί εντός της πιο πάνω προθεσμίας.