Προοίμιο

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Συνοπτικός τίτλος

1. O παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Σύστασης και Λειτουργίας της Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς Νόμος του 2022.

Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«αξιωματούχος» σημαίνει πρόσωπο το οποίο αναλαμβάνει ή ανέλαβε οποιοδήποτε λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση προβλέπεται ή καθιδρύεται δυνάμει του Συντάγματος ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου∙

«Αρχή» σημαίνει την Ανεξάρτητη Αρχή κατά της Διαφθοράς, η οποία καθιδρύεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 3∙

«Αστυνομία» σημαίνει την Αστυνομία Κύπρου∙

«Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων» ή «ΓΚΠΔ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)»∙

«δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τις διατάξεις του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα από Αρμόδιες Αρχές για τους Σκοπούς της Πρόληψης, Διερεύνησης, Ανίχνευσης ή Δίωξης Ποινικών Αδικημάτων ή της Εκτέλεσης Ποινικών Κυρώσεων και για την Ελεύθερη Κυκλοφορία των Δεδομένων αυτών Νόμου∙

«δημόσιος λειτουργός» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα∙

«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·

«δημόσιος τομέας» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο «δημόσια υπηρεσία» στο Άρθρο 122 του Συντάγματος και περιλαμβάνει κάθε ανεξάρτητη υπηρεσία ή αρχή για την οποία γίνεται πρόνοια στον κρατικό προϋπολογισμό, την Αστυνομία, την Πυροσβεστική Υπηρεσία Κύπρου, τη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία και τον Στρατό της Δημοκρατίας, καθώς και αξιωματούχους και δημόσιους λειτουργούς∙

«Επίτροπος Διαφάνειας» σημαίνει τον Επίτροπο Διαφάνειας που διορίζεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 3·

«ευρύτερος δημόσιος τομέας» σημαίνει νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου ή οργανισμό δημόσιου δικαίου, περιλαμβανομένων των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης, ή οποιονδήποτε άλλο οργανισμό δημόσιου δικαίου χωρίς νομική προσωπικότητα, που θεσμοθετείται με Νόμο προς το δημόσιο συμφέρον, τα κεφάλαια του οποίου είτε παρέχονται είτε είναι εγγυημένα από τη Δημοκρατία και περιλαμβάνει νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και κρατική ή ημικρατική εταιρεία, όπως οι όροι αυτοί ερμηνεύονται στον περί του Ασυμβιβάστου προς την Άσκηση των Καθηκόντων Ορισμένων Αξιωματούχων της Δημοκρατίας Ορισμένων Επαγγελματικών και Άλλων Συναφών Δραστηριοτήτων τους Νόμο∙

«θεμελιώδεις αρχές κατά της διαφθοράς» σημαίνει την αρχή ή τις αρχές της διαφάνειας, της λογοδοσίας, της αποτροπής της σύγκρουσης συμφέροντος και της χρηστής διοίκησης∙

«ιδιωτικός τομέας» σημαίνει φυσικό πρόσωπο και νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου ή οργανισμό ιδιωτικού δικαίου∙

«κομματικό αξίωμα» σημαίνει θέση στην ανώτατη οργανωτική δομή πολιτικού κόμματος ο κάτοχος της οποίας, με βάση το καταστατικό αυτού, επηρεάζει άμεσα τη διαμόρφωση πολιτικών ή εμπλέκεται άμεσα στην άσκηση πολιτικής εξουσίας ή στην οικονομική διαχείριση του κόμματος∙

«λειτουργός επιθεώρησης» σημαίνει πρόσωπο το οποίο ορίζεται ως λειτουργός επιθεώρησης ελέγχου από την Αρχή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 13∙

«μέλος της Αρχής» σημαίνει τον Επίτροπο Διαφάνειας ή/και τα μέλη της Αρχής που διορίζονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 3∙

«πληροφορία» σημαίνει κάθε μορφής γραπτή ή προφορική πληροφορία ή έγγραφα και περιλαμβάνει πληροφορία σε ηλεκτρονική μορφή∙

«πράξεις διαφθοράς» σημαίνει τα αδικήματα που προβλέπονται στον περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικό) Νόμο, στον περί του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικό) Νόμο, στον περί Πρόληψης Διαφθοράς Νόμο, στον περί Αθέμιτης Κτήσης Περιουσιακού Οφέλους από Αξιωματούχους και Λειτουργούς του Δημοσίου Νόμο, τα αδικήματα που περιλαμβάνονται στον Ποινικό Κώδικα τα οποία εμπεριέχουν το στοιχείο του δεκασμού ή της κατάχρησης εξουσίας ή εμπιστοσύνης ή στρέφονται εναντίον της άσκησης νόμιμης εξουσίας, καθώς και οποιαδήποτε άλλα αδικήματα τα οποία εκ φύσεως συνιστούν πράξη διαφθοράς.

Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς

3.-(1) Καθιδρύεται η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου Ανεξάρτητη Αρχή κατά της Διαφθοράς, η οποία έχει τις εξουσίες και αρμοδιότητες που παρέχονται σε αυτή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου.

(2) Η Αρχή συγκροτείται από τον Επίτροπο Διαφάνειας και τέσσερα (4) μέλη, τα οποία διορίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, σύμφωνα με την καθοριζόμενη στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (3) διαδικασία, βάσει της οποίας προτείνεται τριπλάσιος αριθμός για τη θέση του Επιτρόπου Διαφάνειας και τριπλάσιος αριθμός για τη θέση των τεσσάρων (4) μελών αυτής.

(3)(α) Συστήνεται Γνωμοδοτικό Συμβούλιο για την κατάρτιση καταλόγου υποψηφίων προς διορισμό στην Αρχή, το οποίο ενεργεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (γ), το οποίο απαρτίζεται από-

(i) έναν (1) αφυπηρετήσαντα δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο οποίος διορίζεται ύστερα από εισήγηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου,

(ii) τον πρόεδρο της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών,

(iii) τον πρόεδρο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου,

(iv) τον πρόεδρο του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου, και

(v) τον πρόεδρο της Συνόδου των Πρυτάνεων των Κυπριακών Πανεπιστημίων.

(β) Καθήκοντα προέδρου του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου ασκεί ο διορισθείς αφυπηρετήσας Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου και, σε περίπτωση απουσίας ή προσωρινής ανικανότητάς του, τα καθήκοντά του ασκεί ο πρόεδρος της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών.

(γ) Το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο, εντός σαράντα (40) ημερών από τη σύστασή του, καταρτίζει κατάλογο με τα ονόματα προσώπων που έχουν τα προσόντα και πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου προς διορισμό στην Αρχή, κατά αλφαβητική σειρά, ο αριθμός των οποίων είναι τριπλάσιος του αριθμού των προβλεπόμενων μελών της Αρχής, τον οποίο υποβάλλει στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών, Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, μαζί με βιογραφικό σημείωμα εκάστου περιλαμβανόμενου στον κατάλογο προσώπου, και, ύστερα από ενημέρωση και συζήτηση με την εν λόγω επιτροπή, σε κεκλεισμένων των θυρών συνεδρία της, με απόλυτη εμπιστευτικότητα, υποβάλλει τον εν λόγω κατάλογο στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

(δ) Από την ανάληψη των καθηκόντων του έκαστο μέλος του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου δίδει γραπτή διαβεβαίωση ότι δεν έχει οποιοδήποτε οικονομικό ή άλλο συμφέρον, άμεσο ή έμμεσο, ή οποιαδήποτε άλλη ιδιάζουσα σχέση ή οποιαδήποτε εξ αίματος συγγένεια μέχρι τέταρτου (4ου) βαθμού ή εξ αγχιστείας συγγένεια μέχρι δευτέρου (2ου) βαθμού με πρόσωπο το οποίο προτείνεται για διορισμό:

Νοείται ότι, σε περίπτωση ύπαρξης τέτοιας σχέσης, το μέλος του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου οφείλει να αποκαλύψει το συμφέρον, τη σχέση ή τη συγγένεια αυτή και να αποσυρθεί από τη σχετική συνεδρία.

(4) Ο Επίτροπος Διαφάνειας προΐσταται της Αρχής και εκτελεί χρέη προέδρου αυτής.

(5) Τα μέλη της Αρχής διορίζονται για περίοδο έξι (6) ετών χωρίς δυνατότητα επαναδιορισμού τους.

(6)(α) Σε περίπτωση κατά την οποία μέλος της Αρχής κωλύεται προσωρινά να ασκήσει τα καθήκοντά του, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δύvαται vα διoρίσει πρoσωριvά άλλο πρόσωπo για να εκτελεί τα καθήκovτα αυτού καθ’ όλη τη διάρκεια προσωρινής απουσίας του:

Νοείται ότι, ο διορισμός αυτός τερματίζεται αμέσως με την επιστροφή του μέλους της Αρχής στην άσκηση των καθηκόντων του.

(β) Το μέλος της Αρχής το οποίο διορίζεται δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) πρέπει να πληροί τις προβλεπόμενες στο άρθρο 5 προϋποθέσεις και για τον διορισμό του ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στα εδάφια (2) και (3).

(7) Τα μέλη της Αρχής καταθέτουν μέσα σε τρεις (3) μήνες από τον διορισμό τους και ανά τριετία από τον χρόνο διορισμού τους και καθ’ όσον χρόνο κατέχουν τη θέση τους δήλωση περιουσιακών στοιχείων στο προβλεπόμενο από τις διατάξεις του περί Ορισμένων Δημόσια Εκτεθειμένων Προσώπων και Ορισμένων Αξιωματούχων της Κυπριακής Δημοκρατίας (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) Νόμου συμβούλιο.

Λειτουργία της Αρχής

4.-(1) Ο πρόεδρος συγκαλεί τις συνεδρίες της Αρχής και προεδρεύει αυτών.

(2) Η Αρχή βρίσκεται σε απαρτία, όταν παρευρίσκονται τουλάχιστον τρία (3) μέλη της Αρχής.

(3) Οι αποφάσεις της Αρχής λαμβάνονται με πλειοψηφία των παρόντων μελών και, σε περίπτωση ισοψηφίας, ο πρόεδρος ή ο αναπληρών αυτόν έχει δευτέρα ή νικώσα ψήφο.

(4) Σε περίπτωση προσωρινής απουσίας ή προσωρινής αδυναμίας του προέδρου της Αρχής να εκτελέσει τα καθήκοντά του, καθήκοντα προέδρου εκτελεί το αρχαιότερο μέλος της Αρχής:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία τα μέλη της Αρχής διορίστηκαν κατά την ίδια ημερομηνία, καθήκοντα προέδρου εκτελεί το γηραιότερο εκ των τεσσάρων (4) μελών της Αρχής.

(5) Κατά τις συνεδρίες της Αρχής τηρoύvται πρακτικά στα οποία καταχωρίζονται τα διαμειφθέντα σε κάθε συνεδρία και κάθε παρόν μέλoς της Αρχής δύvαται vα ζητήσει όπως οι ουσιώδεις απόψεις τoυ ως πρoς απόφαση της Αρχής καταχωρισθούν στα πρακτικά, τα οποία αvαγιγvώσκovται και επικυρώνονται κατά τηv έvαρξη της αμέσως επoμέvης συνεδρίας και υπoγράφovται από τον πρόεδρo.

(6) Τα μέλη της Αρχής λαμβάνουν αποζημίωση και ωφελήματα, ως ήθελε καθoρίσει τo Υπoυργικό Συμβoύλιo, τα οποία δεν δύναται να διαφοροποιηθούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο κατά τη διάρκεια της θητείας τους.

(7) Η Αρχή για την ενάσκηση του έργου της έχει γραφείο, το προσωπικό του οποίου διορίζεται υπό τους όρους και κατά τη διαδικασία που καθορίζονται σε Κανονισμούς οι οποίοι εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 28.

Προσόντα, παραίτηση και παύση μελών της Αρχής

5.-(1) Ως μέλη της Αρχής διορίζονται πρόσωπα εγνωσμένου κύρους και ανωτάτου ηθικού επιπέδου, τα οποία είναι ικανά να συμβάλουν στην εκπλήρωση της αποστολής της Αρχής, εκ των οποίων ο Επίτροπος Διαφάνειας και μόνο ένα εκ των μελών είναι νομομαθείς με πολυετή πείρα και μόνο ένα εκ των μελών της είναι λογιστής ή ελεγκτής εγνωσμένου κύρους με πολυετή πείρα.

(2) Τα μέλη της Αρχής, πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους, δίδουν διαβεβαίωση ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι θα εκτελούν πιστά τα καθήκοντά τους.

(3) Ουδείς διορίζεται μέλος της Αρχής, σε περίπτωση κατά την οποία-

(α) έχει καταδικαστεί για αδίκημα πoυ εvέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα.

(β) έχει κηρυχθεί σε πτώχευση σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου. ή

(γ) δεν έχει εκπληρώσει τις οφειλές του στο δημόσιο μέχρι και το έτος που προηγείται του αμέσως προηγούμενου έτους του διορισμού του.

(4) Τα μέλη της Αρχής διακρίνονται για τον επαγγελματισμό, την αποδοτικότητα, την αποτελεσματικότητα, το ήθος, τη διαγωγή, την υπευθυνότητα, την ευσυνειδησία, την ακεραιότητα και την εντιμότητά τους.

(5)(α) Ουδείς διορίζεται ή παραμένει μέλoς της Αρχής, εάv έχει διατελέσει υπουργός ή υφυπουργός κατά τη διάρκεια θητείας του εν ενεργεία Προέδρου της Δημοκρατίας.

(β) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (α), ουδείς διορίζεται ή παραμένει μέλος της Αρχής, εάν κατά τα δύο (2) τελευταία έτη πριν από τo διoρισμό τoυ-

(i) διατελεί ή έχει διατελέσει-

(αα) υπoυργός,

(ββ) υφυπουργός,

(γγ) βoυλευτής,

(δδ) ευρωβουλευτής,

(εε) δημόσιoς υπάλληλoς, δημόσιος εκπαιδευτικός λειτουργός, μέλος της Αστυνομίας, μέλος της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Κύπρου ή μέλος των Έvoπλων Δυvάμεων,

(στστ) δήμαρχος ή υπάλληλoς τoπικής αρχής ή voμικoύ πρoσώπoυ ή oργαvισμoύ κoιvής ωφελείας πoυ ιδρύθηκε με Νόμo για τo δημόσιo συμφέρov,

(ii) κατέχει ή κατείχε κομματικό αξίωμα.

(6) Τα μέλη της Αρχής κατά τη διάρκεια της θητείας τους δεν επιτρέπεται να κατέχουν οποιαδήποτε άλλη θέση ή αξίωμα στη Δημοκρατία και/ή να απασχολούνται σε οποιαδήποτε άλλη εργασία με αμοιβή.

(7) Μέλος της Αρχής κατά τη διάρκεια της θητείας του δύναται να υποβάλει γραπτώς την παραίτησή του προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η οποία δεν υπόκειται σε ανάκληση και έχει άμεση ισχύ χωρίς να απαιτείται να γίνει αποδεκτή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

(8) Μέλος της Αρχής κατά τη διάρκεια της θητείας του παύεται και αποχωρεί από τη θέση του κατά τον ίδιο τρόπο που παύεται ή αποχωρεί από τη θέση του δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ήτοι λόγω-

(α) πνευματικής ή σωματικής ανικανότητας ή αναπηρίας ή οποιασδήποτε άλλης ασθένειας το καθιστά ανίκανο να εκπληρώσει επαρκώς τα καθήκοντά του για μακρά χρονική περίοδο ή για το υπόλοιπο της θητείας του·

(β) ανάρμοστης συμπεριφοράς ή συστηματικής απουσίας ή αμέλειας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του·

(γ) καταδίκης του για ποινικό αδίκημα ατιμωτικό ή που ενέχει ηθική αισχρότητα, η οποία συνιστά κώλυμα διορισμού στη δημόσια υπηρεσία, ή καταδίκης του για ποινικό αδίκημα που σχετίζεται με την εκτέλεση των καθηκόντων του· ή

(δ) παράβασης των διατάξεων των άρθρων 16 ή 17.

(9) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση παραίτησης ή παύσης μέλους της Αρχής, όπως προβλέπεται στα εδάφια (7) ή (8) ή θανάτου μέλους της Αρχής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προβαίνει αμέσως σε διορισμό άλλου προσώπου για την εναπομείνασα θητεία αυτού, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 3.

(10) Τα μέλη της Αρχής συνεχίζουν να ασκούν τις αρμοδιότητες, τα καθήκοντα και τις εξουσίες της θέσης τους, ανεξαρτήτως της προσωρινής κένωσης θέσης μέλους της Αρχής.

(11) Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δύναται να παρατείνει τη θητεία των μελών της Αρχής για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες, σε περίπτωση που αυτό κρίνεται αναγκαίο για την ολοκλήρωση των διαδικασιών που άρχισαν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι, τα μέλη της Αρχής οφείλουν να ολοκληρώσουν τις εργασίες τους εντός του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.

Αποστολή της Αρχής

6.-(1) Αποστολή της Αρχής είναι η λήψη των αναγκαίων πρωτοβουλιών και ενεργειών για τη διασφάλιση της συνεκτικότητας και της αποτελεσματικότητας των δράσεων των υπηρεσιών του δημόσιου τομέα, του ευρύτερου δημόσιου τομέα και του ιδιωτικού τομέα σε θέματα πρόληψης και καταπολέμησης πράξεων διαφθοράς, καθώς και για τη διασφάλιση, κατά τον καλύτερο και αποδοτικότερο τρόπο, της εφαρμογής, προόδου, διαχείρισης και αξιολόγησης της εκάστοτε Εθνικής Στρατηγικής κατά της Διαφθοράς.

(2) Η Αρχή διερευνά, αυτεπάγγελτα ή ύστερα από υποβολή καταγγελίας, πράξεις διαφθοράς στον δημόσιο τομέα, στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και στον ιδιωτικό τομέα:

Νοείται ότι, όσον αφορά πρόσωπα του ιδιωτικού τομέα, δυνατόν να υποβάλλονται στην Αρχή καταγγελίες μόνο σε σχέση με πράξεις διαφθοράς προσώπων του ιδιωτικού τομέα στις οποίες εμπλέκονται άμεσα πρόσωπα του δημόσιου τομέα ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή/και πράξεις διαφθοράς προσώπων του δημόσιου τομέα ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα στις οποίες εμπλέκονται πρόσωπα του ιδιωτικού τομέα.

(3) Συλλογή και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπούς εκπλήρωσης της αποστολής της Αρχής διενεργείται τηρουμένων των διατάξεων του ΓΚΠΔ και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου.

Αρμοδιότητες της Αρχής

7.-(1) Η Αρχή ορίζεται ως η αρμόδια αρχή για το συντονισμό των δράσεων των υπηρεσιών του δημόσιου τομέα, του ευρύτερου δημόσιου τομέα και του ιδιωτικού τομέα για την πρόληψη και την καταπολέμηση πράξεων διαφθοράς σε εθνικό επίπεδο και έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες και εξουσίες:

(α) Εποπτεύει τις δράσεις των υπηρεσιών του δημόσιου τομέα, του ευρύτερου δημόσιου τομέα και του ιδιωτικού τομέα σε θέματα πρόληψης και καταπολέμησης πράξεων διαφθοράς∙

(β) αξιολογεί κατά πόσο τα αποτελέσματα των δράσεων των υπηρεσιών του δημόσιου τομέα, του ευρύτερου δημόσιου τομέα και του ιδιωτικού τομέα σε θέματα πρόληψης και καταπολέμησης πράξεων διαφθοράς είναι συμβατά με τα αναμενόμενα αποτελέσματα και τους καθορισμένους στόχους βάσει διεθνώς αναγνωρισμένων βέλτιστων πρακτικών και προτύπων πρόληψης και καταπολέμησης πράξεων διαφθοράς και κατά πόσο οι εν λόγω δράσεις υλοποιούνται όπως έχουν προγραμματιστεί και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, λαμβάνει μέτρα εντός των αρμοδιοτήτων της προς υλοποίηση των δράσεων ως έχουν προγραμματιστεί και προς επίτευξη των καθορισμένων στόχων∙

(γ) συντάσσει αυτεπάγγελτα εκθέσεις με απόψεις, εισηγήσεις και προτάσεις για την πρόληψη και καταπολέμηση πράξεων διαφθοράς και για την τήρηση των θεμελιωδών αρχών κατά της διαφθοράς, τις οποίες αποστέλλει στις αρμόδιες υπηρεσίες για ενημέρωση, απόψεις ή/και τυχόν ενέργειες∙

(δ) έχει επαφές και διαβουλεύσεις με μη κυβερνητικούς οργανισμούς και οργανώσεις, επαγγελματικούς συνδέσμους, οργανωμένα σύνολα και με αντίστοιχες αρχές της Δημοκρατίας και του εξωτερικού, για σκοπούς άσκησης των προβλεπόμενων στην παράγραφο (γ) εξουσιών της∙

(ε) συνεργάζεται με τους αρμόδιους επαγγελματικούς συνδέσμους για τη σωστή εφαρμογή των εσωτερικών μηχανισμών ελέγχου του ιδιωτικού τομέα για την πρόληψη και καταπολέμηση πράξεων διαφθοράς∙

(στ) ενημερώνει τον ιδιωτικό τομέα για τις διεθνώς αναγνωρισμένες βέλτιστες πρακτικές και τα πρότυπα πρόληψης και καταπολέμησης πράξεων διαφθοράς και παρέχει συμβουλές και καθοδήγηση για την υιοθέτηση και ορθή εφαρμογή τους∙

(ζ) αξιολογεί τους κινδύνους που σχετίζονται με πράξεις διαφθοράς, καθορίζει τους δείκτες αξιολόγησης και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, συντάσσει εκθέσεις με απόψεις, εισηγήσεις και συστάσεις για την πρόληψη και καταπολέμηση τέτοιων πράξεων, τις οποίες αποστέλλει στις κατά περίπτωση αρμόδιες αρχές για ενημέρωση, απόψεις ή/και τυχόν ενέργειες∙

(η) εκπονεί μελέτες, εκδίδει εγκυκλίους προς τις κατά περίπτωση αρμόδιες αρχές, λαμβάνει μέτρα εντός των αρμοδιοτήτων της προς διασφάλιση της αποστολής της και εκδίδει εγχειρίδια για σκοπούς ενημέρωσης και εκπαίδευσης∙

(θ) επιλαμβάνεται ζητημάτων επικάλυψης αρμοδιοτήτων μεταξύ υπηρεσιών ή οργανισμών που εμπλέκονται στην πρόληψη και καταπολέμηση πράξεων διαφθοράς, υποβάλλοντας εισηγήσεις για την αποτελεσματική επίλυσή τους∙

(ι) προτείνει, επεξεργάζεται και σχεδιάζει δράσεις συγχρηματοδοτούμενων, διακρατικών και άλλων, προγραμμάτων, στα οποία συμμετέχουν οι αρμόδιες υπηρεσίες του δημόσιου τομέα, του ευρύτερου δημόσιου τομέα και του ιδιωτικού τομέα∙

(ια) συνεργάζεται με διεθνείς οργανισμούς, όργανα και υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλων κρατών για την εκπόνηση, ανάληψη, χρήση, υλοποίηση προγραμμάτων ή στρατηγικών σχεδίων, την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών και τη λήψη τεχνικής βοήθειας για την πρόληψη και καταπολέμηση πράξεων διαφθοράς∙

(ιβ) παρίσταται σε συναντήσεις ή άλλες εκδηλώσεις που διοργανώνονται στο πλαίσιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις οποίες συμμετέχουν εθνικοί οργανισμοί κατά της διαφθοράς, συνεργάζεται με άλλους αντίστοιχους θεσμούς του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως και με οργανισμούς κατά της διαφθοράς άλλων κρατών και ενημερώνει αναφορικά με πληροφορίες ή στοιχεία τα οποία ζητούνται, στο πλαίσιο συνεργασίας ή/και ανταλλαγής πληροφοριών ή/και απάντησης, σε περίπτωση αμοιβαίας νομικής συνδρομής, δυνάμει οποιασδήποτε σχετικής διμερούς σύμβασης μεταξύ της Δημοκρατίας και άλλου κράτους, η οποία κυρώνεται με Νόμο της Δημοκρατίας∙

(ιγ) δέχεται καταγγελίες και λαμβάνει πληροφορίες και δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που σχετίζονται με πράξεις διαφθοράς στο δημόσιο τομέα, στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και στον ιδιωτικό τομέα∙

(ιδ) διερευνά και αξιολογεί οποιαδήποτε καταγγελία, πληροφορίες ή δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα περιέρχονται σε γνώση της τα οποία σχετίζονται με πράξεις διαφθοράς στον δημόσιο τομέα, στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και στον ιδιωτικό τομέα∙

(ιε) διερευνά αυτεπάγγελτα, στο πλαίσιο της αποστολής της, οποιοδήποτε θέμα σχετίζεται με πράξεις διαφθοράς οποιασδήποτε υπηρεσίας στον δημόσιο τομέα, στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και στον ιδιωτικό τομέα και υποβάλλει έκθεση στην κατά περίπτωση αρμόδια αρχή∙

(ιστ) τηρουμένων των διατάξεων του ΓΚΠΔ και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου συλλέγει, καταγράφει, επεξεργάζεται, αξιολογεί, αξιοποιεί και διερευνά πληροφορίες και δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν στη διάπραξη πράξεων διαφθοράς στον δημόσιο τομέα, στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και στον ιδιωτικό τομέα∙

(ιζ) τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (1) του άρθρου 89 του ΓΚΠΔ και του άρθρου 31 του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου συλλέγει, καταγράφει, επεξεργάζεται, αξιολογεί και αξιοποιεί πληροφορίες και δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που σχετίζονται με πράξεις διαφθοράς στο δημόσιο τομέα, στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και στον ιδιωτικό τομέα, με σκοπό, μεταξύ άλλων, την παραγωγή στατιστικών ή/και στατιστικής ανάλυσης που έχουν σχέση με την αποστολή της:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται αφορούν ειδικές κατηγορίες δεδομένων, αυτά παραχωρούνται τηρουμένων των διατάξεων του ΓΚΠΔ και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση κατά την οποία κατά τη συλλογή πληροφοριών και δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προκύψουν οποιαδήποτε στοιχεία τα οποία δυνατόν να συνιστούν παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή της κειμένης νομοθεσίας, πέραν της διερευνωμένης από την Αρχή, τα στοιχεία αυτά δύναται να αποτελέσουν ικανή βάση για τη λήψη περαιτέρω μέτρων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου∙

(ιη) τηρουμένων των διατάξεων του ΓΚΠΔ και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου καταρτίζει, τηρεί και διαχειρίζεται αρχεία ή/και μητρώα με πληροφορίες και δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που είναι απαραίτητα για τη διεκπεραίωση της αποστολής και των αρμοδιοτήτων της, περιλαμβανομένου κεντρικού αρχείου με τις ομάδες ειδικού ενδιαφέροντος·

(ιθ) εκτελεί τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου και λαμβάνει μέτρα για σκοπούς πρόληψης και καταπολέμησης πράξεων που προσκρούουν στις διατάξεις τους∙ και

(κ) διενεργεί οποιαδήποτε άλλη εργασία εμπίπτει στο πλαίσιο συντονισμού, παρακολούθησης και αξιολόγησης των μηχανισμών πρόληψης και καταπολέμησης πράξεων διαφθοράς.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 14, πληροφορίες και δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται από την Αρχή χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για σκοπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων και εκπλήρωσης της αποστολής της.

(3) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την αποστολή και τις αρμοδιότητες υπουργείων, υφυπουργείων, ανεξάρτητων αρχών, τμημάτων και υπηρεσιών της Δημοκρατίας.

(4) Δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες και εξουσίες της Αρχής-

(α) οποιοδήποτε θέμα αφορά στις σχέσεις μεταξύ της Δημοκρατίας και οποιουδήποτε άλλου κράτους ή διεθνούς οργανισμού ή στην ασφάλεια της Δημοκρατίας ή το οποίο εμπίπτει στο πλαίσιο αμυντικής διπλωματίας ή πολιτικής ασφάλειας ή εξωτερικής πολιτικής της Δημοκρατίας,

(β) οποιαδήποτε ενέργεια για την οποία εκκρεμεί ποινική διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου ή διεξάγεται ποινική ανάκριση ή έρευνα.

Επιπρόσθετες εξουσίες της Αρχής

8. Η Αρχή για τη διερεύνηση καταγγελιών, δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (ιγ), (ιδ) και (ιε) του εδαφίου (1) του άρθρου 7 και τηρουμένων των διατάξεων του ΓΚΔΠ και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου, πέραν των καθοριζόμενων στο άρθρο 7 εξουσιών της έχει τις ακόλουθες εξουσίες, οι οποίες ασκούνται από ένα ή περισσότερα μέλη της Αρχής ή από λειτουργό επιθεώρησης όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου:

(α) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 12, να ζητά στοιχεία σε οποιαδήποτε μορφή, περιλαμβανομένης της ηλεκτρονικής, καθώς και πληροφορίες, γραπτές ή προφορικές, οι οποίες δυνατόν να συνδράμουν στην αποστολή της από όλα τα τμήματα, διευθύνσεις, αρχές και υπηρεσίες του δημόσιου τομέα, του ευρύτερου δημόσιου τομέα και του ιδιωτικού τομέα για θέματα που αφορούν στη διάπραξη πράξεων διαφθοράς∙

(β) τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 12, να καλεί, διά κλήσεως ή άλλως πως, να ακούει μαρτυρία και να λαμβάνει, γραπτή ή ηχογραφημένη, κατά την κρίση της, κατάθεση από πρόσωπο το οποίο ενδέχεται να έχει στην κατοχή του στοιχεία ή να γνωρίζει οτιδήποτε σχετικό με την υπόθεση, το οποίο οφείλει να προσέρχεται ενώπιόν της και να παρέχει τις πληροφορίες που κατέχει:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία οποιαδήποτε ερώτηση κατατείνει σε ενοχοποίηση του μάρτυρα, αυτός δύναται να μην απαντήσει και, σε τέτοια περίπτωση, δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε ποινή για την άρνησή του αυτή∙

(γ) να απαιτήσει όπως οποιαδήποτε μαρτυρία γραπτή ή προφορική, δοθεί ενόρκως ή με δήλωση όπως αυτό θα απαιτείτο από τον μάρτυρα, εάν έδιδε μαρτυρία σε δικαστήριο∙

(δ) να ενεργεί αυτοψία ή να διατάσσει πραγματογνωμοσύνη υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου·

(ε) να αποδέχεται οποιαδήποτε μαρτυρία, γραπτή ή προφορική, ανεξαρτήτως του ότι αυτή δυνατόν να μην γίνει αποδεκτή σε πολιτική ή ποινική διαδικασία∙

(στ) τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 13, να αναθέτει τη διενέργεια ορισμένων ειδικά κατονομαζόμενων πράξεων έρευνας σε πρόσωπο άλλο από λειτουργό επιθεώρησης:

Νοείται ότι, πρόσωπο το οποίο εξουσιοδοτείται για τη διενέργεια συγκεκριμένων πράξεων έρευνας έχει για τις πράξεις αυτές τις ίδιες εξουσίες που έχει η Αρχή, εκτός εάν η Αρχή αποφασίσει οποτεδήποτε να τις περιορίσει∙

(ζ) να καλεί και να συμβουλεύεται κατά τη διεξαγωγή της διερεύνησής της οποιονδήποτε εμπειρογνώμονα.

Ενέργειες κατά την αξιολόγηση καταγγελιών και πληροφοριών

9.-(1) Η Αρχή, προτού αρχίσει οποιαδήποτε διαδικασία διερεύνησης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, μελετά οποιαδήποτε καταγγελία ή/και πληροφορία της έχει υποβληθεί ή έχει περιέλθει σε γνώση της με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, προκειμένου να καταλήξει κατά πόσο αφορά πράξη, η οποία εμπίπτει στις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία κατόπιν μελέτης ή ενεργειών, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1), η Αρχή καταλήξει ότι καταγγελία ή πληροφορία δεν αφορά πράξη που εμπίπτει στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, πληροφορεί σχετικά γραπτώς το πρόσωπο το οποίο υπέβαλε την καταγγελία ή/και πληροφορία.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία η Αρχή, σε οποιοδήποτε στάδιο εξέτασης ή/και διερεύνησης καταγγελίας ή πληροφορίας, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, κρίνει ότι από τα ίδια γεγονότα διαφαίνεται η διάπραξη και άλλου αδικήματος, προχωρεί στη διερεύνηση του εν λόγω αδικήματος:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία έχει διαφανεί διάπραξη και άλλου αδικήματος, το οποίο όμως δεν συνδέεται με πράξη διαφθοράς, ενημερώνει σχετικά το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και δεν αρχίζει και/ή τερματίζει αρξαμένη διερεύνηση αδικήματος, το οποίο δεν εμπίπτει στις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

Διεξαγωγή ποινικής έρευνας

10. Η Αρχή, σε περίπτωση κατά την οποία έχει αρχίσει ποινική έρευνα, είτε από την Αστυνομία είτε από ποινικό ανακριτή, για πράξη διαφθοράς η οποία εμπίπτει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, κατόπιν ενημέρωσης από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δεν αρχίζει και/ή τερματίζει οποιαδήποτε αρξαμένη παράλληλη ενέργεια:

Νοείται ότι, η Αρχή δύναται να ζητά και να λαμβάνει ενημέρωση αναφορικά με την πορεία των ως άνω υποθέσεων από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Μη επηρεασμός εξουσιών Γενικού Ελεγκτή

11. Η άσκηση των εξουσιών της Αρχής διενεργείται άνευ επηρεασμού οποιωνδήποτε εξουσιών του Γενικού Ελεγκτή, όπως αυτές καθορίζονται στο Άρθρο 116 του Συντάγματος ή σε οποιονδήποτε εκάστοτε ισχύοντα Νόμο:

Νοείται ότι, η Αρχή συνεργάζεται με το Γενικό Ελεγκτή για την ανταλλαγή πληροφοριών και τη λήψη τεχνικής βοήθειας για την καταπολέμηση της διαφθοράς.

Εξουσία προς συλλογή πληροφοριών και δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

12.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του ΓΚΠΔ, του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου και οποιασδήποτε άλλης σχετικής νομοθεσίας, η Αρχή έχει εξουσία να ζητά πληροφορίες και δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι απολύτως αναγκαία ή απαραίτητα για σκοπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων της και εκπλήρωσης της αποστολής της και να απαιτεί, με γραπτό αίτημά της, την παροχή, εντός ταχθείσας προθεσμίας, τέτοιων δεδομένων από υπουργούς, αξιωματούχους, δημόσιους λειτουργούς, υπαλλήλους του δημόσιου τομέα, του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή του ιδιωτικού τομέα, δημάρχους, κοινοτάρχες, μέλη δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίων και υπαλλήλους τους, υπαλλήλους υπηρεσιών της Δημοκρατίας, άλλων αρχών ή συμβουλίων που συστάθηκαν ή συστήνονται με Νόμο, όπως και από κάθε πρόσωπο που εμπίπτει στις αρμοδιότητές του, καθώς και από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο η Αρχή εύλογα θεωρεί ότι είναι σε θέση να δώσει τις αιτούμενες πληροφορίες ή δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

(2) Στο προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) γραπτό αίτημα της Αρχής καθορίζεται ο σκοπός της συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η διάταξη από την οποία προκύπτει η εξουσία της Αρχής, η τασσόμενη προς παροχή των απαιτούμενων πληροφοριών και δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προθεσμία και οι ενδεχόμενες κυρώσεις, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) υποχρέωση.

(3) Πρόσωπο, στο οποίο απευθύνεται το αίτημα της Αρχής προς συλλογή πληροφοριών και δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα έχει υποχρέωση προς έγκαιρη, πλήρη και ακριβή παροχή των ζητούμενων πληροφοριών και δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, νοουμένου ότι το αίτημα δεν αφορά έλεγχο και συλλογή στοιχείων τα οποία συνιστούν αλληλογραφία, επικοινωνία, επαγγελματικό ή δικηγορικό απόρρητο ή στοιχεία στα οποία για την πρόσβαση σε αυτά απαιτείται διάταγμα Δικαστηρίου, και, σε τέτοια περίπτωση, το πρόσωπο αυτό έχει δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή των στοιχείων αυτών στην Αρχή.

(4) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 14, οι πληροφορίες και τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που παρέχονται στην Αρχή κατά την άσκηση της εξουσίας της είναι εμπιστευτικής φύσεως και δυνατόν να χρησιμοποιηθούν μόνο για τους σκοπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων της:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία κατά τη συλλογή πληροφοριών και δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προκύψουν οποιαδήποτε στοιχεία, τα οποία δυνατόν να συνιστούν παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή της κειμένης νομοθεσίας, τα στοιχεία αυτά δύναται να αποτελέσουν ικανή βάση για τη λήψη περαιτέρω μέτρων, κατά τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(5) Υπό την επιφύλαξη των προβλεπόμενων στο εδάφιο (3) όρων και περιορισμών αναφορικά με τον έλεγχο και τη συλλογή στοιχείων, η προβλεπόμενη στο παρόν άρθρο υποχρέωση παροχής των πληροφοριών και δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα περιλαμβάνει υποχρέωση προς προσκόμιση, παράθεση και κατάθεση κάθε είδους γραπτών στοιχείων και πληροφοριών, περιλαμβανομένων των πρακτικών των συνεδριάσεων οποιουδήποτε νομικού προσώπου και δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε οποιαδήποτε μορφή, τα οποία σχετίζονται με πράξεις διαφθοράς.

(6) Πρόσωπο, το οποίο λαμβάνει αίτημα της Αρχής για παροχή πληροφοριών δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου οφείλει να μην το κοινοποιεί με οποιονδήποτε τρόπο σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο και να το χειρίζεται με πλήρη εμπιστευτικότητα.

Διορισμός λειτουργών επιθεώρησης

13.-(1) Για τους σκοπούς διερεύνησης και αξιολόγησης καταγγελιών που διενεργείται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η Αρχή δύναται να διορίζει ως λειτουργούς επιθεώρησης πρόσωπα εγνωσμένης και εξειδικευμένης πείρας στους τομείς εξέτασης και αξιολόγησης πληροφοριών και δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία να είναι ικανά να συνδράμουν στην άσκηση των αρμοδιοτήτων της και στην εκπλήρωση της αποστολής της και τα οποία εκπαιδεύονται σε θέματα αξιολόγησης κινδύνων διαφθοράς.

(2) Πρόσωπο, το οποίο διορίζεται ως λειτουργός επιθεώρησης, απαγορεύεται να έχει οποιοδήποτε οικονομικό ή άλλο συμφέρον σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του.

(3) Κατά τη διεξαγωγή της προβλεπόμενης στο εδάφιο (1) διερεύνησης και αξιολόγησης, ο λειτουργός επιθεώρησης δύναται να ασκεί τις εξουσίες με τις οποίες περιβάλλεται η Αρχή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου προς συλλογή πληροφοριών και δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(4) Ο λειτουργός επιθεώρησης ενεργεί σύμφωνα με τις οδηγίες της Αρχής, η δε διερεύνηση και αξιολόγηση υπό του ιδίου οποιωνδήποτε καταγγελιών ελέγχεται και εποπτεύεται από την Αρχή, ενώ σε περίπτωση που κατά την κρίση της Αρχής, ούτος δεν ανταποκρίνεται επαρκώς στα καθήκοντά του, η Αρχή δύναται να τον παύσει, καταβάλλοντας σε αυτόν οποιαδήποτε δικαιώματα έχουν προκύψει μέχρι την ημερομηνία παύσης του.

(5) Πρόσωπο, στο οποίο η Αρχή αναθέτει τη διερεύνηση και αξιολόγηση καταγγελιών, δύναται για τον σκοπό αυτό να ασκεί τις εξουσίες που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και να ενεργεί σύμφωνα με αυτές.

(6) Ο λειτουργός επιθεώρησης, αφού ολοκληρώσει τη διερεύνηση και αξιολόγηση της καταγγελίας, συντάσσει έκθεση, την οποία υποβάλλει στην Αρχή μαζί με όλα τα σχετικά έγγραφα.

Ενέργειες της Αρχής σε περίπτωση παραβάσεων

14. Η Αρχή, κατά την άσκηση της εξουσίας της προς διερεύνηση καταγγελιών και συλλογή ή επεξεργασία πληροφοριών και δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή από στοιχεία τα οποία με οποιονδήποτε τρόπο τίθενται ενώπιόν της, ευθύς ως διαπιστώσει ενδεχόμενη παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή της κειμένης νομοθεσίας, ενεργεί ως ακολούθως:

(α) Σε περίπτωση κατά την οποία η ενδεχόμενη παράβαση δυνατόν να συνιστά ποινικό αδίκημα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή της κειμένης νομοθεσίας, συντάσσει έκθεση και υποβάλλει αυτή, μαζί με όλα τα στοιχεία που βρίσκονται στην κατοχή της στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας∙ και

(β) σε περίπτωση κατά την οποία η Αρχή διαπιστώσει ενδεχόμενη διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος, συντάσσει έκθεση, με όλα τα σχετικά στοιχεία που βρίσκονται στην κατοχή της, και παραπέμπει την υπόθεση στην κατά περίπτωση αρμόδια αρχή ή υπηρεσία προς διενέργεια πειθαρχικής έρευνας, ανεξαρτήτως τυχόν ποινικής ευθύνης.

Ασυμβίβαστο

15.-(1) Μέλος της Αρχής δεν δύναται να συμμετέχει, άμεσα ή έμμεσα, προς ίδιον όφελος ή προς όφελος τρίτου προσώπου, σε οποιαδήποτε ενέργεια ή συναλλαγή ή να έχει επαγγελματικό ή προσωπικό συμφέρον που αφορά αντικείμενο το οποίο εμπίπτει στις αρμοδιότητες της Αρχής και παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ανεξαρτήτως ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, συνεπάγεται την παύση του από τη θέση του μέλους της Αρχής.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), μέλος της Αρχής δεν δύναται να μετέχει στην άσκηση των εξουσιών της Αρχής ή/και στη λήψη αποφάσεων σε περίπτωση κατά την οποία πρόκειται για θέμα που αφορά συνδεδεμένο με αυτό πρόσωπο:

Νοείται ότι, η παράβαση των διατάξεων του παρόντος εδαφίου δεν συνεπάγεται ακυρότητα των ενεργειών ή της απόφασης της Αρχής:

Νοείται περαιτέρω ότι, για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, «συνδεδεμένα πρόσωπα» αναφορικά με μέλος της Αρχής σημαίνει-

(α) σύζυγο και συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τετάρτου (4ου) βαθμού,

(β) εταιρεία, στην οποία μέλος της Αρχής κατέχει ή ελέγχει, άμεσα ή έμμεσα, τουλάχιστον το δέκα τοις εκατό (10%) του δικαιώματος ψήφου στη γενική συνέλευση,

(γ) εταιρεία στην οποία ο/η σύζυγος ή συγγενής εξ αίματος μέχρι τετάρτου (4ου) βαθμού είναι διευθυντής/ντρια ή κατέχει ή ελέγχει άμεσα ή έμμεσα το πενήντα ένα τοις εκατό (51%) του συνολικού αριθμού των μετοχών.

Υποχρεώσεις και δικαιώματα των μελών της Αρχής

16.-(1) Μέλος της Αρχής, πρόσωπο το οποίο διετέλεσε μέλος της Αρχής, πρόσωπο το οποίο ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα στην Αρχή σχετική με τις αρμοδιότητές της, καθώς και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο λαμβάνει γνώση πληροφοριών, δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εγγράφων ή άλλων στοιχείων, λόγω της θέσεώς του, στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων του, ή/και λόγω απασχόλησής του στην Αρχή, έχει υποχρέωση εχεμύθειας και τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου και παράβαση των υποχρεώσεων αυτών συνιστά ποινικό αδίκημα, το οποίο τιμωρείται κατά τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του άρθρου 18.

(2) Τα μέλη της Αρχής, με την ανάληψη των καθηκόντων τους, δίδουν τη γραπτή συγκατάθεσή τους προς άρση του τραπεζικού απορρήτου και των τηλεπικοινωνιακών τους δεδομένων:

Νοείται ότι, τηρουμένων των διατάξεων του περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας Νόμου, το περιεχόμενο στο οποίο αφορά η προβλεπόμενη στο παρόν εδάφιο συγκατάθεση εξασφαλίζεται και αξιοποιείται, χωρίς δικαστικό διάταγμα, μόνο σε περίπτωση που διεξάγεται ποινική έρευνα εναντίον μέλους της Αρχής για αδικήματα που σχετίζονται με διαφθορά.

Καθήκον εχεμύθειας και σύγκρουση συμφέροντος

17.-(1) Κάθε μέλος της Αρχής στο πλαίσιο άσκησης των αρμοδιοτήτων του, και κάθε λειτουργός επιθεώρησης στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων του, και κάθε άλλο πρόσωπο, στο οποίο ανατίθεται η διενέργεια κατονομαζόμενων πράξεων έρευνας, σύμφωνα με την παράγραφο (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 8, έχει υποχρέωση τήρησης εχεμύθειας αναφορικά με πληροφορίες, δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, έγγραφα ή άλλα στοιχεία τα οποία περιέρχονται σε γνώση του, την οποία αναλαμβάνει γραπτώς και η οποία τον δεσμεύει καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας και/ή υπηρεσίας του, όπως και για περίοδο πέντε (5) ετών από την ημερομηνία λήξης της θητείας ή της αποχώρησής του από τη θέση του.

(2) Κάθε μέλος της Αρχής και κάθε λειτουργός επιθεώρησης έχει υποχρέωση πριν από την έναρξη της διερεύνησης και αξιολόγησης οποιασδήποτε καταγγελίας ή συλλογής οποιουδήποτε δεδομένου προσωπικού χαρακτήρα, στο πλαίσιο των εξουσιών ή αρμοδιοτήτων του ή/και σε οποιοδήποτε στάδιο κατά την εξέταση, αξιολόγηση και συλλογή αυτών, να δηλώσει γραπτώς την ύπαρξη οποιουδήποτε, άμεσου ή έμμεσου, ενδιαφέροντος αυτού ή σύγκρουσης συμφέροντος, σε περίπτωση δε παράλειψης υποβολής τέτοιας δήλωσης είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται στις προβλεπόμενες στα εδάφια (3) και (4) ποινές, αντίστοιχα.

(3) Μέλος της Αρχής, το οποίο παραβαίνει το προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) καθήκον εχεμύθειας είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα επτά (7) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€350.000) ή/και στις δύο αυτές ποινές.

(4) Λειτουργός επιθεώρησης, ο οποίος παραβαίνει το προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) καθήκον εχεμύθειας είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες ευρώ (€30.000) ή/και στις δύο αυτές ποινές.

(5) Καταδίκη για ποινικό αδίκημα ενέχον παράβαση καθήκοντος προβλεπομένου στον παρόντα Νόμο ή διάπραξης πειθαρχικού παραπτώματος ενέχοντος παράβαση καθήκοντος προβλεπομένου στον παρόντα Νόμο από μέλος της Αρχής ή από λειτουργό επιθεώρησης, αντίστοιχα, επιφέρει την άμεση απομάκρυνση εκάστου και, σε τέτοια περίπτωση το επηρεαζόμενο πρόσωπο παραδίδει στην Αρχή όλα τα έγγραφα που ευρίσκονται στη κατοχή του ή/και το υλικό που έχει περισυλλέξει μέχρι τη δεδομένη χρονική στιγμή.

Δημοσιοποίηση πληροφοριών

18.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του ΓΚΠΔ και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου, απαγορεύεται η δημοσιοποίηση οποιασδήποτε πληροφορίας, εγγράφου, κατάθεσης ή δεδομένου προσωπικού χαρακτήρα λαμβάνεται και/ή τακτικής ή μεθοδολογίας ακολουθείται ή εφαρμόζεται από την Αρχή, στο πλαίσιο της αποστολής της, χωρίς την εξασφάλιση της έγκρισης του Επιτρόπου Διαφάνειας.

(2) Πρόσωπο, το οποίο παραβαίνει τις διατάξεις του εδαφίου (1) είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες ευρώ (€30.000) ή/και στις δύο αυτές ποινές.

Ποινική έρευνα κατά μέλους της Αρχής

19. Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 17, σε περίπτωση κατά την οποία υποβάλλεται καταγγελία ή αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός βάσει του οποίου μέλος της Αρχής ή πρόσωπο το οποίο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου φαίνεται να έχει διαπράξει ποινικό αδίκημα διαφθοράς ή/και να συγκαλύπτει ή συνδράμει οποιοδήποτε πρόσωπο στη διάπραξη αδικήματος ή να ανέχεται τη διάπραξη αδικήματος ή να παραβιάζει την αποστολή ή/και τα καθήκοντα ή τις υποχρεώσεις του που προκύπτουν από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να διορίσει ανεξάρτητο ποινικό ανακριτή για τη διεξαγωγή σχετικής έρευνας ουδόλως επηρεάζεται.

Συνοπτικές εκθέσεις της Αρχής προς τις αρμόδιες αρχές

20.-(1) Η Αρχή, ανά τετράμηνο, συντάσσει και υποβάλλει στις αρμόδιες αρχές, οι οποίες περιλαμβάνονται στο εκάστοτε εν ισχύι Εθνικό Σχέδιο Δράσης κατά της Διαφθοράς, σε όλα τα υπουργεία και σε κάθε υπηρεσία σχετιζομένη με θέματα πρόληψης και πάταξης πράξεων διαφθοράς, συνοπτικές εκθέσεις με τις παρατηρήσεις ή/και εισηγήσεις της για θέματα που αφορούν στον συντονισμό δράσεων, στην ανάληψη πρωτοβουλιών, στην υλοποίηση ελεγκτικών ενεργειών, στη δημιουργία επιτελικού σχεδιασμού, στον καθορισμό προτεραιοτήτων, στη διαμόρφωση και ενίσχυση του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου και σε οποιοδήποτε άλλο ζήτημα, συναφές με τον καλύτερο συντονισμό των θεμάτων, όπως και την αποτελεσματική πρόληψη και καταπολέμηση πράξεων διαφθοράς.

(2) Η Αρχή, ύστερα από την υποβολή της προβλεπόμενης στο εδάφιο (1) έκθεσης, δύναται να διαβουλεύεται με κάθε πρόσφορο τρόπο για την υλοποίηση των εισηγήσεών της και για την πρόληψη και καταπολέμηση πράξεων διαφθοράς:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία αρμόδια αρχή δεν ενημερώσει εντός της ταχθείσας προθεσμίας ως προς τις ενέργειές της αναφορικά με την εφαρμογή των προτάσεων, εισηγήσεων ή συστάσεων της Αρχής ή δεν αποδέχεται την εφαρμογή τους και, εφόσον η Αρχή κρίνει ότι οι προβληθέντες εκ μέρους της αρμόδιας αρχής λόγοι σχετικά με τη μη αποδοχή τους δεν αιτιολογούνται επαρκώς, υποβάλλει το αποτέλεσμα των διαβουλεύσεών της στον αρμόδιο, κατά περίπτωση, υπουργό.

(3) Ο αρμόδιος, κατά περίπτωση, υπουργός, αφού ζητήσει τις αναγκαίες διευκρινίσεις καταθέτει, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, μαζί με τις παρατηρήσεις του, έκθεση στο Υπουργικό Συμβούλιο για σκοπούς ενημέρωσης και τυχόν οδηγίες.

(4) Ο Επίτροπος Διαφάνειας υποβάλλει ανά τετράμηνο στο Υπουργικό Συμβούλιο και στη Βουλή των Αντιπροσώπων σημείωμα, με συνοπτική αναφορά στις υποβληθείσες σε κάθε αρμόδια αρχή εκθέσεις, στις παρατηρήσεις ή/και εισηγήσεις της και επισυνάπτει το κείμενο κάθε έκθεσης ή εγκυκλίου που, κατά την κρίση του, αφορά σοβαρή υπόθεση διαφθοράς.

Ετήσια έκθεση της Αρχής

21.-(1) Ο Επίτροπος Διαφάνειας υποβάλλει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ετήσια έκθεση για τις εργασίες της κατά το αμέσως προηγούμενο ημερολογιακό έτος, το αργότερο μέχρι την 31η Ιανουαρίου εκάστου έτους, στο πλαίσιο της άσκησης της αποστολής και των αρμοδιοτήτων της που προβλέπονται στο παρόντα Νόμο, στην οποία περιλαμβάνονται οι παρατηρήσεις και εισηγήσεις του αναφορικά με την αξιολόγηση των κινδύνων από φαινόμενα διαφθοράς.

(2) Η ετήσια έκθεση της Αρχής κατατίθεται στο Υπουργικό Συμβούλιο και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, αμέσως μετά την υποβολή της στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(3) Με τη δημοσίευση της προβλεπόμενης στο εδάφιο (2) ετήσιας έκθεσης, η Αρχή παρίσταται ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής των Αντιπροσώπων, κατόπιν πρόσκλησης, για συζήτηση του περιεχομένου της έκθεσης, των εισηγήσεων και του βαθμού ανταπόκρισης των αρμόδιων αρχών, όπως αυτός προκύπτει από τις συνοπτικές εκθέσεις που συντάσσονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 20.

Άρνηση συνεργασίας και παροχή ψευδών πληροφοριών

22. Πρόσωπο, το οποίο-

(α) εκ προθέσεως παρέχει στην Αρχή ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες ή δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή αποκρύπτει ή παρέχει τέτοιες πληροφορίες, δεδομένα ή στοιχεία, γνωρίζοντας ότι αυτά είναι ψευδή ή ανακριβή ή για τα οποία έχει εύλογο λόγο να πιστεύει ότι δεν είναι ακριβή, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή/και στις δύο αυτές ποινές,

(β) τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 12, χωρίς εύλογη αιτία αρνείται ή παραλείπει να παρουσιαστεί ενώπιον της Αρχής, για να δώσει μαρτυρία ή να συμμορφωθεί με αίτημα της Αρχής ή να παραχωρήσει στην Αρχή αντίγραφα ή πρόσβαση σε πληροφορίες, δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, έγγραφα, βιβλία, ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων και αρχεία οποιουδήποτε τμήματος, διεύθυνσης, αρχής ή υπηρεσίας του δημόσιου τομέα, του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή του ιδιωτικού τομέα για θέμα που αφορά πράξεις διαφθοράς ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο παρεμποδίζει ή παρακωλύει την διεξαγωγή του ερευνητικού έργου της Αρχής είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή/και στις δύο αυτές ποινές.

Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

23.-(1) Οποιαδήποτε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διενεργείται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένης της ανταλλαγής ή της κοινολόγησης ή κάθε άλλης μορφής διάθεσης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Αρχή, πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ΓΚΠΔ και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου.

(2) Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία εκδήλως δεν σχετίζονται με τη διερεύνηση και αξιολόγηση συγκεκριμένης καταγγελίας δεν συλλέγονται ή, εάν συλλεχθούν τυχαία, διαγράφονται χωρίς άσκοπη καθυστέρηση.

Ανεξαρτησία της Αρχής

24. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 7, η Αρχή και το προσωπικό αυτής κατά την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων τους δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου δεν ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας ή απ’ οποιοδήποτε όργανο ή αρχή λειτουργεί δυνάμει Νόμου ή απ’ οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.

Μη ύπαρξη προσωπικής ευθύνης μελών της Αρχής και προσωπικού της Αρχής

25.-(1) Το προσωπικό της Αρχής, ο λειτουργός επιθεώρησης και οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί κατ’ εντολήν της Αρχής δεν υπέχει προσωπική ευθύνη για πράξεις ή παραλείψεις του κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του.

(2) Έκφραση γνώμης κατά την άσκηση των καθηκόντων προβλεπόμενου στο εδάφιο (1) προσώπου αποτελεί ειδική υπεράσπιση σε αγωγή για δυσφήμιση που εγείρεται εναντίον του βάσει των διατάξεων του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου:

Νοείται ότι, ποινική δίωξη κατά μέλους της Αρχής ή/και μέλους του προσωπικού της Αρχής για ποινικό αδίκημα διαπραχθέν κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ασκείται μόνο από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή με τη συγκατάθεσή του.

Γενικό αδίκημα

26. Επιφυλασσομένων οποιωνδήποτε ειδικών διατάξεων του παρόντος Νόμου περί ποινικής ευθύνης προσώπου, πρόσωπο το οποίο παραβαίνει οποιαδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή/και στις δύο αυτές ποινές.

Προϋπολογισμός της Αρχής

27. Οι δαπάνες της Αρχής, περιλαμβανομένου του μισθού των μελών και του προσωπικού αυτής, περιλαμβάνονται στον κρατικό προϋπολογισμό της Δημοκρατίας, κάτω από το Κεφάλαιο «Προϋπολογισμός της Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς».

Έκδοση Κανονισμών

28.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς, οι οποίοι δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, καθώς και για τον καθορισμό ή τη ρύθμιση κάθε θέματος, το οποίο χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού.

(2) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (1), οι εκδιδόμενοι δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου Κανονισμοί δύναται να ρυθμίζουν-

(α) τη διαδικασία συλλογής, επεξεργασίας και αξιολόγησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου,

(β) τη διαδικασία υποβολής και αξιολόγησης καταγγελίας που αφορά στην παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένων των λόγων υποβολής αιτήματος της Αρχής που καθιστά απαραίτητη τη συλλογή τέτοιων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

(γ) τον τρόπο διεξαγωγής των εργασιών της Αρχής, περιλαμβανομένης της ακολουθητέας διαδικασίας κατά τις συνεδριάσεις που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των εργασιών αυτών, όπως και του τρόπου τήρησης των πρακτικών, και

(δ) τη διαδικασία προς επιλογή και καταρτισμό καταλόγου υποψηφίων για διορισμό στη θέση λειτουργού επιθεώρησης και προσωπικού της Αρχής.

(3) Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) προβλέπουν ότι, σε περίπτωση παράβασης των προνοιών τους, επιβάλλονται οι προβλεπόμενες στο άρθρο 26 ποινές.

(4) Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων και, σε περίπτωση κατά την οποία εντός εξήντα (60) ημερών από την κατάθεσή τους, η Βουλή των Αντιπροσώπων με απόφασή της δεν τους τροποποιήσει ή ακυρώσει στο σύνολό τους ή μερικώς, αμέσως μετά την πάροδο της πιο πάνω προθεσμίας δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και τίθενται σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσής τους.

Μεταβατικές διατάξεις

29. Μέχρις ότου διοριστεί το προσωπικό της Αρχής και προς το σκοπό της στελέχωσής της, δύναται να διενεργηθούν αποσπάσεις δημόσιων ή άλλων κρατικών λειτουργών σε αυτή δυνάμει των διατάξεων του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου.

Επιφυλάξεις

30.-(1) Η άσκηση οποιουδήποτε ένδικου μέσου ή ιεραρχικής προσφυγής, η διεξαγωγή έρευνας από ερευνητική επιτροπή ή οποιαδήποτε άλλη διαδικασία, ουδόλως επηρεάζεται με οποιονδήποτε τρόπο από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(2) Ενέργειες της Αρχής, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, δεν αναστέλλουν οποιαδήποτε διαδικασία ή διερεύνηση σχετίζεται ή διεξάγεται και/ή οποιαδήποτε προθεσμία προβλέπεται για την άσκηση ένδικου μέσου ή ιεραρχικής προσφυγής.