ΜΕΡΟΣ VI ΕΙΔΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΤΑΙΡΙΚΕΣ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ
Εφαρμογή του ενοποιημένου ορίου εσόδων στις συγχωνεύσεις και διασπάσεις ομίλων

34.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

(α) «συγχώνευση» σημαίνει κάθε ρύθμιση κατά την οποία-

(i) όλες ή ουσιαστικά όλες οι οντότητες δύο ή περισσότερων χωριστών ομίλων τίθενται υπό κοινό έλεγχο κατά τρόπο ώστε να αποτελούν οντότητες ενός ενοποιημένου ομίλου· ή

(ii) μια οντότητα που δεν είναι μέλος κανενός ομίλου τίθεται υπό κοινό έλεγχο με άλλη οντότητα ή όμιλο κατά τρόπο ώστε να αποτελούν οντότητες ενός ενοποιημένου ομίλου·

(β) «διάσπαση» σημαίνει κάθε ρύθμιση στην οποία οι οντότητες ενός ενιαίου ομίλου διαχωρίζονται σε δύο ή περισσότερους διαφορετικούς ομίλους που δεν ενοποιούνται πλέον από την ίδια τελική μητρική οντότητα.

(2) Όταν δύο ή περισσότεροι όμιλοι συγχωνεύονται για να σχηματίσουν έναν ενιαίο όμιλο σε οποιοδήποτε από τα τέσσερα (4) τελευταία συναπτά οικονομικά έτη αμέσως πριν από το υπό εξέταση οικονομικό έτος, το ενοποιημένο όριο εσόδων του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας, που αναφέρεται στο άρθρο 4, θεωρείται ότι τηρείται για οποιοδήποτε οικονομικό έτος πριν από τη συγχώνευση, εάν το άθροισμα των εσόδων που περιλαμβάνονται σε καθεμία από τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις τους για το εν λόγω οικονομικό έτος ανέρχεται σε τουλάχιστον επτακόσια πενήντα εκατομμύρια ευρώ (€750.000.000).

(3) Όταν μια οντότητα που δεν είναι μέλος ομίλου («στόχος») συγχωνεύεται με οντότητα ή όμιλο («αποκτώσα οντότητα») κατά τη διάρκεια του υπό εξέταση οικονομικού έτους, και είτε ο στόχος είτε η αποκτώσα οντότητα δεν είχε ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σε οποιοδήποτε από τα τέσσερα τελευταία συναπτά οικονομικά έτη αμέσως πριν από το υπό εξέταση οικονομικό έτος, το ενοποιημένο όριο εσόδων του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας θεωρείται ότι τηρείται για το εν λόγω έτος εάν το άθροισμα των εσόδων που περιλαμβάνονται σε καθεμία από τις οικονομικές καταστάσεις τους ή τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις για το εν λόγω οικονομικό έτος ανέρχεται σε τουλάχιστον επτακόσια πενήντα εκατομμύρια ευρώ (€750.000.000).

(4) Σε περίπτωση που ένας μεμονωμένος όμιλος ΠΕ ή εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας εντός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος Νόμου διασπάται σε δύο ή περισσότερους ομίλους (έκαστος: διασπασθείς όμιλος), το ενοποιημένο όριο εσόδων θεωρείται ότι τηρείται από έναν διασπασθέντα όμιλο όταν-

(α) όσον αφορά το πρώτο υπό εξέταση οικονομικό έτος που λήγει μετά τη διάσπαση, ο διασπασθείς όμιλος έχει ετήσια έσοδα ύψους τουλάχιστον επτακόσια πενήντα εκατομμύρια ευρώ (€750.000.000) κατά το εν λόγω οικονομικό έτος·

(β) όσον αφορά το δεύτερο έως το τέταρτο υπό εξέταση οικονομικό έτος που λήγει μετά τη διάσπαση, ο διασπασθείς όμιλος έχει ετήσια έσοδα ύψους τουλάχιστον επτακόσια πενήντα εκατομμύρια ευρώ (€750.000.000) κατά τουλάχιστον δύο (2) οικονομικά έτη από το οικονομικό έτος της διάσπασης.

Συνιστώσες οντότητες που προσχωρούν και αποχωρούν από όμιλο ΠΕ ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας

35.-(1)(α) Όταν μια οντότητα («στόχος») καθίσταται ή παύει να αποτελεί συνιστώσα οντότητα ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας ως αποτέλεσμα της μεταβίβασης άμεσων ή έμμεσων ιδιοκτησιακών συμμετοχών στον στόχο ή όταν ο στόχος καθίσταται η τελική μητρική οντότητα νέου ομίλου κατά τη διάρκεια ενός οικονομικού έτους («έτος απόκτησης»), ο στόχος αντιμετωπίζεται ως μέλος του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, υπό την προϋπόθεση ότι μέρος των περιουσιακών στοιχείων, των υποχρεώσεων, των εσόδων, των εξόδων και των ταμειακών ροών της περιλαμβάνεται γραμμή προς γραμμή στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας κατά το έτος απόκτησης.

(β) Ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής και ο συμπληρωματικός φόρος του στόχου υπολογίζονται σύμφωνα με τα εδάφια (2) έως (8).

(2) Κατά το έτος απόκτησης, ένας όμιλος ΠΕ ή εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας λαμβάνει υπόψη μόνο το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία και τους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους του στόχου που περιλαμβάνονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.

(3) Κατά το έτος απόκτησης και σε κάθε επόμενο οικονομικό έτος, το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία και οι αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι του στόχου βασίζονται στην ιστορική λογιστική αξία των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεών του.

(4) Κατά το έτος απόκτησης, κατά τον υπολογισμό των επιλέξιμων δαπανών μισθοδοσίας του στόχου σύμφωνα με το εδαφίου (3) του άρθρου 29, λαμβάνονται υπόψη μόνο οι δαπάνες που αποτυπώνονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας.

(5) Ο υπολογισμός της λογιστικής αξίας των επιλέξιμων ενσώματων περιουσιακών στοιχείων του στόχου σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 29 αναπροσαρμόζεται, κατά περίπτωση, κατ’ αναλογία προς τη χρονική περίοδο κατά την οποία ο στόχος ήταν μέλος του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας κατά τη διάρκεια του έτους απόκτησης.

(6) Με εξαίρεση την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αποδεκτής ζημίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 24, οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις και οι αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις ενός στόχου που μεταβιβάζονται μεταξύ ομίλων ΠΕ ή εγχώριων ομίλων μεγάλης κλίμακας λαμβάνονται υπόψη από τον αποκτώντα όμιλο ΠΕ ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό όπως εάν ο αποκτών όμιλος ΠΕ ή εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας είχε τον έλεγχο του στόχου όταν προέκυψαν τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις.

(7) Οι αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις του στόχου που έχουν προηγουμένως συμπεριληφθεί στο οικείο συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου αντιμετωπίζονται ως αντεστραμμένες, για τους σκοπούς του εδαφίου (7) του άρθρου 23, από τον εκχωρούντα όμιλο ΠΕ ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας και προκύπτουσες από τον αποκτώντα όμιλο ΠΕ ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας κατά το έτος απόκτησης, με την εξαίρεση ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κάθε μεταγενέστερη μείωση των καλυπτόμενων φόρων σύμφωνα με το εδάφιο (7) του άρθρου 23 παράγει αποτελέσματα κατά το έτος κατά το οποίο ανακτάται το ποσό.

(8) Όταν ο στόχος είναι μητρική οντότητα και οντότητα δύο ή περισσότερων ομίλων ΠΕ ή εγχώριων ομίλων μεγάλης κλίμακας κατά τη διάρκεια του έτους απόκτησης, εφαρμόζει χωριστά τον κανόνα σχετικά με τη συμπερίληψη του εισοδήματος στα οικεία μερίδια προς επιμερισμό του συμπληρωματικού φόρου για τις συνιστώσες οντότητες με χαμηλή φορολόγηση που προσδιορίζονται για κάθε όμιλο ΠΕ ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας.

(9) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων των εδαφίων (1) έως (8), η απόκτηση ή η διάθεση ελέγχουσας συμμετοχής σε στόχο αντιμετωπίζεται ως απόκτηση ή διάθεση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, εάν η δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένος ο στόχος ή, στην περίπτωση φορολογικά διαφανούς οντότητας, η δικαιοδοσία στην οποία βρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία, αντιμετωπίζει την απόκτηση ή τη διάθεση της εν λόγω ελέγχουσας συμμετοχής, με τον ίδιο ή με παρόμοιο τρόπο, ως απόκτηση ή διάθεση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, και επιβάλλει καλυπτόμενο φόρο στον πωλητή με βάση τη διαφορά μεταξύ τής φορολογικής βάσης και του τιμήματος που καταβάλλεται με αντάλλαγμα την ελέγχουσα συμμετοχή ή την εύλογη αξία των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων.

Μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων

36.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

(α) «αναδιοργάνωση» σημαίνει τη μετατροπή ή μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων όπως μεταξύ άλλων σε περιπτώσεις όπως συγχώνευση, διάσπαση, εκκαθάριση ή παρεμφερής συναλλαγή, όταν-

(i) το αντάλλαγμα για τη μεταβίβαση είναι, συνολικά ή κατά σημαντικό μέρος, συμμετοχικοί τίτλοι που εκδίδονται από την αποκτώσα συνιστώσα οντότητα ή από πρόσωπο που συνδέεται με την αποκτώσα συνιστώσα οντότητα ή, σε περίπτωση εκκαθάρισης, συμμετοχικοί τίτλοι του στόχου ή, εάν δεν παρέχεται αντάλλαγμα, όταν η έκδοση συμμετοχικού τίτλου δεν θα είχε οικονομική σημασία·

(ii) το κέρδος ή η ζημία της εκχωρούσας συνιστώσας οντότητας από τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία δεν υπόκειται σε φόρο, εν όλω ή εν μέρει· και

(iii) οι φορολογικοί νόμοι της δικαιοδοσίας στην οποία είναι εγκατεστημένη η αποκτώσα συνιστώσα οντότητα απαιτούν από την αποκτώσα συνιστώσα οντότητα να υπολογίζει το φορολογητέο εισόδημα μετά τη διάθεση ή την απόκτηση χρησιμοποιώντας τη φορολογική βάση της εκχωρούσας συνιστώσας οντότητας στα περιουσιακά στοιχεία, με αναπροσαρμογή για κάθε μη αποδεκτό κέρδος ή ζημία από τη διάθεση ή την απόκτηση.

(β) «μη αποδεκτό κέρδος ή ζημία» σημαίνει το μικρότερο ποσό μεταξύ του κέρδους ή της ζημίας της εκχωρούσας συνιστώσας οντότητας που προκύπτει σε σχέση με αναδιοργάνωση που υπόκειται σε φόρο στον τόπο εγκατάστασης της εκχωρούσας συνιστώσας οντότητας και του οικονομικού λογιστικού κέρδους ή ζημίας που προκύπτει σε σχέση με την αναδιοργάνωση.

(2) (i) Η συνιστώσα οντότητα που διαθέτει περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις («εκχωρούσα συνιστώσα οντότητα») περιλαμβάνει το κέρδος ή τη ζημία που προκύπτει από την εν λόγω διάθεση στον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της.

(ii) Η συνιστώσα οντότητα που αποκτά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις («αποκτώσα συνιστώσα οντότητα») προσδιορίζει το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία της βάσει της λογιστικής αξίας των αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που προσδιορίζεται σύμφωνα με το χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται κατά την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας.

(3) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του εδαφίου (2), όταν η διάθεση ή η απόκτηση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων πραγματοποιείται στο πλαίσιο αναδιοργάνωσης-

(α) η εκχωρούσα συνιστώσα οντότητα εξαιρεί από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της κάθε κέρδος ή ζημία που προκύπτει από την εν λόγω διάθεση· και

(β) η αποκτώσα συνιστώσα οντότητα προσδιορίζει το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία της με βάση τη λογιστική αξία των αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων της εκχωρούσας συνιστώσας οντότητας κατά τη διάθεση.

(4) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3), όταν η διάθεση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων πραγματοποιείται στο πλαίσιο αναδιοργάνωσης η οποία έχει ως αποτέλεσμα, για τη εκχωρούσα συνιστώσα οντότητα, μη αποδεκτό κέρδος ή ζημία-

(α) η εκχωρούσα συνιστώσα οντότητα περιλαμβάνει το κέρδος ή τη ζημία από τη διάθεση στον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας ανάλογα με την έκταση του μη αποδεκτού κέρδους ή ζημίας· και

(β) η αποκτώσα συνιστώσα οντότητα προσδιορίζει το οικείο αποδεκτό εισόδημα ή ζημία μετά την απόκτηση χρησιμοποιώντας τη λογιστική αξία των αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων της εκχωρούσας συνιστώσας οντότητας κατά τη διάθεση, με αναπροσαρμογή σύμφωνα με τους τοπικούς φορολογικούς κανόνες της αποκτώσας συνιστώσας οντότητας για να δικαιολογήσει το μη αποδεκτό κέρδος ή ζημία.

(5) Κατ’ επιλογή της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, όταν μια συνιστώσα οντότητα απαιτείται ή επιτρέπεται να αναπροσαρμόζει τη βάση των περιουσιακών στοιχείων της και το ποσό των υποχρεώσεών της στην εύλογη αξία για φορολογικούς σκοπούς στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη, η εν λόγω συνιστώσα οντότητα δύναται-

(α) να περιλαμβάνει στον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας ένα ποσό κέρδους ή ζημίας σε σχέση με κάθε οικείο περιουσιακό στοιχείο και υποχρέωση, το οποίο-

(i) ισούται με τη διαφορά μεταξύ της λογιστικής αξίας, για χρηματοοικονομικούς λογιστικούς σκοπούς, του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης ακριβώς πριν από την ημερομηνία του γεγονότος που προκάλεσε τη φορολογική αναπροσαρμογή («γενεσιουργό γεγονός») και της εύλογης αξίας του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης αμέσως μετά το γενεσιουργό γεγονός· και

(ii) μειώνεται ή αυξάνεται κατά το μη αποδεκτό κέρδος ή ζημία που τυχόν προκύπτει σε σχέση με το γενεσιουργό γεγονός·

(β) να χρησιμοποιεί, για χρηματοοικονομικούς λογιστικούς σκοπούς, την εύλογη αξία του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης αμέσως μετά το γενεσιουργό γεγονός για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας κατά τα οικονομικά έτη που λήγουν μετά το γενεσιουργό γεγονός· και

(γ) να περιλαμβάνει το καθαρό σύνολο των ποσών που προσδιορίζονται στην παράγραφο (α) στο αποδεκτό εισόδημα ή ζημία της συνιστώσας οντότητας με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

(i) Το καθαρό σύνολο των εν λόγω ποσών περιλαμβάνεται στο οικονομικό έτος κατά το οποίο συμβαίνει το γενεσιουργό γεγονός· ή

(ii) ποσό ίσο με το καθαρό σύνολο των εν λόγω ποσών διαιρούμενο διά πέντε περιλαμβάνεται στο οικονομικό έτος κατά το οποίο συμβαίνει το γενεσιουργό γεγονός και σε καθένα από τα αμέσως επόμενα τέσσερα (4) οικονομικά έτη, εκτός εάν η συνιστώσα οντότητα αποχωρήσει από τον όμιλο ΠΕ ή τον εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας σε ένα οικονομικό έτος εντός της συγκεκριμένης περιόδου, περίπτωση κατά την οποία το υπόλοιπο ποσό θα συμπεριληφθεί εξ ολοκλήρου στο εν λόγω οικονομικό έτος.

Κοινοπραξίες

37.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

(α) «κοινοπραξία» σημαίνει οντότητα της οποίας τα οικονομικά αποτελέσματα αναφέρονται με τη μέθοδο της καθαρής θέσης στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας, υπό την προϋπόθεση ότι η τελική μητρική οντότητα κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, τουλάχιστον το πενήντα τοις εκατό (50%) των ιδιοκτησιακών της συμμετοχών και περιλαμβάνει-

(i) τελική μητρική οντότητα ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που πρέπει να εφαρμόζει τον κανόνα IIR·

(ii) εξαιρούμενη οντότητα, όπως ορίζεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 4·

(iii) οντότητα της οποίας οι ιδιοκτησιακές συμμετοχές που κατέχονται από τον όμιλο ΠΕ ή τον εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας κατέχονται απευθείας μέσω εξαιρούμενης οντότητας που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 4 και η οποία πληροί μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

-δραστηριοποιείται αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά με σκοπό την κατοχή περιουσιακών στοιχείων ή την επένδυση κεφαλαίων προς όφελος των επενδυτών της·

-ασκεί δραστηριότητες παρεπόμενες εκείνων που ασκεί η εξαιρούμενη οντότητα· ή

-ουσιαστικά το σύνολο του εισοδήματός της εξαιρείται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας σύμφωνα με τις υποπαραγράφους (ii) και (iii) του εδαφίου 2 του άρθρου 17.

(iv) οντότητα που κατέχεται από όμιλο ΠΕ ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας, ο οποίος αποτελείται αποκλειστικά από εξαιρούμενες οντότητες· ή

(v) συνδεδεμένη εταιρεία κοινοπραξίας.

(β) «συνδεδεμένη εταιρεία κοινοπραξίας» σημαίνει-

(i) οντότητα της οποίας τα περιουσιακά στοιχεία, οι υποχρεώσεις, τα έσοδα, τα έξοδα και οι ταμειακές ροές ενοποιούνται από κοινοπραξία σύμφωνα με αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο ή θα είχαν ενοποιηθεί εάν η κοινοπραξία ήταν υποχρεωμένη να ενοποιεί τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία, υποχρεώσεις, έσοδα, έξοδα και ταμειακές ροές σύμφωνα με αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο· ή

(ii) μόνιμη εγκατάσταση της οποίας η κύρια οντότητα είναι κοινοπραξία ή μια οντότητα που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i) και σε τέτοιες περιπτώσεις, η μόνιμη εγκατάσταση αντιμετωπίζεται ως χωριστή συνδεδεμένη εταιρεία κοινοπραξίας.

(2) H μητρική οντότητα που κατέχει άμεση ή έμμεση ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε κοινοπραξία ή σε συνδεδεμένη εταιρεία κοινοπραξίας εφαρμόζει τον κανόνα IIR όσον αφορά το μερίδιο που της αναλογεί στον συμπληρωματικό φόρο της εν λόγω κοινοπραξίας ή της συνδεδεμένης κοινοπραξίας σύμφωνα με τα άρθρα 6 έως 11.

(3) Ο υπολογισμός του συμπληρωματικού φόρου της κοινοπραξίας και των συνδεδεμένων με αυτήν εταιρειών (από κοινού «όμιλος κοινοπραξιών») πραγματοποιείται σύμφωνα με τα Μέρη III έως VII, όπως εάν αποτελούσαν συνιστώσες οντότητες χωριστού ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας και η κοινοπραξία ήταν η τελική μητρική οντότητα του εν λόγω ομίλου.

(4) Ο συμπληρωματικός φόρος που οφείλεται από τον όμιλο κοινοπραξιών μειώνεται κατά το ισχύον μερίδιο κάθε μητρικής οντότητας στον συμπληρωματικό φόρο σύμφωνα με το εδάφιο (2), κάθε μέλους του φορολογικά υπόχρεου ομίλου κοινοπραξιών σύμφωνα με το εδάφιο (3) και τυχόν υπόλοιπο ποσό συμπληρωματικού φόρου προστίθεται στο συνολικό ποσό συμπληρωματικού φόρου βάσει του κανόνα UTPR σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 15:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, ως «συμπληρωματικός φόρος που οφείλεται από τον όμιλο κοινοπραξιών» λογίζεται το μερίδιο της μητρικής οντότητας στον συμπληρωματικό φόρο του ομίλου κοινοπραξιών.

Όμιλοι πολυεθνικών επιχειρήσεων πολλών μητρικών εταιρειών και εγχώριοι όμιλοι μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών

38.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

(α) «όμιλος ΠΕ πολλών μητρικών εταιρειών» σημαίνει δύο ή περισσότερους ομίλους όπου οι τελικές μητρικές οντότητες συνάπτουν συμφωνία που είναι εξαρτώμενη δομή (stapled structure) ή ρύθμιση εισαγωγής σε δύο χρηματιστήρια και τουλάχιστον μία οντότητα ή μόνιμη εγκατάσταστη οποιουδήποτε από τους προαναφερθέντες ομίλους είναι εγκατεστημένη σε διαφορετική δικαιοδοσία από αυτή των άλλων οντοτήτων ή μόνιμων εγκαταστάσεων των εν λόγω ομίλων·

(β) «εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών» σημαίνει δύο ή περισσότεροι όμιλοι όπου οι τελικές μητρικές οντότητες συνάπτουν συμφωνία που είναι εξαρτώμενη δομή (stapled structure) ή ρύθμιση εισαγωγής σε δύο χρηματιστήρια και καμία οντότητα ή μόνιμη εγκατάσταση οποιουδήποτε από τους προαναφερθέντες ομίλους δεν είναι εγκατεστημένη σε διαφορετική δικαιοδοσία από αυτή των άλλων οντοτήτων ή μόνιμων εγκαταστάσεων των εν λόγω ομίλων·

(γ) «εξαρτώμενη δομή (stapled structure)» σημαίνει ρύθμιση που συνάπτεται από δύο ή περισσότερες τελικές μητρικές οντότητες χωριστών ομίλων, σύμφωνα με την οποία-

(i) τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) των ιδιοκτησιακών συμμετοχών στις τελικές μητρικές οντότητες χωριστών ομίλων λαμβάνουν ενιαία χρηματιστηριακή τιμή, εάν οι εν λόγω όμιλοι είναι εισηγμένοι σε χρηματιστήριο, είναι αλληλένδετες λόγω της μορφής ιδιοκτησίας, περιορισμών στη μεταβίβαση ή άλλων όρων ή προϋποθέσεων, και δεν μπορούν να μεταβιβαστούν ή να αποτελέσουν αντικείμενο ανεξάρτητης διαπραγμάτευσης· και

(ii) μία από τις τελικές μητρικές οντότητες καταρτίζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις στις οποίες τα περιουσιακά στοιχεία, οι υποχρεώσεις, τα έσοδα, τα έξοδα και οι ταμειακές ροές όλων των οντοτήτων των σχετικών ομίλων παρουσιάζονται μαζί ως στοιχεία μιας ενιαίας οικονομικής μονάδας και οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται σε εξωτερικό έλεγχο βάσει ρυθμιστικού καθεστώτος·

(β) «ρύθμιση εισαγωγής σε δύο χρηματιστήρια» σημαίνει ρύθμιση που συνάπτεται από δύο ή περισσότερες τελικές μητρικές οντότητες χωριστών ομίλων, σύμφωνα με την οποία-

(i) οι τελικές μητρικές οντότητες συμφωνούν να συνενώσουν τις επιχειρήσεις τους μόνο με σύμβαση·

(ii) σύμφωνα με συμβατικές ρυθμίσεις, οι τελικές μητρικές οντότητες θα πραγματοποιήσουν διανομές, όσον αφορά τα μερίσματα και σε περίπτωση εκκαθάρισης, στους μετόχους τους βάσει σταθερής αναλογίας·

(iii) η διαχείριση των δραστηριοτήτων των τελικών μητρικών οντοτήτων γίνεται σε βάση ενιαίας οικονομικής μονάδας στο πλαίσιο συμβατικών ρυθμίσεων, ενώ παράλληλα διατηρούνται οι χωριστές νομικές τους οντότητες ·

(iv) οι ιδιοκτησιακές συμμετοχές των τελικών μητρικών οντοτήτων που απαρτίζουν τη συμφωνία αποτελούν αυτοτελές αντικείμενο χρηματιστηριακής τιμής, διαπραγμάτευσης ή μεταβίβασης σε διαφορετικές κεφαλαιαγορές· και

(v) οι τελικές μητρικές οντότητες καταρτίζουν ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις στις οποίες τα περιουσιακά στοιχεία, οι υποχρεώσεις, τα έσοδα, τα έξοδα και οι ταμειακές ροές όλων των οντοτήτων σε όλους τους ομίλους παρουσιάζονται μαζί ως στοιχεία μιας ενιαίας οικονομικής μονάδας και πρέπει να υποβάλλονται σε εξωτερικό έλεγχο βάσει ρυθμιστικού καθεστώτος.

(2)(α) Όταν οι οντότητες και οι συνιστώσες οντότητες δύο ή περισσότερων ομίλων αποτελούν μέρος ενός ομίλου ΠΕ πολλών μητρικών εταιρειών, ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών, οι οντότητες και οι συνιστώσες οντότητες κάθε ομίλου αντιμετωπίζονται ως μέλη ενός μόνο ομίλου ΠΕ πολλών μητρικών εταιρειών ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών, ανάλογα.

(β) Μια οντότητα, πλην εξαιρούμενης οντότητας που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 4, αντιμετωπίζεται ως συνιστώσα οντότητα εάν ενοποιείται γραμμή προς γραμμή από τον όμιλο ΠΕ πολλών μητρικών εταιρειών/ εγχώριο όμίλο μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών ή εάν οι ελέγχουσες συμμετοχές της κατέχονται από οντότητες του ομίλου ΠΕ πολλών μητρικών εταιρειών ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών.

(3) Οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις του ομίλου ΠΕ πολλών μητρικών εταιρειών ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών είναι οι συνδυασμένες ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που αναφέρονται στους ορισμούς εξαρτώμενης δομής ή ρύθμισης εισαγωγής σε δύο χρηματιστήρια στο εδάφιο (1), οι οποίες καταρτίζονται βάσει αποδεκτού χρηματοοικονομικού λογιστικού προτύπου, το οποίο θεωρείται ότι αποτελεί το λογιστικό πρότυπο της τελικής μητρικής οντότητας.

(4)(α) Οι τελικές μητρικές οντότητες των χωριστών ομίλων που απαρτίζουν τον όμιλο ΠΕ πολλών μητρικών εταιρειών ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών είναι οι τελικές μητρικές οντότητες του ομίλου ΠΕ πολλών μητρικών εταιρειών ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών.

(β) Κατά την εφαρμογή του παρόντος Νόμου όσον αφορά έναν όμιλο ΠΕ πολλών μητρικών εταιρειών ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών, τυχόν αναφορές σε τελική μητρική οντότητα ισχύουν, όπως απαιτείται, όπως εάν ήταν αναφορές σε πολλές τελικές μητρικές οντότητες.

(5) Οι μητρικές οντότητες του ομίλου ΠΕ πολλών μητρικών εταιρειών ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών που είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία, περιλαμβανομένης κάθε τελικής μητρικής οντότητας, εφαρμόζουν τον κανόνα IIR σύμφωνα με τα άρθρα 6 έως 11 όσον αφορά το μερίδιο που τους αναλογεί στον συμπληρωματικό φόρο των συνιστωσών οντοτήτων με χαμηλή φορολόγηση.

(6) Οι συνιστώσες οντότητες του ομίλου ΠΕ πολλών μητρικών εταιρειών ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών που είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία εφαρμόζουν τον κανόνα UTPR σύμφωνα με τα άρθρα 13, 14 και 15, λαμβάνοντας υπόψη τον συμπληρωματικό φόρο κάθε συνιστώσας οντότητας με χαμηλή φορολόγηση που είναι μέλος του ομίλου ΠΕ πολλών μητρικών εταιρειών ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών.

(7) Οι τελικές μητρικές οντότητες του ομίλου ΠΕ πολλών μητρικών εταιρειών ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών υποβάλλουν τη δήλωση πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου σύμφωνα με το άρθρο 45, εκτός εάν υποδείξουν ενιαία ορισθείσα υποβάλλουσα οντότητα κατά την έννοια της παραγράφου (β) του εδαφίου (3) του άρθρου 45 και η εν λόγω δήλωση περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με καθέναν από τους ομίλους που συνθέτουν τον όμιλο ΠΕ πολλών μητρικών εταιρειών ή εγχώριο όμιλο.