39.-(1) Το αποδεκτό εισόδημα, μιας οντότητας μετακύλισης φόρου που είναι τελική μητρική οντότητα μειώνεται, για το οικονομικό έτος, κατά το ποσό του αποδεκτού εισοδήματος που μπορεί να αποδοθεί στον κάτοχο ιδιοκτησιακής συμμετοχής («κάτοχος ποσοστού κυριότητας») στην οντότητα μετακύλισης φόρου, υπό την προϋπόθεση ότι-
(α) ο κάτοχος ποσοστού κυριότητας υπόκειται σε φόρο επί του εισοδήματος αυτού για φορολογητέα περίοδο που λήγει εντός δώδεκα (12) μηνών από το τέλος του εν λόγω οικονομικού έτους με ονομαστικό συντελεστή που ισούται ή υπερβαίνει τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή· ή
(β) δύναται εύλογα να αναμένεται ότι το συνολικό ποσό των προσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων της τελικής μητρικής οντότητας και των φόρων που καταβάλλει ο κάτοχος ποσοστού κυριότητας επί του εν λόγω εισοδήματος εντός δώδεκα (12) μηνών από τη λήξη του οικονομικού έτους ισούται ή υπερβαίνει ένα ποσό ίσο με το εν λόγω εισόδημα πολλαπλασιαζόμενο με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή.
(2) Το αποδεκτό εισόδημα μιας οντότητας μετακύλισης φόρου που είναι τελική μητρική οντότητα επίσης μειώνεται, για το οικονομικό έτος, κατά το ποσό του αποδεκτού εισοδήματος που κατανέμεται στον κάτοχο ποσοστού κυριότητας στην οντότητα μετακύλισης φόρου, υπό την προϋπόθεση ότι ο κάτοχος ποσοστού κυριότητας είναι-
(α) φυσικό πρόσωπο που έχει φορολογική κατοικία στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη η τελική μητρική οντότητα και που κατέχει ιδιοκτησιακές συμμετοχές που αντιπροσωπεύουν δικαίωμα που δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) των κερδών και των περιουσιακών στοιχείων της τελικής μητρικής οντότητας· ή
(β) κρατική οντότητα, διεθνής οργανισμός, μη κερδοσκοπικός οργανισμός ή συνταξιοδοτικό ταμείο που έχει φορολογική κατοικία στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη η τελική μητρική οντότητα και κατέχει ιδιοκτησιακές συμμετοχές που αντιπροσωπεύουν δικαίωμα που δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) των κερδών και των περιουσιακών στοιχείων της τελικής μητρικής οντότητας.
(3) Η αποδεκτή ζημία μιας οντότητας μετακύλισης φόρου που είναι τελική μητρική οντότητα μειώνεται, για το οικονομικό έτος, κατά το ποσό της αποδεκτής ζημίας που δύναται να αποδοθεί στον κάτοχο ποσοστού κυριότητας στην οντότητα μετακύλισης φόρου.
(4) Οι διατάξεις του εδαφίου (3) δεν ισχύουν στον βαθμό που ο κάτοχος του ποσοστού κυριότητας δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει την εν λόγω ζημία για τον υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματός του.
(5) Οι καλυπτόμενοι φόροι μιας οντότητας μετακύλισης φόρου που είναι τελική μητρική οντότητα μειώνονται αναλογικά προς το ποσό του αποδεκτού εισοδήματος που μειώνεται σύμφωνα με εδάφια (1) και (2).
(6) Οι διατάξεις των εδαφίων (1) έως (5) ισχύουν για μόνιμη εγκατάσταση μέσω της οποίας ασκεί, εν όλω ή εν μέρει, τις δραστηριότητές της μια οντότητα μετακύλισης φόρου που είναι τελική μητρική οντότητα ή μέσω της οποίας ασκείται, εν όλω ή εν μέρει, η δραστηριότητα μιας φορολογικά διαφανούς οντότητας, υπό την προϋπόθεση ότι η ιδιοκτησιακή συμμετοχή της τελικής μητρικής οντότητας στην εν λόγω φορολογικά διαφανή οντότητα κατέχεται άμεσα ή μέσω αλυσίδας οντοτήτων με φορολογική διαφάνεια.
40.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
(α) «καθεστώς εκπίπτοντος μερίσματος» σημαίνει φορολογικό καθεστώς που εφαρμόζει ενιαίο επίπεδο φορολόγησης επί του εισοδήματος των ιδιοκτητών μιας οντότητας, αφαιρώντας ή εξαιρώντας από το εισόδημα της οντότητας τα κέρδη που διανέμονται στους ιδιοκτήτες ή απαλλάσσοντας έναν συνεταιρισμό από φορολόγηση·
(β) «εκπίπτον μέρισμα» σημαίνει σε σχέση με μια συνιστώσα οντότητα που υπόκειται σε καθεστώς εκπίπτοντος μερίσματος-
(i) διανομή κερδών στον κάτοχο ιδιοκτησιακής συμμετοχής στη συνιστώσα οντότητα, η οποία εκπίπτει από το φορολογητέο εισόδημα της συνιστώσας οντότητας σύμφωνα με το δίκαιο της δικαιοδοσίας στην οποία είναι εγκατεστημένη· ή
(ii) συμμετοχή στα κέρδη μέλους συνεταιρισμού· και
(γ) «συνεταιρισμός» σημαίνει οντότητα που διαθέτει συλλογικά στην αγορά ή αποκτά αγαθά ή υπηρεσίες για λογαριασμό των μελών της και υπόκειται σε φορολογικό καθεστώς στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη, το οποίο διασφαλίζει τη φορολογική ουδετερότητα όσον αφορά τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που πωλούνται ή αποκτώνται από τα μέλη μέσω του συνεταιρισμού.
(2)Η τελική μητρική οντότητα ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που υπόκειται σε καθεστώς εκπίπτοντος μερίσματος μειώνει έως και μηδενίζει το αποδεκτό εισόδημά της για το οικονομικό έτος, κατά το ποσό που διανέμεται ως εκπίπτον μέρισμα εντός δώδεκα (12) μηνών από το τέλος του οικονομικού έτους, υπό την προϋπόθεση ότι-
(α) το μέρισμα υπόκειται σε φόρο που βαρύνει τον λήπτη για φορολογητέα περίοδο που λήγει εντός δώδεκα (12) μηνών από το τέλος του οικονομικού έτους με ονομαστικό συντελεστή που ισούται ή υπερβαίνει τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή· ή
(β) δύναται εύλογα να αναμένεται ότι το συνολικό ποσό των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων και των φόρων της τελικής μητρικής οντότητας που καταβάλλει ο λήπτης επί του εν λόγω μερίσματος ισούται ή υπερβαίνει το συγκεκριμένο εισόδημα πολλαπλασιαζόμενο με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή.
(3) Η τελική μητρική οντότητα ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που υπόκειται σε καθεστώς εκπίπτοντος μερίσματος μειώνει έως και μηδενίζει το αποδεκτό εισόδημά της για το οικονομικό έτος κατά το ποσό που διανέμει ως εκπίπτον μέρισμα εντός δώδεκα (12) μηνών από το τέλος του οικονομικού έτους, υπό την προϋπόθεση ότι ο λήπτης είναι-
(α) φυσικό πρόσωπο και το μέρισμα που εισπράττεται είναι συμμετοχή στα κέρδη από συνεταιρισμό προμηθειών·
(β) φυσικό πρόσωπο που έχει φορολογική κατοικία στην ίδια δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη η τελική μητρική οντότητα και που κατέχει ιδιοκτησιακές συμμετοχές που αντιπροσωπεύουν δικαίωμα που δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) των κερδών και των περιουσιακών στοιχείων της τελικής μητρικής οντότητας· ή
(γ) κρατική οντότητα, διεθνής οργανισμός, μη κερδοσκοπικός οργανισμός ή συνταξιοδοτικό ταμείο εκτός από οντότητα παροχής συνταξιοδοτικών υπηρεσιών που έχει φορολογική κατοικία στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη η τελική μητρική οντότητα.
(4) Οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 21 καλυπτόμενοι φόροι τελικής μητρικής οντότητας, εκτός από τους φόρους για τους οποίους επιτράπηκε η έκπτωση μερίσματος, μειώνονται κατ’ αναλογία προς το ποσό του αποδεκτού εισοδήματος που μειώνεται σύμφωνα με τα εδάφια (2) και (3).
(5) Όταν η τελική μητρική οντότητα κατέχει ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε άλλη συνιστώσα οντότητα η οποία υπόκειται σε καθεστώς εκπίπτοντος μερίσματος, απευθείας ή μέσω αλυσίδας τέτοιων συνιστωσών οντοτήτων, τα εδάφια (2) έως (4), ισχύουν για κάθε άλλη συνιστώσα οντότητα που είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία της τελικής μητρικής οντότητας που υπόκειται στο καθεστώς εκπίπτοντος μερίσματος, στον βαθμό που το αποδεκτό εισόδημά της διανέμεται περαιτέρω από την τελική μητρική οντότητα σε λήπτες που πληρούν τις απαιτήσεις των εδαφίων (2) και (3).
(6) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2), συμμετοχή στα κέρδη που διανέμει συνεταιρισμός προμηθειών θεωρείται ότι υπόκειται σε φόρο ο οποίος βαρύνει τον λήπτη, εφόσον το εν λόγω μέρισμα μειώνει ένα εκπίπτον έξοδο ή κόστος κατά τον υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματος ή ζημίας του λήπτη.
41.-(1) (α) Η υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα δύναται να επιλέξει για την ίδια ή σε σχέση με άλλη συνιστώσα οντότητα που υπόκειται σε επιλέξιμο σύστημα φόρου διανομής να συμπεριλάβει το ποσό που προσδιορίζεται ως φόρος τεκμαρτής διανομής σύμφωνα με το εδάφιο (2) στους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους της συνιστώσας οντότητας για το οικονομικό έτος.
(β) Η επιλογή πραγματοποιείται ετησίως σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 46 και εφαρμόζεται σε όλες τις συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στη δικαιοδοσία.
(2) Το ποσό του φόρου τεκμαρτής διανομής είναι το μικρότερο από τα ακόλουθα:
(α) Το ποσό των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων που είναι αναγκαίο για την αύξηση του πραγματικού φορολογικού συντελεστή, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 28 για την δικαιοδοσία για το οικονομικό έτος, ώστε να ισούται με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή· ή
(β) το ποσό του φόρου που θα οφειλόταν εάν οι συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στην δικαιοδοσία είχαν διανείμει το σύνολο του εισοδήματός τους που υπόκειται στο επιλέξιμο σύστημα φόρου διανομής κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου οικονομικού έτους.
(3)(α) Σε περίπτωση επιλογής δυνάμει του εδαφίου (1), δημιουργείται λογαριασμός ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής για κάθε οικονομικό έτος κατά το οποίο εφαρμόζεται η εν λόγω επιλογή και το ποσό του φόρου τεκμαρτής διανομής που προσδιορίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (2) για την δικαιοδοσία προστίθεται στον λογαριασμό ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής για το οικονομικό έτος κατά το οποίο δημιουργήθηκε.
(β) Στο τέλος κάθε επόμενου οικονομικού έτους, τα ανεξόφλητα υπόλοιπα στους λογαριασμούς ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής που έχουν δημιουργηθεί για προηγούμενα οικονομικά έτη μειώνονται με χρονολογική σειρά, έως και μηδενίζονται, κατά το ποσό των φόρων που κατέβαλαν οι συνιστώσες οντότητες κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους σε σχέση με πραγματικές ή τεκμαρτές διανομές.
(γ) Κάθε ποσό στους λογαριασμούς ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής που εναπομένει μετά την εφαρμογή της παραγράφου (β) μειώνεται, έως και μηδενίζεται, κατά ποσό ίσο με την καθαρή αποδεκτή ζημία μιας δικαιοδοσίας, πολλαπλασιαζόμενο με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή.
(4) Κάθε ποσό καθαρής αποδεκτής ζημίας πολλαπλασιαζόμενο επί τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή που εναπομένει μετά την εφαρμογή της παραγράφου (γ) του εδαφίου (3) για τη δικαιοδοσία μεταφέρεται στα επόμενα οικονομικά έτη και μειώνει τυχόν εναπομείναντα ποσά στους λογαριασμούς ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής μετά την εφαρμογή του εδαφίου (3).
(5) Το τυχόν ανεξόφλητο υπόλοιπο του λογαριασμού ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής κατά την τελευταία ημέρα του τέταρτου οικονομικού έτους μετά το οικονομικό έτος για το οποίο δημιουργήθηκε ο εν λόγω λογαριασμός αντιμετωπίζεται ως μείωση των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων που είχαν προσδιοριστεί προηγουμένως για το συγκεκριμένο οικονομικό έτος και ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής και ο συμπληρωματικός φόρος για το συγκεκριμένο οικονομικό έτος επανυπολογίζονται αναλόγως, σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 30.
(6) Οι φόροι που καταβάλλονται κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους σε σχέση με πραγματικές ή τεκμαρτές διανομές δεν περιλαμβάνονται σε αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους, στον βαθμό που μειώνουν τον λογαριασμό ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής σύμφωνα με τα εδάφια (3) και (4).
(7)(α) Όταν μια συνιστώσα οντότητα που υπόκειται σε επιλογή σύμφωνα με το εδάφιο (1) αποχωρεί από τον όμιλο ΠΕ ή τον εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας ή ουσιαστικά όλα τα περιουσιακά στοιχεία της μεταβιβάζονται σε πρόσωπο που δεν είναι συνιστώσα οντότητα του ίδιου ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που βρίσκεται στην ίδια δικαιοδοσία, κάθε ανεξόφλητο υπόλοιπο των λογαριασμών ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής, όπως προσδιορίζεται στο εδάφιο (2), κατά τα προηγούμενα οικονομικά έτη κατά τα οποία δημιουργήθηκε ο εν λόγω λογαριασμός αντιμετωπίζεται ως μείωση των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων για καθένα από τα εν λόγω οικονομικά έτη σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 30.
(β) Κάθε οφειλόμενο ποσό πρόσθετου συμπληρωματικού φόρου πολλαπλασιάζεται με την ακόλουθη σχέση για τον προσδιορισμό του πρόσθετου συμπληρωματικού φόρου που οφείλεται για τη δικαιοδοσία:
(Αποδεκτό εισόδημα της συνιστώσας οντότητας)
_____________________________________________
(Καθαρό αποδεκτό εισόδημα της δικαιοδοσίας)
όπου:
(α) το αποδεκτό εισόδημα της συνιστώσας οντότητας προσδιορίζεται σύμφωνα με το Μέρος ΙΙΙ για κάθε οικονομικό έτος κατά το οποίο υπάρχει ανεξόφλητο υπόλοιπο των λογαριασμών ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής για την δικαιοδοσία· και
(β) το καθαρό αποδεκτό εισόδημα για την δικαιοδοσία προσδιορίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 27 για κάθε οικονομικό έτος κατά το οποίο υπάρχει ανεξόφλητο υπόλοιπο των λογαριασμών ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής για την δικαιοδοσία.
42.-(1) Όταν μια συνιστώσα οντότητα ενός ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας είναι επενδυτική οντότητα που δεν είναι φορολογικά διαφανής οντότητα και δεν έχει προβεί σε επιλογή σύμφωνα με τα άρθρα 43 και 44, ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής της εν λόγω επενδυτικής οντότητας υπολογίζεται χωριστά από τον πραγματικό φορολογικό συντελεστή της δικαιοδοσίας στην οποία είναι εγκατεστημένη.
(2)(α) Ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής της επενδυτικής οντότητας, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (1), ισούται με τους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους της που διαιρούνται με ποσό ίσο με το μερίδιο του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας στο αποδεκτό εισόδημα ή ζημία της εν λόγω επενδυτικής οντότητας.
(β) Όταν βρίσκονται περισσότερες από μία επενδυτικές οντότητες σε μια δικαιοδοσία, ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής που ισχύει για αυτές υπολογίζεται συνδυάζοντας τους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους τους με το μερίδιο του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας στο αποδεκτό εισόδημα ή ζημία τους.
(3) Οι αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι μιας επενδυτικής οντότητας όπως αναφέρεται στο εδάφιο (1) είναι οι αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι που αποδίδονται στο μερίδιο του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας στο αποδεκτό εισόδημα της επενδυτικής οντότητας και οι καλυπτόμενοι φόροι που επιμερίζονται στην επενδυτική οντότητα σύμφωνα με το άρθρο 25. Οι αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι της επενδυτικής οντότητας δεν περιλαμβάνουν τυχόν καλυπτόμενους φόρους που οφείλονται από την επενδυτική οντότητα και οι οποίοι μπορούν να αποδοθούν σε εισόδημα που δεν αποτελεί τμήμα του μεριδίου του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας στο εισόδημα της επενδυτικής οντότητας.
(4)(α) Ο συμπληρωματικός φόρος μιας επενδυτικής οντότητας όπως αναφέρεται στο εδάφιο (1) αντιστοιχεί σε ποσό ίσο με το ποσοστό συμπληρωματικού φόρου της επενδυτικής οντότητας πολλαπλασιαζόμενο από ποσό που ισούται με τη διαφορά μεταξύ του μεριδίου του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας στο αποδεκτό εισόδημα της επενδυτικής οντότητας και της εξαίρεσης εισοδήματος επί της ουσίας που υπολογίζεται για την επενδυτική οντότητα.
(β) Το ποσοστό συμπληρωματικού φόρου μιας επενδυτικής οντότητας είναι θετικό ποσό, ίσο με τη διαφορά μεταξύ του ελάχιστου φορολογικού συντελεστή και του πραγματικού φορολογικού συντελεστή της εν λόγω επενδυτικής οντότητας.
(γ) Όταν βρίσκονται περισσότερες από μία επενδυτικές οντότητες σε μια δικαιοδοσία, συμπληρωματικός φόρος που ισχύει γι’ αυτές υπολογίζεται συνδυάζοντας τα ποσά εξαίρεσης εισοδήματος επί της ουσίας με το μερίδιο του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας στο αποδεκτό εισόδημα ή ζημία τους.
(δ) Η εξαίρεση εισοδήματος επί της ουσίας μιας επενδυτικής οντότητας καθορίζεται σύμφωνα με τα εδάφια (1) έως (7) του άρθρου 29 και οι επιλέξιμες δαπάνες μισθοδοσίας των επιλέξιμων εργαζομένων και τα επιλέξιμα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για την εν λόγω επενδυτική οντότητα μειώνονται αναλογικά προς το κατανεμητέο μερίδιο του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας στο αποδεκτό εισόδημα της επενδυτικής οντότητας διαιρούμενο με το συνολικό αποδεκτό εισόδημα της εν λόγω επενδυτικής οντότητας.
(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, το κατανεμητέο μερίδιο του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας στο αποδεκτό εισόδημα ή ζημία επενδυτικής οντότητας προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10, λαμβανομένων υπόψη μόνο των συμμετοχών που δεν υπόκεινται σε επιλογή σύμφωνα με τα άρθρα 43 ή 44.
43.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «ασφαλιστική επενδυτική οντότητα» σημαίνει την οντότητα η οποία θα πληρούσε τους ορισμούς «οργανισμός επενδύσεων» ή «φορέας επενδύσεων σε ακίνητα» του άρθρου 2, εάν δεν είχε συσταθεί σε σχέση με υποχρεώσεις βάσει ασφαλιστήριου συμβολαίου ή συμβολαίου ετήσιας προσόδου και εάν δεν ανήκει εξ ολοκλήρου σε οντότητα που υπόκειται σε ρύθμιση ως ασφαλιστική εταιρεία στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη.
(2) Κατ’ επιλογή της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, μια συνιστώσα οντότητα που είναι επενδυτική οντότητα ή ασφαλιστική επενδυτική οντότητα δύναται να αντιμετωπίζεται ως φορολογικά διαφανής οντότητα, εάν η συνιστώσα οντότητα-ιδιοκτήτρια υπόκειται σε φόρο στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη βάσει προσέγγισης εύλογης αγοραίας αξίας ή παρόμοιου καθεστώτος με βάση τις ετήσιες μεταβολές της εύλογης αξίας των ιδιοκτησιακών συμμετοχών της στην εν λόγω οντότητα και ο φορολογικός συντελεστής που εφαρμόζεται στη συνιστώσα οντότητα-ιδιοκτήτρια επί του εν λόγω εισοδήματος ισούται ή υπερβαίνει τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή.
(3) Συνιστώσα οντότητα που διατηρεί έμμεση ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε επενδυτική οντότητα ή σε ασφαλιστική επενδυτική οντότητα μέσω άμεσης ιδιοκτησιακής συμμετοχής σε άλλη επενδυτική οντότητα ή ασφαλιστική επενδυτική οντότητα θεωρείται ότι υπόκειται σε φόρο βάσει προσέγγισης εύλογης αγοραίας αξίας ή παρόμοιου καθεστώτος όσον αφορά την έμμεση ιδιοκτησιακή συμμετοχή της στην πρώτη οντότητα ή ασφαλιστική επενδυτική οντότητα, εφόσον η άμεση ιδιοκτησιακή συμμετοχή της στη δεύτερη οντότητα ή ασφαλιστική επενδυτική οντότητα υπάγεται σε προσέγγιση εύλογης αγοραίας αξίας ή παρόμοιο καθεστώς.
(4)(α) Η επιλογή που προβλέπεται στο εδάφιο (2) πραγματοποιείται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 46.
(β) Εάν ανακληθεί η επιλογή, κάθε κέρδος ή ζημία από τη διάθεση περιουσιακού στοιχείου ή υποχρέωσης που κατέχει η επενδυτική οντότητα ή μια ασφαλιστική επενδυτική οντότητα προσδιορίζεται με βάση την εύλογη αγοραία αξία του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης την πρώτη ημέρα του έτους ανάκλησης.
44.-(1) Κατ’ επιλογή της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, μια συνιστώσα οντότητα-ιδιοκτήτρια επενδυτικής οντότητας, ή ασφαλιστικής επενδυτικής οντότητας, δύναται να εφαρμόζει μέθοδο φορολογητέας διανομής όσον αφορά την ιδιοκτησιακή συμμετοχή της στην επενδυτική οντότητα, ή στην ασφαλιστική επενδυτική οντότητα, υπό την προϋπόθεση ότι η συνιστώσα οντότητα-ιδιοκτήτρια δεν είναι επενδυτική οντότητα και δύναται εύλογα να αναμένεται ότι υπόκειται σε φόρο επί των διανομών από την επενδυτική οντότητα με φορολογικό συντελεστή που ισούται ή υπερβαίνει τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή.
(2)(α) Όταν ακολουθείται η μέθοδος φορολογητέας διανομής, οι διανομές και οι τεκμαρτές διανομές του αποδεκτού εισοδήματος επενδυτικής οντότητας ή ασφαλιστικής επενδυτικής οντότητας, περιλαμβάνονται στο αποδεκτό εισόδημα της συνιστώσας οντότητας-ιδιοκτήτριας που έλαβε τη διανομή, εφόσον δεν είναι επενδυτική οντότητα.
(β) Το ποσό των καλυπτόμενων φόρων που επιβαρύνουν την επενδυτική οντότητα ή την ασφαλιστική επενδυτική οντότητα και το οποίο πιστώνεται έναντι της φορολογικής υποχρέωσης της συνιστώσας οντότητας-ιδιοκτήτριας που προκύπτει από τη διανομή της επενδυτικής οντότητας ή της ασφαλιστικής επενδυτικής οντότητας, περιλαμβάνεται στο αποδεκτό εισόδημα και στους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους της συνιστώσας οντότητας-ιδιοκτήτριας που έλαβε τη διανομή.
(γ) Το μερίδιο της συνιστώσας οντότητας-ιδιοκτήτριας στο μη διανεμηθέν καθαρό αποδεκτό εισόδημα της επενδυτικής οντότητας ή της ασφαλιστικής επενδυτικής οντότητας, που αναφέρεται στο εδάφιο (3) που προέκυψε κατά το τρίτο έτος που προηγείται του οικονομικού έτους («υπό εξέταση έτος») αντιμετωπίζεται ως αποδεκτό εισόδημα της εν λόγω επενδυτικής οντότητας ή της ασφαλιστικής επενδυτικής οντότητας, για το οικονομικό έτος και το ποσό που ισούται με το εν λόγω αποδεκτό εισόδημα πολλαπλασιαζόμενο με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή αντιμετωπίζεται ως συμπληρωματικός φόρος συνιστώσας οντότητας με χαμηλή φορολόγηση για το οικονομικό έτος για τους σκοπούς του Μέρους ΙΙ.
(δ) Το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία μιας επενδυτικής οντότητας ή ασφαλιστικής επενδυτικής οντότητας, και οι αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι που αναλογούν στο εν λόγω εισόδημα για το οικονομικό έτος εξαιρούνται από τον υπολογισμό του πραγματικού φορολογικού συντελεστή σύμφωνα με το Μέρος V και τα εδάφια (1) έως (4) του άρθρου 42, εκτός από το ποσό των καλυπτόμενων φόρων που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του παρόντος εδαφίου.
(3)(α) Το μη διανεμηθέν καθαρό αποδεκτό εισόδημα μιας επενδυτικής οντότητας ή ασφαλιστικής επενδυτικής οντότητας, για το υπό εξέταση έτος είναι το ποσό του αποδεκτού εισοδήματος της εν λόγω επενδυτικής οντότητας ή ασφαλιστικής επενδυτικής οντότητας, για το υπό εξέταση έτος, το οποίο μειώνεται έως και μηδενίζεται κατά-
(i) τους καλυπτόμενους φόρους της επενδυτικής οντότητας·
(ii) τις διανομές και τις τεκμαρτές διανομές σε μετόχους που δεν είναι επενδυτικές οντότητες ή ασφαλιστικές επενδυτικές οντότητες, κατά τη διάρκεια της περιόδου που αρχίζει την πρώτη ημέρα του τρίτου έτους το οποίο προηγείται του οικονομικού έτους και λήγει την τελευταία ημέρα του αναφερόμενου οικονομικού έτους κατοχής της ιδιοκτησιακής συμμετοχής («περίοδος εξέτασης»)·
(iii) τις αποδεκτές ζημίες που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της περιόδου εξέτασης· και
(iv) το τυχόν εναπομείναν ποσό αποδεκτών ζημιών που δεν έχει ήδη μειώσει το μη διανεμηθέν καθαρό αποδεκτό εισόδημα της εν λόγω επενδυτικής οντότητας ή ασφαλιστικής επενδυτικής οντότητας, για προηγούμενο υπό εξέταση έτος, ήτοι η «μεταφερόμενη επενδυτική ζημία».
(β) Το μη διανεμηθέν καθαρό αποδεκτό εισόδημα μιας επενδυτικής οντότητας ή ασφαλιστικής επενδυτικής οντότητας, δεν μειώνεται κατά τις διανομές ή τις τεκμαρτές διανομές που έχουν ήδη μειώσει το μη διανεμηθέν καθαρό αποδεκτό εισόδημα της εν λόγω επενδυτικής οντότητας για προηγούμενο υπό εξέταση έτος κατ’ εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
(γ) Το μη διανεμηθέν καθαρό αποδεκτό εισόδημα μιας επενδυτικής οντότητας ή ασφαλιστικής επενδυτικής οντότητας δεν μειώνεται κατά το ποσό των αποδεκτών ζημιών που έχουν ήδη μειώσει το μη διανεμηθέν καθαρό αποδεκτό εισόδημα της εν λόγω επενδυτικής οντότητας ή ασφαλιστικής επενδυτικής οντότητας για προηγούμενο υπό εξέταση έτος κατ’ εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τεκμαρτή διανομή θεωρείται ότι προκύπτει όταν μια άμεση ή έμμεση ιδιοκτησιακή συμμετοχή στην επενδυτική οντότητα ή ασφαλιστική επενδυτική οντότητα μεταβιβάζεται σε οντότητα που δεν ανήκει στον όμιλο ΠΕ ή σε εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας και ισούται με το μερίδιο του μη διανεμηθέντος καθαρού αποδεκτού εισοδήματος που αναλογεί στην εν λόγω ιδιοκτησιακή συμμετοχή κατά την ημερομηνία της εν λόγω μεταβίβασης, το οποίο προσδιορίζεται, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η τεκμαρτή διανομή.
(5) Η επιλογή που προβλέπεται εδάφιο (1) πραγματοποιείται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 46.
(6) Σε περίπτωση ανάκλησης της επιλογής, το μερίδιο της συνιστώσας οντότητας-ιδιοκτήτριας στο μη διανεμηθέν καθαρό αποδεκτό εισόδημα της επενδυτικής οντότητας ή ασφαλιστικής επενδυτικής οντότητας για το υπό εξέταση έτος στο τέλος του οικονομικού έτους που προηγείται του οικονομικού έτους κατά το οποίο πραγματοποιείται η ανάκληση αντιμετωπίζεται ως αποδεκτό εισόδημα της επενδυτικής οντότητας ή ασφαλιστικής επενδυτικής οντότητας για το οικονομικό έτος και το ποσό που ισούται με το εν λόγω αποδεκτό εισόδημα πολλαπλασιαζόμενο με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή αντιμετωπίζεται ως συμπληρωματικός φόρος συνιστώσας οντότητας με χαμηλή φορολόγηση για το οικονομικό έτος για τους σκοπούς του Μέρους ΙΙ.